Για την Μαρίκα Κοτοπούλη (μετά τον θάνατό της)

Για την Μαρίκα Κοτοπούλη (μετά τον θάνατό της)

Μοιράσου το!

Αιμίλιος Χουρμούζιος: “Αξία αρτία”

Γράφουμε συνήθως για έναν άνθρωπο που εξαφνικά μας φεύγει, μας αφήνει κενό. Η Μαρίκα, φεύγοντας τόσον απροσδόκητα από τη ζωή του θεάτρου και από τη ζωή μας, αφήνει κάτι το άρτιο και το πλήρες πίσω της. Αφήνει την ολοκληρωμένη εντύπωση ενός ταλάντου που θα μείνει, φαντάζομαι, στα χρονικά της ελληνικής σκηνής ως ένα κεφάλαιο ιστορίας, πραγματωμένης με ανεπανάληπτη ιδιορρυθμία. Η Μαρίκα δεν θα μείνει μόνον ως μνήμη, εμπνέουσα τους εργάτες της ελληνικής, υποκριτικής τέχνης. Θα μείνει και ως ένα υπόδειγμα καλλιτεχνικής ευσυνειδησίας και εμμανούς προσηλώσεως στο ιδεώδες της τέχνης της, που εγνώρισε την ωραίαν κλίμακα των επιδόσεων από του τραγικού τις φρικιάσεις έως του κωμικού τον υγιεινόν γέλωτα. Η Μαρίκα ήξερε να πραγματοποιεί κορυφές και εκεί, όπου η γεωγραφία των έργων δεν επιτρέπει καν αναχώματα. Κατόρθωνε το άθλημα της δημιουργίας, ακόμα και στα στείρα εδάφη του θεάτρου. Η παρουσία της Μαρίκας στη σκηνή εγίνετο ένα αυτόνομο, καλλιτεχνικό γεγονός που εχώριζε με τον τρόπο ετούτο τις αξίες και επέβαλλε στον θεατή να διακρίνει τα σύνορα που διακρίνουν τη συμβολή τού συγγραφέα και την πραγμάτωση του υποκριτού. Στα χέρια της Μαρίκας, τα άπειρα σχεδιάσματα έπαιρναν μορφή πειστική, τόσον που εχρειάζετο αληθινή ανασκαφή και ανίχνευση επωδυνη για να επισημανθεί η εσωτερική αδυναμία ενός έργου, όταν η προβολή του ήταν ικανή να επιβάλει την αδράνεια της αντιρρήσεως.

Η Μαρίκα, καλλιτέχνις της απαραμίλλου ερμηνείας, εγίνετο η μεγάλη αρχιτέκτων της αυταπάτης για το κοινόν. Λέγουν συνήθως ότι το θέατρο είναι μια συνωμοσία ανάμεσα στον συγγραφέα και τον θεατή, για να συντελείται, κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η μαγεία ή, αν θέλετε, το πειστικό ψεύδος τής σκηνής. Η Μαρίκα ήτο μία συνωμότις με το τάλαντό της. Είχε την αυτάρκεια της “ενοχής” για να δημιουργήσει και μαγεία και πειστικότητα και αξία, ακόμα και για τα ανάξια. Έτσι, με την Μαρίκα, η τέχνη τής ηθοποιίας επροικίσθη με την αυτονομία που έχει κάθε μεγάλη τέχνη. Ένιωθες ότι τα έργα ήσαν κάποτε προσχήματα για να χαρείς αυτό το πλούσιο δώρο τής υποκριτικής, αυτό το θαύμα της φωνής που κατόρθωνε να ξεπερνά όλες τις σοφές υποδιαιρέσεις των τόνων και να πλουτίζει την γκάμα με αποχρώσεις ημιτονίων ασύλληπτες, από κάθε μαθηματική τής αρμονίας. Φεύγοντας η Μαρίκα από τον κόσμο του θεάτρου, έκαμε το θέατρο και τη σκηνή του φτωχά. Όμως, επλούτισε την αισθητική μας πείρα περί του τι ημπορεί να είναι μία αξία αρτία.

Άλκης Θρύλος: “Η τεχνική της”

Για την αντίληψή μου, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ερμηνευτικού τρόπου της Κοτοπούλη ήταν ο “ρομαντικός ρεαλισμός”. Η Κοτοπούλη δεν έφθανε στην δημιουργία ανθρώπων που στέκονται πλάι στα πλάσματα της Φύσης, αλλά και διαφοροποιούνται απ’ αυτά, όπως όλα τα πρόσωπα της Τέχνης, με αφαιρέσεις, απλουστεύσεις, με ελλειπτικότητες, με σχηματοποιήσεις. Φαινομενικά, αντέγραφε τα πρότυπά της, δεν ξέφευγε από τον ρεαλιστικό τόνο, αλλά ήταν τόσο πληθωρική και ορμητική και δυναμική η ζωντάσνια μέσα της και τόση η μαγεία της φωνής της, που ακουγότανε σαν τραγούδι, ώστε σχεδόν αυτόματα προσέδινε στα πλάσματα που ενσάρκωνε κάτι το υπερφυσικό, το ηρωικό, το θρυλικό. Τα αποσπούσε από τα καθημερινά πλαίσια για να τα μεταφέρει στην περιοχή του μύθου. Η τεχνική της εξόγκωνε, αλλά με τόση άνεση, με τόση αρμονία, χωρίς ποτέ ν’ αφήσει να της διαφύγει ούτε μια διάλειψη, ώστε τα πρόσωπά της, αν και ειδωμένα με μεγεθυντικό φακό, ήσαν ολοκληρωμένα και άρτια. Μόνο που είχε διοχετευθεί μέσα τους η ποίηση. Η Κοτοπούλη μεταμόρφωνε και δικαίωνε με την ποίηση και τον πιο κοινό άνθρωπο και πρόσθετε και τη δική της ακτινοβολία και λάμψη στα οράματα των συγγραφέων-ποιητών.
Μια τέτοια έξαρση δεν είναι πιθανό να την ξαναδούμε. Και τούτο, όχι μόνον γιατί χάθηκε μια προσωπικότητα μοναδική, αλλά και γιατί μαζί τελειώνει μια εποχή που την αντιπροσώπευσαν ένας Mounet-Sylly, μια Sarah Bernhardt κι εδώ μια Μαρίκα Κοτοπούλη.

Άγγελος Τερζάκης: “Ο ζωντανός”

Θεώρησα πάντα εθνική ευτυχία να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα, υψωμένα σε σύμβολα. Αυτές είναι οι μορφές που βγάζουν τους λαούς από την ανωνυμία. Συμπυκνώνουν τον δυναμισμό του, προβάλλουν τους πόθους του, ενσαρκώνουν τα κρυμμένα και αδιάπλαστα πριν ιδανικά του. Μολονότι φτιαγμένα από τα ίδια μ’ αυτόν υλικά, τα ίδια προτερήματα και ελαττώματα -ή κι ακριβώς γι’ αυτό- δεν ξέρω πώς γίνεται και τους δίνουν άλλο νόημα, μιαν έξαρση και μιαν αδρότητα ηρωικού τύπου. Η ψυχοσύνθεση της Μαρίκας Κοτοπούλη, η τόσο ρωμέικη κόψη της, η σπιρτάδα, η περιλάλητη ελευθεροστομία της, οι ενθουσιασμοί της κι η τραχύτητα που είχε ώρες-ώρες, συνέχιζαν διαιώνιζαν τον τύπο τού αγωνιστή που μας έδωσε το ’21, μεταφερμένον σε άλλο επίπεδο. Γιατί, βλέπετε, η ζωή έχει έναν δικό της τρόπο να εξιδανικεύει τις διαλεχτές μορφές της, τρόπο ωμό, πρωτόγονο, και που βρίσκεται σε χτυπητή αντίθεση με τις δικές μας αισθηματολογίες.
Χαίρομαι, γιατί μπόρεσα να συνειδητοποιήσω τον μύθο [της Μαρίκας], όταν ακόμη εκείνη ζούσε, κι όχι ύστερα, όπως γίνεται -αλίμονο!- τις περισσότερες φορές. Κι αναθυμάμαι -και θέλω ν’ αναθυμάμαι πάντα- τον εαυτό μου σκυμμένον να της φιλεί το χέρι. Αυτή τη στάση διαλέγω απέναντί της, για όση μού υπολείπεται ζωή.

Γ.Ν. Πολίτης: “Ένα αλησμόνητο ξεκίνημα”

Στα κατοπινά πενήντα χρόνια της ένδοξης σταδιοδρομίας της [σσ. Εννοεί μετά την “Ιφιγένεια εν Ταύροις” του Γκαίτε, το 1904 στο Βασιλικό Θέατρο] είχε ζωντανέψει αμέτρητα πρόσωπα στη σκηνή η Μαρίκα Κοτοπούλη, από ηρωίδες της αρχαίας τραγωδίας ίσαμε τύπους της επιθεώρησης. Μα είναι τόσο δεμένο το καλλιτεχνικό της ξεκίνημα με το πρώτο μου ξύπνημα κι εμένα στην πνευματική ζωή, που θα μείνουν άσβηστες στην ψυχή μου, περισσότερο από κάθε άλλην υστερότερην επιτυχία της, οι τοτινές της δημιουργίες. Έτσι, αντί γι’ άλλα δάκρυα τώρα πάνω στον νιοσκαμμένον τάφο, σκύβω κει ευλαβικά να ψιθυρίσω πως της είχα και θα της έχω πάντα χάρη, που με τη δική της Ιφιγένεια και την Μαργαρίτα, με την Βέρθα, την Ηρώ και την Ραουτέντενλάιν, πρώτη εκείνη μου αποκάλυψε τη θεατρική ομορφιά.
Μάριος Πλωρίτης: “Ένα χαστούκι”

“Σκαστοί” εκείνο το απόγευμα από το σχολειό, ξεκινήσαμε, τέσσερα-πέντε μαθητούδια, για την μεγάλη Περιπέτεια. Δεν φεύγαμε για να κυνηγήσουμε ελέφαντες στην Αφρική, χρυσάφι στην Αλάσκα ή ύποπτους παραδείσους στην Αμερική (Εκείνο τον καιρό οι γκαγκστερικές ταινίες δεν είχαν ακόμη εισβάλει στην αθηναϊκή οθόνη και τα ανήλικα μυαλά). Πηγαίναμε να δούμε Θέατρο!!

…Και είδαμε! Τρυπωμένοι σε μια γωνιά της γαλαρίας, τις δύο Πρώτες Κυρίες του θεάτρου μας σε θανάσιμον αγώνα αναμεταξύ τους! Τη μια, σκληρή, στυφή, άγρια, σωστή μαινόμενη τίγρη, να ξεσκίζει με τ’ άλικα νύχια της την άλλη: τη γλυκιά, την θηλυκότητα, την ερωτική, την απελπισμένη… Την “κακιά” Ελισάβετ να συντρίβει την “καλή” Μαρία Στιούαρτ… Την Μαρίκα να εξολοθρεύει την Κυβέλη…

…Κι εμείς ήμαστε έτοιμοι να χιμήξουμε και να κατασπαράξουμε την άσπλαχνη κακούργα, όταν το θέατρο τραντάχτηκε συθέμελα από σεισμό: το βάρβαρο κοινό, που δεν ένιωθε τίποτα από τα ιπποτικά μας αισθήματα, είχε ξεσπάσει σε μανιασμένα χειροκροτήματα για το μαεστρικό, βουβό παίξιμο της Μαρίκας… Και, ω της φρίκης! Ένας από μας, παρασυρμένος από τον γενικό ενθουσιασμό, που δεν έλεγε να σταματήσει, άπλωσε τα χέρια και μηχανικά, ασυνείδητα, χειροκρότησε κι αυτός τη… δράκαινα! Ιερή αγανάκτηση μας κυρίεψε για την προδοσία του Εφιάλτη. Κι εγώ, που ήμουν κοντά του, γύρισα -θυμάμαι- αγριεμένος και του ‘δωσα κατά πρόσωπο ένα μεγαλοπρεπέστατο χαστούκι, που έκανε τον εξώστη να βουίξει και κόντεψε να μεταβάλει τη μικρή μας παρέα σε θέατρο καινούργιου αγγλοσκωτικού πολέμου…

…Αυτό το “ρομαντικό” χαστούκι ήταν ο πρώτος “δεσμός” μου με την Μαρίκα. Για καιρό, εξακολούθησα να ταυτίζω την ηθοποιό με το ρόλο κι η Μαρίκα να είναι μέσα στη φαντασία μου το μισητό πνεύμα του κακού και του φθονερού. Δεν ήθελα πια, με κανέναν τρόπο, να ξαναπατήσω σε θέατρο, όπου έπαιζε, κάνοντας έτσι ένα είδος λευκής απεργίας ενάντια στην Αποτρόπαιη.

Αργότερα, βέβαια, “συμφιλιωθήκαμε”. Κωμωδίες και δράματα, σάτιρες και τραγωδίες, παρουσίασαν στα μάτια μου μιαν άλλη Μαρίκα. Κάθε φορά και Άλλη, έτοιμη να πηδήξει από την τραγική θυμέλη στην κοσμική κομεντί, από τη χοντρή φάρσα στο ψυχολογικό δράμα, αλλάζοντας προσωπείο, φωνή, κίνηση, ακόμα και σχήμα, με τον εκπληκτικό πρωτεϊσμό που τη χαρακτήριζε, ακόμα και στην ιδιωτική της ζωή.

Αλλά η καλύτερη “κρίση” μου για την ηθοποιό -για την επιβολή, τη δύναμη, την πειστικότητα, τη συναρπαστικότητα της τέχνης της- νομίζω πως μένει, ακόμα, εκείνο το αυθόρμητο, πηγαίο, “άλογο” χαστούκι των 13 μου χρόνων…

_________________________

  • Το σκίτσο της Μαρίκας Κοτοπούλη φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ