Χάρολντ Πίντερ (1930 – 2008)

Χάρολντ Πίντερ (1930 – 2008)

Μοιράσου το!

Όσα και να γράψουμε για τον Χάρολντ Πίντερ [10 Οκτωβρίου 1930 – 24 Δεκεμβρίου 2008] θα είναι λίγα. Μια μεγάλη φυσιογνωμία όχι μονάχα του αγγλικού αλλά και του παγκόσμιου θεάτρου. Συγγραφέας θεατρικών έργων και θεατρικός σκηνοθέτης. Έγραψε έργα για θέατρο, ραδιόφωνο, τηλεόραση και ταινίες. Το πρώιμο έργο του συνδέεται με το θέατρο του παραλόγου. Το 2005 κέρδισε το Βραβείο Nόμπελ Λογοτεχνίας, καθώς και το Βραβείο Φραντς Κάφκα.

24artsbeat-pinter-tmagarticle

Ήταν γνωστός επίσης για τον πολιτικό του ακτιβισμό και την αντίθεσή του στην αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν και τον Πόλεμο στο Ιράκ. Πέθανε από καρκίνο του ήπατος.

O Xάρολντ Πίντερ γεννήθηκε το 1930 στη συνοικία Xάκνεϊ του Λονδίνου από γονείς Eβραίους. Aπό το 1949 αρχίζει να γράφει (ποίηση) και ανακαλύπτει τον Mπέκετ. Tο δεύτερο έργο του, Πάρτι Γενεθλίων, παρουσιάζεται το 1958. H κριτική το κατασπαράζει. Tο 1968 ο Πίντερ συγκρούεται με την πανίσχυρη λογοκρισία της αγγλικής Σκηνής. Έχει γράψει ποιήματα, κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια και τα θεατρικά του έργα παίζονται συνεχώς σε όλο τον κόσμο. Θεωρείται ο μεγαλύτερος αγγλόφωνος θεατρικός συγγραφέας.

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

  • Μεταξύ άλλων στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα:
  •  Πάρτι Γενεθλίων (εκδόσεις Δωδώνη, μετάφραση: Παύλος Μάτεσις)
  • Η Συλλογή – Ο Εραστής (εκδόσεις Δωδώνη, μτφρ: Παύλος Μάτεσις)
  • Παλιοί Καιροί – Ένα Ακόμα Και Φύγαμε (εκδόσεις Δωδώνη, μτφρ: Μάγια Λυμπεροπούλου)
  • Ο Επιστάτης (εκδόσεις Κακουλίδης, μτφρ: Κώστας Σταματίου)
  • Οι Νάνοι (εκδόσεις Καστανιώτης, μτφρ: Παύλος Μάτεσις)
  • Προδοσία (εκδόσεις Δωδώνη, μτφρ: Μάριος Πλωρίτης)
  • Τέφρα και Σκιά (εκδόσεις , μτφρ: Τζένη Μαστοράκη)
  • Τοπίο και Σιωπή (εκδόσεις Λαβύρινθος, μτφρ: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλλη)
  • Πόλεμος (εκδόσεις Αιώρα, μτφρ: Τάνια Παπαδοπούλου)
  • Ποιήματα 1948-2004 (εκδόσεις Κέδρος, μτφρ: Νίνος Φενέκ Μικελίδης)

***************************

harold-pinter-09

Χάρολντ Πίντερ: ο κορυφαίος του μοντερνισμού

Ήταν ο θεατρικός συγγραφέας με τη μεγαλύτερη επιρροή στο μεταπολεμικό θέατρο και ταυτόχρονα ένας μόνιμος αντιρρησίας συνειδήσεως

  • Κατερίνα Δαφέρμου, Το Βήμα, 28/12/2008

«Τα εγκλήματα των ΗΠΑ την ίδια περίοδο (σ.σ.: μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) έχουν καταγραφεί πολύ επιλεκτικά, για να μην ερευνήσουμε το κατά πόσον έχει γίνει τεκμηρίωση, παραδοχή ή αναγνώρισή τους ως εγκλημάτων. (…) Ο Μπους και ο Μπλερ γυρίζουν την πλάτη τους στον θάνατο. (…) Ο θάνατος 2.000 Αμερικανών είναι ντροπή. Οδηγήθηκαν στους τάφους τους μέσα στο σκοτάδι. Οι κηδείες είναι ήσυχες, δεν ενοχλούν κανέναν. Οι ακρωτηριασμένοι σαπίζουν στα κρεβάτια τους, μερικοί για το υπόλοιπο της ζωής τους. Οπότε οι νεκροί και οι ακρωτηριασμένοι σαπίζουν και οι δύο σε τάφους διαφορετικών ειδών».

Τα αιχμηρά λόγια του Χάρολντ Πίντερ στην πολυσυζητημένη ομιλία του την ημέρα που τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ (το 2005) ήχησαν ξανά όταν την παραμονή των Χριστουγέννων ανακοινώθηκε ο θάνατός του στα 78 του χρόνια. Ήταν ο θεατρικός συγγραφέας με τη μεγαλύτερη ίσως επιρροή στο μεταπολεμικό θέατρο, έργα του όπως «ο Επιστάτης» και το «Πάρτι γενεθλίων» καθόρισαν τη σύγχρονη πρωτοπορία – σκηνοθέτης, ηθοποιός και ταυτόχρονα αγαπημένος ποιητής της Αριστεράς. Το ύφος του ήταν τόσο διακριτό ώστε ο όρος «πιντερικό» εισήχθη στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης. Από το 2002 έπασχε από καρκίνο. Το 2005 δήλωσε ότι παραιτείται από τα θεατρικά του ενδιαφέροντα για να επικεντρωθεί στα δράματα της πραγματικής πολιτικής.

Τα πρώτα βήματα 

Ο Χάρολντ Πίντερ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χάκνεϊ, μια εργατική συνοικία του Ανατολικού Λονδίνου, το οποίο εξηγεί εν μέρει το ότι σε όλη του τη ζωή, εντός και εκτός σκηνής, τάχθηκε στο πλευρό των «αδυνάμων». Ήταν μοναχογιός εβραίου ράφτη πορτογαλικής καταγωγής (πραγματικό όνομα: Ντα Πίντα). Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στις φτωχογειτονιές σημαδεύτηκαν από το συναίσθημα που ο ίδιος χαρακτήρισε « πόνο αποχωρισμού και φόβο ενός αβέβαιου μέλλοντος » κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1949 ο Πίντερ ήταν ήδη ένας αντιρρησίας συνειδήσεως όταν αρνήθηκε να καταταγεί στον στρατό. Την ίδια χρονιά ξυλοκοπήθηκε αφού επιτέθηκε στους φασίστες στο Ιστ Εντ.

Το 1948 γράφτηκε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, την οποία όμως εγκατέλειψε έναν χρόνο αργότερα. Φοίτησε στην Κεντρική Σχολή Λόγου και Δραματικής Τέχνης και για λίγο δούλεψε ως ηθοποιός σε διάφορους επαρχιακούς θιάσους ρεπερτορίου με το ψευδώνυμο Ντέιβιντ Μπάιρον. Την ίδια περίοδο, δηλαδή αρχές της δεκαετίας του 1950, γράφει τα πρώτα του ποιήματα, στα οποία είναι πρόδηλη η επιρροή του Ντίλαν Τόμας. Το 1968 εκδόθηκε για πρώτη φορά η ανθολογία των ποιημάτων του (έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά).

Από το πρώτο κιόλας θεατρικό του έργο, ένα μονόπρακτο με τίτλο «Το δωμάτιο», που ανέβηκε το 1957 στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, άρχισαν να διαφαίνονται οι κύριες αρετές του ξεχωριστού του τρόπου: ο κλειστός χώρος από τις ρωγμές του οποίου τελικά εισβάλλει ο κίνδυνος που μας απειλεί. Ήδη από τότε έγραψαν ότι ξεκινάει μια νέα εποχή στο αγγλικό θέατρο. Σύντομα ανέβηκε το «Πάρτι γενεθλίων», το πρώτο κανονικής διάρκειας έργο του, που αρχικά αποδοκιμάστηκε από την κριτική και το κοινό (το 1958) για να φτάσει να θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της πρωτοπορίας, το οποίο παίζεται ξανά και ξανά στα θέατρα όλου του κόσμου. Με τον «Επιστάτη» (1960), ένα δράμα πάνω στην αδυναμία επικοινωνίας των ανθρώπων (που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1965 στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κουν με τον Θύμιο Καρακατσάνη) και μετά με τον «Γυρισμό» (1965) και την «Προδοσία» (1978), ο Πίντερ καθιερώνεται ως το κορυφαίο ταλέντο του μοντερνισμού.

Μεταξύ των θεατρικών του έργων ξεχωρίζουν τα μονόπρακτα «Νυχτερινό σχολείο», «Η συλλογή» (1961), «Ο εραστής» (1963), «Πρόσκληση για τσάι» (1965), «Το υπόγειο» (1967), τα πιο γνωστά «Παλιοί καιροί» (1971), «Μονόλογος» (1975) και «Ουδέτερη ζώνη» (θα ανεβεί σύντομα στο θέατρο Duke of Υork του Λονδίνου), η τριλογία μονοπράκτων με γενικό τίτλο «Άλλοι τόποι» (1982). Συνολικά έγραψε περισσότερα από τριάντα έργα. Αλλά ο Πίντερ είχε επίσης σκηνοθετήσει για το θέατρο, ανεβάζοντας το 1970 και το μοναδικό θεατρικό έργο του θεμελιωτή του μοντερνισμού Τζέιμς Τζόις με τίτλο «Εξόριστοι». Στο ελληνικό κοινό τα έργα του ανέβηκαν πρώτα από τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης.

Καθρέφτης του πραγματικού 

Βαθύτατα επηρεασμένα από τον Σάμιουελ Μπέκετ, τα θεατρικά κείμενα του Πίντερ έμοιαζαν μέσα στη λιτότητά τους απλώς σαν καταγραφές προφορικού λόγου, χωρίς κανένα λογοτεχνικό φτιασίδωμα. Αυτό ήταν το μεγαλείο και η δύναμή τους: οι απολύτως αποδραματοποιημένοι διάλογοι, καθρέφτης της πιο κοινότοπης γλώσσας, μπόρεσαν να μεταδώσουν στο κοινό την ωμότητα της καθημερινότητας, τον κυνισμό του μεταπολεμικού κόσμου, και να μεταφέρουν τη φρίκη, τον σιωπηλό πόνο, τον τρόμο, το κενό που είχε νιώσει και ο ίδιος ως άνθρωπος. Διάσημοι οι υπαινιγμοί αλλά και οι παύσεις ή «σιωπές» στις προτάσεις του, που φόρτιζαν την ένταση. Μόνιμες θεματικές του τα μυστικά που μας ενώνουν και μας απομακρύνουν, οι ανομολόγητες επιθυμίες. Το έργο του συμπύκνωσε όλη την πραγματικότητα του μεταπολεμικού κόσμου και του Ψυχρού Πολέμου και είναι ταυτόχρονα ύμνος στον άνθρωπο.

Η σχέση του με τον κινηματογράφο 

Ο κόσμος που αναπαριστά ο Πίντερ μοιάζει επιφανειακά απόλυτα τακτοποιημένος, αλλά ο πόνος, η ενοχή και η βία ελλοχεύουν. Κάποια στιγμή θα προβάλουν στην επιφάνεια ξαφνικά, εξαιτίας της αδήριτης ειμαρμένης, αλλά θα βγουν χωρίς πυροτεχνήματα και λυρισμό, απλά και φυσικά, όπως όταν σβήνουν τα φώτα και πέφτει η αυλαία. Το απόλυτα ρεαλιστικό, στεγνό και υπογείως τραγικό ύφος του Πίντερ, η γυμνή του γλώσσα (« συστηματικό στρατήγημα για να κρύψεις την ίδια σου τη γύμνια » είχε πει) ταίριαξε στον κινηματογράφο, στον οποίο πρόσφερε εξαιρετικά σενάρια συνεργαζόμενος κυρίως με τον σημαντικό σκηνοθέτη Τζόζεφ Λόουζι: «Ο υπηρέτης» (1963), «Το δυστύχημα» (1967), «Ο μεσάζων» (1971) θεωρούνται μείζονα έργα της εβδόμης τέχνης. Έδωσε επίσης σπουδαία σενάρια: στον Ηλία Καζάν τον «Τελευταίο μεγιστάνα» (από το ημιτελές έργο του Φιτζέραλντ) το 1976, στον Κάρελ Ράιζ το «Η ερωμένη του γάλλου υπολοχαγού» (από το έργο του Φάουλς) το 1981. Πολλά σενάριά του ήταν υποψήφια για Όσκαρ. Και τα δικά του θεατρικά μεταφέρθηκαν με επιτυχία στον κινηματογράφο: «Ο επιστάτης» (1963) από τον Κλάιβ Ντόνερ, το «Πάρτι γενεθλίων» (1963) από τον Γουίλιαμ Φρίντκιν, ο «Γυρισμός» (1973) από τον Πίτερ Χολ. Τη δεκαετία του 1990 απολάμβανε το να ερμηνεύει μικρούς χαρακτηριστικούς ρόλους σε ταινίες.

 

Harold Pinter

ΕΚΤΟΣ ΣΚΗΝΗΣ

Υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου 

Ο Χάρολντ Πίντερ έπαιρνε θέση σε όλα τα καίρια ζητήματα της ανθρωπότητας. Είχε εξαπολύσει δριμεία κριτική κατά του βομβαρδισμού της Σερβίας από το ΝΑΤΟ και κατά της αμερικανικής και αγγλικής εισβολής στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Αγωνίστηκε για την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου από τη θέση του αντιπροέδρου του ΡΕΝ, της διεθνούς ένωσης συγγραφέων. Αρνήθηκε να χρισθεί ιππότης από τη βασίλισσα και επινοήθηκε ειδικός τίτλος (Companion of Ηonour) για χάρη του, τον οποίο του απένειμαν το 2002. Το 1979, ύστερα από μια απεργία στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, είχε ψηφίσει τη Μάργκαρετ Θάτσερ, πράγμα που αργότερα χαρακτήρισε «την πιο επαίσχυντη πράξη της ζωής του». Όσο εύγλωττα και αν τοποθετείτο στα δημόσια πράγματα, για τα προσωπικά του δράματα τηρούσε σιγήν ιχθύος. Δεν εκφράστηκε ποτέ για τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας, της ηθοποιού Βίβιαν Μέρτσαντ, που έγινε αλκοολική μετά τον χωρισμό τους το 1980 (πέθανε το 1982, πολύ νέα). Ούτε για την αποξένωση από τον γιο τους. Η σιωπή του και εδώ ήταν εκφραστική. Η δεύτερη σύζυγός του, τα τελευταία 33 χρόνια, ήταν η συγγραφέας λαίδη Αντόνια Φρέιζερ.

ΤΙ ΕΧΕΙ ΔΗΛΩΣΕΙ

Για την Τέχνη: 

Δεν υπάρχει απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στο πραγματικό και στο μη πραγματικό ούτε ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα.Ενα πράγμα δεν είναι κατ΄ ανάγκην είτε αληθινό είτε ψεύτικο. Μπορεί να είναι ταυτόχρονα αληθινό και ψεύτικο.

Για την αδικία των μεγάλων δυνάμεων: 

Οι άνθρωποι δεν ξεχνούν. Δεν ξεχνούν τον θάνατο των συντρόφων τους, δεν ξεχνούν τα βασανιστήρια και τους ακρωτηριασμούς, δεν ξεχνούν την αδικία, δεν ξεχνούν την καταπίεση, δεν ξεχνούν την τρομοκρατία των μεγάλων δυνάμεων. Και όχι μόνο δεν ξεχνούν. Ανταποδίδουν το χτύπημα.

*****************************************

pinter

Γιατί οι Έλληνες αγαπούν τον Πίντερ

  • Κάτια Αρφαρά, Το Βήμα, 15/10/2000

«Στο πλατύ κοινό ο Πίντερ έχει απήχηση ως όνομα όπως απήχηση έχει και η Ακρόπολη την οποία θαυμάζουμε αλλά δεν πηγαίνουμε να τη δούμε. Από την άλλη, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ανάμεσα στους σκηνοθέτες. Αποτελεί ένα “μέσο” καλλιτεχνικής ανόδου το να ανεβάζεις Πίντερ στην Ελλάδα» σχολιάζει ο συγγραφέας Παύλος Μάτεσις, μεταφραστής του «Επιστάτη» που πρωτοανέβηκε το 1965 από το Θέατρο Τέχνης και τώρα της «Νεκρής ζώνης» η οποία παρουσιάζεται για δεύτερη χρονιά στο Απλό Θέατρο αλλά και του «Celebration», του τελευταίου έργου του Χάρολντ Πίντερ που θα τη διαδεχθεί την άνοιξη. Αφορμή ο ερχομός του βρετανού συγγραφέα στη χώρα μας προκειμένου να παρακολουθήσει, προσκεκλημένος του υπουργείου Πολιτισμού, τόσο τη «Νεκρή ζώνη» όσο και το έργο του «Τέφρα και σκιά» που επαναλαμβάνεται εφέτος στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Ο Παύλος Μάτεσις διαπιστώνει ότι ο Πίντερ ανεβαίνει σήμερα χωρίς την ξιπασιά του μοντέρνου και του πρωτόγνωρου που «έφερε» στη δεκαετία του ’60 αλλά με το στοιχείο του διαβρωτικού χιούμορ του ­ συνήθως παρεξηγημένο ­ και δίνει έτσι το έναυσμα για μια συζήτηση γύρω από τη δημοτικότητα του Πίντερ στον ελληνικό θεατρικό χώρο, τα στερεότυπα και τις εμμονές που βαραίνουν την πρόσληψη της δραματουργίας του στη χώρα μας.

Ο Πίντερ συστήνεται στο ελληνικό κοινό το 1961 από την Πειραματική Σκηνή – Θέατρο Τσέπης με το πρώτο του έργο «Το δωμάτιο», τέσσερα μόλις χρόνια μετά τη συγγραφή του. Στο ρεπερτόριο των αθηναϊκών σκηνών αρχίζει ωστόσο να εισχωρεί μετά τον «Επιστάτη» που σκηνοθετεί το 1965 στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. «Ο Πίντερ έφερε τότε μια καινούργια πνοή στο θέατρο» λέει χαρακτηριστικά ο Μίμης Κουγιουμτζής, Λένι στον «Γυρισμό» το 1967, Στάνλεϊ στο «Πάρτι γενεθλίων» το 1969 αλλά και σκηνοθέτης του «Τοπίου» το 1982. Και εξηγεί: «Ο Κουν γοητευόταν από την υπέρβαση της ρεαλιστικής όψης των πραγμάτων στον Πίντερ, τον μάγευε η σύζευξη του ρεαλιστικού με το φανταστικό και το ονειρικό στοιχείο. Θεωρούσε ότι ο Πίντερ τον βοηθούσε να πλησιάσει την αρχαία ελληνική τραγωδία». Ο λονδρέζος δραματουργός «λειτούργησε» για το Θέατρο Τέχνης σαν ένα «σχολείο» υποκριτικής, αφού «στο έργο του ανακαλύψαμε τη συνομιλία της σιωπής».

Ο Κουν μύησε στον «πιντερικό» κόσμο και τον Αντώνη Αντύπα, σκηνοθέτη σήμερα πέρα από τη «Νεκρή ζώνη» και των παραστάσεων «Αλλοι τόποι» (1987) και «Φεγγαρόφωτο» (1995). «Μαθητής ακόμη του Θεάτρου Τέχνης είχα πάρει μέρος στις πρόβες του “Γυρισμού”» θυμάται ο κ. Αντύπας. «Με είχαν εντυπωσιάσει τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης που διακρίνονταν στα έργα του αλλά και το γεγονός ότι παρά την ιδιαιτερότητα της συμπεριφοράς τους οι ήρωές του προέρχονταν από μια λαϊκή τάξη. Οι αντιστοιχίες που υπήρχαν με τη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία ήταν πολλές και ίσως σε αυτό το στοιχείο να οφείλεται η μεγάλη δημοτικότητά του στη χώρα μας». Δημοτικότητα που διαπιστώνεται και από τον Λευτέρη Βογιατζή «παρά το γεγονός ότι θεωρείται πολύ δύσκολος συγγραφέας»«Υπάρχει μια επικοινωνία του Πίντερ με το ελληνικό κοινό αν και ο θεατής δεν έχει συνηθίσει να λειτουργεί έτσι όπως προτείνει ο Πίντερ, να σκέφτεται δηλαδή όπως αισθάνεται» επισημαίνει ο κ. Βογιατζής δηλώνοντας ευτυχής που ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τον βρετανό συγγραφέα σκηνοθετώντας το «Τέφρα και σκιά».

Για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό που ανέβασε τη «Νύχτα» το 1984 η δημοτικότητα του Πίντερ στο ελληνικό θέατρο αποδίδεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα περισσότερα από τα έργα του είναι ολιγοπρόσωπα. «Από εκεί και πέρα ο Πίντερ είναι πλέον ένας κλασικός με την έννοια του ότι παραμένει σημείο αναφοράς, ενώ από την άλλη είναι πάντα μαχόμενος. Είναι ο συγγραφέας που μετέτρεψε σε δραματική συνθήκη την πάρα πολύ σημερινή έννοια του “άλλα λέω και άλλα τρέχουν από κάτω”. Η πιντερική ατμόσφαιρα που προκύπτει από αυτή τη διττότητα» επισημαίνει ο κ. Μαρμαρινός «απαιτεί ωστόσο από τον ηθοποιό μια πολύ ειδική δουλειά αφαίρεσης και οι έλληνες ηθοποιοί δεν είμαστε ιδιαίτερα εκπαιδευμένοι σε αυτό».

Για τον Νίκο Διαμαντή που πρωτοπαρουσίασε τη «Βουνίσια γλώσσα» (1990) και τη «Σιωπή» (1999) «το στοιχείο που έλκει τους έλληνες σκηνοθέτες είναι η σκηνική αναδημιουργία σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλλα. Αυτή η αέναη πάλη, η μετέωρη βία που υπάρχει στα κείμενα του Πίντερ εκφράζει με μεγαλύτερη σαφήνεια ένα μεσογειακό και “συντηρητικό” κοινό όπως είναι το ελληνικό. Για τον λόγο αυτόν τα έργα του ανεβαίνουν εδώ περισσότερο εξπρεσιονιστικά απ’ ό,τι θα έπρεπε. Ενα εξπρεσιονιστικό ανέβασμα με αδρές γραμμές είναι όμως αδύνατον να φέρει στην επιφάνεια το χιούμορ και την αίσθηση της ειρωνείας του Πίντερ αφού τα στοιχεία αυτά βρίσκονται πολύ κοντά στην απροσδιοριστία που διατρέχει το έργο του».

Ο κ. Διαμαντής κάνει λόγο για τη σοβαροφάνεια με την οποία αντιμετωπίζεται η «πιντερική» δραματουργία στην Ελλάδα και στο σημείο αυτό βρίσκει σύμφωνο και τον Γιάννη Κακλέα«Τρομακτικά έντονο στον Πίντερ» παρατηρεί «είναι το ονειρικό-εφιαλτικό τοπίο που παράγεται μέσα από τη γραφή του, αυτή η αίσθηση του κενού και της ματαιότητας των πραγμάτων, γοητευτική ούτως ή άλλως λόγω του συγχρωτισμού της με την αρχαία τραγωδία, αλλά και εκείνο το δαιμονικό χιούμορ του. Το χιούμορ είναι το μόνο στοιχείο που έχει παρεξηγηθεί στις ελληνικές παραστάσεις των έργων του. Οι σκηνοθέτες δεν τολμούν να βρουν αυτή τη δαιμονική αίσθηση ίσως γιατί τον αντιμετωπίζουν με ένα υπερβολικό δέος». Και καταλήγει: «Στην ίδια παγίδα είχα πέσει και εγώ όταν ανέβασα με την Ομάδα Θέαμα το 1987 το “Πάρτι γενεθλίων”. Θα ήθελα να σκηνοθετήσω ακόμη έναν Πίντερ, αγαπώ πολύ τη γραφή του “Γυρισμού” αλλά θέλω να περάσει η “πιντερική” μόδα που υπάρχει αυτόν τον καιρό και που έχει να κάνει με έναν καλλιτεχνικό νεοπλουτισμό, με μια μανία που έχουμε να θεατριζόμαστε “αλά Λονδίνο”».

Για τον Νίκο Μαστοράκη που σκηνοθέτησε τους «Παλιούς καιρούς» το 1996 ο Πίντερ, «ο μόνος συγγραφέας από την παλιά γενιά που παραμένει παραγωγικός», ανεβαίνει με αρκετά σκηνοθετικά κλισέ στην Ελλάδα. «Ο Πίντερ είναι κρυπτικός συγγραφέας» διαπιστώνει«αλλά επιμένουν να τον κάνουν περισσότερο κρυπτικό. Ο κίνδυνος για έναν σκηνοθέτη που ανεβάζει για πρώτη φορά Πίντερ είναι να χαθεί μέσα σε αυτή την “πιντερική” ατμόσφαιρα η οποία μπορεί να θολώσει το βλέμμα του». Η άποψη του Λευτέρη Βογιατζή ηχεί ως η ακροτελεύτια της «πιντερικής» αυτής συζήτησης: «Οταν μας απασχολεί το πώς πρέπει να παίζεται ένας συγγραφέας ήδη έχει γίνει το πρώτο λάθος γιατί αυτό σημαίνει ότι αν βρεθεί ο τρόπος τότε ο καθένας θα εξαναγκάζει τον εαυτό του να τον ακολουθεί. Σημασία έχει πόσο ουσιαστικά ακολουθείς αυτό που νιώθεις. Αν είσαι πειστικός, αν είσαι ειλικρινής, αν είσαι ενδιαφέρων, αν ψελλίζεις κάτι που προσθέτει στη ματιά του συγγραφέα ή που την αποκαλύπτει, τότε δεν υπάρχει κανένα “πρέπει”. Το “πιντερέσκ”, αυτή δηλαδή η ατμόσφαιρα φόβου, απειλής και απροσδιοριστίας για την οποία μιλάνε είναι ένα εντελώς αποπροσανατολιστικό στοιχείο. Πρόκειται για κοινοτοπίες που όταν τις πιπιλάμε νομίζουμε ότι κάτι ξέρουμε, λες και αυτά μπορεί κανείς να τα αποδώσει… Τους συγγραφείς πρέπει να τους βλέπεις όχι με τις ταμπέλες που τους έχουν βάλει διάφοροι, γιατί αυτό μοιάζει και μυρίζει λίγο μόδα ή ευκολία».


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ