Κάρολος Κουν: Να φτιάξουμε ηθοποιούς

Κάρολος Κουν: Να φτιάξουμε ηθοποιούς

Μοιράσου το!

  • ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ

ΟΣΟ ΠΕΡΝΟΥΝ τα χρόνια κι όσο πληθαίνουν πίσω μας τα “σβηστά κεράκια”, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε την ευθύνη για ό,τι πιο έντονα μας συνέδεσε στη ζωή, τόσο περισσότερο ανησυχούμε για την εξέλιξη και την προκοπή του. Γι’ αυτό είναι φυσικό για όποιον αγαπά το Θέατρο και εργάσθηκε σ’ αυτόν τον τομέα της τέχνης, να νοιάζεται και γενικά για ό,τι αφορά τη θεατρική εκδήλωση, πρωταρχικά όμως για τους ανθρώπους του θεάτρου, τους ερμηνευτές των έργων, τους ηθοποιούς.

Κ’ επειδή το μέλλον ανήκει σ αυτούς που έρχονται, γιατί αυτοί θα προσθέσουν στο οικοδόμημα που υπάρχει, αυτοί θα διορθώσουν τα σφάλματά μας, αυτοί θα μας αντικαταστήσουν, κι αύριο αυτοί με τη σειρά τους θα λογοδοτήσουν, δε μπορεί παρά όλη μας η προσοχή να συγκεντρώνεται σ’ αυτούς. Κι όχι μόνο η προσοχή, αλλά και η ευθύνη που έχουμε απέναντί τους, για την εξέλιξη και την ολοκλήρωσή τους, για ό,τι θα τους κάνει να γίνουν άξιοι ν’ αφοσιωθούν σ’ αυτό που εμείς αγαπήσαμε.

Αφού το επάγγελμα του ηθοποιού, σα μια εκδήλωση της τέχνης, είναι μια καλλιτεχνική και πνευματική λειτουργία, συνυφασμένη με την εξέλιξη και την ανύψωση του ανθρώπου, θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε, μ’ άλλα μέτρα και σταθμά από εκείνα που αντιμετωπίζουμε  τους εργάτες άλλων επαγγελμάτων. Διαφορετικά πρέπει να είναι και τα κριτήριά μας κ’ οι απαιτήσεις μας, αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε για το πώς θα συμβάλει το θέατρο στην πνευματική εξέλιξη του τόπου μας

Κάθε επάγγελμα είναι ωραίο και αξιοσέβαστο, όταν αντιμετωπίζεται σωστά. Το επάγγελμα, όμως, του εργάτη του θεάτρου, σαν πνευματικό λειτούργημα, έχει μια πρόσθετη ευθύνη. Ο εργάτης του θεάτρου θα ερμηνεύσει και θα μεταδώσει το λόγο, το μήνυμα, την αλήθεια του ποιητή, του ανώτερου πνευματικού λειτουργού. Αυτός θα ‘ρθει σ’ άμεση επαφή με τους ανθρώπους, θα τους αγγίξει και θα τους βοηθήσει να δουν και να αισθανθούν ό,τι ωραίο κι αληθινό. Αυτός θα μας βοηθήσει ν’ αποτινάξουμε ό,τι ανούσιο, ό,τι ασήμαντο και ταπεινό, και να στραφούμε  σ’ ό,τι θα μας κάνει άξιους και σωστούς.

Κι αυτή η πρόσθετη ευθύνη που βαραίνει κάθε τίμιο εργάτη του θεάτρου, είναι το βασικότερο γνώρισμα του επαγγέλματος. Χωρίς αυτή την ευθύνη, το επάγγελμα είναι ανύπαρκτο. Όσα σωματεία κι αν υπάρχουν, όσα θέατρα, όσες Οργανώσεις, Θέατρο δεν θα υπάρχει, αν δεν υπάρχει συναίσθηση της αποστολής του ηθοποιού και του εργάτη του θεάτρου γενικά.  Και αν οι ιθύνοντες και οι επικεφαλής των Οργανώσεων και των Σωματείων θέλουν αληθινά την προκοπή του Ελληνικού Θεάτρου, εκεί θα πρέπει να εντοπίσουν την προσοχή τους.

Κάθε εργάτης του θεάτρου είναι φυσικά άνθρωπος με ανάγκες σαν όλους τους άλλους. Θα πρέπει να ζήσει, να ζήσει και να ευημερήσει, για να δημιουργήσει και να μεταδώσει. Σκοπός, όμως, της ύπαρξής του στο επάγγελμα θα πρέπει να ‘ναι αυτός και κανένας άλλος: Η πνευματική δημιουργία. Αλλιώς δεν πρέπει να ‘χει θέση στο επάγγελμα. Και μια προηγμένη κοινωνία, με σωστά πνεευματικά κριτήρια, αργά ή γρήγορα θα τον κάνει να αισθανθεί πως διάλεξε λαθεμένο δρόμο. Όλοι έχουμε ττις αδυναμίες μας, όλοι σφάλλουμε, κ’ εμείς και οι προγενέστεροί μας. Γι’ αυτό και χρειάζεται να ‘μαστε πάντα άγρυπνοι κι αυστηροί με τους εαυτούς μας. Τα λάθη που εμείς κάνουμε, ή που άλλοι έκαναν πριν από μας, όσο ψηλά κι αν στέκονταν, δε θέλουμε να τα επαναλάβουν οι νεώτεροι· τους θέλουμε καλύτερους, πιο αποδοτικούς από μας, αλλιώς δεν υπάρχει πρόοδος. Κι απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει πρόοδος, αρχίζει αυτόματα ο κατήφορος.

Είναι βέβαιο πως ζούμε σε μια δύσκολη κι ανήσυχη εποχή. Παλιές αξίες έχουν φθαρεί και χαθεί προτυού προλάβουν ν’ αντικατασταθούν από καινούργιες. Και η τεράστια πρόοδος της επιστήμης μας έχει βρει ψυχικά ανέτοιμους να προσαρμοστούμε. Ο νέος που αρχίζει ν’ αντιμετωπίζει τη ζωή, δεν ξέρει πού να στραφεί, δεν του είναι εύκολο να μην αφήσει να παρασυρθεί, αδυνατεί να βρει κάτι που να το πιστέψει και να του αφοσιωθεί. Εμείς οι ίδιοι πολλές φορές του καταστρέφουμε, είτε από αδυναμία είτε από λάθος, κι αυτή την ελάχιστη πίστη που μπορεί να του έχει απομείνει. Έπειτα οι σκληρές οικονομικές συνθήκες και η βιοπάλη, συχνά από μικρή ηλικία, έχουν αναπτύξει την άμυνά του κ’ έχουν ναρκώσει την ευαισθησία του.

Ο νέος που θέλει να γίνει ηθοποιός, θέλει πρώτα-πρώτα να πετύχει, και να πετύχει εύκολα, αδιαφορώντας με ποιον τρόπο. Τον ελκύει η προβολή του εαυτού του, τα χειροκροτήματα, οι βολές και τα τυχερά του επαγγέλματος. Δεν προσφέρεται να κοπιάσει για να γίνει άξιος να δώσει. Έρχεται για ν’ αρπάξει ό,τι μπορέσει, για να ικανοποιήσει το συντομότερο τη ματαιοδοξία και τα καπρίτσια του. Αυτή η τυχοδιωκτική αντιμετώπιση του επαγγέλματος από το νέο καλλιτέχνη, που σαν επιδημία κολλητική εύκολα και γρήγορα μεταδίδεται από τον ένα στον άλλο – ειδικά στον τόπο μας, όπου κανένας δεν παραδέχεται να είναι το “κορόιδο” – αποτελεί τον σσοβαρότερο κίνδυνο που διατρέχει το θέατρο σήμερα.

Τώρα, εκτός βέβαια από το γενικό κλίμα και τις εξωτερικές συνθήκες που συμβάλλουν στο ν’ αντιμετωπίζει ο νέος καλλιτέχνης το επάγγελμά του καθώς το αντιμετωπίζει, υπάρχουν κι ορισμένα τρωτά που θα μπορούσαν αποτελεσματικότερα να εξουδετερωθούν. Και πρώτα-πρώτα, ό,τι αφορά την παιδεία, τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση του καλλιτέχνη, τις δραματικές σχολές – πολλές απ’ αυτές απλώς επιχειρήσεις, με ανεπαρκές οργανωτικό και διδακτικό προσωπικό, καθώς και τη μέση εκπαίδευση, που αναγκασμένη ν’ αντιμετωπίζει συνθήκες λειτουργίας παιδαγωγικά ακατάλληλες και συχνά ασυγχρόνιστες, δεν καταφέρνει ίσως πάντα να δημιουργήσει στα νέα παιδιά τη δίψα για τη μάθησση και να κεντρίσει την περιέργειά τους για θέματα πνευματικά.

Χωρίς να θέλω να προχωρήσω σε εύκολες και εντυπωιακές κρίσεις, οφείλω να πω, πως πολλοί από τους καλύτερους μαθητές μου και συνεργάτες, αυτοί που είχαν τη μεγαλύτερη πνευματική εξέλιξη, τη μεγαλύτερη θέληση να μάθουν, και την τιμιότερη αντιμετώπιση του επαγγέλματος, ήταν παιδιά που η σκληρή βιοπάλη τα είχε κρατήσει μακριά απ’ το γυμνάσιο, που μπήκανε στο θέατρο “από την πίσω πόρτα”. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως θα πρέπει να ενισχύσουμε  τις τάξεις του θεάτρου με ανθρώπους που ξεκινάνε χωρίς τα εφόδια που προσφέρει η παιδεία. Σημαίνει, όμως πως πρέπει να φροντίσουμε να δημιουργηθούν έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα στα παιδιά  με καλλιτεχνική κλίση από τη νεαρή τους ηλικία.

Οι περισσότεροι από τους απόφοιτους των γυμνασίων που παρουσιάζονται στις διάφορες δραματικές σχολές είναι, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, εντελώς απροετοίμαστοι για ένα επάγγελμα αυστηρά καλλιτεχνικό. Δεν δείχνουν κανένα ζήλο να μορφωθούν, δεν έχουν καμιά πνευματική ανησυχία, δεν έχουν καμιά διάθεση να κοπιάσουν και να προβληματισθούν. Κατά κανόνα κατέχονται από μια βαθιά αντιπάθειαγια οποιοδήποτε κείμενο, για ό,τι απαιτεί πνευματικό κόπο και προσήλωση. Είναι άραγε το πηγαίο θεατρικό ταλέντο κάτι το οργανικά ασυμβίβαστο με την πενυματικότητα, στηρίζεται άραγε αρχικά μόνο σ’ ορισμένα έμφυτα εφόδια, ή μήπως φταίει η παιδεία έν μέρει, που δεν κατόρθωσε να ξυπνήσει κάτι στην ψυχή τους και στο πνεύμα τους, όσο ήταν ακόμα καιρός;

Ένα είναι βέβαιο, πως όταν ξεκινάνε για να κατακτήσουν την τέχνη του θεάτρου, είναι πια λίγο αργά για να δημιουργηθούν μέσα τους πνευματικά ενδιαφέροντα, κι όταν ύστερα από τρία χρόνια παραμονής σε μια από τις εγκεκριμένες δραματικές σχολές αποφοιτούν με τα πνευματικά εφόδια που αποκομίζουν από την ανάγνωση ενός πολύ περιορισμένου αριθμού θεατρικών έργων, την αποστήθιση της διδαχθείσης ύλης και την καθημερινή επαγγελματική ενημέρωση που τους προσφέρουν οι θεατρικές στήλες των εφημερίδων, τότε είναι ακόμα πιο αργά.

Δεν έχει φυσικά άδικο το Σωματείο Ηθοποιών να διαμαρτύρεται για την πληθώρα αυτών των σχολών, που διοχετεύουν κάθε χρόνο στο επάγγελμα ένα μεγάλο αριθμό από ανύπαρκτους κι άχηστους ηθοποιούς, νέους που αναζητούν ένα, όπως πιστεύουν, βολικό βιοποριστικό επάγγελμα που να τους αναδείξει. Μόνο που το κακό θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί ουσιαστικά κι αποτελεσματικά κι όχι, όπως προτείνει το σωματείο με την ίδρυση μιας και μόνης Θεατρικής Ακαδημίας, που θα μπορούσε να τη δεχτεί κανείς, απλώς σαν τροχοπέδη στην είσοδο των νέων στο θέατρο, και αυτό βέβαια μόνον από στενά συνδικαλιστική σκοπιά.

Είναι ουτοπία να φαντάζεται κανείς ότι ένα παρόμοιο ίδρυμα, ανελεύθερο χάρις στο προνόμιο που του παρέχει η αποκλειστικότητα,, θα μπορούσε σε μια χώρα με τον ατομικισμό βαθιά ριζωμένο μέσα της, να εξασφαλίσει καλλιτέχνες, και ειδικά καλλιτέχνες του θεάτρου, ώριμους και ικανούς και με προσωπικότητα, που θα δέχονταν και θα μπορούσαν να συνεργασθούν, για να διδάξουν και να διαμορφώσουν τους μελλοντικούς ηθοποιούς.

Η κάπως πρόχειρη σκέψη για την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, με σκοπό τη διάπλαση ενός ομοιόμορφου τύπου ηθοποιού, μαρτυρεί είτε περιφρόνηση, είτε άγνοια της σύγχρονης θεατρικής ιστορίας και εξέλιξης, καθλως και έλλειψη εκτίμησης της εργασίας κάθε σχολής χωρίς  διάκριση. Το μόνο που θα είχε να προσφέρει μια τέτοια Ακαδημία στους μέλλοντες καλλιτέχνες θα ήταν αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες και τεχνοτροπίες και μαζί ένα αντιπαιδαγωγικό και αποκαρδιωτικό θέαμα από καθημερινές διαμάχες, αντιγνωμίες και συγκρούσεις καθηγητών. Αρκετά έχει ταλαιπωρηθεί το Ελληνικό Θέατρο με μέτρα αντικαλλιτεχνικά, όπως αυτό της Αδείας εξασκήσεως επαγγέλματος.

Το θέατρο είναι μια ελεύθερη τέχνη, όπου θα πρέπει δίχως φραγμό να επιτρέπεται σ’ όποιον θέλει κ’ έχει ττις δυνατότητες να δοκιμάζεται. Το θέμα είναι απ’ τη μια μεριά να μη γίνεται κατάχρηση κ’ εκμετάλλευη του μέτρου αυτού, και από την άλλη να μην παραμένουν στο θέατρο παρά μόνον οι καλοί και άξιοι καλλιτέχνες. Γιατί να μη συσταθε΄μια ολιγομελής Επιτροπή από έμπειρους πνευματικούς ανθρώπους, που αφού εξετάσει την ελληνική και την ξένη παιδεία, νομοθεσία και διάρθρωση θεάτρου και σχολών, συμβουλευθεί κι ακούσει τις απόψεις των διαφόρων Οργανώσεων, κι όλων εκείνων που θα μπορούσαν να έχουν μια έγκυρη γνώμη, να παρουσιάσει μια λεπτομερειακή μελέτη του θέματος και λύσεις;

Εγώ, προσωπικά, πιστεύω πως αν καταργηθεί εντελώς η Άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος και η τελική εισδοχή στο επάγγελμα πραγματοποιείται έπειτα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα δοκιμαστικής θεατρικής θητείας, και οι πολλές σχολές θ’ αυτοκαταργηθούν και ουσιαστικότερος έλεγχος θα υπάρχει για τους νέους που θα παραμείνουν τελικά στο θέατρο, και ούτε θα λείψει έτσι η απαραίτητη άμιλλα, για να μην εξαναγκάζεται το θέατρο, όπως γίνεται συχνά σήμερα, να υπούπτει στους βεντετισμούς και στις ανόητες και ματαιόδοξες απαιτήσεις ορισμένων εγωπαθών ή πνευματικά ανώριμων ηθοποιών. Ας γίνει, λοιπόν, μια τέτοια μελέτη και ας βρεθεί η πρέπουσα λύση, που θα εξασφαλίσει τις απόψεις των διαφόρων Οργανώσεων, αλλά που θα εξασφαλίζει κυρίως το θέατρο και θα του επιτρέπει άφοβα και άνετα να επιλέγει και ν’ ανανεώνει τις δυνάμεις του – και να κρατά την αυστηρή καλλιτεχνική του υπόσταση.

Είναι πια γεγονός πως το Θέατρο σήμερα είναι πολύ διαφορετικό από το θέατρο πριν από είκοσι χρόνια, κι ακόμα πιο διαφορετικό από το θέατρο της εποχής που εδέσποζαν ηθοποιοί με απόλυτη κυρίαρχη προσωπικότητα μόνο. Φυσικά, πάντα αναζητάμε όσο γίνεται καλύτερους και μεγαλύτερους ηθοποιούς, μόνο που το κέντρο του βάρους ολοένα μετατοπίζεται στο συγγραφέα, τον αρχικό και βασικό πνευματικό δημιουργό, μ’ όλους τους άλλους συντελεσές, από ηθοποιό μέχρι σκηνοθέτη, υποταγμένους στην εμηνεία του έργου του.

Έχει διαμορφωθεί και ολοένα διαμορφώνεται μεγαλύτερο σε αριθμό, ένα Κοινό με αυστηρά πνευματικά και καλλιτεχνικά κριτήρια, που ούτε την προχειρότητα συγχωρεί, ούτε αρκείται στο να θαυμάζει  την επιδεξιότητα και την εγωκεντρική ακτινοβολία ενός καλλιτέχνη, όταν δεν υπάρχει ουσιαστικότερο πνευματικό αντίκρυσμα. Κι όσο πιο μεγάλος είναι ο καλλιτέχνης που θαυμάζει, τόσο πιο αυστηρό στέκεται σε θεατρινισμούς και προχειρότητες, λίγο-πολύ άλλοτε δικαιολογημένα θεμιτές, αφού τα έργα που κρατούσαν το ρεπερτόριο των θεάτρων, βασίζονταν κατά κύριο λόγο στην προσωπική προβολή του ηθοποιού και λιγότερο στην ποίηση και στο μήνυμα του συγγραφέα.

Βέβαια, πάντα υπάρχουν – και θα υπάρχουν – μεγάλες μάζες ακόμα πνευματικά ασχημάτιστες, που εύκολα παρασύρονται σε μια κακώς αξιολογημένη προσωπολατρεία και στο να δημιουργούν εφήμερα είδωλα, συχνά χωρίς πραγματική καλλιτεχνική υπόσταση. Και ο Κινηματογράφος, που αναγκαστικά ίσως αντιμετωπίζει την τέχνη κυρίως σαν επιχείρηση, και ο Τύπος, στην αναζήτηση εντυπωσιακών προβολών, υποβοηθούν την άνοδο κ’ επικράτηση πλασματικών αξιών. Αυτό είναι αναπόφευκτο και θα ‘ταν τραγικό για έναν τόπο και για το νέο καλλιτέχνη, αν δε δημιουργόταν παράλληλα κι ένα ολοένα μεγαλύτερο και απαιτητικότερο Κοινό με πνευματικές αξιώσεις. Σ’ εμάς απόκειται να το διατηρήσουμε και να το ευρύνουμε, αδιάφορο τι τίμημα θα πληρώσουμε γι’ αυτό, είτε κρατικοί λειτουργοί είμαστε είτε θεατρικά Σωματεία, είτε θιασάρχες, είτε ηθοποιοί και σκηνοθέτες, συγγραφείς, θεωρητικοί και κριτικοί του θεάτρου.

Γιατί μόνον η ύπαρξη αυτού του Κοινού κάνει δυνατή τη λειτουργία θιάσων μ’ επιδιώξεις αυστηρά καλλιτεχνικές, όπου θα παρουσιάζονται έργα με αξιώσεις κι όπου θα διοχετεύονται και θα δοκιμάζονται οι νέες δυνάμεις του θεάτρου. Μόνον η ύπαρξη αυτού του Κοινού θα μπορέσει να ξυπνήσει την πρέπουσα φιλοδοξία στο νου και στην ψυχή του νέου καλλιτέχνη, που θα τον ωθήσει ν’ αφοσιωθεί και ν’ αναζητήσει ολοένα πιο δημιουργικούς τρόπους εκδήλωσης της τέχνης του, θα τον βοηθήσει ν’ αποτινάξει το λήθαργο της παλιάς κληρονομιάς της προχειρότητας, της ρουτίνας και του εγωκεντρισμού και θα σταθεί σαν αντίβαρο στους πειρασμούς της εύκολης προβολής κ’ επιτυχίας, στην αβασάνιστη άνοδο κ’ επικράτηση, στην ανέξοδη κατάκτηση του ασήμαντου, και θα του ξαναδώσει πίστη και σεβασμό στην τέχνη του και στη δουλειά του.

  • Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ (του Κώστα Νίτσου), χρόνος Α’, τεύχος 3, 15 Μαϊου 1962

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ