Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο καλός άνθρωπος του Άουγκσμπουργκ

Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο καλός άνθρωπος του Άουγκσμπουργκ

Μοιράσου το!

  • ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ

Δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος (Αισχύλου “Ευμενίδες”)

Ο ΜΠΡΕΧΤ ήταν τριάντα χρονών όταν γνώρισε την πρωτάκουστη επιτυχία και τη διεθνή αναγνώριση. Ανώριμος να τη δεχτεί, δεν μπόρεσε να την καλοχωνέψει, ψήλωνε ο νους του. Πάνω στο μεθύσι των χειροκροτημάτων και των ποσοστών, αποφάσισε να επαναλάβει το πείραμα της “Όπερας”, διασκευάζοντας, σε συνεργασία με την πιστή του γραμματέα Ελίζαμπετ Χάουπτμαν, ένα διήγημα της Αμερικανίδας Ντόροθυ Λέιν, που είχε δημοσιευτεί στη “Βδομαδιάτικη Εφημερίδα του Σαίντ Λούις” όπως είπαν. Κανένας όμως δεν ήταν σε θέση να βεβαιώσει την ύπαρξη της συγγραφέως, ούτε τη δημοσίευση του διηγήματος, κ’ έτσι γεννήθηκε, ακόμα και πριν από την πρεμιέρα, η υπόνοια πως ο μύθος ήταν πρωτότυπος, κι ανήκε αποκλειστικά σε έμπνευση της Χάουπτμαν. Το δεύτερο είναι και το πιο πιθανό, κι αυτό δικαιολογεί κάπως – πολύ λίγο – την “ήκιστα” ανδρική στάση του Μπρεχτ στην αποτυχία που ακολούθησε.

Η πρεμιέρα δόθηκε στην 31 Αυγούστου του 1929, στο “Θέατρο στο Σιφμπάουερνταμ”, που αντηχούσε ακόμα από τα χειροκροτήματα των ξέφρενων θεατών. Ο διευθυντής του, ο Άουφριχτ, έπεσε στην πλάνη που πέφτουν όλοι οι διευθυντές θεάτρων, κ’ οι πιο έμπειροι. Ξεχνούν ένα από τους λιγοστούς νόμους που υπάρχουν στο θέατρο, το “μην επαναλαμβάνεσαι”. Κ’ έκανε τον λαθεμένο υπολογισμό πως αν κ’ οι μισοί θεατές απ’ όσους παρακολούθησαν την “Όπερα της πεντάρας”, και το ένα τρίτο ακόμα, πάει στο “Χάππυ Εντ”, η επιτυχία, η εμπορική φυσικά, που σε τελευταία ανάλυση αποτελεί και τη μόνη επιτυχία, ήταν εξασφαλισμένη. Αυτοί όμως οι καραγκιόζικοι υπολογισμοί είναι εβραίικες εξισώσεις, που δυστυχώς δε γίνονται μαθήματα. Και το Κοινό έχει μια περίεργη διαίσθηση να μυρίζεται την αποτυχία ή την επιτυχία, πριν προφτάσει ν’ ακούσει τίποτα σχετικό με το έργο.

Το “Χάππυ Εντ” είχε όλα τα συστατικά για μια “επιτυχία ταμείου”, kassennerfolg όπως λένε οι Γερμανοί. Συγγραφέα τον Μπρεχτ (ποιος πίστευε στη συνεργασία της Χάουπτμαν; όλοι νόμιζαν πως ήταν μεγαλόκαρδη παραχώρησή του η προσθήκη συνεργάτη στο πρόγραμμα), σκηνογράφο τον Κάσπαρ Νέχερ, ηθοποιούς την Καρόλα Νέχερ, την Βάιγκελ, τον Χομόλκα, τον Πέτερ Λόρρε, τον Κουρτ Γκερόν κ’ ένα κωμικό που ανάτελλε στο στερέωμα του γερμανικού Θεάτρου και του Κινηματογράφου, τον Τέο Λίνγκεν, και –last but not least– μουσικοσυνθέτη, τον Κουρτ Βάιλ. Μ’ άλλα λόγια: ελάτε να δείτε την παράστασή μας, προαγοράστε τα εισιτήριά σας τουλάχιστον ένα μήνα; μπροστά, τα ονόματα που σας παρατάσσουμε είναι τα ίδια που σας χάρισαν την εκρηκτική παγκόσμια επιτυχία της “Όπερας της πεντάρας”, είναι δυνατόν να υπολειφθούν αυτή τη φορά;

Αλλά ο θεός του θεάτρου, λέει ο βουλεβαρδιέρος μα πανέξυπνος μάγερας της σκηνικής τέχνης Ανρύ Μπατάιγ, κάνει περίεργους ηθικούς συνδυασμούς. Στύβεις το μυαλό σου να μη λείψει καμιά πονηριά που θα μπορούσε να θέλξει τους θεατές, κ’ έρχεται η βραδιά της πρεμιέρας κ’ επεμβαίνει εκείνο το άγνωστο κάτι, φυσάει ο άνεμος της αποτυχίας κι ανατρέπει τα πάντα. Αυτό έγινε και στο Βερολίνο, εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ του ’29. Στον ίδιο χώρο που είχαν λατρευτεί τα είδωλα, στον ίδιο ξηλώθηκαν απ’ τα βάθρα τους και κατακερματίστηκαν απ’ το εικονοκλαστικό Κοινό. Κ’ ήταν τέτοια η αποτυχία (“κορύφωμα της ηλιθιότητας”, έγραφε ο Άλφρεντ Κερ) ώστε ν’ αναγκαστεί ο Μπρεχτ πρώτα ν’ αποκαλύψει πως δεν υπήρχε καμιά αμερικανίδα συγγραφεύς με τ’ όνομα Ντόροθυ Λέιν, και μετά πως δεν είχε καμιά ανάμιξη στη συγγραφή του έργου, που ανήκε αποκλειστικά στη γραμματέα του Ελίζαμπετ Χάουπτμαν. Μόνο τους στίχους μερικών τραγουδιών παραδέχτηκε ίσως γιατί αυτά είχαν μεγάλη επιτυχία, όπως το “Μπιλμπάο Σογκ” και προπάντων το “Σουραμπάγια Τζόννυ” που μας έπαιρνε τ’ αυτιά τον καιρό των σπουδών μας, τόσο που να το σιχαθούμε.

Το “Χάππυ Εντ”, πραγματεύεται την αγωνία μιας νέας Αμερικάνας του Στρατού της Σωτηρίας, της Λίλιαν Χόλινταιη, να σώσει τις ψυχές κάποιων γκάνγκστερ του Σικάγου. Τη συμμορία κατευθύνει μια μυστηριώδης κυρία, με τα γκρίζα. Ο Μπιλ Κράκερ μέλος της συμμορίας και ιδιοκτήτης του “Χορευτικού κέντρου του Μπιλ” ερωτεύεται τη Λίλιαν, που ο Στρατός της Σωτηρίας διώχνει από τις τάξεις του για τις ακατονόμαστες παρέες της.

Αλλά κι ο Μπιλ, που αποτυχαίνει σε μια διάρρηξη, διώχνεται απ’ τη συμμορία. Πάει σε μια συγκέντρωση του Στρατού της Σωτηρίας να συναντήσει τη Λίλιαν, μα οι συμμορίτες τον ακολουθούν με πρόθεση να τον καθαρίσουν. Η μυστηριώδης αρχηγίνα αναγνωρίζει στο πρόσωπο ενός αξιωματούχου του Στρατού της Σωτηρίας, τον Αννίβα, τον από καιρό χαμένο άντρα της, η συμμορία ενσωματώνεται στο Στρατό της Σωτηρίας, και μ’ ενωμένες δυνάμεις, ιδρύουν μια Τράπεζα.

Η περιπέτεια τούτη στάθηκε μια γρατσουνιά στη φήμη του Μπρεχτ σα συγγραφέα που ανέβαινε ασταμάτητος μέρα τη μέρα, και σαν ηθικής προσωπικότητας, που καταδέχτηκε να ρίξει όλο το βάρος της αποτυχίας στην πιστή του συνεργάτιδα. Αλλά είχε κ’ ένα καλό αποτέλεσμα: χάρισε την έμπνευση σ’ ένα, αν όχι από τα πιο καλά, μια φορά από τα πιο ενδιαφέροντα έργα του, την “Αγία Ιωάννα των σφαγείων”, που η συγγραφή της άρχισε ακριβώς μετά την πικρή γεύση που του άφησε η εμπειρία πως με συνταγές, ακόμα κ’ οι μάγειροι Κάνουν μέτρια φαγητά, και πως ο Βατέλ κι ο Σαβαρέν ξεπέρασαν το μέτρο, ακριβώς γιατί δεν ακολούθησαν συνταγές.

Η “Αγία Ιωάννα των σφαγείων” πρωτοπαρουσιάστηκε στο ραδιόφωνο στα 1932 με τον Κόρτνερ, την Νέχερ, τον Πέτερ Λόρρε κ.ά. Θα μπορούσε να καταταχτεί στη σειρά των μεγάλων έργων, αν οι τελευταίες της σκηνές δεν ξέπεφταν σε κουραστικό πολιτικό κήρυγμα, και μάλιστα αζύμωτο μες στο αναρχικό μυαλό του Μπρεχτ, όπως τον κατηγόρησε τότε το επίσημο όργανο του Κ.Κ. της Γερμανίας. Την κατηγορία αυτή θα την προσάπτουν στον ποιητή ώς το τέλος της ζωής του οι θεωρητικοί του κόμματος, κι ο Μπρεχτ θα δέχεται στωικά κάθε φορά τους μύδρους, μ’ ένα μόλις διακρινόμενο ειρωνικό χαμόγελο, ή μια επιφανειακά ανώδυνη απάντηση, πως μόνο με την πάροδο του χρόνου άφηνε να διαφανεί ο σαρκασμός της. Γιατί μέσα σ’ αυτόν τον πρωτόφαντα αντιφατικό άνθρωπο (“Υδατοπυράνθρωπο” τον είχε ονομάσει ο φίλος του Κάσπαρ Νέχερ), μαζί με τον αναρχισμό ξεχώριζε και μια τάση ακατανίκητη προς τη γερμανική πειθαρχία και το χειρότερο, την πρωσσική πειθαρχία, ξένη κάπως στους νότιους Γερμανούς που αναπνέουν απ’ τις όχθες του Ρήνου και τις κορφές των Άλπεων τις ευωδιές του ανάλαφρου ρομανικού πνεύματος.

Η Ζαν ντ’ Αρκ απασχόλησε πολύ τον Μπρεχτ σα μορφή. Τρεις φορές την έστησε πάνω στη σκηνή σαν ηρωίδα του και μια στην οθόνη. Στο έργο τούτο, το πρώτο στη σειρά απ’ τα έργα γύρω απ’ τη χωριατοπούλα του Ντονρεμύ, μια νέα, η Γιοχάννα Νταρκ, μέλος του Στρατού της Σωτηρίας – ενός θεσμού που είχε κάνει βαθύτατη εντύπωση στον Μπρεχτ, για τούτο κάθε τόσο βρίσκει αφορμή να τον σαρκάσει – προσπαθεί να βοηθήσει τους εργάτες των σφαγείων του Σικάγου, που πεθαίνουν της πείνας απ’ τα χαμηλά ημερομίσθια που εισπράττουν.

Σ’ έναν τέτοιο κόσμο που μοιάζει με σφαγείο… Θέλουμε να ξαναφέρουμε το Θεό,

λέει η Γιοχάννα. Αιτία της κακοδαιμονίας είναι ο μεγαλοκαρχαρίας της βιομηχανίας κονσερβών Πίερποντ Μάουλερ –το όνομα ήταν υπαινιγμός για το μεγαλοτραπεζίτη της εποχής Πίερποντ Μόργκαν και το Μάουλερ θα μπορούσε να μεταφραστεί “μουσούδας”– που η Γιοχάννα σπεύδει να τον συναντήσει για να τον πείσει να πάψει να καταδυναστεύει τους εργάτες. Ο Μάουλερ συγκινείται απ’ την αγνότητα της κοπέλας και θέλει να της ανοίξει τα μάτια στις ταπεινότητες και κακίες των φτωχών ανθρώπων που δεν αξίζουν τις φροντίδες της, γιατί μόνο η κακοριζικιά τους είναι αφορμή της κακοδαιμονίας τους. Ο Μάουλερ εφαρμόζει “λοκ άουτ” εναντίον των εργατών του, η Γιοχάννα Νταρκ διώχνεται απ’ τις τάξεις του Στρατού της Σωτηρίας κι ανακατεύεται με τους εργάτες για να μοιραστεί τα βάσανά τους και την πείνα τους. Οι κομμουνιστές πολεμούν να ξεσηκώσουν τους εργάτες των άλλων κλάδων σε γενική απεργία, μα όταν η Γιοχάννα αντιλαμβάνεται πως δεν θα ορρωδήσουν μπρος στη βία, τη βασανίζουν αμφιβολίες. Η απεργία αποτυχαίνει. Ο Μάουλερ εξοντώνει τους ανταγωνιστές του και ξανανοίγει τα εργοστάσιά του. Η Γιοχάννα, εξαντλημένη απ’ τις στερήσεις πεθαίνει, διακηρύσσοντας πως ο κόσμος δε μπορεί να διορθωθεί χωρίς την προσφυγή στη βία. Οι μεγαλοκαρχαρίες όμως του κρέατος κι ο Στρατός της Σωτηρίας εκμεταλλεύονται τον μαρτυρικό της θάνατο, δίνοντας την ερμηνεία που τους συμφέρει και την ανακηρύσσουν αγία.

Το έργο είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκασύλλαβο που μεταλλάσσεται με άρρυθμους στίχους ή πρόζα. Χρησιμοποιεί χορό εργατών, μελών Στρατού Σωτηρίας, φορτοεκφορτωτών κ.λπ. Παρωδεί πολύ συχνά τον Σίλλερ και προπάντων τον Γκαίτε, ιδίως προς το φινάλε, εκεί που απαγγέλλουν όλοι:

Άνθρωπε, κατοικούν δυο ψυχές
μέσα στο στήθος μου!
Μην προσπαθήσεις να διαλέξεις μια από τις δυο
γιατί πρέπει να’χεις και τις δυο!
Μείνε σε συνεχή διένεξη με τον εαυτό σου!
Μείνε ο ένας διαρκώς διχασμένος!

Η συχνή παρωδία των δυο μεγάλων ποιητών της Γερμανίας είναι μέσα στο γενικό σχέδιο του Μπρεχτ να γελοιοποιήσει τους γερμανούς κλασικούς με τον “ολετήρα” ιδεαλισμό τους, ταυτόχρονα όμως η ποιητική γλώσσα του Γκαίτε και του Σίλλερ τού χρησιμεύει σαν αντίθεση στη χυδαία γλώσσα των επιχειρηματιών.

Το έργο θα μπορούσε να είναι στην πρώτη γραμμή των μεγάλων δημιουργιών του Μπρεχτ, αν, προς το τέλος, δε μετατρεπόταν σε τόσο αγοραίο κήρυγμα. Κ’ είναι ν’ απορείς με τη στενοκεφαλιά που καταλαμβάνει μερικές φορές τους μεγαλοφυείς ανθρώπους, όταν επιμένουν να παραβλέπουν αλήθειες σαν αυτές που οι Γάλλοι ονομάζουν τού Λα Παλλίς, και να επιμένουν με παιδιάστικο πείσμα σε απαράδεκτους, και για στοιχειωδώς ευφυείς ανθρώπους, φανατισμούς. Πώς ο Μπρεχτ δεν καταλάβαινε αυτό που του υποδείκνυαν κάθε τόσο οι θεωρητικοί του Κ.Κ. της Γερμανίας και οι κριτικοί των κομμουνιστικών εφημερίδων, πως η έμμεση προπαγάνδα είναι χίλιες φορές προτιμότερη απ’ την άμεση, προπάντων στην Τέχνη, και πως η διακήρυξη πεποιθήσεων σε ύφος πλανόδιων πωλητών, το πολύ-πολύ που μπορεί να προκαλέσει είναι η αντίδραση, μιας κι ο άνθρωπος, κι ο πιο καλοπροαίρετος, έχει “εγγενή” την αντίρρηση; Πώς δεν έβγαλε συμπεράσματα απ’ την καταστροφική πτώση του Πισκάτορ, που δεν του απόμεινε σαν παρηγοριά τουλάχιστον η έγκριση των “εν τέλει”, για επιτέλεση καθήκοντος; Πώς δεν είχε πληροφορίες για την άφατη τυραννία της ανίας που καταδυνάστευε τους θεατές των ρωσικών θεάτρων εκείνης της εποχής; Ο Γκούσταφ Γκρύντγκενς, ο ιδιοφυής ηθοποιός και σκηνοθέτης που είχε τόσο τραγικό τέλος στη Μανίλλα, έκανε την απόπειρα να αποτοξινώσει την “Αγία Ιωάννα των σφαγείων” απ’ τις δημαγωγικές της περιττολογίες, χωρίς ν’ αφαιρέσει τίποτα απ’ την πολιτική γραμμή του έργου ή απ’ την κεντρική του ιδέα. Έκοψε μόνο τους ύμνους προς τον κομμουνισμό, που δίνουν στο κείμενο μια αντιαισθητική πινελιά. Και η “Αγία Ιωάννα” πέτυχε πέρα για πέρα, χωρίς να ενοχλήσουν οι περικοπές ακόμα και τους πιο αριστερούς κριτικούς. Αν ο Μπρεχτ ζούσε να παρακολουθήσει την πρώτη από σκηνής παράσταση του έργου του, με το χιούμορ που τον διέκρινε, θα θυμόταν εκείνη τη στιχομυθία απ’ τις “Ιστορίες τού κ. Κόυνερ”:

– Τι ετοιμάζετε τώρα;

– Το καινούργιο μου σφάλμα.

Υστερόγραφο Δ.Μ.: Όταν ανέβασα την “Αγία Ιωάννα των σφαγείων”, το καλοκαίρι του ’71, κακόβουλοι και αμαθέστατοι κριτικοί με κατηγόρησαν πως έκοψα “ουσιώδη” μέρη του έργου, μη μπορώντας φυσικά, εξαιτίας της λογοκρισίας, να πουν τα “αριστερά συνθήματα”. Κι εγώ δεσμευμένος από τον ίδιο λόγο, δεν μπόρεσα να τους διαψεύσω και να εκθέσω δημόσια την ανεντιμότητά τους. Πώς μπορούσα να πω ότι “διαβουκόλησα” τη λογοκρισία και της παράδωσα ευνουχισμένο κείμενο; Και ότι στην παράσταση δόθηκε ατόφιο το κείμενο του συγγραφέα, παρατονισμένο στη μετάφραση από μένα για λόγους, τ’ ομολογώ, ταμειακούς και δημαγωγικούς; Η κακοπιστία τους έφτασε στο σημείο να τους οδηγήσει και σε διαμαρτυρία γιατί δεν πλήρωσα δικαιώματα στον οίκο “Σούρκαμπ”, ενώ διεθνής σύμβαση θεωρεί το έργο – όπως όλα όσα εκδόθηκαν πριν από τον Οκτώβριο του 1946 – για την Ελλάδα, ελεύθερο δικαιωμάτων, και ο παραπάνω εκδοτικός οίκος είχε εξαπατήσει συνάδελφό μου και παλιά μου μαθήτρια, πουλώντας της δικαιώματα που είχαν από τη διεθνή σύμβαση παραγραφεί. Ένας μάλιστα, παραδόξως πρώην μουσικοκριτικός, διαμαρτυρήθηκε γιατί δεν έπαιξα το έργο με τη μουσική του Ντεσσάου, ενώ είναι πασίγνωστο σε όσους ασχολούνται με το θέατρο, ότι ποτέ ο Ντεσσάου όσο ζούσε ο Μπρεχτ δεν έγραψε μουσική για γτην “Αγία Ιωάννα” και ότι το έργο γράφτηκε το 1932 ενώ εκείνος γνώρισε τον Μπρεχτ μόλις το 1942 (βλ. Friedrichs Theaterlexikon σ. 112). Τη μουσική του έργου έγραψε ένας άσημος μουσικός, ο Χανς Ντίτερ Χοζάλα, που άλλωστε, εκτός από μια αποτυχημένη όπερα, δεν έγραψε και τίποτ’ άλλο στη ζωή του. Με τόση εντιμότητα και ευθύνη ασκείται η κριτική στην Ελλάδα. Ευτυχώς στο χορό αυτό της κακοπιστίας και της ηλίθιας κακεντρέχειας υπήρξαν μερικές παρήγορες εξαιρέσεις σοβαρών κριτικών.

  • ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παραπάνω κείμενο με τίτλο “Ύβρις” προέρχεται από το βιβλίο του Δημήτρη Μυράτ, Μπέρτολτ Μπρεχτ ο καλός άνθρωπος του Άουγκσμπουργκ
  • Το σκίτσο του Μπρεχτ φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ