Martin Lings: Το “Χειμωνιάτικο Παραμύθι” του Σαίξπηρ

Martin Lings: Το “Χειμωνιάτικο Παραμύθι” του Σαίξπηρ

Μοιράσου το!

MARTIN LINGS

ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΕΡΓΑ τού Σαίξπηρ, το πιο συναφές με τη Θεία Κωμωδία είναι ίσως το Χειμωνιάτικο Παραμύθι, μολονότι, όπως είναι ευνόητο, ακόμα κι αυτό, δεν μπορεί να μας οδηγήσει στα ύψη που μας οδηγεί το έπος του Δάντη. Όμως, όπως το έπος διακρίνεται και αυτό σε τρία μέρη. Για τον Λεόντιο, όπως και για τον Οθέλλο, τον Άγγελο και τον Πόστουμο, η Κόλαση και το Καθαρτήριο παρουσιάζονται αυτόνομα. Το πρώτο μέρος του Χειμωνιάτικου Παραμυθιού πραγματεύεται την ανακάλυψη του κακού που μέχρι τότε παραμόνευε κρυμμένο στην ψυχή του Λεόντιου. Η συμπεριφορά του στο πρώτο μέρος έχει κάτι κοινό με τον κομπασμό του Πόστουμου για την Ιμογένη. Και οι δυο άντρες κατέχουν έναν μυστικό θησαυρό τον οποίο κατά μια έννοια βεβηλώνουν. Το μεγάλο σφάλμα του Λεόντιου είναι ότι χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του Πνεύματος, που αντιπροσωπεύονται από την Ερμιόνη, για έναν ασήμαντο σκοπό. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μείνει ο Πολύξενος περισσότερο στη Σικελία, αλλά υπάρχουν πολλοί λόγοι, όπως μας λέει, να γυρίσει στη Βοημία. Ο Λεόντιος εκμεταλλεύεται την ακατανίκητη δύναμη της Ερμιόνης για να κάνει τον Πολύξενο να πάρει πίσω την απόφασή του· μάλιστα για μια στιγμή ξεχνιέται και λέει:

Ερμιόνη μου, λατρεία μου, ποτέ δε μίλησες
με τόση πετυχιά. (Α, 2)

Η Ερμιόνη φέρνει αντίρρηση στο σημείο αυτό, και ο Λεόντιος παραδέχεται πως είχε μιλήσει με επιτυχία και άλλη μια φορά, δηλαδή όταν δέχθηκε να τον παντρευτεί. Όμως η ομολογία του δεν μπορεί να επανορθώσει την τόσο μεγάλη απώλεια αίσθησης της αναλογίας. Στην πραγματικότητα –αν λάβουμε υπόψη μας τι σημαίνει ο γάμος του– ισοδυναμεί με βεβήλωση, μολονότι τόσο στη δική του, όσο και σε άλλες περιπτώσεις που έχουμε δει, η ένωση της ψυχής και του Πνεύματος υφίσταται μόνο εν δυνάμει, γιατί ο Λεόντιος δεν έχει μάθει ακόμη να κρίνει σωστά την Ερμιόνη.

Scene from ‘The Winter’s Tale’ (Act IV, Scene 4) (from the play by William Shakespeare), Augustus Leopold Egg (1845)

Η άποψη πολλών ότι η ζήλια του Λεόντιου είναι λιγότερο πειστική από τη ζήλια του Οθέλλου μόνο σύγχυση μπορεί να προκαλέσει. Όπως ήδη έχουμε δει, είναι αδύνατο να παρουσιασθούν σε ένα έργο όλες οι διαφορετικές διαστάσεις της αλήθειας. Ο Ιάγος είναι μια θαυμάσια απεικόνιση του διαβόλου σε όλες τις πτυχές της δολιότητάς του· όμως το τίμημα αυτού του πορτραίτου είναι ότι ο Σαίξπηρ στον Οθέλλο ελάχιστα καταφέρνει να μας μεταδώσει το γεγονός ότι ο διάβολος βρίσκεται και μέσα στην ψυχή του πεπτωκότος ανθρώπου. Ο Λεόντιος είναι ο Οθέλλος με τον Ιάγο μέσα στην ψυχή του. Στο Χειμωνιάτικο Παραμύθι δεν υπάρχει κάποια εξωτερική προσωποποίηση του διαβόλου, εκτός από τον Αυτόλυκο ο οποίος δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή. Οι άλλοι χαρακτήρες στέκονται γύρω από τον Λεόντιο σαν φύλακες άγγελοι, ενώ ο ίδιος βουλιάζει όλο και περισσότερο στην Κόλαση. Αυτοί ξέρουν ότι δεν είναι ο εαυτός του. Ό,τι έχουμε πει για τον Άγγελο με αφορμή τον στίχο της Μαριάννας:

Λένε πως οι καλύτεροι άνθρωποι είν’
απ’ αμαρτίες πλασμένοι,

ισχύει εξίσου για τον Λεόντιο. Η χαμένη ψυχική ουσία πρέπει πρώτα να ξαναβρεθεί και έπειτα να εξαγνιστεί και να ενσωματωθεί· και υπάρχει, ή μπορεί να υπάρξει, μια επικίνδυνη στιγμή στον δρόμο που οδηγεί από την ανεύρεση στον εξαγνισμό. Ο Λεόντιος έχει ξυπνήσει τα ναρκωμένα στοιχεία της ψυχής του, τα οποία τού ορμούν και τον καταβάλλουν πριν αυτός μπορέσει να τα υποτάξει. Είναι, όπως λέει ο Κάμιλλος, σε πόλεμο με τον εαυτό του. Όμως έχει σώσει προκαταβολικά τον εαυτό του, με το να θέσει το όλο ζήτημα υπό την κρίση του Απόλλωνα:

Τώρα, για πιο τρανή επικύρωση – γιατί,
σε πράξη που έχει τέτοια σημασία, θα ’ταν
μεγάλο κρίμα ή άγρια βιά – εξαπόστειλα
δυο ταχυδρόμους στους Δελφούς, στο ιερό
του Απόλλωνα, τον Κλεομένη και τον Δίονα,
που ’ναι ικανότατοι, όπως ξέρετε. Αυτοί τώρα
θα φέρουν ό,τι πει ο χρησμός. Ξεδιαλυμένο
το μυστικό του νόημα θα με σταματήσει
ή θα με σπιρουνίσει. (Β, 1)

Αργότερα μαθαίνουμε πως ο Κλεομένης και ο Δίονας έχουν επιστρέψει από τους Δελφούς με σχεδόν θαυμαστή ταχύτητα· και τους βλέπουμε φευγαλέα τη στιγμή που φτάνουν στη Σικελία εντυπωσιασμένοι από την ιερότητα του ναού του Απόλλωνα, τον βαθύ σεβασμό των ιερέων, από τον υπερφυσικό χαρακτήρα της θυσίας και τη φωνή του χρησμού που τόσο ξάφνιαζε όσους την άκουγαν ώστε να νιώθουν πως οι ίδιοι είναι ένα τίποτα. Ο Σαίξπηρ αποφάσισε να προΐσταται στο έργο του ο Θεός, παρά τους αυστηρούς νόμους που επέβαλλαν το αντίθετο!

Αφού αποκήρυξε τη νεογέννητη κόρη του και διέταξε να την αφήσουν σ’ ένα έρημο μέρος όπου πιο πιθανό ήταν να πεθάνει παρά να ζήσει, ο Λεόντιος δικάζει τη σύζυγό του Ερμιόνη για μοιχεία και συνωμοσία. Η κάθοδος στον Άδη συνεχίζεται χωρίς καν να διαφαίνεται το Καθαρτήριο, μέχρι που η Ερμιόνη ζητάει από τον Απόλλωνα να αποδώσει δικαιοσύνη. Ο Κλεομένης και ο Δίονας καλούνται στο δικαστήριο και διαβάζουν τον χρησμό:

Η Ερμιόνη είναι αγνή· ο Πολύξενος άψογος, ο Κάμιλλος
πιστός υπήκοος· ο Λεόντιος ζηλιάρης τύραννος· το αθώο
του νήπιο, γνήσιο τέκνο κι ο Βασιλιάς θα ζήσει χωρίς
διάδοχο, αν ό,τι εχάθη δε βρεθεί. (Γ, 2)

Ο χρησμός γκρεμίζει τον Λεόντιο στα έσχατα βάθη της Κόλασης και αυτός αναφωνεί:

Δεν είπε διόλου την αλήθεια ο χρησμός.
Η δίκη να εξακολουθήσει: αυτά ’ναι ψέματα…

αποκαλύπτοντας έτσι το μεγαλύτερο κακό, την ασέβεια απέναντι στον Ουρανό. Η τιμωρία είναι άμεση: ξαφνικά οι παρευρισκόμενοι μαθαίνουν ότι ο γιος του Βασιλιά πέθανε και ο Βασιλιάς έμεινε πραγματικά χωρίς διάδοχο εκτός απ’ ό,τι εχάθη, από τη νεογέννητη κόρη του, που έβαλε να την πετάξουν. Ο Λεόντιος δεν είχε προλάβει σχεδόν να πει τη βλασφήμια του, όταν μπαίνει ένας υπηρέτης και ανακοινώνει τον θάνατο του Πρίγκιπα. Αυτό το φοβερό χτύπημα σταματά σε μια στιγμή τη σύγκρουση στην ψυχή του Λεόντιου. Έχουμε δει ότι στον Οθέλλο, όταν η Αιμιλία αποδεικνύει ξαφνικά ότι η Δυσδαιμόνα είναι πέρα για πέρα αθώα και ο Ιάγος ένοχος, τότε η σκοτεινή κάθοδος του Μαυριτανού στην Κόλαση αμέσως φωτίζεται. Συμβολικά, η στιγμή εκείνη είναι το ακριβές ισοδύναμο του Ακτινοβόλου φωτός που επιφέρει ο χρησμός στο Χειμωνιάτικο Παραμύθι. Τα νέα για τον θάνατο του γιου του ανοίγουν τα μάτια του Λεόντιου, και καθώς βλέπει ακριβώς τι έχει συμβεί, μετανοεί οικτρά. Εν τω μεταξύ η γυναίκα του έχει λιποθυμήσει και τη μεταφέρουν έξω· έπειτα φτάνουν τα νέα πως πέθανε κι αυτή.

Το Καθαρτήριο του Λεόντιου εξελίσσεται στο διάστημα των δεκάξι χρόνων που μεσολαβούν μεταξύ αυτής της πράξης και της επόμενης. Μολονότι όμως δεν παριστάνεται στη σκηνή, ο Σαίξπηρ μας δίνει μια θαυμάσια εικόνα του μεγέθους και του ανέλπιδου χαρακτήρα αυτού του εγχειρήματος που ξεκινά, όπως και της μεταμέλειας της ψυχής, που κάνει τα πάντα δυνατά. Η Παυλίνα λέει στον Λεόντιο:

Χιλιάδες γόνατα, δέκα χιλιάδες χρόνια
συνέχεια, γυμνά και νηστικά επάνω
σε φαλακρό βουνό, μ’ αδιάκοπο χειμώνα
και μπόρα αιώνια, δεν μπορούν να συγκινήσουν
τους θεούς να ιδούν πού βρίσκεσαι.

Ο Λεόντιος απαντά:

Λέγε μου, λέγε· λίγα θα ’ναι όσα κι αν πεις·
αξίζω όλες οι γλώσσες να μου ειπούν τι πιο
φαρμακερό τους.

Και αφού στο τέλος της σκηνής πει:

Ελάτε πηγαίντε με ς’ αυτούς τους πόνους,
δεν θα τον δούμε παρά δεκάξι χρόνια μετά.

Ο αντίκτυπος του θαυμαστού αυτού έργου ενισχύεται από τον συμβολισμό του θανάτου και της γέννησης, σε συνδυασμό με τον συμβολισμό του χειμώνα και της άνοιξης. Αυτός που πεθαίνει είναι ο γιος του Λεόντιου. Ο νεαρός Πρίγκιπας Μαμίλλιος· και είναι ο ίδιος που μας αφηγείται το χειμωνιάτικο παραμύθι, την ιστορία της Κόλασης και του Καθαρτηρίου. Όταν η Ερμιόνη τού ζητάει να της πει ένα χαρούμενο παραμύθι, ο Μαμίλλιος λέει:

Λυπητερό ’ναι πιο καλό για τον χειμώνα.

Βάζει έπειτα το στόμα του κοντά στο αυτί της μητέρας του για να της ψιθυρίσει “το παραμύθι για έναν που έμενε πλάι σε κοιμητήριο”, και εκείνη τη στιγμή μπαίνει θυμωμένος ο Λεόντιος και ανοίγει τους ασκούς των θλιβερών γεγονότων. Το τελευταίο από αυτά συμβαίνει όταν μια αρκούδα σκοτώνει τον Αντίγονο, που προηγουμένως είχε αφήσει την Περντίτα, τη νεογέννητη κόρη του Λεόντιου, σ’ έναν έρημο τόπο της Βοημίας, και το πλοίο του βυθίζεται αύτανδρο. Αυτοί οι θάνατοι μαρτυρούνται από τον γιο ενός βοσκού. Εν τω μεταξύ βρίσκει την Περντίτα ο ίδιος ο βοσκός, ο οποίος λέει στον γιο του:

εσύ αντάμωσες πράματα του πεθαμού,
εγώ πράματα του γεννημού. (Γ, 3)

Αυτό δίνει έναν νέο τόνο στο έργο, και ταυτίζει την Περντίτα με τη γέννηση, όπως ακριβώς ο αδελφός της είχε ταυτιστεί με τον θάνατο. Και όταν την ξαναβλέπουμε, δεκάξι χρόνια μετά, είναι ντυμένη σαν τη Χλωρίδα, τη Θεά της Άνοιξης. Αυτή η σκηνή που παρουσιάζει τη γιορτή του κουρέματος των προβάτων διαδραματίζεται όπως και όλο το δεύτερο μέρος του έργου, στα τέλη του φθινοπώρου, όπως ακριβώς η ζωή του Λεόντιου έχει φτάσει στο φθινόπωρό της. Όμως ο Σαίξπηρ βάζει στην εποχή αυτή τη σφραγίδα της άνοιξης με τους χαρακτήρες της Περντίτας και του Φλοριζέλ· και όταν αυτοί αποφασίζουν να φύγουν κρυφά στη Σικελία, ξέρουμε ότι με τον ερχομό τους το χειμωνιάτικο παραμύθι θα τελειώσει για τον Λεόντιο, και θα αρχίσει το παραμύθι της άνοιξης.

Αυτό επιβεβαιώνεται από τον εναρκτήριο λόγο της επόμενης σκηνής. Βρισκόμαστε ξανά με τον Λεόντιο στη Σικελία, και ο Κλεομένης του λέει:

Κύρι’ αρκετά ’χεις κάμει, κι έδειξες μετάνοια
αγίου· όλα τα κρίματά σου τα ξαγόρασες·
μάλιστα επλήρωσες μετάνοια παραπάνω
κι απ’ όσο αμάρτησες· τουλάχιστον κάμε ό,τι
κι ο ουρανός, λησμόνησε τον πόνο σου·
μαζί του σχώρα τον εαυτό σου. (Ε, 1)

Τα λόγια αυτά ορίζουν το σημείο στο οποίο σταματούν τα έργα της μέσης περιόδου.

Μπαίνει ένας άρχοντας για να αναγγείλει την άφιξη του Φλοριζέλ, Πρίγκιπα της Βοημίας, συνοδευόμενου από την Πριγκίπισσά του· ο άρχοντας λέει γι’ αυτήν:

Οι γυναίκες θα την αγαπήσουν,
γιατί κάθε άντρα ξεπερνάει αυτή σε αξία·
οι άντρες, γιατί η πιο σπάνια είν’ απ’ όλες τις γυναίκες. (Ε, 1)

Λέει η Παυλίνα:

Ο πρίγκιπάς μας, – το διαμάντι των παιδιών –
αν ζούσε τώρα, θα ’κανε καλή παρέα
με τούτον· ούτε μήνα διαφορά δεν είχαν
όταν γεννήθηκαν. (Ε, 1)

Αυτό δηλώνει ότι ο Φλοριζέλ πρόκειται να υποκαταστήσει τον νεκρό Πρίγκιπα Μαμίλλιο. Επομένως μαζί με την Περντίτα αντιπροσωπεύουν, όπως και οι δυο γιοι του Κυμβελίνου, την “αθανασία” του πρωταρχικού ανθρώπου η οποία χάθηκε, για να ξαναβρεθεί τώρα.

Ο Λεόντιος βρίσκεται τη στιγμή αυτή ακριβώς στο κατώφλι του Επίγειου Παράδεισου, και η θέα του Φλοριζέλ και της Περντίτας μοιάζει με όραμα του Παραδείσου αυτού. Η επάρκεια των ηθοποιών που ερμηνεύουν τους ρόλους του Πρίγκιπα και της Πριγκίπισσας, όπως και η κατάλληλη μουσική είναι αναγκαίοι όροι για να αποδοθεί ο εντυπωσιακός χαρακτήρας της εισόδου των δυο ηρώων, οι οποίοι πρέπει να “προκαλέσουν το θαυμασμό” στον Λεόντιο και την αυλή του, όπως και στο κοινό· έτσι θα δικαιολογηθούν τα λόγια που τους απευθύνει ο Λεόντιος:

Έχασα ζευγάρι,
που έτσι θα στέκονταν ανάμεσα ουρανό και γη
σαν θάμα, όπως εσείς, χαριτωμένο ταίρι·

Και παρακάτω:

Καλώς μας ήρθες, σαν την άνοιξη στη γη.

Το όραμα του Παραδείσου σβήνει προς στιγμήν, για να δώσει όμως τη θέση του σε κάτι ακόμα πιο σπουδαίο, γιατί στην επόμενη σκηνή ανακαλύπτει ότι η Περντίτα είναι η κόρη του, και έτσι ξαναβρίσκει ό,τι εχάθη.

Η τελική σκηνή προχωρά ακόμη περισσότερο. Ο Επίγειος Παράδεισος είναι η πύλη που οδηγεί στον Ουράνιο Παράδεισο, το θέμα του τρίτου μέρους της Θείας Κωμωδίας· και μολονότι σύμφωνα με το κυριολεκτικό νόημα του Χειμωνιάτικου Παραμυθιού η Ερμιόνη στην πραγματικότητα δεν πέθανε, αλλά παρέμενε κρυμμένη για δεκάξι χρόνια, οι θεατές δεν μοιράζονται το μυστικό αυτό. Είναι σίγουροι, όπως και ο Λεόντιος, πως πέθανε και βρίσκεται στους Ουρανούς. Επομένως η εμφάνισή της στην τελευταία σκηνή ανυψώνει έμμεσα τη σκηνή αυτή σε ένα ουράνιο επίπεδο και μάς δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι οι δυο σύζυγοι κυριολεκτικά “θα ζήσουν μαζί ευτυχισμένοι στον αιώνα τον άπαντα”.

  • Martin Lings, Το μυστικό του Σαίξπηρ. Μετάφραση: Παναγιώτης Σουλτάνης. Πεμπτουσία 1991
  • Κεντρική εικόνα: Γκραβούρα με τον Florizel και την Perdita, από τον Charles Robert Leslie.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ