Η αρχαία τραγωδία και ο σημερινός άνθρωπος
- Ε.Π.ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ
ΕΝΑ “γεγονός” του 1973 που ιδιαίτερα υπογράμμισαν οι χρονικογράφοι του ευρωπαϊκού θεάτρου, υπήρξε η μεγάλη επιτυχία που είχε σε δυο σημαντικά θατρικά κέντρα της Ευρώπης μια αρχαία ελληνική τραγωδία. Οι “Βάκχες” του Ευριπίδη παίχτηκαν σε σειρά παραστάσεων στη Βιέννη, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη (από διαφορετικούς θιάσους) και εξαιτίας της συρροής των θεατών κράτησαν για πολλές εβδομάδες στη σκηνή. Το γεγονός τούτο είναι πραγματικά αξιοσημείωτο.
Όταν ένα πολυάριθμο Κοινό, και μάλιστα κάποιας “ποιότητας”, “ενθουσιάζεται” από μια τραγωδία ελληνική, που έχει ηλικία δυόμιση περίπου χιλιάδων ετών και είναι γραμμένη με άλλη θεατρική δομή και σε άλλο ποιητικό ύφος από τα έργα που η αγωγή και η πείρα της ζωής μας έχει συνηθίσει να δεχόμαστε και να θαυμάζουμε στη σκηνή· όταν μάλιστα η τραγωδία αυτή είναι οι “Βάκχες” του Ευριπίδη, έργο που και στο αρχαίο ελληνικό θέατρο και στη δραματική παραγωγή του μεγάλου Τραγικού στέκει μοναχικό και με τα ψυχολογικά και ιστορικά προβλήματά του βασάνισε και βασανίζει ακόμη τη φιλολογική ερμηνεία – είναι ν’ απορήσει κανείς. Και παραμερίζοντας προλήψεις και ανέλεγκτες γνώμες να θέσει το ζήτημα:
Εξακολουθεί άραγε να συγκινεί και να τρέφει πνευματικά τον άνθρωπο της εποχής μας η αττική τραγωδία, αυτό το εξαίσιο, αλλά και τόσο δυσπρόσιτο για τις ψυχικές κεραίες μας ποιητικό λουλούδι, που φύτρωσε και ανθοβόλησε σε τόσο διαφορετικούς από τους δικούς μας ψυχολογικούς και κοινωνικούς όρους ατομικής και συλλογικής ζωής; Εάν πραγματικά μας συγκινεί, τι είναι εκείνο που εξηγεί την επιρροή της στον ψυχικό μας κόσμο; Εάν όχι, πώς επιτέλους γεμίζουν ασφυκτικά τα θέατρα όπου παίζεται, όχι μόνο εδώ στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον άλλο κόσμο, τον παλαιό και το νέο;
Εάν περιορίσουμε την έρευνα του ζητήματος τούτου στο πλήθος που παρακολουθεί το καλοκαίρι τις παραστάσεις του αρχαίου δράματος στις υπώρειες του λόφου της Ακρόπολης ή μέσα στο άλλο θείο ελληνικό τοπίο, στο θέατρο της Επιδαύρου, είναι πιθανό ν’αμμφισβητηθούν τα πορίσματά μας. Μπορούν οι αντιφρονούντες να μας πουν ότι το μεγάλο αριθμό των θεατών τον εντυπωσιάζουν το φυσικό περιβάλλον, ο απαράμιλλος αρχαιοελληνικός ερειπιώνας, τονισμένος “ρομαντικά” με τη (χονδροειδή κάποτε) παρέμβαση της διακοσμητικής τεχνολογίας μας· τα ζωηρόχρωμα φορέματα των υποκριτών, η ρητορεία και οι πλατιές χειρονομίες τους· το μέλος και οι ρυθμικές κινήσεις του καλογυμνασμένου χορού – και όχι το βαθύτερο νόημα του δραματικού έργου, τα ηθικά προβλήματα που αναδεύει, η υψηλή ποίησή του.
Είναι ωστόσο γεγονός αναμφισβήτητο ότι σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη του πολιτισμένου κόσμου υπάρχουν πολλοί, πάρα πολλοί ευαίσθητοι άνθρωποι (όχι μόνο καλλιεργημένοι, αλλά και “απλοί”, ακόμα και απλοϊκοί) που συγκινούνται αληθινά από την αρχαία τραγωδία (ακόμη και όταν παίζεται μέσα σε κλειστά θέατρα) και την αναζητούν, όχι από περιέργεια και για ψυχαγωγία, αλλά από την ανάγκη να γευθούν τη λυτρωτική ομορφιά της δραματικής ποίησης. Η αττική τραγωδία δεν είναι επιτέλους κάτι απλώς “αλλοτινό” και “γραφικό”, που έλκει, ή και γοητεύει ακόμα, με το θεαματικό ή ακροαματικό εξωτισμό του, όπως π.χ. η Όπερα του Πεκίνου ή το ιαπωνικό θέατρο Νο. Μιλεί στην ψυχή του “Ευρωπαίου” (ως ηθολογικής, όχι χωροταξικής έννοιας)· και αν δεν κατορθώνει πάντα να ευφραίνει το νου, δονεί ασφαλώς την καρδιά ενός άλλοτε και αλλού μεγαλύτερου, άλλοτε πάλι και αλλού μικρότερου αριθμού ανθρώπων του πλανήτη μας. Απόδειξη τα εκατομμύρια των αναγνωστών που το διαβάζουν σε όλες τις μεγάλες γλώσσες του κόσμου και το θεωρούν ανεκτίμητο αγαθό της παιδείας τους.
Αλλά τι ακριβώς “καταλαβαίνουν” από την ποιητική ουσία του αρχαίου δράματος οι θαυμαστές του; Καταλαβαίνω ένα έργο Τέχνης σημαίνει ότι το συσχετίζω με τις εμπειρίες και τις σκέψεις μου, τους καημούς και τις λαχτάρες μου και, επειδή ανακαλύπτω μέσα στα σύμβολά του μια δική μου “οικειότητα” μαζί του, αισθάνομαι ικανοποίηση που επικοινωνώ με το νόημά του και μπορώ να διατυπώσω με την τέλεια “γλώσσα” του ό,τι δεν είχα κατορθώσει ως τώρα να εκφράσω με τα ψελλίσματά μου – έναν οραματισμό και μια ελπίδα, ένα πρόβλημα που πάει να διαβρώσει την ψυχή μου ή μια λύση που αρχίζει να σχηματίζεται μέσα στο σκοτάδι και να φωτίζει τη ζωή μου. Φέρνουν άραγε τόσο κοντά τους οι άνθρωποι της εποχής μας την αρχαία τραγωδία, ή πηγαίνουν τόσο κοντά της, ώστε να μπορεί να ειπωθεί για όσους λέγουν ότι την “αγαπούν” (ή δραματικότερα, ότι τη “χρειάζονται”) πως πραγματικά την καταλαβαίνουν;
Και επειδή αρχίσαμε με την επιτυχία που είχαν πρόσφατα σε διεθνή κλίμακα οι “Βάκχες”, ας περιοριστούμε σ’ αυτό το παράδειγμα και ας θέσουμε πιο συγκεκριμένα την απορία μας: τι άραγε μπορούσαν να καταλάβουν από την περιώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη όσοι χειροκρότησαν μ’ ενθουσιασμό την παράστασή της;
Συνοψίζω για τους αναγνώστες μου την “υπόθεση” του δράματος: Η οργιαστική λατρεία του Διονύσου έχει από τις ασιατικές χώρες και τη Θράκη εισβάλει στη Θήβα, όπου οι θεοπαρμένες γυναίκες, με πρώτες και καλύτερες του ιερού θιάσου τη μητέρα του βασιλιά Αγαύη και τις αδερφές της, άρπαξαν το “θύρσο” και βγήκαν έξαλλες στον Κιθαιρώνα, για να παραδοθούν (μακριά από τα μάτια των αντρών) στις μυστικές τελετές τους. Ο βασιλιάς Πενθέας που έχει εξαφθεί από το θυμό του γι’ αυτή την ομαδική μανία των Θηβαίων γυναικών και υποψιάζεται ότι η βακχεία τους εκδηλώνεται με άλλου είδους ασχημίες, αποφασίζει (παρακινημένος από τον ίδιο το θεό Διόνυσο που θέλει να τον τιμωρήσει για την ασέβειά του) να μεταμφιεστεί σε γυναίκα, ν’ ανεβεί στο βουνό και κρυμμένος στο δάσος να παρακολουθήσει τα βακχικά όργια. Εκεί όμως γίνεται αντιληπός από τις μαινάδες και αυτές με κορυφαία την Αγαύη ορμούν καταπάνω του και τον κατασπαράζουν. Η δύστυχη μάνα (που ο θεός έχει θολώσει το νου της) εμφανίζεται στη σκηνή κρατώντας το θύρσο και απάνω του κρεμασμένο το ματωμένο κεφάλι του γιού της. Το επιδείχνει πιστεύοντας ότι έχει σκοτώσει ένα ωραίο τριχωτό λιονταράκι… Έως ότου συνέρχεται, βλέπει τη “μαύρη αλήθεια” και θρηνολογεί σπαραχτικά. Ο Διόνυσος έχει εκδικηθεί την οικογένεια του Κάδμου που συκοφάντησε τη μητέρα του Σεμέλη ότι δεν τον είχε γεννήσει με το Δία, αλλά τον έφερε τον κόσμο μ’ έναν άνομο έρωτά της.
Αυτό το μύθο επεξεργάστηκε και δραματοποίησε στις “Βάκχες” ο ογδοντάχρονος Ευριπίδης (επηρεασμένος – λέγουν οι ερμηνευτές – από τη λατρεία του Διονύσου στην πρωτόγονη Μακεδονία, όπου καλεσμένος του βασιλέα Αρχέλαου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του) με θαυμαστή, ανυπέρβλητη δύναμη και δεξιοτεχνία. Το πλέξιμο των δραματικών στοιχείων, η κρουστή στιχομυθία, ο λυρισμός των χορικών, η έξαρση του πάθους τη στιγμή που κορυφώνεται η τραγωδία, σε καμιά άλλη ευριπίδεια σύνθεση δεν έχουν φτάσει σε παρόμοιο βαθμό τελειότητας. Αυτές άραγε οι αρετές του δράματος (που σπάνια γίνονται φανερές και στις καλύτερες ακόμα μεταφράσεις του) εντυπωσίασαν το ακροατήριο στις παραστάσεις της Βιένης, του Λονδίνου και της Νάς Υόρκης; Θα ήταν πολύ τολμηρό να κάνουμε μια τέτοια υπόθεση. Όσο και αν η “μορφή” του έργου με την τεχνική της εδραιώνει και αναδείχνει την αξία του – το θεατρικό Κοινό δεν αποτελείται από φιλόλογους και κριτικούς που προσέχουν και λεπτολογούν αυτές τις ιδιότητες. Κάτι άλλο λοιπόν θα “κατάλαβε” και συγκινήθηκε. Αλλά τι; Ένα έργο εμπνευσμένο από το μυθολογικό θησαυρό και τη θρησκευτική τελετουργία ενός κόσμου τόσο μακρινού και τόσο διαφορετικού από το σημερινό, έργο που, όπως παρατηρήθηκε από μερικούς ερμηνευτές του, ακόμα και με τον ορθολογισμό και τη ρεαλιστική προοπτική του ίδιου του Ευριπίδη δύσκολα συμβιβάζεται, πώς μπόρεσε να “μιλήσει” σ’ έναν Ευρωπαίο του εικοστού αιώνα; Και τι άραγε να του “είπε”, που έσεισε την καρδιά του;
Ευριπίδης (480 π.Χ. – 406 π.Χ.)
Θα ριψοκινδυνέψω μια απάντηση που φυσικά είναι απλώς μια εύλογη ίσως εικασία.
Από το μύθο των “Βακχών” αναδύεται δραματικά σαρκωμένη μια ιδέα που μπορεί και ένα σύγχρονο θεατρικό Κοινό να το συγκινήσει. Η ιδέα ότι ένα “δαιμονικό”, παράφορο και σκοτεινό στοιχείο που εμφανίζεται άλλοτε καλόγνωμο και ειρηνικό, άλλοτε πάλι φοβερό και αβυσσαλέο (και με τα δυο πρόσωπα δρουν ο Διόνυσος και οι εμφορούμενες από τη δύναμη του θεού Βάκχες της τραγωδίας) δεσπόζει κυρίαρχο τόσο μέσα στην άψυχη Φύση όσο και στην ψυχή του ανθρώπου. Και είναι ακαταγώνιστο. Κάθε απόπειρά μας να του αντιταχθούμε με τη λεγόμενη φρόνηση, δηλαδή με τον κριτικό έλεγχο ή τους κοινωνικούς θεσμούς, και να το ζέψουμε με τη βία ή το δόλο στο ζυγό της λογικής και του νόμου, τελικά στρέφεται εναντίον μας. Όποιος το επιχειρεί απερίσκεπτα προσβάλλει μια πανίσχυρη θεότητα που κρατεί μακριά από των βέβηλων τα μάτια τα μυστικά της και τιμωρεί χωρίς έλεος όσους τολμούν να τα παραβιάσουν. Αν υπάρχει κάποια λύση, αυτή είναι να αναγνωρίσουμε το κράτος του “παραλόγου” και να μην υπερβαίνουμε τα όρια που μας έχουν ταχθεί.
Αυτή την ιδέα που τόσο υποβλητικά την ερμηνεύει η ευριπίδεια τραγωδία με τη φρικιαστική σκηνή του διαμελισμού του βλάσφημου Πενθέα από το θεοκίνητο χέρι της ίδιας της μητέρας του, την “καταλαβαίνει” – αλίμονο! – πολύ, παραπολύ καλά ο σύγχρονος άνθρωπος, ο χειμαζόμενος μέσα στα φοβερά προβλήματα που δημιούργησε η πλεονεξία και η αλαζονεία του. Χτυπάει κάθε στιγμή την άφρονα κεφαλή του απάνω στον τοίχο του Ανυπερβλήτου που τον περιστοιχίζει, για να ανοίξει ρήγματα και να διαλύσει το “μυστήριο”. Και δε συνετίζεται από τις θανάσιμες πληγές που δέχεται για το θράσος του. Είναι περίεργο αυτό που μας συμβαίνει. Από το ένα μέρος, εκτός από τη δική μας καμιά άλλη εποχή δεν υποχρεώθηκε να παραδεχτεί τόσο κατηγορηματικά το άλογο στοιχείο που υπάρχει στη σύσταση του κόσμου και στην κίνηση της ζωής. Από το άλλο μέρος πάλι, εκτός από τη δική μας καμιά άλλη εποχή δεν επιχείρησε με τόση απερισκεψία να σπάσει το φράγμα τούτο και να κάνει με τις επίνοιές της δυνατά τα αδύνατα. Ο δέκατος ένατος απέναντί της υπήρξε ένας πολύ απλοϊκός αιώνας. Πίστευε στη λογική τάξη του φυσικού και του ιστορικού σύμπαντος και χειροκροτούσε με παιδιάστικη αφέλεια κάθε φορά που με τα σύνεργα της ανύποπτης επιστήμης του ανακάλυπτε κανένα από τα κλειδιά των πυλώνων αυτού του άπαρτου κάστρου. Ήταν λοιπόν πολύ φυσικό να νομίζει ότι ο λογικός άνθρωπος είναι προορισμένος κάποτε να το κατακτήσει και να το υποτάξει στους σκοπούς του. Του δικού μας όμως αιώνα η οπτική γωνία είναι εντελώς διαφορετική. Ξέσπασαν στο μεταξύ οι επιστημονικές, ηθικές και πολιτικές θύελλες που λέγονται “φυσική του μικρόκοσμου”, “ψυχανάλυση”, “θεωρία και πράξη της ερυθράς και της λευκής βίας”, και μας ανάγκασαν θέλοντας και μη να κατεβάσουμε τα απλοϊκά είδωλα του δέκατου ένατου αιώνα, τα χαμογελαστά και καλοσυγυρισμένα, και να κάνουμε θέση στο εικονοστάσι μας για νέους, αινιγματικούς και δύσμορφους, παράταιρους και αντιφατικούς, “παράλογους” θεούς. Και όμως (άραγε από κεκτημένη ταχύτητα ή από κουφότητα αθεράπευτη;) εξακολουθούμε να ενεργούμε σαν αυθέντες του κόσμου τούτου και προσπαθούμε να δαμάσουμε το άλογο στοιχείο που έχει στα χέρια του τη Φύση και την ψυχή μας, πολιορκώντας το με μηχανές – όπως τα ευρήματα της τεχνολογίας και οι οικονομικοπολιτικοί σχεδιασμοί μας – που άρχισαν ήδη να στρέφονται εναντίον μας και υπάρχει φόβος να εξολοθρέψουν το ανθρώπινο γένος στο σύνολό του. Γιατί με την άφρονα παρέμβασή μας εξαπολύουμε δυνάμεις (όπως ο Πενθέας την έξαλλη οργή των Βακχών) που δε μπορούμε να τις κυβερνήσουμε.
Την ώρα τούτη ης μεγάλης αγωνίας ακούει ο ανθρωπος του καιρού μας, το λόγο του μεγάλου Τραγικού από το βάθος της ιστορίας. Γίνεται να μη τον προσέξει και να μη συγκινηθεί; Το “άλογο” στοιχείο του κόσμου τιμωρεί σκληρά τον άνθρωπο της “λογικής”, λέγει με τις “Βάκχες” του ο Ευριπίδης. Πώς θα εξευμενίσετε αυτό το δαίμονα για να σωθείτε, είναι δικός σας λογαριασμός. Ένας τρόπος είναι, να αναγνωρίσετε τα όριά σας και να σταθείτε με ευλάβεια μπροστά στο Αδύνατο. Ένας άλλος, να σκύψετε με ταπεινοφροσύνη το κεφάλι και να πείτε μαζί με το μάντη Τειρεσία της τραγωδίας:
“Ναι, με τους θεού δεν κάνουμε εξυπνάδες.
Όσα παλιά, πατροπαράδοτα όσα
βρήκαμε, αυτά κανείς δε θα τα ρίξει
λογισμός λεπτεπίλεπτης σοφίας” (Μτφρ. Θ. Σταύρου).
Δεν ισχυρίζομαι ότι έτσι πραγματικά θαα αισθάνθηκαν ή έτσι πρέπει να αισθάνονται τις “Βάκχες” του Ευριπίδη όσοι γοητεύονται από τη σκηνική τους παράσταση. Το μόνο που υποστηρίζω είναι ότι έχει και στο σύγχρονο άνθρωπο να δώσει ένα “μήνυμα” ο αρχαίος Τραγικός με το έργο του. Και το μήνυμα τούτο, σύμφωνα με το δικό μου αίσθημα (άλλο μέτρο δεν υπάρχει, νομίζω, σε τέτοιες περιπτώσεις), είναι περίπου αυτό που προσπάθησα να αναλύσω. Αυτή ήταν άραγε και η πρόθεση του ίδιου του ποιητή; Τέτοιο νόημα έδινε και ο ίδιος στην τραγωδία του; Εδώ αρχίζει έενα άλλο κεφάλαιο, που ανήκει όμως στους χώρους της φιλολογικής ερμηνείας. Οι σχολιαστές του Ευριπίδη, και οι παλαιότεροι και οι νεότεροι ούτε συμφώνησαν ούτε – φοβούμαι – πρόκειται να συμφωνήσουν για να εξηγήσουν πώς αυτός ο ορθολογιστής, ο “σοφιστής” του Θεάτρου, αλλάζει τροχιά στα ύστερα χρόνια της ζωής του και συνθηκολογεί με το Ιερό και το Απαραβίαστο. Του άρθρου μου σκοπός είναι όχι να προτείνει λύση σ’ ένα φιλολογικό πρόβλημα, αλλά να δείξει ότι μπορούμε κι εμείς οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα να καταλάβουμε και ν’ αγαπήσουμε ακόμα κι ένα δράμα τόσο ιδιόρρυθμο και ριζωμένο μέσα σε πολύ παρωχημένο κοινωνικό και ψυχολογικό κλίμα σαν τις “Βάκχες”. Άλλωστε για το αίσθημα του δέκτη ενός καλλιτεχνικού έργου πολύ μικρό ρόλο παίζει η πρόθεση του δημιουργού. Ισχύει πάντα (με τους περιορισμούς που έχω επισημάνει στην “Αισθητική” μου, σελ. 440 κ.π.) αυτό που είπε ο Paul Valéry : ότι από τη στιγμή που έφυγε από τα χέρια του ποιητή το ποίημα, έχει το νόημα που του δίνει ο αναγνώστης. Ιδίως όταν το έργο είναι αυθεντικά “κλασικό”. Γιατί κλασικά είναι, και αξίζουν να ονομάζονται, μόνο εκείνα τα έργα που υπερβαίνουν τα σύνορα του κοινωνικού χώρου και του ιστορικού χρόνου και “μιλούν” ακόμα και σε ανθρώπους πολύ μακρινών τόπων και εποχών.
- Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, τεύχος 38/39, Μάρτης-Ιούνης 1974, σσ. 81-82
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:
Ευάγγελος Παπανούτσος: Τεράστια η συμβολή του στην αναμόρφωση της Ελληνικής Παιδείας
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024