Ευάγγελος Παντόπουλος (1860 – 1913)
- ΜΙΧΑΗΛ ΡΟΔΑΣ
Η νεώτερη ελληνική ιστορία, μετά την Ανεξαρτησία, έχει να επιδείξει διακριτικότερα και πέρα από τα σύνορά μας και να στήσει άφοβα και επιβλητικά μπροστά στους ανθρώπους, στη ζωγραφική το Γκύζη και το Νικηφόρο Λύτρα, στη γλυπτική το Γιαννούλη Χαλεπά και εν μέρει το Φιλιππότη, τον καλλιτέχνη του “Ξυλοθραύστη”, στη διηγηματογραφία το χριστιανικό Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στην ποίηση τον Κωστή Παλαμά, στη δημοσιογραφία το Βλάση Γαβριηλίδη και στο θέατρο τον Ευάγγελο Παντόπουλο. Γιατί και ο Παντόπουλος ήταν ένα ξεχωριστό προνομιούχο πνεύμα, άσχετα αν στα τελευταία χρόνια της καλλιτεχνικής ζωής του, έπειτα από μερικές προσωπικές αδυναμίες, κατάπεσε και συντρίφτηκε ψυχικά και σωματικά.
“Θεό του γέλωτα” τον έλεγαν οι άνθρωποι της εποχής του, και πραγματικά εσκόρπιζε το γέλιο όχι με μέσα θεατρικά κατώτερα και μπαλαφάρικα, αλλά με την ομορφιά και την ευγένεια της τέχνης. Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να κάμω μια παρέκβαση και να εξηγήσω τι σημαίνει όταν λέμε “μπαλαφάρικα”, γιατί είναι ένας νέος όρος, ένας χαρακτηρισμός άγνωστος, στους πολλούς τουλάχιστο, κι έχω τη γνώμη ότι, αν ξανατυπωθεί το μοναδικό στην ελληνική γλώσσα Θεατρικό Λεξικό του σεβαστού και αγαπητού μας Ν. Λάσκαρη, πρέπει να περιληφθεί στις σελίδες του. Συχνά ακούμε να λένε οι ηθοποιοί ότι το τάδε έργο είναι μπαλαφάρικο, ή παίχτηκε μπαλαφάρικα. Και ο χαρακτηρισμός έφτασε και στις στήλες των εφημερίδων και περιοδικών. Ο όρος αυτός προέρχεται, ας πούμε, από έναν ηθοποιό της παντομίμας ονόματι Μπαλαφάρα.
Στα παλαιότερα χρόνια και τους καλοκαιρινούς μήνες η ελληνική πρωτεύουσα είχε και δυο θέατρα παντομίμας, κληρονομιά θεατρική περασμένων καιρών, και μια παντομίμα καλή είναι και αυτή τέχνη, η δυσκολότερη ίσως, γιατί απαιτούνται πολλά προσόντα μιμικής και εκφραστικής, εφόσον στερείται του προφορικού λόγου. Η Αθήνα, λοιπόν, είχε δυο θέατρα παντομίμας, το ένα στο Θησείο με τον Φαρέα και το άλλο στην οδό Πειραιώς, στη στροφή της γραμμής του τραμ προς την Κολοκυνθού, το πολυσύχναστο “Άϊφελ” με τον Ατέση. Και στα δυο έπαιζε εκ περιτροπής ο Τάσος Μπαλαφάρας, ψαράς το χειμώνα, παντομιματζής το καλοκαίρι. Το φόρτε του ήταν στο ραδιουργό στη “Γενοβέφα” και στο “Ροβέρτο διάβολο”. Όσοι τον γνώρισαν, διηγούνται ότι ήταν ένας άντρακλας πελώριος, υπερβολικός στη μιμική, στους μορφασμούς, στις χειρονομίες, στις κινήσεις και στις κλωτσιές του. Από τότε, κάθε υπερβολή, κάθε εκτροχιασμός από τη φυσικότητα, χαρακτηρίζεται με ό,τι γινόταν στο “Άϊφελ” και στο Θησείο από τον Τάσο Μπαλαφάρα. Η υπερβολή του Μπαλαφάρα έγινε θρύλος, κι έτσι η παλαιότερη εποχή τον κληροδότησε στη νεώτερη ως όρο επιγραμματικό. Κρούσματα του μπαλαφαρισμού υπάρχουν και σήμερα, βαρύτερα στο ελαφρό λεύτερο μουσικό θέατρο, ελαφρότερα, οπωσδήποτε, και σποραδικά στην πρόζα.
Ο τεχνογράφος και ιστοριογράφος του Α΄ αιώνα π.Χ. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς έλεγε συχνά ότι “ιστορία σημαίνει το να φιλοσοφούμε με παραδείγματα”. Και με παραδείγματα θα φιλοσοφήσουμε επάνω σε παραστάσεις και σε έργα. Θα λυπήσω, βέβαια, μερικούς φίλους του θεατρικού κόσμου, αλλά φιλτάτη είναι και η αλήθεια. Στο λεγόμενο ελαφρό λεύτερο μουσικό θέατρο η υπερβολή του Τάσου Μπαλαφάρα μού φαίνεται ότι εξαγνίζεται. Εκεί που ο Παντόπουλος, και αργότερα ο Γιάννης Παπαϊωάννου, δίδαξαν την αληθινή τέχνη και την πειθαρχία, εκεί καταπατιέται κάθε νόημά της και διασύρεται η καλαισθησία. Είδα προ ολίγου καιρού μια παράσταση οπερέτας και με εξέπληξε ο άκρατος μπαλαφαρισμός. Ο κόσμος, βέβαια, γελούσε, αλλά γελούσε ως θέατρο του κατωτέρου είδους. Οι δυο κωμικοί –είναι γενικό το κακό στο ελαφρό θέατρο– συναγωνίζονται σε υπερμπαλαφαρισμούς.
Με τον τρόπο που παίζουν, διαφθείρουν το γούστο του κόσμου, αυταπατώνται δε κι αυτοί αν νομίζουν ότι τα γέλια σημαίνουν και επιδοκιμασία, τουλάχιστον για ένα μέρος του κοινού, που αποζητάει κάτι το ευπρεπέστερο, το ευγενικότερο, το λεπτότερο και το καλλιτεχνικά χαριέστερο. Ο ένας μεταχειρίζεται ως θεατρικό όπλο τις κλωτσιές, προσθέτει δε και τα δικά του λόγια, όσα εκ του προχείρου αυτοσχεδιάζει, και οι μορφασμοί του υπερβαίνουν κάθε όριο υπερβολής. Από το άλλο μέρος ο συνάδελφός του τον συναγωνίζεται για να μη του πάρει τον αέρα και τα πρωτεία στις υπερβολές, κι έτσι ο από σκηνής εκτροχιασμός εξακολουθεί χωρίς σταθμό και τέλος. Αλλά δεν είναι μόνο το ελαφρό μουσικό θέατρο που έχει υιοθετήσει τη σχολή Μπαλαφάρα. Σε μερικές περιστάσεις την απομιμείται και το σοβαρό θέατρο της κωμωδίας.
Ο φίλος συνάδελφος Δ. Ψαθάς μου διηγόταν, σε μια σχετική συζήτησή μας για τις υπερβολές των ηθοποιών, ότι είδε σ’ ένα συνοικιακό θίασο την κωμωδία του “Στραβόξυλο” και δεν την αναγνώρισε. Και, φυσικά, αποδοκίμαζε έντονα αυτό το σύστημα του μπαλαφαρισμού. Εκτός της περιπτώσεως αυτής, και σε άλλα θέατρα καθιερώνεται τα τελευταία χρόνια η υπερβολή, νόσημα κολλητικό που μεταδόθηκε και στους συγγραφείς. Μπαλαφάρικη κωμωδία και μπαλαφάρικο το παίξιμο. Ενός κακού δοθέντος, μύρια έπονται. Και είναι ορθό και δίκαιο εκείνο που έλεγε κάποιος στον κωμικό σοβαρού θεάτρου πρόζας, ότι πρέπει να παίρνει ποσοστά από συγγραφείς τουλάχιστο ως ψυχική οδύνη, γιατί με τις υπερβολές που αναγκάζεται να μεταχειρίζεται συγκρατεί το ενδιαφέρον και το πλήθος χασκογελάει. Ενώ στην ουσία τα έργα είναι ισχνά και ανάπηρα και οι παραστάσεις που κάνουν στηρίζονται στα δεκανίκια των ηθοποιών.
Ο Ευάγγελος Παντόπουλος στάθηκε μακριά από τους μπαλαφαρισμούς και επιβλήθηκε στον ελληνικό κόσμο και τον έκαμε να γελάσει “μέχρι δακρύων” με τη φυσικότητά του, με την τέχνη του, με την ιερουργία και σ’ αυτή τη “μπουφόνικη” κωμωδία. Το σεβόταν και αγαπούσε το θέατρο, την καλλιτεχνική του αποστολή, την τέχνη, το κοινόν, τόσο η ευπρέπεια και η γλωσσική του ευαισθησία ήταν φημισμένη, ώστε ο Ψυχάρης έχει αφιερώσει μερικές χαρακτηριστικές γραμμές ανάμεσα στον πρόλογο του “Ρωμαίικου Θεάτρου” για τον Ευάγγελο Παντόπουλο. Ο συγγραφέας του περίφημου “Ταξιδιού” έχει γράψει και έχει δημοσιεύσει δυο θεατρικά έργα. Το δράμα “Κυρούλης”, αφιερωμένο στον “φίλο του” Δημήτριο Κακλαμάνο, και την κωμωδία “Γουανάκος”, αφιερωμένη επίσης στο “φίλο του” – τότε τουλάχιστο, στα 1900 – Κωστή Παλαμά. Και αναφέρει στη σελίδα 93: “Ελπίζω μ’ όλα τούτα να παρασταθούνε και προτού πεθάνω η κωμωδία και το δράμα. Μπορεί ο ‘Κυρούλης’ ν’ αρέση του κ. Λεκατσά, μπορεί ν’ αρέση ο ‘Γουανάκος’ του φίλου μου του Παντόπουλου. Ο Παντόπουλος σαν του βάζουνε σε μια κωμωδία κάτι καθαρέβουσες, τις διορθώνει, και τις κάνει δημοτικές. Κι έτσι δε φοβάμαι να μου αλλάξη τη γλώσσα στην κωμωδία μήτε να μου βάλη κανένα σίγμα ή κανένα νι που δεν τόχω, γιατί απαραίτητο είναι να παιχτούν όπως γράφηκαν, απαράλλαχτα”. Στην εποχή μας, μερικοί ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν και προσθέτουν άπειρες λέξεις στα κείμενα, ανάλογα με τα γούστα τους, και οι συγγραφείς μένουν ικανοποιημένοι απ’ αυτή την κοινή συνεργασία και εισπράττουν τα ποσοστά.
Οι γονείς τού Παντόπουλου ήταν από την Πελοπόννησο. Ο πατέρας του, ο Πάνος Παντόπουλος, γεννήθηκε στη Σπάρτη και διακρίθηκε ως αξιωματικός στους απελευθερωτικούς αγώνες της Θεσσαλίας. Η μάνα του ήταν Αργίτισσα, η Κωνσταντίνα Μπέη, ξακουσμένη για την ομορφιά της. Ο Ευάγγελος γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1860. Από τα παιδικά του χρόνια φανέρωσε την αγάπη του για τις ωραίες τέχνες. Πήγαινε στο Πολυτεχνείο και μάθαινε γλυπτική και ζωγραφική και στο Ωδείο μουσική. Μα τον τραβούσε περισσότερο το θέατρο, και με τους συμμαθητές του έδινε ερασιτεχνικές παραστάσεις εν πλήρει δράση τις αποκριές σε φιλικά σπίτια. Έτσι, το θέατρο του έγινε καλλιτεχνικό πάθος και σε ηλικία 17 ετών αφήνει το γυμνάσιο, το Πολυτεχνείο, το Ωδείο, και αποφασίζει στα 1877 να φύγει για το Αίγιο με το θίασο Κοτοπούλη – Βασιλειάδη – Χαλκιοπούλου ως σκηνογράφος του, αλλά και ως ηθοποιός για μικρούς ρόλους. Το Αίγιο την εποχή εκείνη είχε το μορφωμένο αρχοντολόι του, τους Μεσσηνέζηδες, τους Παναγιωτόπουλους, τους Σταυρόπουλους, και ως παραγωγικό και βιομηχανικό κέντρο σταφίδας – η περίφημη μαύρη σταφίδα της Βοστίτσας – στεκότανε γερά οικονομικά και μπορούσε να ικανοποιήσει ένα θίασο. Και οι ελληνικοί θίασοι πήγαιναν τακτικά εκεί, γιατί είχαν μπροστά τους, μετά το Αίγιο, τις θεατρικές πιάτσες Πατρών -Ζακύνθου, καμιά φορά δε και της Κέρκυρας, αν και στην Κέρκυρα κυριαρχούσαν περισσότερο τα ιταλικά μελοδράματα παρά το θέατρο πρόζας.
Οι γονείς του κάθε άλλο ήθελαν παρά να γίνει ο Ευάγγελός τους ηθοποιός, δηλαδή θεατρίνος, γιατί, κατά την παλιά πρόληψη του κόσμου, θα είχε σχέσεις με το… Διάβολο. “Η μήτηρ μου έκλαιε, διηγήθηκε στο Γρηγόριο Ξενόπουλο κατά το 1893, – και το σχετικό του άρθρο είναι δημοσιευμένο στην τότε φιλολογική ‘Εστία’,– ο πατήρ μου ηπείλει, αλλ’ εγώ άκαμπτος έτρεξα όπου με ώθει η φύσις, όπου με ώθει το πεπρωμένον”.
Το Αίγιο είναι η πόλη που τον δέχτηκε στοργικά και εκεί έκαμε την πρώτη εμφάνισή του στο δράμα “Σάρα και Κάρολος” του Ιταλού Γιακομέτι. Έπαιξε το δραματικό ρόλο του Ιακώβου και η πρώτη ευνοϊκή εντύπωση ενεθάρρυνε τις ελπίδες του και τους πόθους του για το θέατρο. Οι παλαιότεροι θίασοι είχαν καθιερώσει να παίζουν και μια μονόπρακτη κωμωδία μετά το δράμα. Και οι θιασάρχες έδωσαν στο νεαρό Παντόπουλο ένα κωμικό ρόλο. Και απροσδόκητα άνοιξαν οι ουρανοί και πρόβαλαν τα χαμόγελα των αγγέλων με τη μορφή της τέχνης του Παντόπουλου. Κατάπληξη στους ηθοποιούς και στον κόσμο. Κατάπληξη στους ηθοποιούς, αλλά και φθόνος. Αυτός ο νεανίας, ο σκηνογράφος και κοσμηματογράφος του θεάτρου, να συγκεντρώνει το θαυμασμό του κόσμου; Να ξεκαρδίζονται στα γέλια μ’ αυτό το παιδαρέλι που δεν γνώρισε ακόμα τα μυστικά της σκηνής; Αυτά σκέπτονταν και έλεγαν οι παλαιότεροι συνάδελφοί του, και τον αφήνουν στο Αίγιο έρημο, φτωχό και φεύγουν. Αλλά ο Παντόπουλος δεν απελπίζεται. Πηγαίνει με τα πόδια στην Πάτρα κι από εκεί μπαίνει σ’ ένα ιστιοφόρο και τραβάει ολόισα για τη Ζάκυνθο, όπου βρίσκει ένα μπουλούκι θεατρικό. Γίνεται σχεδόν ο αρχηγός του και παίζει κωμωδίες του Μολιέρου και το κωμειδύλλιο “Μυλωνάδες”, όπου ως ερωτευμένος Μπαρμπαγιώργης κάνει τον κόσμο να σπαρταράει από τα γέλια. Από τη Ζάκυνθο πηγαίνουν στον Πύργο της Ηλείας και αργότερα στην Πάτρα. Εκεί ο θίασος διαλύεται, και ο Παντόπουλος καταφεύγει για να βγάλει το ψωμί της ημέρας στον Τζοβάνι, τον Ιταλό σκηνογράφο μελοδραμάτων, και γίνεται το δεξί του χέρι.
Σύγχρονα φτιάνει κι αγιογραφίες και στολίζει τις εκκλησίες. Η σπουδή του Πολυτεχνείου του χρησίμευε ως σωσίβιο και ως άγκυρα σωτηρίας όταν θολώνανε τα θεατρικά πράγματα. Για την καλή του θεατρική τύχη πήγε εν τω μεταξύ στην Πάτρα ο θίασος Διονυσίου και Σπύρου Ταβουλάρη, κι ο Παντόπουλος, με τη μεσολάβηση του δημάρχου που τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε, προσλαμβάνεται στο φημισμένο και επιβλητικό θίασο με θέση εξαιρετική. Καθώς είναι γνωστό, ο Διονύσιος Ταβουλάρης, έπαιζε τους δραματικούς ρόλους και ο αδελφός του Σπύρος τους κωμικούς. Και ο Παντόπουλος προσελήφθη για του;ς δεύτερους κωμικούς. Από κει αρχίζει η φήμη του να ξεπερνάει την επαρχία. Ο Σπύρος Ταβουλάρης ήταν, βέβαια, ένας εξαίρετος ηθοποιός, λεπτότατος στους κωμικούς τύπους. Αλλά ο Παντόπουλος είχε το χάρισμα να συναρπάζει τον κόσμο και να του ανοίγει τον παράδεισο της χαράς.
Περιοδεύει στις επαρχίες και αγωνίζεται να πραγματοποιήσει το καλλιτεχνικό ιδανικό του. Η πικρότατη θεατρική ζωή της εποχής εκείνης –αν και όλες οι εποχές έχουν τις πίκρες τους– δεν τον απογοητεύει. Όταν βρίσκεται στη σκηνή, η ευτυχία πλημμυρίζει την ψυχή του. Ο θεατρικός αγώνας του στην επαρχία διαρκεί τρία χρόνια, και στα 1880 ξαναγυρίζει στην Αθήνα με όνομα θεατρικό τόσο καθιερωμένο, ώστε τον παίρνει ο Δημοσθένης Αλεξιάδης – ο αντίπαλος των Ταβουλάρηδων – και του δίνει πρωτεύουσα θέση στον “Απόλλωνα”, το θέατρο που κατακλύζεται από τον αθηναϊκό κόσμο. Αν και ο θίασος έχει το όνομα του φημισμένου Αλεξιάδη, εντούτοις η καλλιτεχνική σημαία του Παντόπουλου υψώνεται θριαμβευτικά και ο κόσμος τρέχει και συνωστίζεται για να τον θαυμάσει και να τον χειροκροτήσει. Περνούν τα χρόνια, και η κωμωδία στο πρόσωπο του Παντόπουλου γιγαντώνεται. Αρχίζει να ξεχνιέται ο Γ. Νικηφόρος, κωμικός παλαιότερος του Παντόπουλου, φημισμένος κι αυτός και υπέροχος ως Ανατολίτης στη “Βαβυλωνία” του Βυζάντιου.
Για ένα διάστημα αρκετών μηνών ο Παντόπουλος εξαφανίζεται από το θέατρο και πηγαίνει εθελοντής για ν’ απελευθερώσει τη Θεσσαλία. Αφήνει θέατρο, γυναίκα και παιδιά και φοράει τη στολή του πολεμιστή. Η περιπέτεια του πολέμου κράτησε 19 μήνες – ονειρευτή περιπέτεια εν συγκρίσει με τους μετέπειτα πολέμους – και ο Παντόπουλος γύρισε στην Aθήνα με την υπερηφάνεια ότι και κει, στα Θεσσαλικά βουνά, έπαιξε καλά το ρόλο του. Η πόρτα του θεάτρου ήτανε διάπλατα ανοιγμένη, και πήγε ολόισα στη σκηνή, γιατί η φήμη του είχε στερεωθεί και το άστρο του φεγγοβολούσε. Υπάρχει μια μονόπρακτη κωμωδία του Μπίστη, κατά τον Ν. Λάσκαρη, ξένου συγγραφέα κατά τον Ξενόπουλο στο δημοσίευμά του του 1893, που τιτλοφορείται “Βέβαια – Βέβαια”.
Ο Παντόπουλος έπαιζε ένα ηλίθιο νέο που σε κάθε ερώτηση απαντάει αδιάκοπα “βέβαια – βέβαια”. Και μόνο τη φωτογραφία του να δει κανείς στο ρόλο τού ερωτευμένου, ξεκαρδίζεται στα γέλια. Στο κεφάλι του ένα καπελάκι, στα χέρια του ένα κομψό μπαστουνάκι, το παντελόνι του στενό, τα μάτια του γυαλίζουν από ερωτική βλακεία, το πρόσωπό του κυριολεκτικά λες και ηδονίζεται. Εκεί όμως που μεσουράνησε, ήταν ως Μπάρμπα-Λινάρδος στην “Τύχη της Μαρούλας” του Δημητρίου Κορομηλά. Το κωμειδύλλιο αυτό είναι συνυφασμένο με την καλλιτεχνική ιστορία και δόξα του Παντόπουλου. Τι τύπος χωρικού της Άνδρου, τι φυσιογνωμία, τι έκφραση και τι ψυχολογία πότε κωμική και πότε δραματική!
Στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα, το Αίγιο, εκεί που πρωτοβγήκε ο Παντόπουλος στο θέατρο, είχε φτάσει η φήμη τού θριάμβου του στην Αθήνα. Και η πρώτη μου φροντίδα ήταν, όταν στα παιδικά μου χρόνια ήρθα στην πρωτεύουσα, να πάω στο θέατρο Τσόχα, στην οδό Σταδίου, εκεί που έδινε παραστάσεις ο θίασος του Παντόπουλου. Τον είδα για πρώτη φορά το 1900 σε μια γαλλική κωμωδία, στο “Σιδηροδρομικό Επιθεωρητή” του Μπισόν. Δεν είναι υπερβολή αν σας πω ότι μου φάνηκε σαν Θεός. Ένας άνθρωπος παχύσαρκος, αλλά κομψός και ευκίνητος, με κεφάλι επιβλητικό με τον όγκο του. Από την παράσταση αυτή δε θυμάμαι κανένα άλλο ηθοποιό παρά μόνο τον Παντόπουλο. Πιστέψτε με ότι αντηχούν ακόμα τα λόγια του: “Φράουλες, φράουλες, τι ωραίες φράουλες”, που έλεγε χαρούμενος με το ύφος του κατακτητή, και τα γέλια του κόσμου ξεχύνονταν σα χείμαρρος. Από τότε τον παρακολουθούσα, χωρίς και να φαντάζομαι ότι θα έφτανε μια εποχή που θα του έστηνα το καλλιτεχνικό του μνημείο. Τον είδα σε πολλά έργα. Σε κωμωδίες, σε κωμειδύλλια και σε χαρακτηριστικούς δραματικούς τύπους. Γιατί σα μεγάλος και προνομιούχος ηθοποιός που ήταν, έπαιζε κάποτε-κάποτε και δραματικούς γεροντικούς τύπους, όπως τον πατέρα στη “Χιονάτη”.
Ο Ευάγγελος Παντόπουλος δεν ήταν μονάχα ζωγράφος, γλύπτης και ηθοποιός, αλλά και ποιητής και συγγραφέας. Είχε γράψει τη μονόπρακτη κωμωδία “Έσχισες τη γάτα” και την τρίπρακτη ηθογραφία, την περίφημη “Νύφη τής Κούλουρης”. Από τα ποιήματά του ένα είναι πασίγνωστο, το “Τσοπανόπουλο”, που το μελοποίησε ο αλησμόνητος Νίκος Κόκκινος, ο συνθέτης του λαϊκού αισθηματικού τραγουδιού, και έγινε απόλαυση ανά το Πανελλήνιο.
Στη “Νύφη τής Κούλουρης” έπαιζε τον ερωτευμένο νωματάρχη Μίχο Ζουλαχμάκη. Είναι η γλυκύτερη καλλιτεχνική απόλαυση εκείνων που είχαν το ευτύχημα να τον δουν και να τον θαυμάσουν. Πρόσωπο Ρουμελιώτη αποσπασματάρχη. Μαλλιά ολόμαυρα κατσαρά, λαδωμένα, και μουστάκι που θύμιζε δημοτικό τραγούδι. Ντουλαμάς με τα γαλόνια του υπαξιωματικού, βλαχόκαλτσες, τσαρούχια, ζώνη στη μέση με κρεμασμένο το ξίφος και το σχετικό μαστίγιο. Όταν ο Μίχος Ζουλαχμάκης υπαγόρευε την αναφορά προς την προϊσταμένη του αρχή, ήταν περιβόλι από ασυνταξίες και σολοικισμούς, και όταν την υπόγραφε, ώσπου να γράψει ένα-ένα τα γράμματα, Μίχος Ζουλαχμάκης, το θέατρο δονείτο από τα γέλια και από τα παταγώδη αυθόρμητα χειροκροτήματα. Μπουφόνικος ο ρόλος, αλλά με πόση φινέτσα και με πόση λεπτότητα τον έπαιζε! Κι εκείνη η σιγανοπερπατησιά του όταν έφευγε από τη σκηνή καμαρωτός, κουνιστός και λυγερός, με το αριστερό χέρι στο ξίφος, ήταν ολόκληρο καλλιτεχνικό ποίημα, δε χόρταιναν τα μάτια τού κόσμου να τον βλέπουν.
Ο Παντόπουλος είχε το μεγάλο προτέρημα και το θείο δώρο να ενσαρκώνεται κυριολεκτικά τους ρόλους του. Έδινε εσωτερική και εξωτερική υπόσταση σε κάθε τύπο, ανάλογα με τις υποδείξεις και το πνεύμα του συγγραφέα. Το καλλιτεχνικό μεθύσι, η δόξα, δεν τον παρέσυρε ποτέ σε ακρότητες στη σκηνή. Κράτησε την κωμωδία στα βάθρα της τέχνης, και την επέβαλε όχι ως εφήμερη απόλαυση, ως διασκέδαση της ρουτίνας, αλλά ως λειτούργημα του θεάτρου με διαρκέστερη χαρά και ομορφιά. Από το “Βέβαια – Βέβαια”, την “Τύχη τής Μαρούλας” του Κορομηλά, τον “Καπετάν Γιακουμή” και τη “Λύρα τού Γερονικόλα” του Κόκκου, από τους μεγάλους και χαρακτηριστικούς τύπους του Μολιέρου στο “Φιλάργυρο”, τον “Ταρτούφο”, τον “Αρχοντοχωριάτη”, από τη “Νύφη τής Κούλουρης”, την αγγλική φάρσα “Θεία τού Καρόλου” και τις γαλλικές κωμωδίες όπου ήταν άφθαστος και γοητευτικός, όπως στο “Ντουράν και Ντουράν”, από την “Οικογένεια Παραδαρμένου” και το “Ζητείται υπηρέτης” του Μπάμπη Αννίνου, από τη χαριτωμένη πολιτικοκοινωνική σάτιρα, το “Γενικό Γραμματέα” του Ηλία Καπετανάκη, από όλη αυτή την αναρίθμητη θεατρική ποικιλία του γέλιου, έφτασε και στα ιψενικά έργα προς μεγάλη κατάπληξη όλου του κόσμου.
Στις αρχές του φθινόπωρου του 1894 αναγγέλθηκε ότι σ’ ένα θέατρο που ήταν στην οδό Προαστίου, σήμερα Εμμανουήλ Μπενάκη, θα παιζόταν οι “Βρικόλακες” του Ίψεν. Τον Όσβαλντ θα τον ερμήνευε ο δραματικός καλλιτέχνης Ευτύχιος Βονασέρας, ο εξαίρετος υποκριτής που πέθανε και άφησε τα κόκαλά του στη Νέα Υόρκη. Τον πάστορα Μάντερς θα τον έπαιζε ο Παντόπουλος, ένα ρόλο σοβαρό και χαρακτηριστικό. Όταν έγινε γνωστό ότι ο Παντόπουλος θα εμφανιζόταν σε σοβαρό ρόλο ευρωπαϊκού έργου, έπειτα από το Μπάρμπα-Λινάρδο στην “Τύχη τής Μαρούλας”, φίλοι και γνωστοί, όλος ο θεατρόφιλος κόσμος κατσούφιασε και λυπήθηκε γιατί ο παλυαγαπημένος καλλιτέχνης, διέτρεχε τον κίνδυνο να γελοιοποιηθεί. Του έγιναν οι σχετικές υποδείξεις από τους στενότερους φίλους, αλλά εκείνος απάντησε ότι “καθένας ξέρει τη δουλειά του”.
Και η παράσταση των “Βρικολάκων” έγινε, και οι Αθηναίοι πήγαν με την πρόθεση να γελάσουν, αλλά μόλις βγήκε ο πάστορας, με το απλό χριστιανικό του ύφος, με τη σεμνότητά του την ιερατική, μόλις άρχισε να μιλάει προς την κ. Άλβιγκ, τη μητέρα του Όσβαλντ, ο κόσμος έμεινε εκστατικός μπροστά στη μεταμόρφωση του Παντόπουλου. Πολλοί αμφέβαλαν αν ήταν εκείνος. Και, βέβαια, ήταν εκείνος, θωρακισμένος με την τέχνη του, προφυλαγμένος από κάθε περιπέτεια. Ο μεγάλος ηθοποιός έδειξε και τη μεγάλη τέχνη του με μια νέα μορφή, που στέκεται παντού όταν εκείνος που την ερμηνεύει είναι προνομιούχος. Η φύση τού πρόσφερε άφθονα τα δώρα της. Είχε ένα πρόσωπο, μια μάσκα, όπως λέμε στη θεατρική γλώσσα, που λες και ήτανε φτιαγμένη από λάστιχο. Από το ένα μέρος μπορούσε να κλαίει και από το άλλο να γελάει. Και γι’ αυτό ο Χρηστομάνος είπε σ’ έναν ηθοποιό του -δεν είναι ανάγκη ν’ αναφέρω τ’ όνομά του: “Όχι το μούτρο νεκρό και γυάλινο. Θυμήσου τον Παντόπουλο και σπάσε αυτόν τον πάγο”.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε την εποχή εκείνη ότι “ο Παντόπουλος εγένετο τόσον παρ’ ημίν δημοφιλής και περιζήτητος, ώστε εις τούτο νομίζω ότι εκτός του Σουρή δεν έχει άλλον καλλιτέχνην εφάμιλλον”. Δημοφιλής ναι, περιζήτητος όμως όχι, τουλάχιστο στην πολιτική. Γιατί η δημοτικότητά του έφτασε μέχρι του σημείου ώστε μερικοί θαυμαστές του να του βάλουν ανεξάρτητη κάλπη ως υποψήφιου δημοτικού συμβούλου την εποχή που ο μικρόσωμος Γεώργιος Καλλησπέρης διεκδικούσε τα πρωτεία στον καταρτισμό του συνδυασμού χωρίς και να εκλέγεται.
Η δημοτική εκλογή έγινε επί των ημερών του δημάρχου Λάμπρου Καλλιφρονά, τότε που μόλις ξεπρόβαλε και ως αντίπαλός του ο Σπύρος Μερκούρης με την υποψηφιότητα δημοτικού συμβούλου. Και ο Παντόπουλος απέτυχε, για να πιστοποιηθεί ότι ο κόσμος τον ήθελε αφοσιωμένο στο θέατρο και όχι μπερδεμένο με την πολιτική, την τόσο άστατη και ρευστή. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε να έχει τις πολιτικές γνώμες του ο Παντόπουλος.
Εθαύμαζε, ελάτρευε και μιλούσε πάντα με ευλάβεια για τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ήταν ἐνας από τους πιστότερους οπαδούς του, αν όχι και κομματάρχης του στον κύκλο του θεάτρου. Πήγαινε στο σπίτι του Τρικούπη, και η Σοφία η αδελφή του μεγάλου πολιτικού –που οι Έλληνες τον έσκασαν με το κομματικό τους πείσμα στις εκλογές του Μεσολογγίου– τον δεχόταν σα φίλο εγκάρδιο και αχώριστο. Διηγούνται ότι σε μια φιλική συγκέντρωση στο σπίτι του Τρικούπη, παρακάλεσαν τον Παντόπουλο να απαγγείλει ένα κωμικό μονόλογο.. Ο καλλιτέχνης δυσφόρησε, γιατί δεν είχε συνήθεια ν’ απαγγέλλει μονολόγους, και βρήκε ως δικαιολογία ότι δεν υπήρχε σκηνή για να στέκεται ψηλά από τον κόσμο κατά το υπόδειγμα του θεάτρου. Τότε επενέβη ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος κατάλαβε τη δυσαρέσκεια του φίλου του, που πήγε εκεί ως ισότιμος και όχι για να τους διασκεδάσει, και είπε με το σοβαρό ύφος και τη βαριά φωνή του: “Να είσθε απολύτως βέβαιος, φίλε κύριε Παντόπουλε, ότι όπου κι αν βρίσκεσθε, είσθε πάντα ένα μέτρο ψηλότερα από μας”.
Ο Παντόπουλος πέρα από τη σκηνή και την παράσταση ήταν ένας άνθρωπος λιγόλογος και πολλές φορές σιωπηλός, κάπνιζε πολύ και ζούσε κλεισμένος στον εαυτό του. Εκείνος που έκανε τον κόσμο να ξεκαρδίζεται στα γέλια, σπανιότατα γελούσε στην ιδιωτική ζωή του. Είχε ύφος μελαγχολικό και αυστηρό και κάποτε απολυταρχικό. Τα χρήματα ποτέ, ουδέποτε τα λογάριασε και πέθανε πάμφτωχος, ενώ μπορούσε να έχει ολόκληρο βασίλειο. Στις τσέπες του έβαζε μερικές πενταροδεκάρες για καφέδες και τσιγάρα. Για τη ζωή του φρόντιζαν οι δικοί του, και σχεδόν ποτέ δε ζητούσε λογαριασμό για τα έξοδα. Χρόνια ολόκληρα είχε ταμία του θεάτρου το Γιώργο Τεμπέλη, παρατσούκλι που του κόλλησε γιατί έβγαζε τα χρήματα τεμπέλικα. Κι ο Θεός και η ψυχή του Τεμπέλη κανόνιζαν τις εισπράξεις και τους λογαριασμούς του Παντόπουλου. Για τον καλλιτέχνη ήτανε αρκετή ικανοποίηση η σκηνή του θεάτρου, και μια παράσταση ευπρόσωπη, άξια να συντελέσει στην πρόοδο, και επί των ημερών του η πρόοδος υπήρξε αισθητή, γιατί απάλλαξε το ελληνικό θέατρο από το στόμφο του παλαιότερου καιρού. Μέγας διδάσκαλος για τον εαυτό του, δίδαξε και τους συνεργάτες του ότι το θέατρο είναι αναπαράσταση της ζωής εν συνδυασμώ με την τέχνη, και κάθε υπερβολή αποτελεί κατάχρηση.
Ο Ευάγγελος Παντόπουλος με τη φήμη των Αθηνών ήταν πασίγνωστος στα διάφορα κέντρα του ελληνισμού, Τουρκία, Ρουμανία, Αίγυπτο. Από τη φήμη του βγήκε στο θέατρο και ο αδελφός του Σπύρος, ο οποίος δεν είχε βέβαια, την ικανότητα του Ευαγγέλου. Γύριζε σε επαρχιακά θέατρα κξαι εξεμεταλλεύετο το επώνυμο Παντόπουλος Το χειμώνα αποδημούσαν οι ηθοποιοί, σαν τα χελιδόνια, και πήγαιναν στις μεγάλες παροικίες. Συντρόφευαν τους εν διασπορά αδελφούς μας και δίδασκαν από σκηνής το ελληνικό πνεύμα, τα ελληνικά γράμματα, την ελληνική τέχνη. Οι μεγάλοι θίασοι έπιαναν τα θέατρα της Κωνσταντινουπόλεως, της Σμύρνης, της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου. Οι μικρότεροι ξεχύνονταν στα λεγόμενα “χωριά” της Αιγύπτου, που είναι ολόκληρες πολιτείες, Τάντα, Μανσούρα, Ζαγαζίκι, Ισμαϊλία, στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας, στα Σώκια και στο Δικελή, και από εκεί στα νησιά του Αιγαίου πελάγους, Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο. Τι και αν η τουρκική λογοκρισία έβλεπε παντού ύποπτα έργα για το καθεστώς του Χαμίτ.
Οι Έλληνες ηθοποιοί έπαιζαν, κοντά στα ξένα, και τον “Αγαπητικό τής Βοσκοπούλας” του Κορομηλά και τη θρυλική σε συγκινήσεις “Γκόλφω” του τυφλού Περεσιάδη. Δημοτική γλώσσα, δημοτικό τραγούδι, φουστανέλα και τσαρούχι, όλο το ελληνικό αρματολίκι συντροφεμένο με τον έρωτα και ξεχυμένο στις πολιτείες του Βοσπόρου και της Ιωνίας, εκεί στην καρδιά του Ελληνισμού, στη χώρα των ομηρικών Ελλάδων, που ένας μικρόκαρδος στρατιωτικοπολιτικός την χαρακτήρισε στα 1915 “αποικία”, ενώ εξ Ανατολών ήρθε το φως των γραμμάτων με την ονομαστή ελληνική Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Και ο Παντόπουλος με τους Ταβουλάρηδες στα παλαιότερα χρόνια, με το δικό του θίασο μετέπειτα, ύψωνε την καλλιτεχνική του σημαία στην Πόλη και έδινε παραστάσεις. Ένα από τα γνωστά και παλαιότερα θέατρα ήτανε το “Ωδείο” πάνω στον κεντρικό δρόμο του Πέραν. Διευθυντής και ιδιοκτήτης ο Πετράκης Ραυτόπουλος, Ιθακήσιος νομίζω, ένας λεβεντάνθρωπος συμπαθέστατος σε όλους. Αργότερα έγιναν τα “Μνηματάκια” όπου έπαιζαν ξένοι θίασοι, γαλλικοί συνήθως, και το “Βαριετέ” στο Πέραν, που χρόνια ολόκληρα ανήκε στο Νικόλαο Μεταξάτο, το μεγαλόκαρδο Κεφαλλονίτη μεγαλοεπιχειρηματία του θεάτρου.
Οι παραστάσεις του Παντόπουλου στην Πόλη έπαιρναν χαρακτήρα εθνικού και καλλιτεχνικού πανηγυριού. Κύματα κόσμου κατέβαιναν από το Φανάρι, από τα Τατάβλα, από το Μακρύκιοϊ, από το Μπουγιούκντερε, τα χζωριά του Βοσπόρου, για ν’ απολαύσουν το μεγάλο καλλιτέχνη, για ν’ αποθεραπευθούν από τη μελαγχολία, με τα μαγικά, θαυματουργά και γλυκύτατα φάρμακα του γέλιου. Γύρω από τον Παντόπουλο σχηματίζονταν διαδηλώσεις σε κλειστό χώρο, και η πλατεία του “Ωδείου”, τα θεωρεία, το υπερώο, ήταν κατάμεστα από ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων. Ο αείμνηστος Σταύρος Βουτυράς, ο ιστορικός εθνοδημοσιογράφος, έγραφε στο “Νεολόγο”: “Στο πρόσωπο και στην τέχνη του Ευαγγέλου Παντοπούλου χαιρετίζω την ελληνική άνοιξη”.
Από τις παραστάσεις των ελληνικών θιάσων στην Πόλη δεν έμεινε αδιάφορος ούτε ο πολύς Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ. Στο τέλος ή στη μέση κάθε θεατρικής περιόδου, προσκαλούσε τους ηθοποιούς και έδιναν παραστάσεις στο θέατρο του Γιλδίζ, το γνωστό και αιματηρό Ανάκτορο. Ένα θέατρο πολυτελέστατο, με λίγες θέσεις και καφασωτά θεωρεία. Η διαδικασία της παραστάσεως ήτανε η ακόλουθη: Ο θιασάρχης ειδοποιείτο από το αυλαρχείο να υποβάλει τον κατάλογο διαφόρων έργων και του προσωπικού. Μετά την έγκριση του καταλόγου, έπρεπε οι ηθοποιοί ν’ αναμένουν αιφνιδιαστικά την πρόσκληση, κι αυτό για λόγους ασφάλειας του Σουλτάνου.
Οι ηθοποιοί έπαιρναν μαζί τους βεστιάριο όλων των έργων, γιατί σκηνές μόνο παίζονταν. Ξεκινούσε, λοιπόν, το θεατρικό καραβάνι για το Γιλδίζ, και μόλις έφταναν οι ηθοποιοί μηχανικοί και φροντιστές στην είσοδο, γινότανε αυστηρότατος έλεγχος προσώπων και πραγμάτων. Μετά τον έλεγχο, ειδικοί ανακτορικοί υπάλληλοι τους οδηγούσαν στο εσωτερικό, και από διάδρομο σε διάδρομο, που είχε το αρχιτεκτονικό σύστημα ενός σύγχρονου λαβύρινθου, έφταναν στα καμαρίνια του θεάτρου. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα ούτε να κοιτάξει στην πλατεία και στα θεωρεία ούτε και να σηκώνει το χέρι του και να δείξει σ’ ένα ορισμένο σημείο, γιατί αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ως ασέβεια, ή και ως υπόδειξη ότι εκεί κάπου κάθεται ο Σουλτάνος, κι έτσι να καθοδηγήσει τους συνωμότες και τους δολοφόνους.
Μονάχα ένας ελαφρός ψίθυρος, σα σιγανό γλυκύτατο ανατολίτικο τραγούδι, ακουγόταν από τα καφασωτά θεωρεία, σα να πιστοποιούσε ότι εκεί ήταν συγκεντρωμένο το γυναικολόι του Σουλτάνου, των πασάδων και των διαφόρων τιτλούχων. Και άρχιζε να πούμε, η παράσταση του “Οθέλλου”, ή μάλλον μια σκηνή από τη σαιξπηρική τραγωδία. Αν η σκηνή δεν ήτανε της αρέσκειας του Σουλτάνου, αμέσως χτυπούσε ένα κουδούνι κι έκλεινε η αυλαία. Οι ηθοποιοί έπρεπε αυτοστιγμεί να ντυθούν για το άλλο έργο, και ούτω καθεξής.
Η παράσταση αυτή με τις διάφορες σκηνές κρατούσε 4-5 ώρες. Εν τω μεταξύ οι ηθοποιοί ρουφούσαν τα σερμπέτια τους, άφθονα και πλουσιότατα, και στο τέλος το γλέντι επισφραγιζόταν με γερό ανατολίτικο φαγοπότι, σουλτανική προσφορά απερίγραπτη σε ποικιλία από τας-κεμπάπ, ορμάν-κεμπάπ και διάφορα άλλα.
Εννοείται ότι ο θίασος πληρωνόταν γενναιότατα με 400 και 500 χρυσές τούρκικες λίρες, και στους θιασάρχες απονέμονταν παράσημα, τα περίφημα “Χαμιδιέ”. Από το Γιλδίζ πέρασαν οι Ταβουλάρηδες, η Αικατερίνη Βερώνη-Γεννάδη, ο Δημητράκης Βερώνης, ο Ευάγγελος Παντόπουλος. Ο αείμνηστος και αξέχαστος φίλος Αλέκος Παππάς, ο μεγαλόκαρδος χειρούργος που πέθανε προ έτους περίπου, ο μέγας εκείνος ανθρωπιστής της επιστήμης, μου έλεγε ότι είχε θεραπεύσει το Σουλτάνο Ρεσίτ, τον αδερφό του Χαμίτ, και κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της εγχείρησης υποχρεώθηκε να παραμείνει στ’ Ανάκτορα του Ντολμά-Μπαξέ, για να παρακολουθεί τον άρρωστο. Μου διηγόταν ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα και ανέκδοτα για τα Σουλτανικά Ανάκτορα, για τα χαρέμια, για τους πασάδες, για τους κατασκόπους, για τους ευνούχους και τους χαφιέδες, και από λόγο σε λόγο έφτασε και στους Έλληνες ηθοποιούς που πήγαιναν παλαιότερα στο Γιλδίζ. Είχε ακούσει από τους ανακτορικούς να διηγούνται για τους Έλληνες τσαμπάζ (ηθοποιούς, που στην κυριολεξία σημαίνει “σχοινοβάτες”) ότι ο Αβδούλ Χαμίτ μονάχα ένα έργο επέτρεψε και παραστάθηκε ολόκληρο, γιατί, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, γελούσε αδιάκοπα και ευφραινόταν η ψυχή του με τον “μπας-τσαμπάζ”, τον αρχιθεατρίνο. Και το έργο αυτό ήτανε η “Τύχη της Μαρούλας”, και “μπας-τσαμπάζ”, πρώτο ή μεγαλύτερο ηθοποιό, εννοούσε τον Ευάγγελο Παντόπουλο με την ανδριώτικη βράκα και το τουρλωτό φέσι του Μπάρμπα-Λινάρδου.
Όπως είναι γνωστό, κατά το 1901 ιδρύθη η “Νέα Σκηνή” από το Χρηστομάνο, και σύγχρονα άρχισε η λειτουργία του Βασιλικού Θεάτρου. Ο Χρηστομάνος πήρε τα νιάτα της Δραματικής Σχολής που είχε διαλυθεί, και το Βασιλικό συγκέντρωσε τους γνωστότερους ηθοποιούς της εποχής εκείνης.
Ο Παντόπουλος εγκαταστάθηκε στο νέο θέατρο “Διονύσια” της πλατείας Συντάγματος. Και φυσικό ήτανε ν’ αρχίσει ένας καλλιτεχνικός ανταγωνισμός, που εξυπηρετούσε την πρόοδο, αλλά και που ήτανε αρκετά επικίνδυνος για τα οικονομικά των θιάσων, αφού η ελληνική πρωτεύουσα είχε τότε μόλις 120-150.000 κατοίκους. Στα “Διονύσια” ο Παντόπουλος έπαιζε έργα ποικίλα, και για το μορφωμένο κόσμο και για το πλήθος. Σε μια περίοδο είχε ανεβάσει το “Γύρο του Κόσμου”, έργο θεαματικό, διασκευασμένο με τη δική του έμπνευση (θάλασσες, φουρτούνες, ναυάγια, μαύροι και λευκοί επί σκηνής, συμπλοκές και μάχες) με πρωταγωνιστή τον περίφημο Νιόνιο Μπουρμπουλήθρα, κατασκεύασμα κωμικό της Παντοπουλικής φαντασίας. Είχα περάσει από θέατρό του μετά από το μεσημέρι. Οι ηθοποιοί είχαν τελειώσει την πρόβα τους και είχαν φύγει. Ο Παντόπουλος έφαγε πρόχειρα, και αμέσως κατόπιν έβγαλε το σακάκι του, ανασκουμπώθηκε, κι άρχισε να συνεργάζεται με τους σκηνογράφους, νέα παιδιά που αυτός τα είχε δημιουργήσει με το καλλιτεχνικό ένστικτό του. Στεκόταν ανάμεσα στη σκηνή με τον όγκο του σώματός του, με τα χέρια βουτηγμένα σε διάφορα χρώματα, με τα πυκνά μαλλιά του ανακατωμένα, και έδινε διάφορες οδηγίες.
Όταν άφηνε τα πινέλα, έπιανε το γύψο για να συνθέσει μια προτομή ή ένα άγαλμα κάποιου ναού ειδωλολατρικού, που το γκρέμιζαν τα στίφη στο “Γύρο του Κόσμου”. Πολυσύνθετος και πολύτροπος στην τέχνη του, ακούραστα και πάντα δημιουργικά περνούσε τη ζωή του, ανάμεσα στο θέατρο. Η εξωτερική κίνηση του κόσμου τού ήταν εντελώς αδιάφορη. Μα με όλη την προσπάθειά του τα οικονομικά του θιάσου δεν πήγαιναν διόλου καλά. Ο συναγωνισμός της “Νέας Σκηνής” και του Βασιλικού Θεάτρου ήτανε συντριπτικός. Νέοι θεοί, νέα είδωλα εκεί. Επικρατούσε το θέατρο του συνόλου με την καλλιτεχνική βαρύτητα των πρωταγωνιστών παλαιών και νεότερων. Ο Παντόπουλος είχε απομείνει μονάχος από άποψη φίρμας θιάσου. Τριγύρω του είχε διάφορες μετριότητες, εκτός από την περίφημη Ελένη Χέλμη, την αλησμόνητη Παγώνα στη “Νύφη τής Κούλουρης”. Κι όπως είναι φυσικό, για να θυμηθούμε τη λαϊκή παροιμία, την τόσο σοφή, “ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη”.
Ο Παντόπουλος άλλαξε θεατρική στέγη και μια καλοκαιρινή περίοδο πήγε στο “Αθήναιον” της οδού Πατησίων, όπου έπαιξε την “Κυρία δε με μέλλει” με Ναπολέοντα τον Ευάγγελο Δαμάσκο. Αλλά και αυτό δεν αρκούσε να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση. Ήταν φανερό ότι το άστρο του Παντόπουλου άρχισε να βασιλεύει, όχι βέβαια αυτού προσωπικά, αλλά του θιάσου. Αν και μεγάλος καλλιτέχνης και με τεράστια θεατρική πείρα, εντούτοις δεν είχε την πρόβλεψη να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα, στα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα του θεάτρου. Σ’ αυτό τον κρατούσε αιχμάλωτο και το προσωπικό πείσμα του, φοβερό, τρομερό και θανάσιμο, να μη θέλει να βελτιώσει την ποιοτική αξία του θιάσου του. Αυτός ο μέγιστος θεατροδιδάσκαλος που θα ήταν ασφαλώς και παγκόσμιας φήμης και επιβολής αν συνέβαινε να ζούσε σε άλλους τόπους, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία, παραγνώριζε στοιχειώδη καλλιτεχνικά πράγματα για τη συμπλήρωση του θιάσου του, για την εκλογή των συνεργατών του, τουλάχιστο στην περίοδο μετά το 1905.
Και έφυγε από την Αθήνα με το πικρό παράπονο της αδιαφορίας του κόσμου, ενώ η αδιαφορία ήταν δικαιολογημένη. Και πώς μπορούσε να σταθεί στην πρωτεύουσα απογυμνωμένος, σε μια περίοδο που είχε ξεπεταχτεί στη “Νέα Σκηνή” η Κυβέλη, η Ειμαρμένη Ξανθάκη, και στο Βασιλικό Θέατρο η Μαρίκα Κοτοπούλη, τριγυρισμένες από επίλεκτους συνεργάτες; Ο δραματικός καλλιτέχνης Αιμίλιος Βεάκης, έπειτα από τη διάλυση της Δραματικής Σχολής του 1900, πήγε κοντά στον Παντόπουλο, και υπερηφανεύεται δίκαια, ότι υπήρξε μαθητής του. Στην ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του “Πυρσού”, τόμος ΙΘ΄, στις σελίδες 554-555, έγραψε με την υπογραφή του τη βιογραφία του μεγάλου δασκάλου. Και γράφει στο τέλος: “Ό,τι εχαρακτήριζε κυρίως τον Παντόπουλον, – κι αυτό υπήρξε η αιτία της πτώσεώς του, παρ’ όλον ότι εμεσουράνησεν ηθικώς και υλικώς, αφού έφθασε ν’ αποκτήση και ιδιόκτητον θέατρον, το θέατρον Παντοπούλου, επί της πλατείας Συντάγματος, νυν θέατρον Κυβέλης, – ήτο η αδιαλλαξία του προς τους ανικάνους, αναξίους και επιτηδείους μόνον συναδέλφους του, αλλά και ανθρώπους επιθυμούντας από ματαιοδοξίαν να αναμειγνύωνται εις τα του θεάτρου. Έτσι ο φθόνος και η αντιζηλία –γνώρισμα της φυλής μας– συνήσπισαν εναντίον του θεατρικογράφους τινάς του καιρού του, οι οποίοι του εκήρυξαν τον πόλεμον, και διαθέτοντες όπλον πανίσχυρον δια το κοινόν, τον ημερήσιον τύπον, εψύχραναν ολίγον κατ’ ολίγον την κοινήν γνώμην, μέχρις ότου ο καλλιτέχνης, χρεωκοπήσας και απογοητευθείς, έφυγεν από τας Αθήνας, δια να επανέλθη αργότερα με κλονισμένην υγείαν και να αποθάνη έρημος, πάμπτωχος και εγκαταλελειμμένος παρά πάντων εις μίαν γωνίαν του Πολιτικού Νοσοκομείου όπου ενοσηλεύετο ως άπορος”.
Φίλτατος ο Παντόπουλος και ο Βεάκης, αλλά φιλτάτη και η αλήθεια. Προφανώς ο Βεάκης από ευγνωμοσύνη έγραψε όλα αυτά. Αλλά δυστυχώς είναι αντίθετα προς την ιστορική αλήθεια, προς τα πραγματικά γεγονότα. Οι μεγάλοι και προνομιούχοι δεν χάνουν τη δόξα τους αν η ψυχογραφία παρουσιάσει ιστορικά και τις αντιθέσεις και τις αντινομίες τους, τις ανυψώσεις και τις καταπτώσεις τους. Σφάλματα ανθρώπινα, ανεξερεύνητα, που μολοντούτο δεν τους κλονίζουν από τα βάθρα τους. Όπως ο Χρηστομάνος στη δεύτερη περίοδο της “Νέας Σκηνής”, που τη διέλυσε με τους παραλογισμούς του και πρόδωσε την ιδεολογία του και κατέληξε και να μαξιλαρωθεί, έτσι και ο Παντόπουλος μετά το 1905 καταπάτησε το νόμο της λογικής και της ισορροπίας, ένα νόμο αμείλικτο για όσους τον περιφρονούν, ήρθε σε θεμελιώδη αντίθεση με το κοινό αίσθημα, έδωσε μια καλλιτεχνική μάχη χωρίς ισάξιους συνεργάτες, χωρίς ανάλογα όπλα, και φυσικό ήτανε να αυτοκαταβαραθρωθεί.
Ο Ευαγγελιστής λέγει κάπου: “Μείνε πιστός εις εαυτόν”. Και ο Παντόπουλος, δυστυχώς, στην τελευταία περίοδο της καλλιτεχνικής ζωής του, δεν έμεινε πιστός εις εαυτόν, όσον αφορά, το επαναλαμβάνω και το τονίζω, στην εκλογή των κυριοτέρων συνεργατών του και ιδιαίτερα στην πρωταγωνίστρια του θιάσου του, αφού ήταν η γυναίκα του, εντελώς ακατάλληλη για να στέκεται καλλιτεχνικά στο πλευρό του. Όχι λοιπόν ο φθόνος των εφημεριδογράφων και θεατρικογράφων, αλλά τα βαρύτατα σφάλματα απομάκρυναν, φυγάδευσαν τον κόσμο από το θέατρο του Παντόπουλου, και αναγκαστικά και μοιραία τον έκαμαν να φύγει κι αυτός από την ελληνική πρωτεύουσα.
Στα 1908 τον βρίσκουμε ιστορικά στη Θεσσαλονίκη συνεργαζόμενο με τους παλαίμαχους Διονύσιο Ταβουλάρη και Θεοδόσιο Πεταλά. Είναι ακόμα εκεί η εποχή της Τουρκοκρατίας. Προπαρασκευάζεται η κήρυξη του Νεοτουρκικού κινήματος και η ανατροπή του Αβδούλ Χαμίτ. Ο Ελληνικός κόσμος ενίσχυσε αρκετά τον Παντόπουλο, κι αυτό συνετέλεσε ν΄ ἀνακτήσει το ηθικό του. Αυτός προσωπικά είναι πάντα ο μεγάλος καλλιτέχνης, ο άφθαστος και απολαυστικός. Η τέχνη του, αλύγιστη, περιφρονεί τα χρόνια που πέρασαν. Μετά τη Θεσσαλονίκη πηγαίνει στην Καβάλα καις τη Μυτιλήνη. Εκεί αναγγέλλεται η ανακήρυξη του Νεοτουρκικού συντάγματος. Έλληνες και Τούρκοι αγκαλιάζονται στους δρόμους, παπάδες και χοτζάδες φιλιούνται και πανηγυρίζουν τη λευτεριά. Μετά τη Μυτιλήνη πηγαίνει στη Σμύρνη. Ο κόσμος πλημμυρίζει τους δρόμους. Παντού ανεμίζουν και κυματίζουν σημαίες όλων των Κρατών και όλων των Λαών.
Οι Έλληνες τρέχουν στο θέατρο και αποθεώνουν τον Παντόπουλο. Οι Έλληνες, παντού οι Έλληνες, όπως είπε κάποτε ο Ερριώ, σ΄ ένα ταξίδι του στην Τρωάδα, όταν βρέθηκε μπροστά στους κατοίκους της Προποντίδας. Με την ανακήρυξη του Συντάγματος, με την κατάργηση της λογοκρισίας, καταφθάνουν και άλλοι ελληνικοί θίασοι στη Σμύρνη. Και από τους πρώτους ο θίασος που έπαιζε τα οθωνικά έργα του Βώκου και του Δημητρακόπουλου με τον Πέτρο Λέοντα–Όθωνα και τη Χριστίνα Καλογερίκου–Αμαλία. Ο Παντόπουλος, τις ώρες που δεν είχε θέατρο ή πρόβα, κάθεται στη βεράντα του “Καφέ Παρί” και καπνίζει μακάρια το ναργιλέ του Με τα μεγάλα εκφραστικά του μάτια παρατηρούσε στην προκυμαία όλο το πλήθος που έξαλλο έτρεχε πίσω από τον Εμβέρ, το πρωτοπαλίκαρο του Νεοτουρκισμού, και με τη διαίσθησή του, την τόσο προφητική, έλεγε στους τριγύρω του τος τίχο του Γρυπάρη: “Γιατί η χαρά, η λίγη μας χαρά, σε λύπη θα μας βγάλει”. Ανάμεσα στο κύμα του ενθουσιασμού έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του και τα μαύρα σύννεφα που προμηνούσαν τη συμφορά και την απόγνωση. Και δε βγήκε γελασμένος, γιατί σε λίγον καιρό το Νεοτουρκικό κομιτάτο κήρυξε άγριο, αιματηρό διωγμό και όλεθρο στα Μικρασιατικά παράλια εναντίον των Ελλήνων.
Από τη Σμύρνη έφυγε ο Παντόπουλος τον Οκτώβριο του 1908. Πήγε στην Κρήτη με πρώτο σταθμό το Ηράκλειο. Πέρασε το χειμώνα, και την άνοιξη γύρισε στην Αθήνα. Αυτό ήτανε και το τελευταίο θεατρικό ταξίδι του.
Στα 1910 υπηρετούσα στρατιώτης, κι ένα καλοκαιρινό απόγιομα κατέβηκα στον Πειραιά για να τον επισκεφθώ στο θέατρο Διονυσιάδη, όπου έδινε παραστάσεις.
Καθότανε μοναχός του απ΄ έξω από το θέατρο και κάπνιζε, κι έβλεπε απέναντί του τα καϊκια και τις βαρκούλες που μπαινόβγαιναν στο Πασαλιμάνι. Παχύσαρκος καθώς ήτανε, καθότανε ανάποδα στην καρέκλα, για ν΄ ακουμπάει το βαρύ του σώμα. Για να λιγοστέψει την παχυσαρκία, κάποιος κομπογιαννίτης του είχε συστήσει να πίνει μια κουταλιά πετρέλαιο. Και το είχε συνηθίσει τόσο πολύ, που το έπαιρνε σαν ορεκτικό. Τα τελευταία χρόνια τον απασχολούσε και ο πνευματισμός. Διάβαζε διάφορα σχετικά βιβλία και έκανε πειράματα με τα τραπεζάκια. Σε λίγη ώρα ήρθε στη συντροφιά μας “ένας ηθοποιός του” που τον ρώτησε αν πέρασε η μαμά του. Ο Παντόπουλος του απαντάει αρνητικά. Εγώ γνώριζα ότι η μαμά του είχε πεθάνει, και με έκπληξη τον ρώτησα τι εννοεί με το “αν πέρασε η μαμά του”. Και μου εξήγησε ότι ο κ. Ευάγγελος –μιλούσε με δικαιολογημένο σεβασμό για το θιασάρχη του– είχε καλέσει το πνεύμα της μαμάς του στο πνευματιστικό πείραμα. Αλλά φαίνεται ότι το μακάριο πνεύμα θα ήτανε πολύ απασχολημένο με άλλα σοβαρότερα και υψηλότερα καθήκοντα και λησμόνησε το ανυπόμονο παιδί της. Μιλούσαν και οι δυο τους με τόση γαλήνη, με τόση ασφάλεια και πεποίθηση για τα ταξίδια των πνευμάτων, ώστε νόμιζε κανείς ότι το είχαν καθημερινή συντροφιά με τα ανεβοκατεβάσματά τους από τον ουρανό στη γη.
Νομίζω ότι στον Πειραιά έδωσε τις τελευταίες παραστάσεις του. Στην Αθήνα μεσουρανοῦσαν η Κυβέλη και η Κοτοπούλη, και ήταν αδύνατο να παρουσιαστεί πλέον ο Παντόπουλος εκ του προχείρου και χωρίς ανάλογο περιβάλλον ικανών ηθοποιών. Είχε φτάσει η μοιραία και η αμείλικτη ώρα του μαρασμού, και η υγεία του κλονίστηκε. Τον μετέφεραν στο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών το 1913, με το πιστοποιητικό του απόρου, και εκεί, σ΄ ένα διάδρομο, πέθανε σε ηλικία 53 ετών. Δηλαδή, σε μια ηλικία που μπορούσε ακόμα να δράσει και να κρατήσει τα σκήπτρα του θεάτρου, αν αναγνώριζε τη νέα θεατρική πραγματικότητα και τις δικαιολογημένες αξιώσεις του κόσμου για τη συγκρότηση ενός καλού θιάσου. Η “Εστία” της 14 Οκτωβρίου 1913, στη δεύτερη σελίδα της και στη στήλη “Κόσμος”, με τον τίτλο “Ευάγγελος Παντόπουλος”, έγραψε τα ακόλουθα:
“Μετά νόσον, η οποία δεινώς εταλαιπώρησε τας τελευταίας του ημέρας, απέθανεν σήμερον την πρωϊαν ο Ευάγγελος Παντόπουλος, παλαίμαχος εν κυριολεξία της ελληνικής σκηνής. Αν η εξέλιξις του Θεάτρου τα τελευταία χρόνια τον είχε φέρει προς το περιθώριον, μάλλον μη στέργοντα ή αδυνατούντα να την παρακολουθήση όσον θα έπρεπε δια να τηρηθή εις την πρώτην γραμμήν, δεν πρέπει να λησμονηθή όμως, ότι εις χρόνια παλαιότερα απετέλεσε δόξαν του Ελληνικού Θεάτρου, πρωτεύων ως κωμικός, θεμελιωτής ίσως αυτός της κωμωδίας και βασιλεύς του γέλωτος επί μακράν περίοδον. Η κηδεία του γίνεται την 4 μ.μ. εκ του ναού της Ζωοδόχου Πηγής, μαζί δε με τους συναδέλφους του ένα δάκρυ ειλικρινούς λύπης του οφείλουν και όσοι εις την πρωτογενή, αλλ΄ αδράν τέχνην του ώφειλαν γέλια μέχρι δακρύων τον περασμένον καιρόν”.
Και την επομένη, στην πρώτη σελίδα, στην ίδια εφημερίδα, ο ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου Νικόλαος Λάσκαρης δημοσίευσε σχετικό άρθρο με τον τίτλο “Ο Παντόπουλος”.
Πέθανε φτωχός, γιατί η καλλιτεχνική του φύση δεν υπολόγιζε τον πλούτο. Αλλά και φτωχός και νεκρός, φαινόταν, και φαίνεται ακόμα, πιο μεγάλος. Η δόξα του, η τέχνη του, η συμβολή η τεράστια εις την πρόοδο του Ελληνικού Θεάτρου, βαρύνουν περισσότερο από τις αντιθέσεις και τα πείσματά του. Ένας νέος Ευάγγελος Παντόπουλος δεν ξαναφάνηκε δυστυχώς, ακόμα, για να μπορούμε να επαναλάβουμε το στίχο του ποιητή: «Tο χάσμα που άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισε άνθη». Οι παλαιότεροι τον αναζητούν, και οι νεότεροι ακούνε σα θρύλο το πέρασμά του από την ελληνική σκηνή. Η απόσταση του χρόνου τον μεγαλώνει και η προσωπική και καλλιτεχνική του ιστορία είναι απρόσβλητη και πάντα υποδειγματική. Θέατρο, και μονάχα θέατρο ήτανε η ζωή του. Το κενό που άνοιξε ο θάνατός του είναι αγεφύρωτο. Το Σωματείο των ηθοποιών, που πρέπει και έχει καθήκον να ενδιαφέρεται για την ιστορία των παλαιοτέρων αγωνιστών, των τόσο διακριτικών, όπως ο Παντόπουλος, δε σκέφθηκε ακόμα να του στήσει κάπου την προτομή του. Αλίμονο στους λαούς εκείνους που δεν τιμούν τους αγωνιστές τους. Ίσως και να μη γνωρίζει πού είναι ο τάφος του, αν και ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος, κατά το αρχαίο ρητό. Αντί τούτου βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να αναγγείλω ότι ο Δήμος Αθηναίων, με την αναθεώρηση του ονοματολογίου των δρόμων, αποφάσισε να δώσει το όνομα του Ευάγγελου Παντόπουλου σ΄ ένα δρόμο της πρωτεύουσας αντάξιο της φήμης και της υπηρεσίας του στην καλλιτεχνική Ελλάδα. Ό,τι δεν έγινε στα περασμένα, γίνεται τώρα. Ήρθε η ώρα η καλή και η ευλογημένη να θυμηθούμε τον Παντόπουλο και να του προσφέρουμε την τιμή που του αξίζει.
- Από το βιβλίο του Μιχαήλ Ροδά ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ. Έκδοση Πήγασου ΑΕ, Αθήνα 1944.
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024