Ο Λευκαδίτης ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, ο αγωνιστής, ο ποιητής
- Πηνελόπη Κοψιδά
Ο Τζαβαλάς Καρούσος ήταν ο μοναχογιός του δερματέμπορου Πάνου Τζαβαλά και της βονιτσάνας Πολυξένης Ραυτάκη. Γεννήθηκε το 1904 στη Λευκάδα, στην οδό Αγίας Παρασκευής αρ. 4 (τώρα 10), δρόμος που την εποχή εκείνη βρίσκονταν σε ακμή, καθώς εκεί υπήρχαν πολλά εμπορικά καταστήματα, αλλά και το καλλιτεχνικό ξυλουργείο του Ευστάθιου Προσαλέντη. Ήταν πρωί της 8ης του Σεπτέμβρη, μέρα που εορτάζεται το γενέθλιο της Παναγίας. Και καθώς η μητέρα του ετοιμαζόταν να πάει να προσκυνήσει στη γειτονική εκκλησία της Παναγίας των Ξένων, ήρθαν οι ωδίνες του τοκετού.
Ο πατέρας του, Πάνος, ήταν γιος του Γιώργου και της Θεοδώρας Τζαβαλά. Ο Γιώργος Τζαβαλάς, παππούς του Καρούσου, ήταν πετυχημένος δερματέμπορος, αντιπρόσωπος του εμπορικού οίκου Νακχμία από την Κέρκυρα και, σύμφωνα με τον Π. Κουνιάκη, ήταν η τράπεζα για τους εμπόρους της Λευκάδας. Είχε τρεις γιους, τον Στάθη, που έπαιζε μαντολίνο στην Φιλαρμονική της Λευκάδας και αρρωσταίνοντας σε μια περιοδεία, πεθαίνει στην Πάτρα, το Σπύρο, ο οποίος παντρεύτηκε μια Γαλλίδα και έφυγε για τη Γαλλία μη δίνοντας ποτέ ξανά σημεία ζωής και τέλος τον Πάνο, τον πατέρα του Καρούσου, στον οποίο είχε στηρίξει όλες τις ελπίδες του για τη συνέχιση της οικογενειακής παράδοσης, αφού ήταν το μόνο αγόρι που του είχε απομείνει. Είχε και τρεις κόρες που καλοπαντρεύτηκαν και έμειναν στη Λευκάδα. Όταν λοιπόν ο Πάνος παντρεύτηκε μια φτωχιά, χήρα από τη Βόνιτσα, την Πολυξένη, απογοητεύτηκε και οργίστηκε τόσο πολύ, ώστε τον αποκλήρωσε από την πατρική περιουσία.
Η Πολυξένη ήταν μια γυναίκα που είχε δοκιμασθεί σκληρά πριν το γάμο της με τον Πάνο Τζαβαλά. Ήταν η πρωτοθυγατέρα του δικαστικού κλητήρα Παντελή Ραυτάκη από τη Βόνιτσα, που είχε έξι παιδιά, και γι΄αυτό βιάστηκε να την παντρέψει νωρίς, σ΄ένα γειτονικό, ορεινό χωριό, τον Αϊ-Βασίλη. Όμως η μοίρα είναι αστάθμητη και η όμορφη Πολυξένη χήρεψε και ξαναγύρισε στο πατρικό της μ΄έναν γιο στην αγκαλιά. Λίγο μετά χάνει και το γιο της κι επειδή ποτέ κανείς δεν μίλησε γι΄αυτά, δεν είναι γνωστή η αιτία του χαμού τους. Από τότε η Πολυξένη ήταν η δούλα του πατρικού της και η απελπισμένη χήρα.
Ώσπου, στο πανηγύρι της Βόνιτσας, που είχε πάει για εμπορικές δουλειές, την είδε ο Πάνος Τζαβαλάς και την ανάγκασε να σηκωθεί να χορέψει. Όλο το χωριό τη σχολίασε γι΄αυτό, αλλά εκείνη η στιγμή της άλλαξε όλη τη ζωή. Ο έρωτας την έβγαλε ξανά από τη μοναξιά και παντρεύτηκε τον Πάνο Τζαβαλά, ανοίγοντας πάλι το δικό της σπίτι στη Λευκάδα. Ωστόσο, η οικογένεια του Πάνου δεν αποδέχτηκε ποτέ το γάμο αυτό, αγάπησε το παιδί, αλλά την ίδια την περιφρόνησε και δεν τη θεώρησε ποτέ μέλος της. Αυτό ατσάλωσε την Πολυξένη, που έγινε πολύ σκληρή για να τους αντιμετωπίσει, αρπάχτηκε από το μοναδικό της γιο τον Καρούσο και εκείνος την προστάτευσε με αφοσίωση μέχρι το θάνατό της, που ήρθε ήρεμα και ανώδυνα το 1957, έχοντας αξιωθεί να δει και δισέγγονα.
Τον Καρούσο βάφτισε η οικογένεια Βερυκίου, γείτονες που αγαπούσαν το παιδί και είχαν στενή σχέση με τη Φιλαρμονική Λευκάδας, αλλά και ιταλικές επιρροές. Ήταν θαυμαστές του ιταλού τενόρου Ενρίκο Καρούζο, που μεσουρανούσε εκείνη την εποχή στην Αμερική και γνωρίζοντας ότι ο παππούς του Γιώργος ήταν καλλίφωνος ψάλτης, προσδοκούσαν να πάρει και ο Καρούσος τη φυσική κλίση της οικογένειας, δίνοντάς του και το συμβολικό όνομα του ιταλού τενόρου. ( Του τενόρου, από τον οποίο εμπνεύστηκε κατόπιν και ο συνθέτης και τραγουδιστής Lucio Dalla ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια παγκοσμίως, το Caruso). Έτσι, η νουνά του Πηνειώ Πάδρε του έδωσε το όνομα Καρούσος, με το οποίο λες και τον έταξε στο χώρο της Τέχνης. Στην πορεία της ζωής του ο ηθοποιός, αντιστρέφοντας το ονοματεπώνυμό του, το υιοθέτησε ως επώνυμο, κρατώντας ως μικρό όνομα το Τζαβαλάς.
Από τις πρώτες ώρες της ζωής του ήταν ζωσμένος από όλες τις κοινωνικές αντιθέσεις και το πάθος των κοινωνικών προκαταλήψεων της επαρχίας που ζούσε, της Λευκάδας. Μεγαλώνοντας γίνεται ένα όμορφο παλικάρι και καλός μαθητής, που επειδή από τη μεριά του πατέρα του σέρνει την παράδοση της μόρφωσης, εκτός από τα μαθήματα του σχολείου, παρακολουθεί μαθήματα ιταλικής και γαλλικής γλώσσας.
Κάποιο απόγευμα του 1918, κι ενώ ήταν 14 χρονών, επιστρέφοντας από το απογευματινό παιχνίδι στη γειτονιά, δέχεται μια πισώπλατη μαχαιριά που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Χειρουργήθηκε σε κλινική της Πάτρας, όπου μεταφέρθηκε νύχτα με το καράβι της γραμμής, κάτω από το φόβο των γερμανικών υποβρυχίων. Ήταν εποχή πολέμου. Ποτέ δεν έγινε γνωστός ο λόγος της επίθεσης και η ταυτότητα του δράστη, αυτή η περιπέτεια όμως στάθηκε η αιτία της πρώιμης ωριμότητας και της αγωνιστικής διάθεσης που σφράγισε την ψυχή του Καρούσου. Ο τραυματισμός αυτός στάθηκε και η αιτία να υπηρετήσει ως βοηθητικός στο στρατό, καθώς είχε υποστεί σηπτικό πνευμονοθώρακα και του είχαν αφαιρεθεί δύο πλευρά.
Από την προηγούμενη χρονιά ήδη, είχε ανεβεί για πρώτη φορά στο σανίδι του Δημοτικού Θεάτρου της Λευκάδας, μαζί με το φίλο του Νίκο Κατηφόρη. Είχε έρθει στη Λευκάδα ο ηθοποιός Ροτζάιρον, χωρίς θίασο. Θίασο συγκρότησε στο νησί και ανέβασε το έργο «Η μάνα» του Ι. Πολέμη. Ο Καρούσος πήρε μέρος στο έργο και έκανε μια εμφάνιση προφητική. «Ήταν μόλις δεκατριών ετών, ψηλός, λιγνός, με το λόγο να ρέει απ’ τα χείλη του, συναρπαστικός, χανόταν μες την προσπάθεια να ενσαρκώσει το μικρό ρόλο, να ανταποκριθεί στην προσδοκία του ηθοποιού, που τον ξεχώριζε….»
Μαθητής ακόμα του Γυμνασίου θα κυκλοφορήσει μαζί με τον Νίκο Κατηφόρη την σατιρική εφημερίδα «Πειρασμός», στην οποία υπογράφει με το ψευδώνυμο Καρφοβελόνης. Επίσης υπάρχουν ακόμα δύο τίτλοι εφημερίδων, «Ένωσις», το 1922 και «Εθνική Σωτηρία», το 1923. Συχνά στο σχολείο απήγγειλε στίχους του Βαλαωρίτη και του Σολωμού. Ήταν υπερβατικός, στομφώδεις και ορμητικός, ποτισμένος με το πνεύμα της ελευθερίας και της τέχνης. Τα όνειρα των γονιών του, και ιδιαίτερα της μητέρας του, να τον καμαρώσουν δικηγόρο και στη συνέχεια ίσως πολιτικό και βουλευτή, ήταν μοιραίο να μην πραγματοποιηθούν ποτέ.
Πριν ακόμα τελειώσει το Γυμνάσιο φτάνει στη Λευκάδα ο θίασος του Σπύρου Χαντά. Από την παρέα του, δύο παιδιά είναι που πηγαίνουν κάθε βράδυ στις παραστάσεις του θιάσου, ο Καρούσος και ο Νίκος Κατηφόρης. Η πρωταγωνίστρια τον ξεχωρίζει και εκείνος της εκμυστηρεύεται ότι θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά οι γονείς του δεν θα το επιτρέψουν. Η Καίτη Χαντά τον παροτρύνει να ακολουθήσει το όνειρό του, κι ένα βράδυ που χρειάστηκαν κάποιον ηθοποιό τον κάλεσαν στη σκηνή και τον μεταμφίεσαν με τρόπο ώστε να μην τον αναγνωρίσει κανένας. Αυτό ήταν το ντεμπούτο του Καρούσου στη Λευκάδα, σε ηλικία 16-17 ετών. Σε λίγες μέρες ο θίασος έφυγε για την Κέρκυρα και ο Καρούσος, κρυφά από τους δικούς του, τους ακολούθησε στο καράβι της γραμμής, με ένα μπογαλάκι στο χέρι. Εκεί έλαβε μέρος σε πολλές παραστάσεις, παίζοντας διάφορους ρόλους. Είχε ήδη αρχίσει να περπατάει το μαγικό δρόμο της Τέχνης, που θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή.
Ωστόσο, το 1922, πηγαίνει στην Αθήνα και γράφεται στη Νομική Σχολή μαζί με το Νίκο Κατηφόρη. Ο πατέρας του ήταν άρρωστος και τα οικονομικά τους πολύ δύσκολα. Τον τελευταίο χρόνο παίρνει μια υποτροφία, ενώ ο νομοθέτης της Βουλής Κώστας Γράψας, συγγενής του, διανοούμενος και ποιητής, τον στηρίζει ηθικά και τον φέρνει σε επαφή με κύκλους λογίων και διανοουμένων εποχής. Έτσι, ο σπόρος των σοσιαλιστικών ιδεών ριζώνει στο πνεύμα του. Μαζί με τον ποιητή Τεύκρο Ανθία, τον Θανάση Κλάρα (Άρη Βελουχιώτη), αλλά και ομάδα συμφοιτητών του, κάνουν παρέα με τον ποιητή Κώστα Βάρναλη και τα βράδια συχνάζουν στην ταβέρνα της οδού Ευριπίδου, όπου ο ποιητής εμπνεύστηκε τους «Μοιραίους». Ανήκει στο θεατρικό όμιλο του Πανεπιστημίου, ενώ παρακολουθεί και δραματική τέχνη στο Εθνικό Ωδείο, με δασκάλους τον Αιμίλιο Βεάκη και τη Σαπφώ Αλκαίου.
Το 1922 ο πατέρας του πεθαίνει, ο Καρούσος θλίβεται βαθιά και γράφει το ποίημά «Θύμισι»:
Παιδί κι εγώ δεν ήμουνα; Μη τάχα εγώ δεν είχα
Πόθους κι αγάπες κι όνειρα τρελλά κι αγνές ορμές;
Κι όλα πια τώρα τάθαψα μαζί με τον πατέρα
που έτσι, φτωχές μας άφηκεν παντέρημες ψυχές….
Ήταν αυτός που τον στήριζε οικονομικά στις σπουδές του και συγκρατούσε την εκρηκτική του ιδιοσυγκρασία. Ο θάνατος του πατέρα του υπήρξε η στιγμή που οριστικά αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του νεοελληνικού θεάτρου, στο οποίο είχε ήδη μυηθεί. Το 1923 υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, ενώ το 1924 είναι ήδη επαγγελματίας ηθοποιός στο θίασο Βεάκη-Νέζερ. Ο Αιμίλιος Βεάκης ενσαρκώνει το καλλιτεχνικό του ιδεώδες και σ΄όλη του τη ζωή θα τον μνημονεύει με σέβας και αληθινό θαυμασμό. Είναι γεμάτος από τις ιδέες των νέων πρωτοπόρων σοσιαλιστών που οραματίζονται ένα φωτεινό μέλλον για τους λαούς. Πιστεύει πως δίνοντας τη μεγάλη τέχνη στο λαό θα τον ανακουφίσει, θα ανεβάσει το πνευματικό του επίπεδο, οι άνθρωποι θα γίνουν πιο ευτυχισμένοι και θα αντιμετωπίζουν καλύτερα την πραγματικότητα με θάρρος και αγωνιστικότητα.
Το 1926 ξεκινά με το θίασο Νέζερ μια μεγάλη περιοδεία και φτάνει στην Αλεξανδρούπολη, πόλη που είχε μεγαλώσει μετά την καταστροφή του ΄22 με τους ξεριζωμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας, που ήρθαν φέρνοντας μαζί νέες τάσεις και ιδέες. Το θεατρόφιλο κοινό μικρό, αλλά παθιασμένο και τακτικό. Στις πρώτες θέσεις του κινηματογράφου «Ηλύσια», που έπαιζε ο θίασος του Καρούσου, κάθονταν η δεκαοχτάχρονη Ελένη Βαρνακιώτη, υπάλληλος της Νομαρχίας, όμορφη, καθωσπρέπει, από οικογένεια με καλή σχετικά οικονομική κατάσταση, παρά τη φτώχεια που επικρατούσε. Ο έρωτας ήταν ακαριαίος, ο γάμος έγινε πριν φύγει ο θίασος από την πόλη, στη σάλα του σπιτιού της, με κουμπάρο το Χριστόφορο Νέζερ. Εκεί θα γεννηθεί και το μοναδικό παιδί του Καρούσου, η Δέσπω, όταν ο γάμος είχε ήδη κάνει τον κύκλο του και η Ελένη θα βρίσκεται σε δραματικό αδιέξοδο. Σε αυτό το σπίτι θα μείνει η Ελένη μαζί με την κόρη της. Εκεί θα βρεθούν αργότερα από την κόρη τα 350 γράμματα του Καρούσου, που καλύπτουν μια δεκαετία, 1926-1936. Ο γάμος δεν κράτησε, καθώς τον υπονόμευσε ο αδερφός της Ελένης, αλλά και η μάνα του Καρούσου, που ήθελε νύφη με προίκα για το γιο της. Ο Καρούσος έφυγε, ακολούθησε το όνειρό του, η Ελένη αρνήθηκε να αφήσει την ασφάλεια του πατρικού της σπιτιού και να εκτεθεί στην οδύνη της αβεβαιότητας και της ζήλιας.
Από το 1924 ως το 1931 αγωνίζεται σκληρά για να επιβιώσει, άλλοτε παίζοντας στην Αθήνα, άλλοτε με μπουλούκια στην επαρχία. Συχνά επισκέπτεται και τη μάνα του και τους παιδικούς του φίλους στη Λευκάδα. Η μάνα του, η Πολυξένη μετά το θάνατο του άντρα της ξεπουλάει ότι πολύτιμο έχει στο σπίτι και προσπαθεί να κρατήσει μόνη της το δερματεμπορικό. Ταυτόχρονα, σε αυτή την ηλικία μαθαίνει ανάγνωση και η πολιτική μπαίνει στη ζωή της. Από το κόμμα του βασιλιά που ανήκε ο πατέρας της μεταπηδά στις τάξεις των σοσιαλιστών.
Το έτος 1931 ο Καρούσος προσλαμβάνεται στο Εθνικό θέατρο, ενώ λίγο πριν, σε μια περιοδεία στην Αλεξανδρούπολη συναντά για πρώτη φορά την πεντάχρονη κόρη του. Με το συμβόλαιο που υπογράφει με το Εθνικό αλλάζει σημαντικά η ζωή του. Φέρνει μαζί του στην Αθήνα την μητέρα του και το κεφάλαιο Λευκάδα κλείνει οριστικά γι΄αυτόν. Συμμετέχει στο αριστερό κίνημα και ανήκει στην οργάνωση «Εργατική Βοήθεια». Ο προβληματισμός για την τέχνη του ηθοποιού κυριαρχεί στη σκέψη του. Η νέα ιδεολογία έφερνε και νέα αισθητική στην τέχνη του. Δεν υπήρχε διαχωρισμός ανάμεσα στον κοινωνικό και καλλιτεχνικό προβληματισμό. Κερδίζει ικανοποιητικά χρήματα για να συντηρεί την οικογένεια, ενώ η πορεία του είναι συνεχώς ανοδική. Ο νεαρός επαρχιώτης έκανε ένα μεγάλο άλμα, άφησε το επάγγελμα του πατέρα του και τη γενέτειρά του, άλλαξε κοινωνική θέση και κατάφερε να πετύχει σε αυτό το τόλμημα. Ερμήνευσε σπουδαίους ρόλους, όπως τον Τειρεσία στον Οιδίποδα, τον Οθέλλο κ.α.
Το 1935 και σε ηλικία 30 χρονών φεύγει από το Εθνικό. Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του, που δεν του επέτρεπε παραχωρήσεις ούτε στην τέχνη του, ούτε στις πεποιθήσεις του, οι επαγγελματικές και πολιτικές του διώξεις, η ανήσυχη ψυχή του και η ανάγκη διερεύνησης της καλλιτεχνικής του έκφρασης, τον οδηγούν στη φυγή στο εξωτερικό. Συντροφιά του μια συγγραφέας, διανοούμενη, ελληνίδα της διασποράς. Μαζί κάνουν το γύρω της Δύσης, Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Μαδρίτη. Παρακολουθεί παραστάσεις με κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής, ενώ παράλληλα, με έδρα το Παρίσι, παρατηρεί, συγκρίνει και διαμορφώνει την δική του εικόνα για τις συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη, που κυοφορούν τον επικείμενο παγκόσμιο πόλεμο. Κάνει σπουδές στη Σορβόννη, ταξίδια και επαφές με ανθρώπους της δουλειάς του αλλά και με επαναστάτες Γάλλους.
Ωστόσο, τα τελευταία χρήματα από τη διάλυση του μαγαζιού στη Λευκάδα, με τα οποία πραγματοποίησε το ταξίδι του, τέλειωσαν και έπρεπε να πάρει μια απόφαση για τη ζωή του. Η σκέψη της μάνας του και της μικρής του κόρης πίσω στην Ελλάδα, βάρυναν σε αυτή του την απόφαση. Και όταν ήρθαν γράμματα από συναδέλφους να επιστρέψει φέρνοντας πρωτοποριακά ευρωπαϊκά έργα και του πρότειναν πρωταγωνιστικούς ρόλους, πήρε την απόφαση της επιστροφής. Στην Ελλάδα είχε εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του Μεταξά. Ο Καρούσος επιστρέφει και αρχίζει να παίζει στο θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη σ΄ένα έργο του Ζιρωντού. Δέκα μέρες μετά τον συλλαμβάνει η Ασφάλεια. Η θιασάρχης κατάφερε με διαπραγματεύσεις να τον απελευθερώσει, αλλά από τότε άρχισε η πολιτική του δίωξη, λόγω αριστερών πεποιθήσεων. Η μάνα του, η καπετάνισσα όπως την αποκαλούσαν οι φίλοι του, είχε ήδη μετατρέψει το σπίτι τους στο Βύρωνα, στην τοποθεσία Κοπανάς, σε καταφύγιο διωκόμενων της εποχής, ανάμεσά τους και κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ. Ο ίδιος πιστός στην ιδεολογία και με μεγάλη προσφορά στην υπόθεση της αριστεράς, δεν υπήρξε ποτέ μέλος του κόμματος. Πίστευε στις ιδέες του, αλλά η έμφυτη ανεξαρτησία του χαρακτήρα του δεν του επέτρεπε κομματικές δεσμεύσεις.
Το φθινόπωρο του ΄36 ιδρύει το «Καλλιτεχνικό Θέατρο», με τον Πέλο Κατσέλη διευθυντή και σκηνοθέτη. Ο θίασος συγκεντρώνει σημαντικά πρόσωπα του θεάτρου (Λ. Καλλέργη, Μαλαίνα Ανουσάκη, Γ. Αργύρη, Παντελή Ζερβό κ.α.) και ασχολείται με το ποιοτικό, κλασσικό ρεπερτόριο. Η Μαλαίνα Ανουσάκη θα πει αργότερα: «Οι συνθήκες ήταν σκληρές. Αυτή η περίοδος ήταν μια αναγέννηση. [Ο Καρούσος] ήταν μεγάλος, ήταν φθασμένος, είχε κάνει μια καριέρα, είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν αδικημένος. Ήταν βαθιά καλλιεργημένος και καθαρά πνευματικός άνθρωπος. Ήταν άνδρας ανυπότακτος, μελετηρός και φιλομαθής. Είχαμε φιλία και συνεργασία στο ΕΑΜ….». Η δημιουργία και η πορεία του θιάσου αυτού θα σημάνει και το τέλος των χρηματικών αποθεμάτων από τη Λευκάδα. Ευτυχώς όλες οι πόρτες επαγγελματικά είναι πλέον ανοιχτές γι΄αυτόν.
Το 1937 είναι μέλος του θιάσου της Κατερίνας Ανδρεάδη και το 1938 συμμετέχει στη θερινή περιοδεία του θιάσου Μαρίκας Κοτοπούλη. Το 1939 παίζει στο θέατρο «Ρεξ». Από το 1939 ως το 1940 ανήκει στο θίασο «Άρμα Θέσπιδος» παράρτημα του Βασιλικού Θεάτρου, που περιοδεύει στα μεγάλα αστικά κέντρα της επαρχίας. Παίζει, ως πρωταγωνιστής, ρόλους κλασικούς και μοντέρνους με μεγάλη επιτυχία. Σε μια περιοδεία στη Θεσσαλονίκη το 1939, στο πολυτελέστατο σαλόνι του ξενοδοχείου «Αστόρια», συναντά μετά από πολλά χρόνια την κόρη του. Την παίρνει μαζί του στην Αθήνα και υπόσχεται στη μητέρα της ότι θα φροντίσει για τη μόρφωσή της. Στο σπίτι του ήδη έμενε η μάνα του, η εξαδέρφη του Ρεβέκκα και ο αδερφός της, καθώς ο άντρας της Λεωνίδας Στρίγγος ήταν έγκλειστος στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Στην ίδια περιοδεία στη Δράμα γνωρίζεται με την Λέλα Αναστασιάδη, κόρη δικηγόρου, η οποία πάντα θα υπομείνει τις χοντράδες της καπετάνισσας μάνας του, τις πολλαπλές διακυμάνσεις της καλλιτεχνικής του ζωής, την οικονομική αστάθεια, τις ίντριγκες, τις αποτυχίες, τις αρρώστιες, τις πολιτικές διώξεις και θα μείνει σύντροφος της ζωής του για εικοσιεννιά ολόκληρα χρόνια.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ξεσπά ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο Καρούσος παίρνει μέρος στο αντιπολεμικό έργο «Μετά τη νίκη» και «Πολεμικές Καντρίλιες» με το θίασο της Κ. Ανδρεάδη. Η πείνα ορμά ακάθεκτη στην Αθήνα, η κόρη του επιστρέφει στη μάνα της, που στο μεταξύ είχε ξαναπαντρευτεί.
Ο Καρούσος το Μάη του 1941, αδυνατισμένος από σοβαρή ασθένεια που πέρασε, κλείνει συμβόλαιο με το Εθνικό Θέατρο. Είναι η τελευταία του θητεία στο Εθνικό, θα διαρκέσει μέχρι το 1946 και θα υποδυθεί δεκατέσσερις ρόλους. Είναι πρωταγωνιστής με λαμπρές επιτυχίες σε αξιολογότατους ρόλους. Παράλληλα αρχίζει η Κατοχή και η Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ καλλιτεχνών, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Πήρε μέρος ενεργά σε όλες τις εκδηλώσεις και η συμμετοχή και ο αγώνας του επιβάρυναν τον φάκελο που ήδη είχε στην Ασφάλεια. Η μάνα και η κόρη του φεύγουν για την Βόνιτσα και ο Καρούσος με τη σύντροφό του Λέλα, ενεργό μέλος της Αντίστασης, νοικιάζουν ένα υπόγειο, στο οποίο η οικογένεια θα μείνει πάρα πολλά χρόνια, ακόμα και τα δύσκολα χρόνια των διωγμών και της εξορίας που ακολούθησαν.
Εκεί σε αυτό το σπίτι, μια νύχτα του Δεκέμβρη του ΄41 διαβάζει τα «Θαμπά Τζάμια», έργο αμερικανίδας συγγραφέως, στο φως μιας λάμπας πετρελαίου. Καθώς το σκοτάδι του χιτλερισμού είχε χυθεί πάνω από την Ευρώπη, το έργο φάνταζε σαν ένα ελπιδοφόρο φως. Από το επόμενο βράδυ άρχισε τη μετάφραση του έργου, για να φέρει αυτό το φώς στις ψυχές και των άλλων ανθρώπων. Το έργο παραστάθηκε με μεγάλη επιτυχία, κατορθώνοντας να ξεγελάσει την λογοκρισία των κατακτητών, παρουσιάζοντάς το ως έργο πολωνού συγγραφέα. Η πορεία της θεατρικής διαδρομής του κατά το διάστημα της Κατοχής, παγιώνει την καταξίωσή του στο χώρο, καθώς γράφονται κριτικές που τον τοποθετούν ανάμεσα στους κορυφαίους του θεάτρου.
Το 1944 επιστρέφει η μάνα του και η κόρη του από τη Βόνιτσα. Η Αντίσταση του λαού κορυφώνεται και γίνονται ένοπλες συμπλοκές στο κέντρο της πόλης, παντού επικρατεί κλίμα τρόμου, καθώς η εκδικητική μανία των Γερμανών οδηγεί στην εκτέλεση των διακοσίων στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ανάμεσά τους και ο συμπατριώτης του Καρούσου, Λευκαδίτης, Βασίλης Φίλιππας (Τάμπανος), που τον είχε μυήσει από τα μαθητικά τους χρόνια στην έννοια της ταξικής πάλης. Ήταν από τους έγκλειστους στην Ακροναυπλία. Στις 12 Οκτωβρίου υποστέλλεται η Σβάστικα και οι Γερμανοί φεύγουν από την Αθήνα.
Στις 18 του μήνα το Εθνικό Θέατρο ανοίγει τις πύλες του εορταστικά, με ελεύθερη είσοδο. Ο Καρούσος απάγγειλε σχεδόν ολόκληρο τον Εθνικό Ύμνο με μουσική υπόκρουση από την ορχήστρα της Λυρικής. Ο Νοέμβριος ήταν ένας ευχάριστος μήνας, που τον διαδέχτηκαν όμως τα Δεκεμβριανά. Ο Καρούσος συμμετείχε στο αιματηρό συλλαλητήριο της 3ης Δεκέμβρη και έζησε το κλίμα βίας και τρομοκρατίας που ακολούθησε στους δρόμους της πόλης τις επόμενες μέρες. Με το τέλος της ένοπλης σύρραξης έφυγαν με το Βεάκη για το βουνό. Στη Λάρισα συναντήθηκε με άλλους ηθοποιούς, έφτιαξε ένα θίασο με περίπου πενήντα ηθοποιούς και άρχισε αμέσως τις παραστάσεις.
Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας επιστρέφει σε μια αφιλόξενη Αθήνα. Παίρνει μέρος σε παραστάσεις του Εθνικού, ενώ συχνά γίνεται αντικείμενο βίαιης συμπεριφοράς από αντιφρονούντες, λόγω τον πολιτικών του πεποιθήσεων, όπως επίσης και πολλοί συνάδελφοί του.
Μετά θα ακολουθήσει ο ανελέητος διωγμός του, μαζί με την προετοιμασία της ανοιχτής ρήξης, του εμφυλίου, που θα διχάσει και θα στιγματίσει αμετάκλητα την ιστορία του τόπου. Από το Μάιο του 1946 είναι εκτός Κρατικής Σκηνής. Στις 30 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου απαγγέλει στην αίθουσα του Παρνασσού την τραγωδία του Άγγελου Σικελιανού «Ο Χριστός στη Ρώμη». Ο ποιητής του προσφέρει ένα αντίτυπο με την αφιέρωση :
Του Καρούσου
Που περηφανεύομαι γι΄αυτόν σα λευκαδίτης,
Άγγελος Σικελιανός
Όταν όμως προγραμματίστηκε να επαναληφθεί η απαγγελία στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο», απαγορεύτηκε η εκδήλωση και η αίθουσα σφραγίσθηκε από την αστυνομία!
Το 1947 ο Καρούσος προσπαθεί να προσαρμοσθεί στη νέα τάξη πραγμάτων. Συνεχώς αγωνίζεται και κινείται στο χώρο της τέχνης, προσπαθώντας να μην προκαλεί και να μην δίνει αφορμή για πολιτικές αντιπαραθέσεις, έχοντας την ευθύνη της συντήρησης της οικογένειάς του. Το Φεβρουάριο δίνει στο θέατρο «Βρετάνια» ρεσιτάλ απαγγελίας επτανησιακής ποίησης, με έργα του Σολωμού, του Κάλβου, του Βαλαωρίτη, του Σικελιανού κ.α. Τον ίδιο χρόνο ιδρύει το δεύτερο προσωπικό του θίασο, την «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου». Ο θίασος δηλώνει ανεξάρτητος καλλιτεχνικός οργανισμός, που αποσκοπεί στην καλλιτεχνική ανάπτυξη του κοινού, μέσα από ποιοτικά έργα, με πρωτεύουσα θέση στα έργα των τότε σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων. Ήταν ένα μεγάλο οικονομικό ρίσκο, αφού σε μια θεατρική περίοδο ανέβασε πέντε ελληνικά έργα.
Αρχές του 1948 συνεργάζεται με το θίασο του Β. Αργυρόπουλου στην ελληνική κωμωδία: «Τα καραφάκια του κυρ-Αριστείδη», την άνοιξη με δικό του θίασο ανεβάζει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά τον «Έμπορο της Βενετίας» και ετοιμάζει το θίασο για τη θερινή περίοδο στο θέατρο «Μακέδο». Οι παραστάσεις ξεκινούν, αλλά διακόπτονται απότομα, όταν το Μάη του 1948 ο Καρούσος συλλαμβάνεται . Πρώτος σταθμός της εξορίας του η Ικαρία. Το καλοκαίρι του 1949 μεταφέρεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Η ήδη κλονισμένη κατάσταση της υγείας του, έγινε απελπιστική. Ο νεαρός Λευκαδίτης, συγκρατούμενος του Καρούσου, Γιώργος Λογοθέτης, τον βοηθάει στην αρρώστια του και ο ίδιος αργότερα θα πει: «Τότε είναι που θα γεμίσει η Μακρόνησος με ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες του θεάτρου και του κινηματογράφου, με επιστήμονες. Ανάμεσά του ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Θανάσης Βέγγος, ο Μάνος Κατράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γρ. Μπιθικώτσης, ο Τζ. Καρούσος, ο Ηλίας Ηλιού.
«….. δεν είμαστε πια ποιητές
παρά μονάχα
σύντροφοι
με μεγάλες πληγές…..»Τάσος Λειβαδίτης
Τρίτος σταθμός ο Αϊ-Στράτης. Ο Καρούσος σε γράμμα στη γυναίκα του θα πει: «Έπρεπε, αγάπη μου, να γνωρίσεις εκείνη την κόλαση που άφησα χτες το πρωί για να καταλάβεις τι θα πει νερό και ίσκιος από δέντρο. Εδώ είναι μια κόλαση ανετότερη. Η ελπίδα μου είναι πάντα καλά στην υγεία της». Ο ίδιος όμως είναι βαριά ασθενής, μεταφέρεται σε νοσοκομείο της Λήμνου και στο τέλος του 1951, με άδεια, σε νοσοκομείο της Αθήνας. Το 1953 θα συλληφθεί και πάλι, αλλά το φθινόπωρο του ίδιου χρόνιου θα αφεθεί ελεύθερος. Τέσσερα χρόνια έμεινε εκτός θεάτρου και εκτός ζωής. Η οικογένειά του διαλύεται. Η γυναίκα του, καθώς κινδυνεύει καθημερινά, επιστρέφει στο πατρικό της. Η μάνα του φεύγει για τη Βόνιτσα, ενώ η κόρη του επιστρέφει ξανά στο σπίτι της μάνας της, για να γυρίσει να ετοιμάσει το σπίτι και να τον υποδεχτεί μετά το τέλος της εξορίας. Σε λίγες μέρες γυρίζει και η μάνα του από τη Βόνιτσα κοντά του.
Ο Καρούσος δεν μιλά ποτέ για την εύθραυστη υγεία του, ούτε και για τη ζωή του στα νησιά της εξορίας. Ωστόσο, ο Γ. Γιολάσης διηγείται: «Στον Αϊ-Στράτη είχαμε ζητήσει από τη Χωροφυλακή να μας αφήσει να νοικιάσουμε σπίτια στο χωριό για τους φιλάσθενους. Ανάμεσα σε αυτούς, έμεινε και ο Καρούσος σε σπίτι για ένα διάστημα. Εκεί, μετά το 1950, είχαμε περισσότερες ελευθερίες από ότι στη Μακρόνησο και άρχισε και κάποια δράση. Έτυχε να ΄ναι ηθοποιοί, ο Μάνος Κατράκης, ο Μπαλαδήμας, ο Φάνης ο Καμπάνης και άλλοι και σιγά-σιγά έγινε ένας θεατρικός πυρήνας για να αρχίσει η ψυχαγωγία του στρατοπέδου. Ο Καρούσος ανέβασε τους «Πέρσες» (με τη συνεργασία του Γιάννη Ρίτσου και του Μάνου Κατράκη), μια παράσταση που θα μπορούσε να σταθεί θαυμάσια οπουδήποτε. Είχαμε κάνει ένα θέατρο πολύ ωραίο, αμφιθεατρικό σε μια πλαγιά της χαράδρας. Καλέσαμε όλο το χωριό που ήτανε πενήντα οικογένειες. Και πολλοί από αυτούς έβλεπαν για πρώτη φορά στη ζωή τους θέατρο. […..] Είχαμε κάνει θαυμάσιες περούκες από μαλλί από πρόβατα. [….] Ύστερα από δύο χρόνια ήρθε η στιγμή να φύγουμε και ήρθαμε στην Αθήνα σε μεγαλύτερη σκλαβιά. Ήμαστε σαν «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε. Ο Καρούσος ήταν αποδιοπομπαίος από παντού».
Αρχίζει ο αγώνας για την επιβίωση και είναι σκληρός. Ξεκινάει μια νέα πορεία, με τη δημιουργία του τρίτου θιάσου της θεατρικής του διαδρομής με τη συνεργασία της Ασπασίας Παπαθανασίου και ονομάζεται και πάλι «Εταιρία Ελληνικού Θεάτρου». Ξεκινάει το Μάιο του 1952 στο θέατρο «Ντο-Ρε», με το έργο «Ναπολιτάνικη Ταραντέλλα», του Εντουάρντο Ντε Φιλίππο, σε μετάφραση Ρίτας Μπούμη-Παπά και σκηνογραφία Γιάννη Τσαρούχη. Το έργο συνάντησε την ομόφωνη ευνοϊκή υποδοχή κριτικής και κοινού, ενώ αντίθετα, οι «Άθλιοι» του Ουγκώ που ακολούθησαν κατέβηκε μια εβδομάδα μετά, γιατί ορισμένοι κριτικοί της εποχής, σύμφωνα με τον Π. Κατσέλη, «υπηρετώντας το πνεύμα του σκοταδισμού, εξαπέλυσαν οργανωμένη επίθεση ενάντια στο θίασο, κατηγορώντας τους ότι ηθελημένα παραποίησαν το κλασικό κείμενο του Ουγκώ και του προσέδωσαν κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο της αρεσκείας τους». Ακολουθούν κι άλλα έργα με καλές, αλλά και κακές κριτικές. Ο Καρούσος δεν έχει πια τις πολύτιμες φιλίες που είχε στο ξεκίνημά του. Πληρώνει τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Όμως, συνεχίζει απτόητος τον αγώνα του, ασυμβίβαστος και πάντα συνεπείς στις ιδέες του για το δίκαιο και το ωραίο.
Το 1952-53 ο θίασός του συνεργάζεται με τον Αντρέα Βέμπο και με πρωταγωνίστρια τη Δάφνη Σκούρα οργώνουν την επαρχία σε μια πολύ επιτυχημένη περιοδεία. Όμως, το Μάη του 1953 διακόπτεται ξανά η επαγγελματική του δραστηριότητα, καθώς συλλαμβάνεται και πάλι και ακολουθεί το δρόμο της εξορίας στον Αϊ-Στράτη. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ελευθερώνεται για λόγους υγείας. Καθώς δεν εργάζεται, οργανώνει ένα απογευματινό ρεσιτάλ Σαίξπηρ στο θέατρο «Μουσούρη», με εγκωμιαστικές κριτικές και το καλοκαίρι του 1954 συγκροτεί πάλι θίασο με την επωνυμία «Νέα Σκηνή» που στεγάζεται στο θέατρο «Ριάλτο». Το 1955 περιοδεύει στην επαρχία, ενώ το 1956 στεγάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Το 1957 είναι χρονιά μεγάλου πόνου για τον Καρούσο, καθώς πεθαίνει η μάνα του, η κυρα-Πολυξένη, ενώ ο ίδιος υποβάλλεται σε τρεις εγχειρήσεις. Από το 1957 μέχρι το 1967 – για μια δεκαετία – παίρνει μια ανάσα. Μπαίνει στον ελληνικό κινηματογράφο, ο οποίος του δίνει μια σχετική ευμάρεια. Αποκτά δικό του σπίτι και αυτοκίνητο, που χαίρεται μαζί με τα εγγόνια του, που ήδη έχει αποκτήσει από την κόρη του Δέσπω. Όντας ώριμος και κουρασμένος από τα χρόνια, σταματά να είναι θιασάρχης. Η αναγνώριση είναι κεκτημένος καρπός μόχθου και πόνου μιας αληθινής ζωής, γεμάτης από σκαμπανεβάσματα που δημιουργεί η ανένδοτη στάση του, όσον αφορά στην πολιτική. Το θέατρο όμως είναι ταυτόσημο με τη ζωή του.
Συνεργάζεται με μια σειρά θιάσων («Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Κατράκη», Κοτοπούλη, Κατερίνας, Βεργή, Βουγιουκλάκη και Μυράτ) και ανεβάζουν έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων με μεγάλη επιτυχία. Το 1967 παίζει δύο έργα για το ραδιόφωνο, ενώ επίσης έχει κληθεί να παίξει σε πολλές ελληνικές ταινίες. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ο Καρούσος σε μεγάλη καλλιτεχνική ευεξία, γιορτάζει με το θίασο την 100η παράσταση του «Έμπορου της Βενετίας», ενός έργου που τον απασχόλησε σε όλο το διάστημα της θεατρικής του σταδιοδρομίας. Ο ρόλος του Σάυλοκ, που βρίσκει την ιδεώδη ενσάρκωσή του στο πρόσωπο του Καρούσου και σημειώνει μεγάλη επιτυχία, έμελλε να είναι και ο τελευταίος του ρόλος.
Την 21η Απριλίου το 1967 τον είχαν ήδη από το πρωί συλλάβει. Τον οδήγησαν στον ιππόδρομο του Φαλήρου και από εκεί στη Γυάρο. Εκεί με το πρόσχημα της ουρολογικής εξέτασης του προκαλούν εγκαύματα στα γεννητικά του όργανα. Με φριχτούς πόνους και σε άθλια κατάσταση μεταφέρεται στο νοσοκομείο της Λήμνου και από εκεί στο νοσοκομείο Άγιος Παύλος των φυλακών Αβέρωφ. Τρεις μέρες μετά τον άφησαν ελεύθερο να βρει μόνος του κλινική να θεραπευτεί. Αδύναμος και εξαντλημένος γυρνά από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, όπου μαθαίνει ότι έχει χάσει το ένα του νεφρό. Τον Οκτώβρη του 1968, με ανεπανόρθωτα κλονισμένη υγεία, φεύγει με τη γυναίκα του για το Παρίσι. Εκεί με συνεντεύξεις σε εφημερίδες καταγγέλλει τη Χούντα και όσα έζησε. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Αγγλία, όπου συνεχίζει τις καταγγελίες σε εφημερίδες και αγγλικά κανάλια. Μιλά στους Τάιμς της Αμερικής και του Λονδίνου με την συνάδελφό του Μελίνα Μερκούρη. Τον καλεί η Διεθνής Αμνηστία και υπογράφει μαρτυρία για όσα έζησε. Τον Απρίλιο του 1968 μιλά στην Στοκχόλμη, σε συνέδριο για τον Αντιδικτατορικό Αγώνα και από εκεί πηγαίνει στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, που διέμενε η εξαδέρφη του Ρεβέκκα. Εκεί, ο άνθρωπος που στο σπίτι του βρήκαν φιλοξενία οι παράνομοι του ΕΑΜ και οι ηγέτες του ΚΚΕ, γεύτηκε την αχαριστία και εξοργίστηκε από τον τρόπο που τον αντιμετώπισε η ηγεσία του κόμματος.
Εγκαταλειμμένος με τη γυναίκα του στο Βουκουρέστι και χωρίς υγειονομική περίθαλψη, ζουν σαν φυλακισμένοι και προσπαθούν να επιστρέψουν στη Γαλλία. Η υγεία του επιδεινώνεται και το εισάγουν σε ένα νοσοκομείο του Βερολίνου, όπου εκεί θα γράψει το «Χρονικό της Γυάρου». Ζει από κοντά τα εσωτερικά συντροφικά μαχαιρώματα και πληγώνεται από την έλλειψη σχεδίου στον αντιδικτατορικό αγώνα. Το Δεκέμβρη του 1968 καταφέρνουν να γυρίσουν στο Παρίσι.
Στο τελευταίο του γράμμα προς την κόρη του μεταξύ άλλων γράφει: «….Νωρίς βέβαια, τελείωσαν όλα για μένα. Ίσως να ΄ταν καλύτερα να χάσω τη ζωή μου παρά να μην δουλεύω. Αλλά το ότι δεν έχω να ντρέπομαι αυτό με ικανοποιεί πάρα πολύ. Την ντροπή δεν τη βαστάω. Κι ένα άλλο. Το ότι μπορώ και συγκινούμαι ακόμα σαν παιδί, με τα καθημερινά γεγονότα, αυτό επίσης μου δίνει μεγάλη χαρά….». Στις 3 Γενάρη του 1969, ύστερα από δύο χειρουργικές επεμβάσεις, αφήνει την τελευταία του πνοή στη μονάδα τεχνητού νεφρού του νοσοκομείου «Τενόν» στο Παρίσι. Ένας αυτοεξόριστος Λευκαδίτης γιατρός, ο Βαγγέλης Κατσάνος, μετέφερε στους οικείους του τα τελευταία του λόγια: Η κόρη μου και η Ελλάδα…
Οι ελληνικές εφημερίδες δεν θα προφτάσουν όλες να αναγγείλουν την είδηση του θανάτου του, καθώς θα απαγορευτεί από την αστυνομία. Ωστόσο, αναγγέλλεται σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μαζί με το βιογραφικό και τους αγώνες του. Στην κηδεία του που έγινε στην Μονμάρτη, εκ μέρους των ηθοποιών μίλησε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και Γαλλίας, ενώ παρευρέθηκε όλος ο δημοκρατικός πολιτικός κόσμος που είχε καταφύγει ή αυτοεξοριστεί στο Παρίσι. Τον αποχαιρέτισαν με τον Εθνικό Ύμνο, αντάρτικα τραγούδια και χειροκροτήματα. Το Μάη του 1994 τα οστά του μεταφέρθηκαν στον πατρογονικό τάφο της Λευκάδας. Στο τάφο του χαράχθηκαν οι αθάνατοι στίχοι του Αισχύλου από την τραγωδία «Αγαμέμνων»:
Να το υποφέρω δεν μπορώ, καλύτερα να πεθάνω.
Είναι γλυκύτερος ο θάνατος από τη σκλαβιά.
Τραγικά τελείωσε η ζωή ενός ανθρώπου που προσπάθησε κι έζησε με αξιοπρέπεια, που υπήρξε συνεπείς στην καλλιτεχνική του υπόσταση και στις ιδέες του, αγωνιζόμενος πάντα και οραματιζόμενος καλύτερες μέρες για όλους. Ιδέες, στις οποίες μαθητή ακόμα στη Λευκάδα το 1922, τον μύησαν δυο φίλοι του Λευκαδίτες, ο Βασίλης Φίλιππας και ο Σταθιός. Αλλά και μάνα του, η κυρά-Πολυξένη, η καπετάνισσα, που πίστεψε και αγωνίστηκε με πάθος για τις ιδέες του σοσιαλισμού.
«Περιμένω
Περιμένω την είδηση να φτάσει μεσ΄ από την ομίχλη…
Την περιμένω και μέσα στον ύπνο μου.
Κ΄ είναι πικρό το ξύπνημά μου…Περιμένω
Πόσο περίμενα στη ζωή μου…
Περίμενα την Ελευθερία
Περίμενα την Καλοσύνη…
Περίμενα
Και τώρα περιμένω το Θάνατο…»Παρίσι Δεκέμβρης 1968
Πηγές:
-Τα περισσότερα στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο της μοναδικής κόρης του Καρούσου Τζαβαλά, Δέσπως Καρούσου, «Δεν έχει θέατρο απόψε», Αθήνα 2003, εκδόσεις ERGO. Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας, ποιήτρια και μεταφράστρια, με στοργή και θαυμασμό, έσκυψε πάνω από τη ζωή του πατέρα της, ακολούθησε τα ίχνη του στη γενέθλια γη, συγκέντρωσε προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν κοντά του στη Λευκάδα, αλλά και συνεργατών του και φίλων του στην θεατρική του διαδρομή και στους πολιτικούς του αγώνες και έστεισε ένα μνημείο γραφής για την πορεία του και την προσφορά του, σώζωντάς την έτσι από την λήθη που φέρνει ο χρόνος. Τα τμήματα του κειμένου σε εισαγωγικά, είναι παρμένα αυτούσια από αυτό το βιβλίο.
-Επίσης πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο «Ιστορία και ιδεολογία στα κάτοπτρα του Διονύσου, Δοκίμια για το Νεοελληνικό Θέατρο 1920-1950», εκδόσεις Παπαζήση – Αθήνα 2016, της κ Βαρβάρας Γεωργοπούλου. Η κ. Γεωργοπούλου είναι φιλόλογος-θεατρολόγος, επικ. Καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Σχολή Καλών Τεχνών του Παν/μίου Πελοποννήσου.
-Οι φωτογραφίες προέρχονται από το ψηφιοποιημένο αρχείο του Εθνικού Θεάτρου και από το προσωπικό αρχείο της Δέσπως Καρούσου ,όπως παρουσιάζονται στο παραπάνω βιβλίο της.
Πηγή: https://aromalefkadas.gr
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024