Αιμίλιος Βεάκης, ο θεμελιωτής

Αιμίλιος Βεάκης, ο θεμελιωτής

Μοιράσου το!

  • ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ της θεατρικής γενιάς που ωρίμασε πριν από τον πόλεμο, έχουμε συχνά μια περίεργη παραίσθηση: Μα φαίνεται έτσι να ζήσαμε σε μυθικούς χρόνους. Βαδίζοντας στη ζωή, βρισκόμαστε περιτριγυρισμένοι από πελώριους ίσκιους, μορφές που εξέφρασαν για μας, ενσάρκωσαν σε διαστάσεις όχι κοινές, την ιδέα του Θεάτρου. Και τώρα, όχι μόνον αποξεχνιόμαστε ν’ αναζητούμε τους καλλιτέχνες εκείνους αλλά και παραξενευόμαστε οδυνηρά, κάτι πληγώνεται μέσα μας, που δεν τους βρίσκουμε. Ας σημειωθεί πως δεν τους αποζητάμε στην κοινωνική τους τη μορφή, με τα ρούχα της καθημερινής τους ζωής. Όχι! Τους οραματιζόμαστε ντυμένους με τα ρούχα του θεάτρου, μετεμψυχωμένους σε κάποιες μορφές που έμειναν για μας θρυλικές κι ανεπανάληπτες, πλάσματα της ποιητικής φαντασίας από κείνα που πλουτίζουν τη δημιουργία του Θεού. Αν τώρα αναλογιστεί κανένας πόσα και πόσα δεν είναι αυτά τα πλάσματα, και πόσα είχε ενσαρκώσει στο μάκρος της σταδιοδρομίας του ο καθένας από τους αλησμόνητους νεκρούς μας, θα καταλάβει γιατί πορευόμαστε στη ζωή τριγυρισμένοι από έναν ολόκληρο στοιχειωμένο κόσμο.

Ας μας συχωρεθεί να γυρίζουμε σ’ αυτόν υγρά τα μάτια· ήταν ένας κόσμος που αναπήδησε μες από τα χέρια του Δημιουργού σε ώρα σπάνιας ευφορίας. Απορεί κανένας πώς μια Ελλάδα γεωγραφικά τόσο μικρή όσο εκείνη, τότε, μπόρεσε να ξεπετάξει μονομιάς και σ’ ένα μοναδικό τομέα της Τέχνης, τόσα μαζί θεομύρωτα όντα. Φαίνεται πως η Φύση, μέσα στις άλλες ιδιοτροπίες της, έχει και τις βασιλογενιές της. Και να! επικεφαλής αυτής της φάλαγγας, όταν την αναπολώ, βλέπω να οδεύει, σέρνοντας τη ματωμένη αλουργίδα του, ένας τραγικός μονάρχης.

Είναι ο Οιδίπους… Τριανταοχτώ χρόνια πίσω! Φθινόπωρο του 1919. Στη λεωφόρο Ακαδημίας, το θέατρο “Ολύμπια” το έχουν διασκευάσει έτσι που να θυμίζει – ω! με τη βοήθεια πολλής και πρόθυμης φαντασίας – αρχαίο θέατρο. Ξήλωσαν μερικές σειρές της πλατείας για να σκιτσαριστεί η κλασική “ορχήστρα”, έδωσαν τις δυο πλαγινές εισόδους στο Χορό, κι έκλεισαν τη μπούκα τη;ς σκηνής με μια μεγάλη σκηνογραφία που εικονίζει την πρόσοψη του ανακτόρου των Θηβών. Όλ’ αυτά, είναι πολύ ρηξικέλευθες καινοτομίες για την Αθήνα της επομένης του πρώτου μεγάλου πολέμου. Μέσα μας κάτι πανηγυρίζει για το καινούργιο, για το μεγάλο, για το αποφασιστικό. Και στο κέντρο του προσκήνιου, προσωποποίηση όλης αυτής της ιερής λαχτάρας, ο καλλιτέχνης που του ανάθεσαν να την εκφράσει: ο Αιμίλιος Βεάκης.

Λογαριάζω πως πρέπει να ήταν τότε κάπου τριανταπέντε χρονών. Με το μαλακό γενάκι, το καθιερωμένο για το ρόλο, γύρω στο πρόσωπό του, καθόλου βαρύς, ίσα-ίσα καλοπλασμένος, επιβλητικός, αλλά με την τρυφερότητα της νιότης ακόμα, και με την άλλη εκείνη, που του ήταν έμφυτη, την ασύγκριτή του γλύκα, πετύχαινε κάτι που δεν είναι της διδασκαλίας, ποτέ, γιατί είναι αποκλειστικό της ιδιοφυίας προνόμιο: Να εμπνέει το δέος χωρίς ψυχρότητα, να γίνεται όπου πρέπει βίαιος και μαζί ελκυστικός. Υπάρχει ένας τρόπος να είσαι ακόμα και μισητός στο Θέατρο, όταν ο ρόλος το απαιτεί και σύγκαιρα ν’ απλώνεις γύρω σου το πλεμάτι μιας ακατανίκητης γοητείας. Είναι ο αυθεντικός τρόπος του Θεάτρου, το βαθύ μυστικό του: Ακόμα και η κακία πρέπει να έχει εκεί κάτι που να μαγνητίζει· ο Ιάγος να είναι ανατριχιαστικός και μαζί να δένει πάνω του τα βλέμματά σου, να νιώθεις πως δεν μπορείς να κάνεις δίχως τη σκηνική παρουσία του. Τότε μόνο δικαιώνεται η αδυναμία του Οθέλλου… Ο Βεάκης την είχε παρμένη από την ίδια τη μάνα Φύση την υπέρτατη αυτή αρετή. Κι ερχόταν η στιγμή που προβαίνει τυφλωμένος, το μεγάλο λαμπάδιασμα της τραγωδίας, ο θρήνος για τις κόρες του: Στιγμές που κάνουν να λογαριάζονται προνομιούχες οι γενιές που ευνοήθηκαν να τις έχουν ζήσει. Ξαναβλέπω εκεί σε μια γωνιά της πλατείας των “Ολυμπίων”, ένα δωδεκάχρονο παιδί που δέχεται ολότρεμο, σα μέσα σε μιαν ηλεκτρική εκκένωση, την ολόξαφνη αποκάλυψη πολλών μαζί πραγμάτων: τι είναι η Τραγωδία, η ώς χτες συκοφαντημένη από το σχολείο, τι το αληθινό, το μόνο Θέατρο, τι η ανθρώπινη ψυχή και πόση ευλάβεια τής αξίζει… Όχι! οφειλές τέτοιες δεν ξεχνιόνται στο μάκρος μιας ζωής.

Από τη στιγμή εκείνη και πέρα, ο Βεάκης έχει τοποθετηθεί οριστικά στο κέντρο του αστερισμού της γενιάς του. Μνημόνεψα τον Οιδίποδα, ιεραρχικά πρώτον, καθώς ταιριάζει. Πρέπει ν’ αναπολήσω όμως το κατόπι του -τι λέω “ν’ αναπολήσω”! να τραγουδήσω- άπειρες άλλες μορφές που αναδίνονται, διανεύουν στον αέρα, μόλις προφερθεί τ’ όνομα Αιμίλιος Βεάκης: Μια πινακοθήκη μνημειακή: Είναι ο Οθέλλος κι ο γερο-Κρις, ο Ληρ κι ο Δον Ριβέρα, ο Μπόρκμαν κι ο Αντώνης του “Φυντανακιού”, ο κυρ-Τόμπης της “Δωδέκατης νύχτας”, ο Λεμπέσης στ’ “Αρραβωνιάσματα”, ο Μπάρτολο του “Κουρέα της Σεβίλλης”, ο Ματίας Κλάουζεν στο “Πριν από το ηλιοβασίλεμα”. Κ’ είναι ο Έπαρχος του “Επιθεωρητή” κι ο γερο-Κάμποτ στο “Πόθοι κάτω από τις λεύκες”, κι ο Κότβιτς του “Πρίγκιπα του Χόμπουργκ”, κι ο γερο-Μίλερ της “Λουίζας”. Ατελεύτητο προσκλητήριο νεκρών! Γιατί – πώς να γίνει! Όλοι αυτοί οι τόσο ζωντανοί, εύκολα δεν θα ξαναζήσουν πια για μας όπως τότε.

Κανένα δεν θέλω να πικράνω και κανένα ν’ αποθαρρύνω. Ούτε πιστεύω πως είναι πικρό για τους καλλιτέχνες του Θεάτρου να ξέρουν πως φεύγοντας από τον κόσμο τούτο παίρνουν μαζί τους ένα κόσμο, μια ανθρωπότητα ποιητική κι ανεπανάληπτη. Κι έπειτα, τα μεγάλα υποδείγματα δεν συντρίβουν παρά μονάχα εκείνους που έτσι κι αλλιώς θα συντριβούν: τους εσωτερικά γυμνούς και τους λιγόψυχους. Για τους άλλους, γίνονται αστέρια οδηγητικά, πόθος για ξεκινήματα, κέντρισμα, ορμή, άθλημα, οραματισμός, ελπίδα. Ο Αιμίλιος Βεάκης είναι ένα από τα θαύματα της ελληνικής σκηνής, μιας σκηνής -ας σημειωθεί- καθόλου φτωχής σε μεγαλοφυίες. Τώρα τελευταία μου έτυχε, ευνοημένος από τη σύμπτωση, να ιδώ έναν από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του κόσμου, και σ’ ένα ρόλο του που έχει μείνει ίσως ο πιο θρυλικός. Ε, λοιπόν! σήμερα είναι η στιγμή να πω δημόσια τούτο: Ο έξοχος εκείνος καλλιτέχνης δεν είχε κάτι που, στον Βεάκη, ξεχείλιζε, και που αγωνίζομαι τώρα να το προσδιορίσω. Να το πω “φυσική γραφικότητα”; Είναι λίγο. Θέλω να υποδηλώσω έτσι πολλά πράγματα μαζί: Το ακατανόητο εκείνο δώρο να φαίνεσαι αυθεντικός με μόνη την επί σκηνής εμφάνισή σου, να “κάνεις αμέσως εποχή”, να δημιουργείς ατμοσφαίρα μόλις παρουσιάζεσαι, να υψώνεις αυτοδύναμα τη θερμοκρασία της σκηνής, να θέλγεις όχι γι’ αυτά που λες αλλά γιατί υπάρχεις. Όσοι μιλάνε για τάλαντο, θα ‘πρεπε ν’ αναλογίζονται κάπου-κάπου πόσο πολλά μαζί κι ανέκφραστα σημαίνει αυτή η λέξη. Δεν σημαίνει μόνον, όπως φαίνονται να το νομίζουν, την ικανότητα να λές καλά ένα κείμενο και να το συνοδεύεις με τις ανάλογες εκφράσεις τού προσώπου και το κορμιού. Σημαίνει και να είσαι από τη Φύση οικοδομημένος σε κάποιες διαστάσεις που το μυστικό τους, τις αναλογίες τους, δεν μπορεί μήτε θα μπορέσει ποτέ να τις εξακριβώσει η Αισθητική. Σημαίνει να υπάρχει ριζωμένος στην ίδια την ύπαρξή σου ένας ανεξιχνίαστος ρυθμός, κάτι που σε κάνει να έχεις την ευγλωττία της σιωπής, να ελίσσεσαι προνομιακά μέσα στο σκηνικό χώρο, να ξεχωρίζεις μέσα στο σύνολο, να ενσαρκώνεις την αρμονία, να γίνεσαι ωραίος δίχως υλική επέμβαση, ενδιαφέρων δίχως επίγνωση, μοναδικός. Θα πω κάτι ελάχιστο αν θυμίσω πως αυτά ακριβώς είχε, και σε βαθμό απίθανο, ο Βεάκης. Κ’ είχε ακόμα το άλλο εκείνο, το αυτόχρημα ακατανόητο του μεγάλου ταλάντου: να φαίνεσαι σωστός ακόμα κι όταν σφάλλεις. Γιατί εδώ είναι που επισημαίνει κανένας κάτι από την απόκρυφη μεροληψία της ανώτερης εκείνης οικονομίας, που θέλει πότε να είναι μάνα και πότε μητριά. Μερικά πλάσματά της τα στολίζει, τα φορτώνει, με τόσες μαζί αρετές, τόσα σπάταλα δώρα, που ν’ ανατρέπουν τους νόμους και του πιθανού και της λογικής· να επιβάλλουν άλλα, δικά τους μέτρα.

Ηθοποιός κατά κύριο λόγο συνθετικός ο Βεάκης, είχε το θείο δώρο να συνθέτει οργανικά, αυτοδύναμα, δίχως πουθενά να βλέπεις την πρόθεση, το σχέδιο, τον καμβά. Στη σύνθεσή του, τη ντυμένη με σάρκα παλλόμενη, και που μέσα της κυκλοφορούσε άνετα το αίμα, δεν έκανε ποτέ αισθητή την παρουσία του ο σκελετός, η υπόμνηση αυτή του θανάτου. Γι’ αυτό είναι που οι συνθέσεις του μένουν έτσι εντυπωμένες στη θύμησή μας, υπαρχτά όντα πιο ανάγλυφα και πιο εμφορημένα με ζωή από τα φυσικά. Τα εξιδανίκευε και τα τύλιγε σε μιαν ασύγκριτη μαγεία η Ποίηση. Καλλιτέχνης, εξάλλου, θερμός, πληθωρικός, ευνοημένος με μια διάπλαση μοναδικά θεατρική, μ’ ένα ένστιχτο άσφαλτο, με μια φωνή γεμάτη ζεστό μέταλλο, που μπορούσε να βροντάει ή να χαϊδεύει, όμως πάντοτε μέσα σε μια μελωδία υφασμένη από άχνα μεσογειακή, ο Βεάκης στάθηκε όχι μόνον εκείνο που ξέρει ο καθένας, δηλαδή ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ο κατεξοχήν “ρολίστας” της ελληνικής σκηνής, ισοδύναμος στο δάκρυ και στο γέλιο, αλλά και κάτι που θα ‘πρεπε σήμερα να ειπωθεί ιδιαίτερα: ο τύπος του μεγάλου Έλληνα δραματικού καλλιτέχνη. Αυτό έχει την έννοια πως σ’ εκείνον συνέπεσαν τα πιο γνήσια δώρα της ελληνικής πατρίδας. Αναπολήστε τον, ξανακούστε τον με τη βαθιά ακοή της μνήμης, και θα ιδήτε αμέσως τον χρυσό ήλιο να πήζει, να γίνεται ανθρώπινη φωνή, το τραγούδι τής θάλασσας να δένει μέσα της και να κολπώνεται σε κυματερή μελωδία, τη λάμψη τ’ ουρανού να στραφταλίζει σε ξεσπάσματα πάθους ή σ’ εξάρσεις του λυρισμού, τον άνεμο του πελάγου και του βουνού να φουσκώνει τα στήθια ίσαμε που να φτάνουν στο πιο υψηλό, στο πιο θεϊκό, – δηλαδή στο πιο ανθρώπινο.

Παρ’ όλη την τεχνική πρόοδο του καιρού μας, τα μέσα να μνημειώνεται η τέχνη του δραματικού καλλιτέχνη είναι ακόμα πολύ φτωχά, αδέξια. Έτσι κ’ η τέχνη του Βεάκη, όσο κι αν πασχίσουμε, ατελέστατα μόνο μπορεί σήμερα ν’ αναπλαστεί για να τη ξαναγευτούν οι παλιότεροι, να την υποπτευτούν οι νέοι. Μα ποιος ξέρει αν δεν κρύβεται και μια βαθιά οικονομία στη φιλάργυρη τούτη εχεμύθεια των τάφων; Μπορεί κι ο καημός μας να οξύνεται περισσότερο έτσι, η δίψα μας να τεντώνεται προς το ανέφικτο δημιουργικά, το ιδανικό μας να ψηλώνει. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης που φεύγει τυλιγμένος μέσα στην αιώνια σιγή, αφήνει πίσω του κάτι απαρηγόρητο που γεννάει το θρύλο. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης που φεύγει, γίνεται παρακίνηση γι’ ανατάσεις ιδανικές.

Ο Βεάκης μπήκε στην ελληνική αθανασία. Όλοι εμείς που ζήσαμε πλάι του, κ’ οι άλλοι, οι νέοι, οι επερχόμενοι, που δέχονται καθημερινά τη μαρτυρία μας γι’ αυτόν, και που τους μαθαίνουμε να τον οραματίζονται σα θεμελιωτή παραδόσεων, πατέρα, όλοι μας σήμερα, τη βραδιά τούτη την αφιερωμένη στη μνήμη του, σκύβουμε μπροστά στον ίσκιο του με κρατημένη ανάσα, κι αποθέτουμε πάνω στη θυμέλη για μνημόσυνό του ένα κλωνάρι απολλώνια δάφνη, δάφνη του Θεάτρου, δάφνη ελληνική.

  • Πρόκειται για ομιλία του Αγγελου Τερζάκη που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών για τον Αιμίλιο Βεάκη. Του είχε αφιερώσει την “Ημέρα του Ηθοποιού” και τον ετίμησε στις 15 Σεπτεμβρίου 1957 με εντοιχισμό αναμνηστικών πλακών στο θέατρο “Νεαπόλεως”, όπου είχε την πρώτη επιτυχία του, και στο σπίτι της οδού Κυψέλης 19, όπου πέρασε τα τελευταία του είκοσι χρόνια, και στις 16 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς με μουσικοθεατρική βραδιά στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
  • Το σκίτσο του Αιμίλιου Βεάκη φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ