Το τραγικό ταξίδι του Ο’Νηλ

Το τραγικό ταξίδι του Ο’Νηλ

Μοιράσου το!

ΔΕΚΑ τρία χρόνια πριν από το θάνατό του ο Ευγένιος Ο’Νηλ άρχισε να γράφει το οικογενειακό του δράμα: “ένα έργο για μια παληά βαθειά θλίψη γραμμένο με δάκρυα και αίμα”, όπως ονόμαζε ο ίδιος το “Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα”. Του πήρε δυο χρόνια να το τελειώσει. Εργαζόταν μέρα και νύχτα, και πολλές φορές έκλαιγε καθώς προχωρούσε στο γράψιμο. Δεν άφηνε όλο εκείνο τον καιρό κανέναν να τον πλησιάσει, δεν έβλεπε κανέναν. Έβγαινε κάποτε-κάποτε από το γραφείο του αργά σε περασμένες ώρες, όπως διηγιέται η γυναίκα του, κ’ έμοιαζε δέκα χρόνια γεροντότερος απ’ ό,τι φαίνονταν πριν αρχίσει να δουλεύει τα πρωινά.

“Πρέπει να γράψω αυτό το έργο”, έλεγε και ξανάλεγε, “πρέπει να το τελειώσω, μ’ όλο που τόσο με πονεί, γιατί το θέμα του με κυνηγάει από μικρόν. Πρέπει να προλάβω για να μπορέσω να συχωρέσω τους δικούς μου κ’ εμένα τον ίδιον. Πρέπει να συμφιλιωθώ με τη μνήμη τους”.

Έτσι εσύνθεσε την επιτομή της οικογενειακής του ζωής σ’ ένα ανατριχιαστικά εξομολογητικό δράμα, σ’ ένα βίαιο κι αδίσταχτο ξεσκέπασμα των δυνάμεων που τον διαμόρφωσαν σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη. Ταυτόχρονα με τη συγκλονιστική αυτή αποκάλυψη, οροσήμανε φανερά πια τη συγγραφική του σκοπιά που εδραιώθηκε σίγουρα στην προσωπική τραγική του μοίρα. Γιατί όποιος έλαχε να καταγίνει με το έργο του γενικά και με τα καθέκαστα του βίου του, ξέρει πως η ζωή του η ίδια ήταν πράγματι ένα ταξίδι μιας ατέλειωτης μέρας μέσα στη νύχτα.

Στο έργο αυτό περιγράφει τα περιστατικά μιας μόνο μέρας στο εξοχικό πατρικό τους σπίτι στο Κοννέκτικατ της Νέας Αγγλίας στην Αμερική. Στην πραγματικότητα ο λόγος είναι για μια παθητική ιστορία ενός τσιγκούνη πατέρα, μιας μορφινομανούς μητέρας, ενός αλκοολικού αδερφού και του μικρότερου αυτάδερφού του, φυματικού αυτού, που αντιπροσωπεύει στο έργο τον συγγραφέα στη νεανική του ηλικία και που είναι να τον κλείσουν εκείνη ακριβώς τη μέρα σε σανατόριο. Αυτά είναι τα βασικά δεδομένα – η πρώτη ύλη – τα βιογραφικά γεγονότα για την ακραία του αυτή δημιουργική εμπειρία. Τα δεδομένα αυτά θα περάσουν από το φίλτρο του τραγικού συναισθήματος που κυβερνά αυτόνομα το πνεύμα του δραματουργού.

Πολύ πριν καταπιαστεί με το ολότελα αυτοβιογραφικό αυτό έργο έγραφε σ’ ένα φίλο του: “Είμαι πάντα οξύτατα ενήμερος των δυνάμεων που λειτουργούν πάντα πίσω από τα φαινόμενα – μοίρα, θεός, το βιολογικό παρελθόν που δημιουργεί το παρόν – ο,τιδήποτε κι αν το ονομάσει κανείς. Είναι ένα μυστήριο σίγουρα, μια αδάμαστη δύναμη που προδικάζει τη ζωή μας”.

Όλα τα έργα του Ο’Νηλ είναι λίγο πολύ αυτοβιογραφικά ώς ένα σημείο, αλλά στο “Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα”, οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις αναδείχνουν στο ανώτατο μέτρο την τέχνη του ως αυτοβιογράφου. Οι κατατρεγμένοι Ταϊρόν του δράματος δεν είναι παρά οι Ο’Νηλ, όπως πραγματικά υπήρξαν στη ζωή τους ως στην ελάχιστη λεπτομέρεια. Ωστόσο, αν και το υλικό αυτό είναι απόλυτα υποκειμενικό, η δραματουργική μέθοδος που ακολουθεί εδώ ο συγγραφέας είναι περισσότερο αντικειμενική. Τα στοιχεία της προσωπικής του ζωής και εμπειρίας τα προβάλλει σαν από καλειδοσκόπιο. Η ποιητική του όραση διεισδύει στη βαθύτατη ουσία των πραγμάτων, ξεπερνά το δραματικό άθροισμα της περιπέτειας, το αντικειμενικοποιεί ελευθερώνοντάς το από την επεισοδιακή του μονομέρεια και του δίνει πανανθρώπινο νόημα. Έτσι ανεβάζει το προσωπικό του θέμα σε ύψος και μέγεθος ανάλογο της Τραγωδίας, που την είχε σαν υπόδειγμα και προσπάθησε να την ακολουθήσει σ’ όλο του το συγγραφικό στάδιο.

Οι χαρακτήρες του είναι απογυμνωμένοι με ανοικτίρμονα ευθύτητα από κάθε είδους συμβατική αισθηματολογία. Οι σκηνές είναι στυγνές και δυνατές – ο χρόνος ενιαίος, ο τόπος το ίδιο. Οι διάλογοι αψείς, σχεδόν σκαιοί, καταλυτικοί. Το δράμα προχωρεί σπό σκηνή σε σκηνή με ανηλεή ρυθμό που φτάνει προς το τέλος σε μια υπνωτική φρενίτιδα, σάμπως η εφιαλτική περιπέτεια να ’χει συμβεί στο χείλος της λησμοσύνης.

Είναι ένα δραματικό κορύφωμα επικής λογοτεχνίας, μια saga στη δίνη μιας ακαριαίας πτώσης, μια μακροχρόνια ιστορία συμπυκνωμένη στο συμβολικό χρόνο ενός δραματικού μερόνυχτου, κατά την κλασική παράδοση. Η δράση ξετυλίγεται στα περασμένα. Στα τωρινά συγκεντρώνουνται μόνο οι συνέπειές της που ολοκληρώνουν το ανέλπιδο και συμπληρώνουν με το ακάθεκτο περιεχόμενό τους τη δραματική μορφή. Σωστά ειπώθηκε πως το “Ταξίδι” είναι σαν ένα συνοπτικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι που τους διαλόγους του τους έγραψε ο Στρίντμπεργκ. Το τραγικό αίσθημα που τρέφει τον Ο’Νηλ σ’ όλη του τη ζωή θριαμβεύει σ’ αυτό το αγωνιώδες πάλεμα για να λυτρώσει, όσο γίνεται, τη μνήμη των δικών του με βαθύ οίκτο, με κατανόηση και συγγνώμη. “Για μένα”, γράφει κάπου, “στο τραγικό μονάχα περιέχεται αυτή η ουσιαστική ομορφιά που δεν είναι παρά η γυμνή αλήθεια. Το τραγικώτερο είναι πάντα και το ευγενέστερο. Οι άνθρωποι που πετυχαίνουν κ’ ύστερα σταματούν τον αγώνα και δεν ριψοκινδυνεύουν ώς την μεγαλύτερη αποτυχία, είναι πνευματικά και αισθηματικά ανάπηροι. Το σταμάτημά τους στην επιτυχία είναι απλή απόδειξη της ασημαντότητάς τους. Πόσο πενιχρά και άδεια πρέπει να ήταν τα όνειρά τους!” Απ’ αυτό και μόνο φαίνεται η έμφυτη ροπή του προς το τραγικό, το ανεπανόρθωτο.

Ο τόνος του “Ταξιδιού”, η ατμόσφαιρα που δημιουργεί, είναι βγαλμένη από το ίδιο πνεύμα, είναι στο ίδιο κλίμα όλων περίπου των έργων του· και είναι πιο κοντά βέβαια στο “Παράξενο ιντερμέτζο” και στο “Ο Παγοπώλης έρχεται”. Οι χαρακτήρες του είναι και εδώ υπεύθυνοι για την αυτοκαταστροφή τους και συγχρόνως θύματα της σκοτεινής μοίρας. Δεν είναι σε θέση να κυριαρχήσουν πάνω στις δυνάμεις που διαμόρφωσαν τα πεπρωμένα τουυς, μόνο που στο “Ταξίδι”, αυτό το στυγνό ρεαλιστικό χρονικό μιας δαιμονιακής μέρας, υπάρχουν φανερά πια τα σημάδια της βαθειάς ιδιοσυγκρασιακής του απαισιοδοξίας. Όταν π.χ. ο Τζέημς Ταϊρόν, που αντπροσωπεύει τον καθεαυτό πατέρα του Ο’Νηλ, προσπαθεί επίμονα να πείσει την μορφινομανή γυναίκα του να ξεχάσει τα περασμένα, αυτή του απαντά: “Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω. Το παρελθόν είναι το παρόν, είναι και το μέλλον. Όλοι μας προσπαθούμε να ξεφύγουμε απ’ αυτό, αλλά η ζωή δεν μας αφήνει”. Και πάλι αλλού λέει στο μικρότερό της γιό: “Κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει ό,τι του ’ρχεται στη ζωή, γιατί μόλις καταλάβουμε να ’ρχεται κάτι βλαβερό και πούμε να τ’ αποφύγουμε, έχει κιόλας γίνει μέσα μας κάτι άλλο, κι αυτό φέρνει άλλο, κι έπειτα άλλο, ώσπου στο τέλος αυτά μπαίνουν όλα ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε κ’ έτσι χάνουμε τον αληθινό εαυτό μας για πάντα”.

Αν και το έργο είναι γεμάτο από βίαιες συγκρούσεις και αντεγκλήσεις, η οικογένεια δεν παύει ποτέ να είναι σφιχτά ενωμένη. Χρειάζεται ο ένας τον άλλον. Τρέφει ο ένας τον άλλον. Δεν μπορούν να ζήσουν χωρισμένοι. Τους ενώνει η ζωντανή μνήμη, το πανταχού παρόν παρελθόν. Το πάθος της μητέρας για τα ναρκωτικά είναι το κέντρο του δραματικού ενδιαφέροντος. Στις αρχικές σκηνές του έργου οι άλλοι, πατέρας και γιοί, προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους πως θεραπεύτηκε απ’ αυτό το πάθος – μόλις έχει γυρίσει απ’ την κλινική – όταν όμως καταλαβαίνουν πως ξανάρχισε πάλι τη μορφίνη ξεσπάει η οικογενειακή θύελλα κι ο ένας μάχεται τον άλλον, και φορές-φορές για άσχετα πράγματα και αφορμές ασήμαντες, όπως γίνεται, άλλωστε, συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις. Είναι φυσικά η βασική αγάπη προς τη μάννα που κυβερνά την έξαλλη συμπεριφορά τους, πράγμα που συναντά κανείς σ’ ένα σωρό οικογένειες που τις βασανίζουν ανάλογες κακοτυχίες. Αλλά από τη σκοπιά του Ο’Νηλ αυτή η περίπτωση παίρνει τραγικές διαστάσεις. Σ’ αυτόν οι οικογενειακές περιπλοκές των Ταϊρόν (των Ο’Νηλ δηλαδή) συμβολίζουν τον κενό, τον μάταιο, τον χωρίς νόημα χαρακτήρα της ζωής.

Είδε το μέγα βάθος αυτής της κακοδαιμονίας κ’ έγραψε απ’ αυτό μια Τραγωδία, γιατί ήταν από τη φύση του Τραγικός. Ένας άλλος συγγραφέας με το ίδιο υλικό, με την ίδια ιστορία, θα μπορούσε να γράψει αν όχι μια κωμωδία, αλλά ένα μελό, ένα δραματάκι ή και μια ηθογραφία. Η δημιουργική συμβολή του Ο’Νηλ σ’ αυτό το θέμα, χώρια απ’ τη δραματουργική του δεξιότητα, χρωστιέται στην έμφυτη αίσθηση της καταστροφής που ξεπηδά απ’ τον ίδιον και σημαδεύει όλες τις πλευρές της περιπέτειας. Η μελαγχολική, η απελπισμένη του φύση έχει ακονίσει την ευαισθησία του τόσο που είναι αδύνατο να του διαφύγει ούτε στη ζωή ούτε στην τέχνη η αληθινή όψη των πραγμάτων. Δεν αισθηματολογεί και ούτε διασκεδάζει ποτέ με τις αναποδιές της ζωής. Πικραίνεται μόνο και διαμαρτύρεται. Έτσι, όταν κάποτε του μίλησαν για τις χαρές της ζωής του Θεάτρου και τις ηρωικές ταλαιπωρίες των βιοπαλαιστών της σκηνής, απάντησε με αυτόν τον χαρακτηριστικό χλευασμό:

“Ο Μπάριμορ και μερικοί άλλοι ευφάνταστοι ηθοποιοί περηφανεύουνται πως γεννήθηκαν μέσα σ’ ένα μπαούλο. Σάμπως να ’ταν τίποτα το θεσπέσιο! Εγώ πράγματι γεννήθηκα σ’ ένα μικρό επαρχιακό ξενοδοχείο θεατρίνων, και η μητέρα μου έπρεπε να ταξιδέψει σχεδόν αμέσως μετά τον τοκετό και με μετέφερε μέσα σ’ ένα συρτάρι γραφείου στρωμένο μ’ ένα μαξιλάρι. Έζησα όλα μου τα παιδικά χρόνια μέσα σε αξιοθρήνητα δωμάτια ξενοδοχείων. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η θεατρική ζωή των “τουρνέ” είναι τόσο εξαίσιο πράγμα! Για μένα είναι μια φριχτή καταδίκη”.

Όταν στα τελευταία του, τον Νοέμβρη του 1953, ακινητούσε στο Shelton Hotel στο Marblehead κοντά στη Βοστώνη, σε μια απ’ τις τρομερές κρίσεις της αρρώστιας του, έσφιξε σε μια στιγμή τις γροθιές του, έτσι που ήταν θανάσιμα ξαπλωμένος, σήκωσε με κόπο το κεφάλι του απ’ το μαξιλάρι και με αχνή φωνή ξεστόμισε ασθμαίνοντας: “Γεννήθηκα σε δωμάτιο ξενοδοχείου και πεθαίνω, που να πάρει ο διάολος, σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου”.

Η τραγική αντίληψη της ζωής τον ακολουθεί παντού. Στη μακριά σειρά των έργων του διακρίνει πάντα κανείς την εξωτερίκευση του εσωτερικού του κόσμου, όπου οι συγκρούσεις στο εσώτατο είναι του κινούνται από την πικρή ενατένιση της ζωής.

Στο “Ταξίδι” ο Ο’Νηλ ενδοσκοπείται και προβάλλει τον ατέλειωτο αγώνα των δικών του μέσα από τις αντίθετες μορφές του ίδιου του εγώ. Αυτοτιμωρείται, κι από τη συντριβή του σταλάζει σαν μοναδική παρηγοριά ο φόβος και ο έλεος. Ο οίκτος, η κατανόηση και η συγγνώμη απλώνουνται σ’ όλη την τελευταία πράξη σαν μια περίλυπη ευλογία, και φέρνουν το ασίγαστο δράμα σ’ ένα μαγικά φρικιαστικό τέλος. Όταν η αναμενόμενη καταστροφή έχει πια πραγματοποιηθεί, η εσωτερική όψη των χαρακτήρων ξεπροβαίνεει με τέτοιαν αλήθεια, με τέτοιαν ελευθερία που μόνο σε έργα μεγάλης τραγικής πνοής συναντά κανείς.

Κώστας Καστανάς (Έντμοντ), Δημήτρης Χορν (Τζέημυ), Κατίνα Παξινού (Μαίρη Κάβαν Ταϊρόν), Αλέξης Μινωτής (Τζέημς Ταϊρόν). Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα (1965). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή

Αν και το ναυάγιο είναι τρομερό και ο ουρανός τριγύρω κατάμαυρος ακόμα, η έσχατη στιγμή είναι γεμάτη ευσπλαχνία και βαθειά ανθρώπινη συγκίνηση. Όπως στις Σοφόκλειες Τραγωδίες, που μας αποκαλύπτουν το μυστήριο της οικογενειακής “κατάρας”, τη δύναμη και το παράλογο της μοίρας που φωλιάζει στους ίδιους τους χαρακτήρες και τους σπρώχνει στην αυτοκαταστροφή.

Ποτέ ίσως στην ιστορία του πνεύματος δεν στάθηκε άλλος πιο τραγικός άνθρωπος σαν τον Ο’Νηλ.* Τραγικός στο έργο του και στη ζωή του. Τέτοια ταύτιση ουσίας κ’ έκφρασης! Τέτοια κυκλοτερής μοίρα! Τέτοια θανάσιμη θηλειά δεν έσφιξε ποτέ λαιμό ανθρώπου επί της γης!

__________________________________

*Τρία χρόνια μετά το θάνατό του πιστοποιήθηκε από το βιολόγο γιατρό Gierow πως ο Ο’Νηλ ποτέ δεν είχε την αρρώστια Parkinson. Από την αυτοψία που έγινε αποκαλύφθηκε πως υπόφερε από μια σπάνια αρρώστια που μοιάζει κάπως με την Parkinson. Η αρρώστια αυτή καταστρέφει μόνο το κινητικό σύστημα του οργανισμού, το εγκεφαλικό παραμένει άθικτο κι αυτό είναι το τρομερό σ’ αυτή την περίπτωση, ότι ο ασθενής διατηρεί καθαρότατη τη διάνοιά του και καταλαβαίνει και παρακολουθεί τη δυστυχία και την καταδίκη του.

___________________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: Στο πρόγραμμα της παράστασης του έργου Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα (1965). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος. Σκηνοθεσία: Αλέξης Μινωτής. Σκηνογραφία: Βασ. Βασιλειάδης. Διανομή: Αλ. Μινωτής (Τζέημς Ταϊρόν), Κατίνα Παξινού (Μαίρη Κάβαν Ταϊρόν, γυναίκα του), Δημήτρης Χορν (Τζέημυ, μεγαλύτερος γιός τους), Πέτρος Φυσσούν (Έντμοντ, μικρότερος γιός τους), Ελένη Χατζηαργύρη (Κάθλην). Βοηθός σκηνοθέτης: Λάμπρος Κωστόπουλος.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ