Μπέκετ: Ο αρχιτέκτονας της σιωπής

Μπέκετ: Ο αρχιτέκτονας της σιωπής

Μοιράσου το!

Η αδυναμία και, ταυτοχρόνως, η υποχρέωση για έκφραση

  • ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ

Για τον Σάμουελ Μπέκετ υπάρχει σχεδόν ομοφωνία. Κανείς δεν αμφισβητεί ρητά το μέγεθός του -ακόμη και όσοι διατηρούν επιφυλάξεις τις κρατούν για τον εαυτό τους, διστάζουν να τις διατυπώσουν ή, το συνηθέστερο, δεν είναι καν βέβαιοι γι’ αυτές. Πολλοί θα ομολογήσουν ότι το έργο του τους απωθεί, τους καταθλίβει -και όταν το διαβάζουν και όταν το βλέπουν και το ακούν- κι ωστόσο, κανείς δεν θα αρνηθεί ότι ναι, πράγματι, ακόμη και οι πιο ακραίες εμπειρίες των χαρακτήρων του, οι πιο απίθανες καταστάσεις, τον αγγίζουν, ωσάν οι καταστάσεις αυτές να είναι συμβολικές παραστάσεις της δικής του μοίρας, σαν κάτι που δεν του είναι άγνωστο. Ο Ντιντί, ο Γκογκό, ο Μαλόν, ο Χαμ, ο Μερσιέ, ο Κραπ, ακόμη και ο Πιμ, μας είναι γνωστοί, όχι επειδή τους συναντήσαμε κάποτε ή θεωρούμε ενδεχόμενη την ύπαρξή τους, αλλά επειδή βαθιά μέσα μας, ή από μιαν άλλη πλευρά, είμαστε ή θα μπορούσαμε να είμαστε σαν αυτούς.

Ετσι ο Μπέκετ κέρδισε τη ρητή ή σιωπηρή εκτίμησή μας, ακόμη και τον σεβασμό μας. Κατόρθωσε, με μια γλώσσα που ποτέ πριν δεν γράφτηκε στη λογοτεχνία, να κάνει σημαίνουσες τις πιο στοιχειώδεις και επαναληπτικές γλωσσικές εκφορές, να απογυμνώσει τον λόγο από κάθε συμβατικό στολίδι, καθετί το «λογοτεχνικό», όπως μας το παρέδωσε η παράδοση, και ταυτόχρονα να δώσει μια ποίηση αναμφισβήτητη, πρωτάκουστη. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του; Απλά και με μια λέξη: η ανημπόρια – η ανημπόρια ως θέμα, ως ύλη των ιστοριών του, αλλά και η ανημπόρια ως αδυναμία έκφρασης και, ακόμη, η ανημπόρια αυτή καθεαυτήν ως καλλιτεχνική έκφραση – η «μόρφωση» της αδυναμίας.

Η αδυναμία ως θέμα είναι νοητή, αλλά η αδυναμία ως καλλιτεχνική επιδίωξη είναι πράγμα παράδοξο και αντιφατικό. Σποραδικές παρατηρήσεις του ίδιου του Μπέκετ φωτίζουν αυτή την ιδιότυπη καλλιτεχνική λογική του. Στους «Τρεις διαλόγους» με τον Ζορζ Ντιτουί (1949), συζητώντας για το έργο του Γάλλου ζωγράφου Ταλ Κοτ, ο Μπέκετ παρατηρεί ότι το μόνο πράγμα που πέτυχαν οι επαναστάτες Ματίς και Ταλ Κοτ είναι μια διασάλευση της τάξης στο επίπεδο του εφικτού. Και όταν ο Ντιτουί τον ρωτάει «Ποιο άλλο επίπεδο μπορεί να υπάρχει για τον δημιουργό;» ο Μπέκετ απαντάει: «Λογικά κανένα. Κι ωστόσο μιλάω για μια τέχνη που αποστρέφεται το εφικτό, απόκαμε να κυνηγάει τιποτένια επιτεύγματα, απόκαμε να παριστάνει πως μπορεί, πως είναι ικανή να κάνει λίγο καλύτερα το ίδιο παμπάλαιο πράγμα, να προχωρήσει λίγο μακρύτερα στον ίδιο βαρετό δρόμο». Και στην ερώτηση «Και προτιμάει τι;», ο Μπέκετ αποκρίνεται: «Την έκφραση πως δεν υπάρχει τίποτα να εκφράσεις, τίποτα με το οποίο να εκφράσεις, τίποτα εκ του οποίου να εκφράσεις, καμία δύναμη να εκφράσεις, καμία επιθυμία να εκφράσεις, μαζί με την υποχρέωση να εκφράσεις». Η αδυναμία και η ταυτόχρονη υποχρέωση της έκφρασης είναι ανάγκη επιτακτική, αδήριτη. Πρβλ. το εμβληματικό τέλος του «Ακατονόμαστου»: «Πρέπει να συνεχίσεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω».

Αργότερα, σε μια συνέντευξή του στον Ισραελ Σένκερ, το 1956, ο Μπέκετ είναι ακόμη πιο σαφής: «Η διαφορά μου με τον Τζόις είναι ότι εκείνος ήταν ένας σπουδαίος χειριστής του υλικού, ίσως ο καλύτερος. Εκανε τις λέξεις να αποδίδουν το μέγιστο. Δεν υπάρχει ούτε μία περιττή συλλαβή στο έργο του. Εγώ δεν είμαι κύριος του υλικού μου. Οσο πιο πολλά ήξερε ο Τζόις τόσο πιο πολλά μπορούσε. Ως καλλιτέχνης, τείνει προς την παντογνωσία και την παντοδυναμία. Εγώ δουλεύω με την ανημπόρια, την άγνοια. Δεν νομίζω πως η άγνοια αξιοποιήθηκε στο παρελθόν. Υπάρχει κάτι σαν αισθητικό αξίωμα που λέει πως η έκφραση είναι επίτευγμα, πρέπει, λέει, να είναι επίτευγμα. Αυτό που ψάχνω εγώ είναι ένας χώρος που παραμεριζόταν πάντα από τους καλλιτέχνες σαν κάτι το άχρηστο, κάτι το εξ ορισμού ασυμβίβαστο με την Τέχνη».

Η αντιπαραβολή του Τζόις με τον Μπέκετ, των δύο απάτριδων Ιρλανδών που σφράγισαν (με τη διπλή σημασία της λέξης: άφησαν το ανεξίτηλο σημάδι τους αλλά και έκλεισαν οριστικά, όπως με ταφόπλακα) τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα, ακολουθώντας αμφότεροι τον ίδιο δρόμο, αλλά με διαφορετική ο καθένας κατεύθυνση, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική του έργου και των δύο αλλά και της εξέλιξης και του θεαματικού τέλους του δυτικοευρωπαϊκού έντεχνου λόγου όπως τον γνωρίσαμε. Οτιδήποτε μετά από αυτούς είναι επανάληψη, απομίμηση, ανακύκλωση παραδομένου υλικού, οικείων τρόπων, επινοημάτων, σχημάτων.

Δεν χρειάζεται καν να ακούσουμε την ομολογία του Μπέκετ, λίγο πριν πεθάνει (1989), στον βιογράφο του Τζέιμς Νόουλσον, ότι «αυτό που πέτυχε ο Τζόις ήταν επικό, ηρωικό· κατάλαβα ότι δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσω στον ίδιο δρόμο». Το καθεαυτό έργο του είναι αρκετό για να αντιληφθούμε την αντίστροφη πορεία. Στην «οδό άνω» του Τζόις, τη συνεχή θησαύριση, επέκταση, αύξηση της γλωσσικής ύλης από βιβλίο σε βιβλίο, ως το μη περαιτέρω, ο Μπέκετ αντιδρά ακολουθώντας την «οδό κάτω», την περιστολή, την απάρνηση, τη σμίκρυνση, την κατάβαση στις στοιχειωδέστερες δυνάμεις της γλώσσας. (Παράδοξο το πώς κάποιοι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη μπορούν να περιγράψουν με απόλυτη ακρίβεια αυτή την εξέλιξη: «Ολο και πιο γυμνά, όλο και πιο άναρθρα, όχι πια φράσεις, όχι πια λέξεις, γραμμάτων σύμβολα, αντί για την πόλη η πέτρα, αντί για το σώμα το νύχι».)

Οχι πως δεν υπάρχουν κοινά στοιχεία στον Τζόις και στον Μπέκετ. Και οι δύο αγαπούσαν το κοινότοπο, το καθημερινό και τετριμμένο, ο Τζόις μεταμορφώνοντάς το σε μοναδικό, ο Μπέκετ αναδεικνύοντάς το ως κυρίαρχο στοιχείο της ζωής. Κοινό είναι ακόμη, και στους δύο, το ενδιαφέρον τους για τη θρησκεία (μολονότι άπιστοι), η εκτίμηση για τον Δάντη και τον Βίκο, η απόρριψη της «επίσημης» φιλοσοφίας, η αγάπη για τη μουσική αλλά η απέχθεια για τον Βάγκνερ, η μανία με τις λέξεις και τον ρυθμό των λέξεων, η παιγνιώδης διάθεση, η αθυροστομία, και πάνω απ’ όλα η ακεραιότητά τους ως νεωτεριστών: πίστευαν σε αυτό που έκαναν και δεν πρόδωσαν τις καλλιτεχνικές τους επιλογές, εμμένοντας σε αυτές μέχρι τις έσχατες συνέπειές τους. Τα πράγματα τούς δικαίωσαν.

Τι θαυμάζουν στον Μπέκετ οι «βαθείς σοφοί», οι κριτικοί και οι διανοούμενοι, και τι βρίσκει «ο επιπόλαιος, ο απλός λαός»; Οι πρώτοι, ένα πρωτότυπο έργο εκπληκτικής συνοχής, ένα corpus όπου τίθενται με τον πιο απτό τρόπο μεγάλα και ανοιχτά πάντα ζητήματα γλώσσας, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Ως προς το τι βρίσκει ο απλός θεατής ή αναγνώστης η απάντηση είναι δυσκολότερη (γιατί το ερώτημα είναι ουσιαστικότερο). Θα μας βοηθήσουν όμως ορισμένα πραγματικά στοιχεία:

Τον Νοέμβριο του 1957, το Θεατρικό Εργαστήριο του Σαν Φραντσίσκο ανεβάζει το «Περιμένοντας τον Γκοντό», σε σκηνοθεσία Χέρμπερτ Μπλάου, στις Φυλακές του Σαν Κουέντιν. Θεατές: 1.400 κατάδικοι. Η παράσταση είχε εκπληκτική επιτυχία, από την άποψη της ανταπόκρισης του κοινού. Καθώς γράφτηκε, εκεί που οι διανοούμενοι κριτικοί φιλοσοφούσαν βαθέως το πράγμα και διερωτώντο, μετά την αποτυχημένη πρώτη παράσταση του έργου στη Νέα Υόρκη λίγους μήνες πριν, ποιο να είναι άραγε το νόημα του Γκοντό (Ο Θεός; Η ευτυχία; Η σωτηρία; Το μέλλον που δεν είναι ποτέ παρόν; κ.λπ.), οι τρόφιμοι του Σαν Κουέντιν κατανόησαν το έργο άμεσα, κυριολεκτικά. Μπορεί να μη γνώριζαν κριτική θεωρία, υπαρξισμό και φαινομενολογία, αλλά ήξεραν πολύ καλά τι σημαίνει να περιμένεις – γράμμα, επισκέπτη, απάντηση στην αίτηση για απονομή χάριτος. Οπως έγραψε ο κριτικός (!) των San Quentin News, «περιμένουμε ακόμη τον Γκοντό και θα συνεχίσουμε να τον περιμένουμε. Οταν το τοπίο γίνεται μουντό και η δράση πολύ αργή, τότε αρχίζουμε να βρίζουμε ο ένας τον άλλον και ορκιζόμαστε ότι θα χωρίσουμε για πάντα – αλλά για να πάμε πού;» Ο Ρικ Κάλτσι, 22 ετών, ισοβίτης, είχε την πρωτοβουλία να οργανώσει μέσα στη φυλακή μια θεατρική ομάδα από τροφίμους που δεν είχαν καμία ώς τότε θεατρική παιδεία. Η ομάδα εργάστηκε εντατικά και παρουσίασε τον «Γκοντό», το «Τέλος του παιχνιδιού» και την «Τελευταία ταινία του Κραπ». Εγιναν πολλές παραστάσεις, με διαφορετική κάθε φορά διανομή. Το 1966 ο Κάλτσι αποφυλακίστηκε με χάρη. Εκανε λαμπρή καριέρα ως ερμηνευτής των έργων του Μπέκετ, ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, παραστάσεων που δόθηκαν στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, στο Βερολίνο. Σήμερα, αναπολώντας, λέει: «Αν αληθεύει ότι όλα τα έργα του Μπέκετ είναι κλειστά συστήματα, το ίδιο είναι και οι φυλακές. Εκείνη την εποχή κριτικοί και θεατές σε όλον τον κόσμο απορούσαν με τα έργα του. Για μας οι καταστάσεις που περιέγραφε ήταν εντελώς φυσικές. Οι ήρωές του ήταν σαν τους τροφίμους του Σαν Κουέντιν: προεκτάσεις της απομόνωσης, της φθοράς και της αβεβαιότητας».

Αυτές οι πρώιμες και πρωτογενείς αντιδράσεις των εγκλείστων του Σαν Κουέντιν προσημαίνουν την ανταπόκριση του ευρύτερου κοινού. Στις ακραίες καταστάσεις των έργων του Μπέκετ και στις ακραίες μορφές των χαρακτήρων του αναγνωρίζουμε, σαν σε παραμορφωτικό καθρέφτη ή κάτω από μεγεθυντικό φακό, την κοινή ανθρώπινη μοίρα, τον δικό μας «εγκλεισμό», την ατελέσφορη «αναμονή», την «ανημπόρια», την αδυναμία να συνεχίσουμε, αλλά και τον πειθαναγκασμό, την τυφλή ορμή να συνεχίσουμε.

Κι αν ο συγγραφέας Μπέκετ χρησιμοποιεί λέξεις, μολονότι προκρίνει τη σιωπή («Ο λόγος είναι προσβολή της σιωπής» είπε κάποτε), να μην το θεωρήσουμε ασυνέπεια και αντίφαση που διαπράττεται ελαφρά τη καρδία. Διότι αυτήν ακριβώς την αντίφαση τη μεταφέρει στο έργο του, την εκθέτει μπροστά μας και αναλύει και συνθέτει τους όρους της με μεγάλη τέχνη και ανηλεή ειλικρίνεια – όροι κι αυτοί αντιφατικοί, που ωστόσο τίποτα δεν τους εμπόδισε να αποτελέσουν ανέκαθεν τις προϋποθέσεις της άξιας ποίησης.

  • ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 18/05/2007
  • Το σκίτσο του Σάμουελ Μπέκετ φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ