Οι Αθηναίοι πρωτοβλέπουν τραγωδία | Η “Μήδεια” με τη Ριστόρι (1865)

Οι Αθηναίοι πρωτοβλέπουν τραγωδία | Η “Μήδεια” με τη Ριστόρι (1865)

Μοιράσου το!

  • Γιάννης Σιδέρης

Η παρουσίαση της Αντιγόνης θα ήταν πια ένας μακρινός θρύλος, που και οι διηγήσεις γι’ αυτήν θα είχαν σβήσει στα παρασκήνια και στις διακοπές των δοκιμών· αν τύχαινε να παρουσιασθεί στην Αθήνα η τραγωδία μετά την Πόλη αμέσως, θα είχε αρχίσει να πλάθεται μια “παράδοση”, θα είχαν επιθυμήσει και άλλοι θίασοι ν’ ανεβάσουν την ίδια ή άλλη τραγωδία σε κλειστό επίσης χώρο· όμως οι νεαροί πρωταγωνιστές δεν θα είχαν θερμανθεί από την παράσταση εκείνη με τον ξένο σκηνοθέτη της Όπερας και θα γυρίσανε πάλι πρόθυμα στο ταχτικό τους δραματολόγιο (μυθιστορηματικά δράματα, Σαίξπηρ, Μολιέρο, Γολδόνι)· τους τραβούσε το παράδειγμα των ζωντανών έργων που έπαιξαν οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους και ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος για ν’ αναλάβουν την πρωτοβουλία να εργαστούν για την καθιέρωση της αρχαίας τραγωδίας.

Adelaide Ristori, 1822-1906

Όπου, μέσα στην Αθήνα που δεν είχε δει ταχτικό θίασο να παίζει αρχαίους, η ξακουστή Ριστόρι εμφανίζεται στο θέατρο Μπούκουρα 9-12 Ιανουαρίου 1865, συνεχίζοντας την περιοδεία της, και πρώτα στη Μήδεια του Λεγκουβέ, και μετά στην Ιουδήθ και στην Μύρρα του Αλφιέρι καθώς και στη Φαίδρα του Ρακίνα· παίζει και άλλη μια φορά Μήδεια, για φιλανθρωπικό σκοπό στις 13.

Η πρώτη παράσταση λοιπόν δόθηκε με τη Μήδεια του μέτριου γάλλου συγγραφέα Λεγκουβέ, που μεταφρασμένη και από τον Άγγελο Βλάχο, θα την παραπαίξουν οι Ελληνίδες αργότερα· η επιτυχία ήταν της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου.

Το αθηναϊκό Κοινό, που μπορούσε να βλέπει θέατρο, δεν είχε τίποτε άλλο να ξεδιψάσει τη φιλοθέατρη επιθυμία του παρά το ιταλικό, και το γαλλικό, λιγότερο, μελόδραμα.

Η Ριστόρι ερχόταν από την Πόλη κατάφορτη όχι μόνο από τη φήμη της, αλλά και από τις τιμές που της έγιναν τις υπερβολικές εκεί· η Πόλη είχε μια μεγάλην ηθική επιβολή στην Αθήνα· θα την ακολουθήσει άρα και στην υποδοχή της Ιταλίδας και μάλιστα επειδή εκείνη άξιζε ουσιαστικά, όπως το απέδειξε από Σκηνής.

Η εφ. Παλιγγενεσία ενθουσιάζεται: “Περίφημος τραγωδός η κ. Ριστόρι, ετίμησε την πρωτεύουσαν της Ελλάδος… Όσα και αν είπη τις περί της επιτυχίας της τραγωδού ταύτης είναι ολιγότερα της αληθείας. Το άπειρον πλήθος των θεατών εθαύμασεν όντως και έμεινεν εκστατικόν δια την αμίμητον επιτυχίαν και δεξιότητα της τραγωδού ταύτης ήτις εθαυμάσθη καθ’ άπασαν την Ευρώπην. Την εσπέραν του Σαββάτου (9 Ιανουαρίου) παρεστάθη η τραγωδία Μήδεια, ής το πρόσωπον υπεκρίθη μετά θαυμαστής επιτυχίας. Τα εισιτήρια της εισόδου ετιμώντο αντί εξ δραχμών και δυο των καθισμάτων των· το ενοίκιον των θεωρείων ανέβη μέχρι δραχμών ογδοήκοντα, όπερ ουδέποτε συνέβη εν Ελλάδι” (11 Ιανουαρίου).

(Σημ., οι συνηθισμένες τιμές ήταν, σε τιμητικές πάλι, ξένων ηθοποιών του μελοδράματος 2, 1,50 και τα θεωρεία 6 δρχ., η μια θέση, περίπου 24 δραχμές όλα τα θεωρεία, ένα χρόνο μετά· του “Μενάνδρου” αργότερα οι τιμές ήταν 1,70, 1,10 δρχ).

Η παρουσία της Ριστόρι ανατάραξε και τους κοσμικούς κύκλους· η Παλιγγενεσία της ίδιας ημέρας σπεύδει να ειδοποιήσει: “Ένεκα της τελευταίας παραστάσεως της περιωνύμου ηθοποιού Ριστόρι, η της αύριον Τετάρτης συναναστροφή του κόμητος Σπόνεκ δεν θέλει λάβει χώραν. Θέλουσι δε επαναληφθεί αι συνήθεις συναναστροφαί του κόμητος Σπόνεκ από της ερχομένης εβδομάδος” (12 Ιανουαρίου).

Την επομένη, το ίδιο φύλλο, σα να ξεχνάει σε μερικά σημεία πως η Μήδεια που είδε ήταν του Λεγκουβέ και όχι ατόφια του Ευριπίδη, μελαγχολεί: “Η εν τω αθηναϊκώ θεάτρω εμφάνισις της κ. Ριστόρι οποίας… μεγάλας αναμνήσεις δεν διήγειρεν εις πάντας ημάς τους απογόνους των μεγάλων της αρχαιότητος τραγικών! Ακροαζόμενος αυτήν, υπέθετον προς στιγμήν ότι μετεφέρθην προς το μεσημβρινόν της Ακροπόλεως μέρος, εν τω θεάτρω του Διονύσου όπου, προ δισχιλίων και επέκεινα ετών, παριστάνετο η Μήδεια του Ευριπίδου… Αληθώς, η γλώσσα διέφερε (Σημ.: ξεχνάει ότι “διέφερε” και το έργο, ξενικό τώρα), αλλά τι προς τούτο; Η Ριστόρι δια της μαγικής της αληθώς Τέχνης (Σημ.: σωστά κατανοεί ότι βλέπει “Θέατρον”), ως η αληθής των καρδιών μάγισσα ανεπλήρωσε τα πάντα (Σημ.: η δύναμη της παράστασης που εκπληρώνει τον προορισμό της δίνει την απόλυτη χαρά, όχι ο ρεμβασμός ως προς το θέατρο του Διονύσου)· υμείς δια πρώτην φοράν εν Αθήναις, μετά την από της Ελλάδος φυγάδευσιν των Μουσών, παρέστημεν θεωροί εις δράμα άξιον της αρχαίας εποχής. (Σημ., τώρα θυμάται το Λεγκουβέ).

Ο νεαρός βασιλέας Γεώργιος ο Α΄ παρευρίσκεται καθ’ εκάστην εσπέραν εν τω θεάτρω (όπως και πιο πάνω, 14 Ιανουαρίου) και προσέφερε δώρον εις την τραγωδόν κ. Ριστόρι ένα βαρύτιμον βραχιόλιον (15 Ιανουαρίου). Ο Γεώργιος, για πρώτη φορά, φανερώνει την αγάπη του προς το Θέατρο, που θα μας δώσει και το χτίριο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου και τον περίφημο ανακτορικό θίασό του, καθώς και την ευγένειά του προς τις “περιώνυμες” της Ευρώπης, που φρόντιζε, αργότερα, να τις καλεί στην Αθήνα.

Συγκινήθηκε ο άγνωστός μας κριτικός, συγκινήθηκε η Αυλή, αλλά και η Αθήνα ολόκληρη δεν υστέρησε. Η εφ. Εθνοφύλαξ το “αποκαλύπτει” σ’ ένα μικρό της σημείωμα: “Η ηρωίς της δραματικής Σκηνής κ. Ριστόρι είναι το αντικείμενον πάσης συνδιαλέξεως, παντός άλλου λογιζομένου δευτερεύοντος…” (14 Ιανουαρίου). Το ίδιο φύλλο της επομένης διατυπώνει την επιθυμία να γίνει ένα Θέατρο στην Αθήνα σωστό και σπουδαίο· το σημείωμα επιγράφεται “Ριστόρι και Εθνικό Θέατρο”. (Σημ.: = ελληνικό, όχι ξένο, Θέατρο = θίασος).

Η φιλανθρωπική παράταση που είπαμε ήταν προς όφελος της “Φιλελεήμονος Εταιρείας” με είσπραξη 500.50 δρ.(!) (Παλιγγενεσία, 15 Ιανουαρίου), κι αμέσως πιο κάτω: “Οι εκ της γενναιότητος της κ. Ριστόρι ανακουφιζόμενοι θέλουσι ευλογεί το όνομά της εσαεί”.

Έναν απόηχο ξέγνοιαστο μας έχει αφήσει ο Ροϊδης· είναι αναδημοσιευμένος στην εφ. Άστυ (18 Οκτωβρίου 2893) από το “Ημερολόγιο” Νέα Ελλάς, του Γ. Δροσίνη· το λέει “χαριέστατον αρθρίδιον”· την είχε δει στο Λιβόρνο και στη Γένοβα, όσο λέει είχε μείνει, όπως είναι γνωστό. Στο ζαχαροπλαστείο “Σολωνείον” γνώρισε και τον άντρα της, το μαρκήσιο Καπράνικα Δεγρίλο· δίνει και άλλες βιογραφικές πληροφορίες και ανέκδοτα της παιδικής της ηλικίας, σχετικά με τη σταδιοδρομία της· το αρθρίδιο είχε ανατυπωθεί στις εκδόσεις Φέξη “Πάρεργα και Παραλειπόμενα” (VI), ς. 79-84. Έχει και δυο λόγια που ζήτησε ο Ροϊδης από το Λάσκαρη· τον ονομάζει “επίσημον ιστορικόν του Θεάτρου”.

Ο Λάσκαρης, επιπλέον, διηγείται την επίσκεψη της Ριστόρι και υπογραμμίζει την επίδρασή της ως προς τα ελληνικά θεατρικά πράγματα (περ. Το Ελληνικόν Θέεατρον, 1 Οκτωβρίου 1931· ο ίδιος, στο ίδιο περιοδικό (15 Ιανουαρίου 1932) έχει μια βιογραφία της αξιόλογης Ελένης Χέλμη: “Αλλ’ ότε… κατώρθωσε να ιδή από σκηνής του εν Αθήναις Θεάτρου τω 1864 (γρ. 5) την Αδελαϊδα Ριστόρι, αι, τότε πεια κατήντησε υπνοβάτης και την απεμιμείτο και εις τον ύπνον της…”.

Η συγκίνηση ενός μικρού λαού, μόλις πάει να οικοδομήσει τον πολιτισμό του δεν γίνεται να χαθεί – απομένει μέσα του ως ένα αράγιστο υπόστρωμα και προετοιμάζει μια βλάστηση που κάποτε θα έρθει με άλλες μορφές, ίσως, αλλά σίγουρα. Κι αμέσως η χειμερινή περόδος (1865-1866) θα είναι λαμπερή, πολύ πιο πάνω από ανάλογη, μισές και σκόρπιες, του 1857-58 π.χ. Από το 1867, θ’ αρχίσουν συνεχώς, όπως θα δούμε, παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών στο ύπαιθρο οι πιο πολλές κι ακόμη αργότερα και στο κλειστό θέατρο, ερασιτεχνικές κι ελάχιστες επαγγελματικές. Η αισθητική σημασία τους δεν έχει την πρώτη θέση· το σπουδαιότερο είναι να διαπιστωθούν α βήματα προόδου που υπήρξαν· τούτο συμβαίνει με τις παραστάσεις που είπαμε και που θα μελετήσουμε σε λίγο. Εύλογος άρα ο ενθουσιασμός με τη Ριστόρι, που δεν έδωσε μόνο το συγκλονισμό στους θεατές παρά εκίνησε και μια ταλαντούχο ηθοποιό προς το Θέατρο, ξυπνώντας μέσα της τον έρωτα προς εκείνο καθώς και την αξιοσύνη τη δική της που την είχε από τη φύση.

Την Άνοιξη του 1970 βρεθήκαμε στη Γένοβα εξαιτίας ενός θεατρικού Συνεδρίου που είχε συγκροτηθεί εκεί. Στο θεατρικό Μουσείο της γειτονικής πολιτείας, που τιμά την Τέχνη με πολλή ένταση και που αισθάνεται τρυφερότατα και πολύ περίκομψα τη θεατρική χαρά, με τις τρεις αίθουσες του δήμου που είδα και που συνδυάζουν την παράδοση στο δάκοσμό τους με τη μοντέρνα αίσθηση – είναι δυο μεγάλα δωμάτια με αναμνηστικά της Ριστόρι μαζί με τους διαδρόμους τους· εκτός από τ’ άλλα κοστούμια της, μια βιτρίνα διασώζει και το κοστούμι της Μήδειας, ακριβώς· “αρχαϊζει” στη φόρμα του, γενικά· είναι κεραμιδί με μια “χλαμύδα” στο πάνω μέρος· το άλλο τμήμα του φορέματος, καθώς κατεβαίνει προς το έδαφος χωρίς πτυχές και χωρίς να σέρνεται στο πάτωμα, είναι ίσιο και όλη του η επιφάνεια – από το λαιμό ώς κάτω – έχει κεντήματα μαύρα, με την προσπάθεια να μη μείνει ακάλυπτο κανένα μέρος της επιφανείας· το ύφασμά του μοιάζει πιο αραιό,, σαν εγχώριο δικό μας, σαν “κουκουλιάρικο” ή κάμποτ δικό μας πιο μαλακό είδα εκεί μια εικόνα της Ριστόρι στη Μήδεια· φοράει το ίδιο κοστούμι της βιτρίνας, αλλά στον κορμό πίσω, φουσκώνει ένας “μανδύας” που δεν “αρχαϊζει”, όσο μπορώ να μιλήσω για ένα τέτοιο θέμα· το φούσκωμα δεν είναι σαν από κίνηση, σαν από βάδισμα σε στιγμή πάθους· σα να μην μπορεί να κατανοήσει τι είναι αυτό το φούσκωμα ένας που έχει συνηθίσει τον τρόπο του ντυσίματος των κυριών της τραγωδίας στην Ελλάδα. Ποιος μπορεί να το πει ότι το κοστούμι αυτό θα ήταν εκείνο που φορούσε η Ριστόρι στην Αθήνα; Το ρόλο της Μήδειας τον έπαιζε χρόνια· τα ρούχα της Σκηνής λιώνουν πολύ γρήγορα σαν αδικαιολόγητα, αφού φοριούνται λίγη ώρα κάθε φορά· η φθορά τους είναι μια επιπλέον απόδειξη για το μόχθο του επαγγέλματος των ηθοποιών. Το κάθε καινούργιο της φόρεμα θα γινόταν, βεβαίως, απάνω στ’ αχνάρια τού μόλις φθαρμένου.

Όμως πολύ ερέμβασα και αντίκρυσα, με της ψυχής τα μάτια μπροστά στη βιτρίνα της Μήδειας, πιο πολύ, τις δυο βραδιές που έβλεπε ολόκληρη η Αθήνα για πρώτη φορά, μια γνήσια επαγγελματική παράσταση και μια ακτινοβόλα εκτέλεση μιας “αρχαίας” τραγωδίας· η πρώτη εμπειρία των ελλήνων θεατών θα τους εντυπώθηκε, θα μεταδώσανε την ανάμνησή της και θα την αποζητούσαν μετά – για εκείνους και για πολλούς υστερινούς, η άρτια μορφή της Αρχαίας Τραγωδίας, μέσα στα καλύτερα χρόνια, θα ήταν αυτό το κεραμιδί-μαύρο κοστούμι της Γένοβας.

Η Ριστόρι με το κοστούμι της Μήδειας στο ομώνυμο έργο του Ernest Legouvé

Η επαγγελματική ζωή λοιπόν της προγονικής κληρονομίας, μέσα στην Αθήνα, άρχισε με τη Ριστόρι, ο πόθος της δηλαδή που γρήγορα έγινε πράξη. Αργότερα, μετά πολλά χρόνια, θα παίξουν μερικοί σπουδαίοι, πραγματικά, ξένοι θίασοι στην Αθήνα, Αισχύλο και Σοφοκλή· ο ελληνικός θεατρικός πολιτισμός, ωστόσο, με την επίδοσή του στην Τραγωδία θα είναι τόσο γερός, ώστε δεν θα επηρεαστεί – δεν είναι τούτο εντελώς ωφέλιμο – από τη δική τους αντίληψη· τότε όμως η Ριστόρι ήταν ένα ευτυχισμένο κίνητρο, ένα ξύπνημα, πιο σωστά, της συνείδησης.

Παρατηρήσατε; Η Ριστόρι έπαιξε και τη Φαίδρα του Ρακίνα· δεν αναφερθήκαμε σ’ εκείνην όμως, γιατί δε θύμιζε τίποτε ζωντανό στους Αθηναίους· ο τίτλος της δεν ήταν κάτι τι γνωστό, μια υπόμνηση τραγωδίας αρχαίας· οι περιπέτειες μιας ερωτευμένης κυρίας δε μιλούσαν στην καρδιά τους, ήταν και ασυμπαθής – η Μήδεια, ωστόσο, με τη βιαιότητά της, με το το τόλμημα της σφαγής των παιδιών της, γινόταν ένα σύμβολο “τραγωδίας”· για τους πρωτευουσιάνους του 1865, η Φαίδρα δε θα ήταν τραγωδία, θα ήταν ένα περίεργο ερωτικό δράμα.

Η Ριστόρι ως Μαρία Στιούαρτ στο ομώνυμο έργο του Φρίντριχ Σίλερ

Η Ριστόρι ως Μαρία Αντουανέτα στο ομώνυμο έργο του Paolo Giacometti 

Η Ριστόρι ως Ελισάβετ στο έργο Ελισάβετ η βασίλισσα της Αγγλίας του Paolo Giacometti

Η Μήδεια παίχθηκε ως έναρξη και ως αποχαιρετιστήρια· τούτο έχει τη σημασία του ως προς την εντύπωση του έργου στο Κοινό του, και δυνάμωσε την καθαρά παραστασιακή αξία της.

Η Ριστόρι πέρασε από την πόλη κι έμεινε ένα μήνα. Οι πολυάριθμοι έλληνες θεατές θα παρακολούθησαν τις παραστάσεις της, θα συγκρίνανε το ελληνικό ανέβασμα της Αντιγόνης ίσως, όχι με τόσο ευνοϊκό αποτέλεσμα· όμως αυτό δεν τους πείραζε· από την Ιταλίδα δεν δεχθήκανε τις ίδιες επιδράσεις, γιατί ζούσαν μια θεατρική ζωή κανονισμένη πια, διεθνική, ανάμεσα στους άλλους λαούς της τουρκικής αυτοκρατορίας· δεν περιμένανε ν’ αποκτήσουν θεατρική συνείδηση από τους θιάσους της Αθήνας· από τη μακροχρόνια διαμονή τους εκεί, κατά τη συνήθεια, στις όχθες του Βοσπόρου, τους γέμιζε το να χαρούν εθνικά, να δείξουν στους ξένους τη δύναμη της φυλής και τις πνευματικές κατακτήσεις, αναζητούσαν την ευκαιρία να τους πλουτίσουν και να ζήσουν μια ελεύθερη ζωή στην παρουσία τους, που θύμιζαν την ελεύθερη πατρίδα.

_______________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: Λογοτεχνικά Χρονικά. Έτος Α΄, τεύχος 2, 1970-1971

Μοιράσου το!
ΒΙΒΛΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ