Οι θεατρικοί μονόλογοι του Μπέκετ | Η σχέση εξουσίας ανάμεσα σε ομιλητή και ακροατή

Οι θεατρικοί μονόλογοι του Μπέκετ | Η σχέση εξουσίας ανάμεσα σε ομιλητή και ακροατή

Μοιράσου το!

  • ΜΑΡΩ ΓΕΡΜΑΝΟΥ

Μέσα στο πλαίσιο της ανατρεπτικής του δραματουργίας, ο Μπέκετ αναιρεί τον συμβατικό ρόλο του μονολόγου ως μέσου αυτοεξέτασης το οποίο παρέχει μια αποκλειστικά προσωπική πρόσβαση στην αυτογνωσία, ως φορέα της εσωτερικότητας του ατόμου. Κατά τη διαδικασία αφήγησης της ζωής τους, τα πλάσματα του Μπέκετ συνδιαλέγονται με εξουσιαστικούς λόγους που, καθώς τα παράγουν, αποσκοπούν να τα καταστείλουν, να τα καταστήσουν αντικείμενα γνώσης και ελέγχου. Η επίτευξη αυτού του στόχου όμως παρακωλύεται γιατί αυτά συστηματικά παραβαίνουν τους κανόνες που θα επέτρεπαν την υλοποίηση ενός τέτοιου στόχου. Η προσφυγή των ομιλητών του στην αναντιστοιχία μεταξύ του ομιλούντος υποκειμένου και εκείνου της ομιλίας, όπως και η διάσπασή τους σε πολλές, ετερογενείς και συχνά ασώματες φωνές είναι μια τακτική διαφυγής από ένα επιβεβλημένο βάρος: τον εγκλωβισμό τους σε μια οριστικοποιημένη και συγκεκριμένη μορφή υποκειμενικότητας, αναλλοίωτης, συνεκτικής και σταθερής.

Πολλοί μονόλογοι του Μπέκετ αναπτύσσονται μέσα σε μια σχέση εξουσίας μεταξύ του ομιλητή και του φορέα της ακοής, ο οποίος προκαλεί την ομιλία ή επιδιώκει να την προσανατολίσει. Στις «Ευτυχισμένες μέρες», για παράδειγμα, ο διαπεραστικός ήχος του κουδουνιού όποτε η Γουίνι σιωπά, την εξαναγκάζει να μιλά συνέχεια. Ο αποσπασματικός αφηγηματικός λόγος της αφήνει να διαφανούν οι κοινωνικές, θρησκευτικές και οικογενειακές πρακτικές που διαμορφώνουν την ταυτότητά της, γεγονός που καταδεικνύει την πλασματική υπόσταση της ιδωτικότητας του εγώ. Ομως η Γουίνι συνέχεια μεταμορφώνεται: τη μια ηθική σύζυγος την άλλη ερωτικό αντικείμενο, πότε «εγώ» και πότε «εσύ», άλλοτε υποτακτική και άλλοτε ανυπάκουη. Ετσι, δεν γίνεται να εντοπιστεί ο πυρήνας της ύπαρξής της. Η Γουίνι δεν μπορεί να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με το ρόλο της αστής θρησκευόμενης συζύγου, ρόλος που εμφανίζεται σαν μια κατασκευή ξένη προς αυτή. Δεν είναι λοιπόν η απουσία νοήματος από τη ζωή της που την κάνει να προσβλέπει στην ανυπαρξία, αλλά οι καταπιεστικοί όροι νοηματοδότησής της. Στο «Όχι εγώ» η ομιλήτρια αρνείται να ενδώσει στην επιθυμία της σιωπηλής φιγούρας να υιοθετήσει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και να ταυτιστεί με τον χαρακτήρα της αφήγησής της, που σκιαγραφείται ως ένα κοινωνικά απόβλητο άτομο. Το θέμα δεν είναι η ανακάλυψη μιας ταυτότητας, αλλά η αποποίηση ενός αυτοβιογραφικού λόγου που, καθώς τη συγκροτεί, την εντάσσει σε μια σταθερή και προσδιορισμένη κατηγορία.

Αποτέλεσμα εικόνας για beckett samuel, caricature

Στο «Έργο-Παιχνίδι», τα ανακρινόμενα κεφάλια, ακινητοποιημένα στις τεφροδόχους και στο έλεος του εκτυφλωτικού ανακριτικού φωτός, υποθέτουν ότι μόνον η αναζήτηση μια κρυμμένης αλήθειας που δεν γνωρίζουν ότι κατέχουν, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη βασανιστική ανακριτική δραστηριότητα του φωτός. Ωστόσο, ουδέποτε ολοκληρώνεται η διαδικασία της ανάκρισης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση εκείνων που επιδιώκουν μια αποκάλυψη ή ομολογία.
Αποτέλεσμα εικόνας για beckett samuel, caricature
Σε άλλους μονόλογους, η διαφυγή του εγώ από την παγίωσή του σε μια οριστική μορφή υλοποιείται μέσα από την απομάκρυνση του σώματος από τη φωνή. Σε αυτά τα έργα, σκηνική παρουσία έχει μόνον ο σιωπηλός ακροατής, ενώ ο ομιλητής διασπάται σε ασώματες φωνές και δεν είναι προφανές ούτε ποιος μιλά ούτε ποιος προκαλεί την ομιλία, η οποία εμφανίζεται πια σαν εσωτερική επιταγή. Ο Μπέκετ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα της φωνής να μην περιορίζεται από τα όρια κάποιου χώρου, όπως το βλέμμα, και να ακούγεται χωρίς να είναι ορατή η πηγή της προέλευσής της, γεγονός που καθιστά τον εαυτό, που γίνεται αντιληπτός με όρους ακοής, μια ιδιαίτερα ασταθή και αινιγματική κατηγορία. Ετσι συμβαίνει στο έργο «Εκείνη τη φορά», στο οποίο τρεις ασώματες φωνές έρχονται από διαφορετικά σημεία της σκηνής και ο ακροατής εκπροσωπείται από το κεφάλι ενός άντρα που ακούει σιωπηλά. Δεν υπάρχει ένδειξη ότι οι φωνές ανήκουν στον ακροατή ή ότι αυτός είναι το «εσύ» στο οποίο αναφέρονται οι φωνές. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Μπέκετ γοητεύεται από την προοπτική που παρέχει το ραδιόφωνο για τη χρήση της ασώματης φωνής και του απροσδιόριστου εαυτού, αλλά και από τη χρήση του μαγνητοφώνου. Το μαγνητόφωνο απομακρύνει τη φωνή από το σώμα, τη συνδέει με ένα μηχάνημα και την αναπαράγει διχάζοντας το εγώ. Έτσι στην «Τελευταία κασέτα του Κραπ», ο ηλικιωμένος ακροατής δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στη νεανική, ηχογραφημένη φωνή που επιστρέφει στο παρόν και της οποίας τα λεγόμενα έχουν χάσει τη σημασία που αρχικά τούς είχε αποδοθεί, αφού το νοηματικό πλαίσιο της αναπαραγωγής του λόγου διαφοροποιείται από εκείνο της πρώτης παραγωγής. Η ανασκόπηση του παρελθόντος συνιστά και μια επανεκτίμηση από την οπτική του εαυτού στο παρόν. Αυτή η οπτική μεταμορφώνει και ανασυγκροτεί το παρελθόν, αλλά και η νέα εκδοχή θα επανεκτιμηθεί μελλοντικά, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται το στάδιο της τελικής ανάγνωσης.

Οι ομιλητές του, λοιπόν, δεν μπορούν να μιλήσουν με βάση τις αρχές του τελεολογικού και αποκαλυπτικού λόγου. Η αφηγηματική τους μνήμη δεν έχει σημείο εκκίνησης και κατάληξης και ο λόγος τους αψηφά τους όρους της λογικής σημασιοδότησης. Συχνά η παντελής απουσία σημείων στίξεων και η κατάργηση κάθε κανόνα γραμματικής και συντακτικής οργάνωσης αναιρεί τη χρονική τοποθέτηση των γεγονότων με βάση τον ημερολογιακό χρόνο, αλλά και την αξιολογική διαβάθμιση των εμπειριών. Οι ομιλητές του διστάζουν να μιλήσουν, υπάρχει σκεπτικισμός για την καταλληλότητα των λέξεων, αβεβαιότητα για την επιλογή των γεγονότων προς καταγραφή και όταν αναρωτιούνται για τον χρόνο, τον χώρο και τη σημασία των βιωμάτων, οι ερωτήσεις τους δεν τίθενται για να απαντηθούν. Συνιστούν ένα ρητορικό σχήμα αυτοαναφοράς, ώστε να συνεχίσει η φωνή να αναρωτιέται, εισχωρώντας ακόμα πιο βαθιά στον λαβύρινθο της μνήμης. Συχνά τα αποσιωπητικά αποτελούν το μοναδικό σημείο στίξης. Η παρουσία τους αναδεικνύει το μέγεθος αυτών που παραλείπονται. Το μνημονικό υλικό διαμορφώνεται μέσα από μια διαδικασία αποσιωπήσεων -καθιστώντας την καταστολή και την αμνησία όρους δόμησης της ταυτότητας και του μνημονικού λόγου- και ανακατασκευάζεται μέσα από προσθήκες, μεταμορφώσεις και χρονικές μετατοπίσεις. Δεν είναι δυνατόν να επινοηθεί μια αφηγηματική δομή συγκροτημένη, έτσι ώστε να επιτευχθεί η αναπαράσταση των μυστικών που ελλοχεύουν στις διακοπές, σιωπές και επαναλήψεις. Έτσι ο ακροατής επί σκηνής και το κοινό έρχονται αντιμέτωποι με ένα κείμενο που, αντί να δακρύζει, να συνδέει και να οριστικοποιεί, μπερδεύει, παραλείπει, αναιρεί.

Αν και τα πλάσματα του Μπέκετ αδυνατούν να καταλήξουν σε κάποια γνώση ή να ολοκληρώσουν μια ιστορία, συνεχίζουν και μιλούν ακόμα και όταν η ομιλία δεν προκαλείται από κάποιον παράγοντα για την ικανοποίηση ενός επιβεβλημένου στόχου, τον προσδιορισμό του εαυτού ή την κατάληξη μιας αφήγησης. Αυτή η εμμονή με την ομιλία συνιστά ένα μέσο επιβίωσης μέσα στην πορεία του χρόνου προς το τέλος και προσπάθεια αντιμετώπισής του. Όπως λέει και μία από τις φωνές στο «Εκείνη τη φορά», «ένα από αυτά τα πράγματα που συνέχιζες να επινοείς για να κρατάς το κενό σε απόσταση, απλώς μια ακόμα από τις παλιές μυθιστορίες για να εμποδίσεις το κενό να ρίξει από πάνω σου το σάβανο». Αν και η αφήγηση καταλύεται, φέρνοντας τον ομιλητή αντιμέτωπο με θραύσματα μνήμης και ταυτότητας, αφού το μόνο που υπάρχει είναι οι λέξεις, η απόπειρα της αφήγησης πρέπει να συνεχιστεί. Η ζωή εμπλέκεται σε μια αέναη κίνηση, ένα συνεχές «πήγαιν’-έλα» (που αποτελεί και τίτλο ενός μικρού έργου του Μπέκετ). Οι ιστορίες που διηγούνται οι υπερήλικες αφηγητές και αφηγήτριες τους επιτρέπουν να πηγαινοέρχονται συνέχεια μέσα στον χρόνο και τον χώρο και από τη μια φωνή στην άλλη. Αναμοχλεύουν το παρελθόν και επινοούν ιστορίες και ταυτότητες που συντροφεύουν τη ζωή τους, έστω και αν δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίσουν τον επικείμενο θάνατο με αυτόν ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

  • Πρώτη δημοσίευση: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ | ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 18/05/2007

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ