Κάρολος Κουν: Το θέατρο για μένα είναι η ανάγκη να ξεφύγεις από τη μοναξιά
- ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ (Προύσα 13 Σεπτεμβρίου 1908 – Αθήνα 14 Φεβρουαρίου 1987)
Αισθάνομαι πιο ελεύθερος και πιο ευτυχισμένος όταν μπορώ να έχω επαφή με τους ανθρώπους
ΟΤΑΝ ιδρύσαμε το Θέατρο, το 1942, κατά την διάρκεια της φασιστικής Κατοχής, είμαστε διαποτισμένοι από τη μέθοδο Στανισλάβσκι. Κάναμε ό,τι μπορούσαμερε για να μάθουμε όσα πιο πολλάήταν δυνατόν από τη Σχολή του. Μελετούσαμε τα βιβλία του, αναλύαμε τη μέθοδό του. Τότε αγαπούσαμε το ψυχολογικό Θέατρο, τον Ίψεν, τον Τσέχωφ, τον Πιραντέλλο. Από κει επηρεαστήκαμε άμεσα. Γι’ αυτό και πήραμε το όνομά μας από το “Θέατρο Τέχνης” της Μόσχας. Όμως αργότερα οδηγηθήκαμε σε άλλες κατευθύνσεις. Ψάχναμε οργανικές θεατρικές φόρμες, με μεγαλύτερη κίνηση και κινητικότητα και με καλή επαφή με τυο κοινό. Σήμερα έχουμε απομακρυνθεί πολύ από τον Στανισλάβσκι. Μας έδωσε πάρα πολλά για την ψυχολογική πλευρά του Θεάτρου. Δεν μετανοούμε γι’ αυτήν την περίοδο, αλλά σήμερα εργαζόμαστε με άλλες αρχές. Αυτό ταιριάζει και στη φράση του Στανισλάβσκι: “Πάρτε ό,τι μπορείτε και ακολουθείστε τον δικό σας δρόμο”. Αυτό το έλεγε ο ίδιος και γι’ αυτό είναι μεγάλος. Αυτή η εξέλιξη του Θεάτρου μάς έγινε άλλωστε αισθητή ήδη το 1966 στην Βαρσοβία, όταν ήμασταν καλεσμένοι με τους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη. Σήμερα χρησιμοποιούμε και τα μέσα εκείνα που στο μεταξύ είχε εξελίξει το επικό Θέατρο του Παράλογου. Ταιριάζουν στην γεμάτη αντιθέσεις εποχή μας.
Τις παραστάσεις του Στρέλερ δεν τις γνωρίζω. Από τον Ντάριο Φο γνωρίζω μόνον κείμενα. Έχω σκηνοθετήσει τον “Κολόμβο” του. Αυτό το έργο το αγαπάμε πολύ γιατί μας άνοιξε καινούργιους ορίζοντες. Τον ίδιο δεν τον έζησα ποτέ πάνω στη σκηνή, όμως ξέρω ότι η άμεση επαφή με το κοινό είναι η δύναμή του. Κάποιος ερίχε τη γνώμη ότι βασικά στοιχεία του Θεάτρου μου τα είχα λάβει από τον Στρέλερ και τον Ντάριο Φο, κι όμως τα είχαμε εμείς πιο πριν. Συνδέονται, όπως είπαμε, με τα ελληνικά έργα και με τις παραδόσεις του λαού μας.
Πολλά ερεθίσματα όμως πήραμε από τα έργα του Μπρεχτ. Μας βοήθησε με δυο τρόπους. Πρώτον για μάς ο Μπρεχτ ήταν μια από τις γέφυρες προς το αρχαίο Θέατρο. Το επικό του Θέατρο μας βοήθησε σε μια νέα κατανόηση των κλασικών. Βασική, ήταν για μας, η άσμεση επαφή με το κοινό που δημιουργεί το Θέατρο του Μπρεχτ με την αποστασιοποίηση. Στην αρχαιότητα προκαλούσαν το αντίστοιχο αποτέλεσμα με τον χορό. Την άλλη γέφυρα προς την αρχαιότητα την έχτισε για μας το Θέατρο του παράλογου, καταργώντας τα όρια του χώρου και του χρόνου και ελευθερώνοντας έτσι την φαντασία. Έχω στο νου μου τον Μπέκετ, τον Πίντερ κ.ά. Δεύτερο, η ενασχόλησή μας με τη σύγχρονη δραματουργία, ιδιαίτερα με τον Μπρεχτ, δεν βοήθησε λιγότερο στο να δημιουργηθούν νέα έργα στη χώρα μας. Κι αυητό είναι τελικά πάρα πολύ σημαντικό. Το Θέατρό του παρακίνησε στο γράψιμο έργων και τώρα έχουμε πέντε έως δέκα πολύ καλούς δραματουργούς στη χώρα μας.
Το κοινό μας προέρχεται από την Αθήνα, αλλά και την επαρχία. Απευθυνόμαστε σε ανθρώπους από όλα τα μέρη της χώρας. Το Θέατρό μας έχει έναν ασυνήθιστα μεγάλο κύκλο επιρροής. Συχνά μέσα σε μια βραδιά παρακολουθούν μια παράσταση 1000 έως 1500 θεατές. Όσο για την κοινωνική θέση του κοινού μας, είναι ανάμικτο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελεί η μεγάλη συμμετοχή του αγροτικού πληθυσμού. Αυτό είναι για μας πολύ σημαντικό γιατί έχουμε έτσι επαφή με τα ίδια στρώματα που έβλεπαν θέατρο και στην αρχαιότητα. Ζούσε στο θέατρο, δεν συμπεριφερόταν σαν “τσιμεντένιος σάκκος”.
Στεκόμαστε σ’ αυτό που έχει διασωθεί, αλλά παρακολουθούμε και τα γεγονότα στην σύγχρονη Ελλάδα. Δεν αισθανόμαστε, βέβαια, σαν καθαρόαιμοι αρχαίοι Έλληνες, αλλά σαν άμεσοι κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα στην προσπάθεια ερμηνείας του. Ζούμε στην ίδια χώρα με τους αρχαίους. Μπορούμε να αντλήσουμε από τις ίδιες πηγές με εκείνους και να εκμεταλλευτούμε κάθε τι που εμπλούτισε η ελληνική παράδοση στο πέρασμα των καιρών. Παρ’ όλο που στο μεταξύ έχουν περάσει αιώνες, ζούμε πάντα κάτω από τον ίδιο ουρανό, μας φωτίζει ο ίδιος ήλιος και μας τρέφει η ίδια γη. Οι γεωλογικές και κλιματολογικές συνθήκες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή μας και τις σκέψεις μας, είναι ακόμα οι ίδιες όποως τότε. Οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας επηρεάζονται από την ίδια φύση που περιέβαλε τους προγόνους μας. Ο βοσκός ξυπνάει πάντα πριν το ξημέρωμα και οι αρχαίοι δρόμοι τον οδηγούν στο κοπάδι του. Ο ψαράς στους ίδιους πάντα βράχους πιάνει τα χταπόδια του. Και οι πλανόδιοι πωλητές ψάχνουν πάντα για σκιά, κάτω απ’ τα ίδια δέντρα. Έτσι εμείς οι νεοέλληνες έχουμε το μεγάλο προνόμιο να μας περιβάλλουν καθημερινά οι ίδιες φόρμες, μορφές, ρυθμοί και ήχοι όπως τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη. Αν θέλουμε να αναπαραστήσουμε το θέατρό τους δημιουργικά, τότε πρέπει να προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε όλες τις παραστάσεις που προσλαμβάνανε εκείνοι, συνειδητά ή ασυνείδητα. Το αρχαίο ελληνικό δράμα έχει για μας, τους σύγχρονους Έλληνες ανθρώπους του θεάτρου, μεγαλύτερη σημασία παρά για τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς άλλων χωρών. Όμως πιστεύω ακόμα ότι η θέση μας είναι, ταυτόχρονα, πιο δύσκολη. Ο ξένος δεν έχει άλλη υποχρέωση παρά να εμβαθύνει στο αρχαίο κείμενο και να παρουσιάσει το έργο ώστε να δημιουργηθεί ζωντανό θέατρο. Όμως, εμείς οι Έλληνες, πρέπει να προφυλαχθούμε από ξένες επιρροές και ξένες απόψεις, έστω κι αυτές προέρχονται από χώρες που στον τομέα του θεάτρου είναι πιο μπροστά από μας, που κατέχουν, ίσως μια σύγχρονη θεατρική παράδοση που η Ελλάδα δεν μπορεί να προβάλλει. Γιατί έστω κι αν τα μεγάλα πάθη είναι παγκόσμια και τα συναντάμε παντού στη γη, διαφέρουν όμως στην έκφραση.
Ο σεβασμός εκφράζεται στην Ανατολή τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι στη Δυτική Ευρώπη. Η κραυγή του τρόμου ηχεί στον Ισημερινό διαφορετικά απ’ ό,τι στις στέππες του Βορρά. Είμαστε πεπεισμένοι πως πρέπει να γνωρίσουμε πρώτα τον Έλληνα του σήμερα, αν θέλουμε να γνωρίσουμε και να παραστήσουμε τους αρχαίους μας ποιητές. Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε και να αγαπήσουμε ό,τι έχει να μας προσφέρει η ελληνική πραγματικότητα σε φόρμες, ρυθμούς, χρώματα και ήχους. Η Ελλάδα, όπως είναι σήμερα, μπορεί να μας βοηθήσει να ξεχωρίσουμε όλα τα νεκρά στοιχεία που υπάρχουν ίσως στην εξωτερική φόρμα του αρχαίου δράματος. Για να μπορέσουμε να δούμε τα αρχαία έργα κάτω από καινούργιο φως, πάνω απ’ όλα όμως για να ασχοληθούμε με τα προβλήματα της εποχής μας ουσιαστικά. Είμαι το ίδιο περήφανος για τους δραματουργούς του αιώνα μας όπως και με τους αρχαίους και με τον Σαίξπηρ. Έχουν να πουν στο κοινό πολλά σημαντικά πράγματα. Πρέπει να προσέξουμε εδώ κάτι, ότι ο άνθρωπος είναι ον υπαρξιακό και ον πολιτικό. Τα δυο αυτά δεν μπορούν να χωριστούν μεταξύ τους, παρόλο που οι διάφοροι συγγραφείς τονίζουν την μία ή την άλλη πλευρά, π.χ. ο Μπέκετ είναι περισσότερο υπαρξιακός συγγραφέας, ο Μπρεχτ πολιτικός. Όμως οι δυο πλευρές ανήκουν η μια στην άλλη γιατί ο άνθρωπος είναι άνθρωπος εκεί όπου ζει. Ζω σ’ αυτό το δωμάτιο, μ’ αυτές τις κουρτίνες. Πάντα πρόκειται για τον άνθρωπο σε σχέση με το περιβάλλον του, το υπαρξιακό όσο και το πολιτικό.
Η δική μας προσπάθεια σκοπεύει σίγουρα στο να αποφύγουμε κάθε τι το ψεύτικο καθώς και κάθε ξένη επιρροή. Ο τρόπος ερμηνείας των χορικών που υιοθετήθηκε από αυτές τις επιρροές είναι τελειώς ξένος στο ελληνικό θέατρο, τόσο στον τρόπο πομιλίας όσο και στην κίνηση. Στο λαό μας δεν λένε τίποτα τέτοιες γεωμετρικές και δυσκίνητες φόρμες. Δεν είναι στα μέτρα του. Κινείται πολύ πιο ελεύθερα. Χρησιμοποιούμε κάθε τι που απ’ τη φύση της παράγει η ανθρώπινη φωνή. Στον τονισμό μάς κατευθύνει η καθημερινή γλώσσα.
Η θεατρική αρχαιολογία πολύ λίγο μπορεί να μας βοηθήσει στην τέχνη αυτή. Πάρτγε για παράδειγμα έναν σημερινό άνθρωπο που χορεύει και ζωγραφίστε τον. Αυτή η εικόνα δεν σας δίνει κανένα συμπέρασμα για το πώς κινείται αυτός ο άνθρωπος στο χορό. Μπορεί, λοιπόν, κανείς πολύ λίγα πράγματα να αναδημιουργήσει από τις εικόνες. Άλλες μεθόδους για να πλησιάσει κανείς την αρχαιότητα τις θεωρώ πολύ πιο χρήσιμες. Οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς μας προέρχονται από τον απλό λαό, από το εσωτερικό της χώρας ή από τα νησιά. Αυτοσχεδιάζουν με τον τρόπο του λαού, όταν παρουσιάζουν τραγούδια ή κινούνται χορευτικά. Σ’ όλα αυτά παίζει μεγάλο ρόλο η παράδοση που είναι ακόμα ζωντανή και συχνά οι ρίζες της φτάνουν στην αρχαιότητα. Αυτή η παράδοση επέζησε περιόδων με επιθέσεις και κατακτήσεις -για παράδειγμα οι αιώνες της κατοχής από τους Τούρκους- και είναι και σήμερα αυθόρμητη. Βέβαια όλες μας οι παραδόσεις δεν φτάνουν ώς την αρχαιότητα. Υπήρξε και η επιρροή του Βυζαντίου και της Βενετίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί δεν υπήρχαν φυτικές επιρροές. Ο Γκαίτε και ο Χόφμανσταλ για παράδειγμα έμειναν για μας δίχως σημασία. Βρισκόμαστε στο σταυροδρόμι ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Είναι επόμενο, λοιπόν, να είναι η ανατολική επίδραση στην αρχαία Ελλάδα ιδιαίτερα σημαντική.
Όταν ένας Έλληνας διαβάζει σήμερα το κείμενο της “Ειρήνης” του Αριστοφάνη σού φαίνεται ότι μιλάνε άνθρωποι σύγχρονοι. Αναγνωρίζει κανείς ακόμα το ιδιότυπο ελληνικό χιούμορ που είναι πολύ χαρακτηριστικό. Το βρίσκει κανείς, ώς σήμερα, στα πρόσωπα και στον τρόπο ομιλίας των ανθρώπων, στο δρόμο.
Στα κείμενα του Αριστοφάνη βρίσκεται μια ηδυπάθεια. Κρύβεται σ’ αυτήν μια στάση που ξεκινάει από το γεγονός ότι μπορεί κανείς ν’ αγγίζει τα πάντα. Στον Αριστοφάνη εμφανίζονται οι ελιές και τα σταφύλια από τις επαρχίες μας, τα ψάρια από το Αιγαίο… Αυτές οι συγκεκριμένες ενδείξεις κάνουν το έργο ζωντανό. Ακόμα και στα αστεία ή στην ψυχολογία τους αισθανόμαστε τα κομμάτια του Αριστοφάνη σαν πολύ ελληνικά. Όλα έχουν μια γήινη ποιότητα. Σε πολλά σημεία της χώρας μας υπάρχουν λαϊκές εκδηλώσεις, για παράδειγμα σε πλατείες, όπου κανείς βρίσκει ακόμα και σήμερα όλες αυτές τις μορφές. Πάντως οι μάσκες διαφέρουν από εκείνες που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα. Σε διαφορετικές εποχές του χρόνου γίνονται διάφορες γιορτές, για παράδειγμα στη Σκύρο, όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονται σε τράγους και χορεύουν τον χορό των τράγων. Οι πηγές βρίσκονται πίσω, στην παλιά εποχή. Ακόμα και στις τελετές της εκκλησίας, στη μουσική, στη λειτουργία βρίσκει κανείς ίχνη που παραπέμπουν στην πολυθεϊκή αρχαιότητα.
Όταν διαβάζουμε το κείμενο από την αρχαιότητα, ανεβαίνουν μέσα μας εικόνες που μπερδεύονται με σημερινές παραστάσεις. Μπορούν να μας βοηθήσουν στην επεξεργασία του αρχαίου κειμένου όχι μόνο φιλολογικά, αλλά να κάνουμε το μήνυμα του ποιητή κατανοητό στο σύγχρονο κοινό. Όταν σκεφτόμαστε τον πόλεμο, μας έρχονται στο νου συνδυασμοί από κράνη, βαριά παλτά και βία. Αυτές οι εικόνες πρέπει να τις χρησιμοποιήσουμε για να δημιουργήσουμε μιαν απευθείας επαφή με το κοινό μας. Όταν στον Αριστοφάνη γίνεται λόγος για πολεμικές καταχρήσεις, θα θυμίσουμε, φυσικά, παρόμοια φαινόμενα σε μοντέρνους καιρούς. Στο έργο “Όρνιθες” του Αριστοφάνη ο ήρωας ξεκινάει να οικοδομήσει μια νέα πόλη. Πρώτοι τον ακολουθούν στη νέα χώρα ένας παπάς, ένας νομοθέτης, ένας αρχιτέκτονας και ένας αγγελιοφόρος. Προσπαθούμε να μικρύνουμε τη μακρόχρονη διαδικασία, όταν κάποιος αναγγέλλεται από μακριά. Ο αγγελιοφόρος δηλώνεται σαν τέτοιος επί σκηνής και ντύνεται για τον ρόλο του. Ακόμα και ο Κρέων δημιουργείται σαν φιγούρα πάνω στη σκηνή. Ερέθισμα στάθηκε για μας η ακόλουθη παρατήρηση: σε ένα ελληνικό νησί γίνεται ακόμα και σήμερα το Πάσχα μια λειτουργία. Ο Χριστός πλένεται από ιερείς. Κάθονται εκεί, σε μια σειρά και στη διάρκεια της τελετής, ένας από αυτούς γίνεται Ιούδας, κάποιος άλλος παίρνει έναν άλλο ρόλο. Το ότι παίρνουμε από την πραγματικότητα τέτοιες ιδέες, εικόνες, έθιμα βοηθάει στη μαγεία των παραστάσεών μας, που δεν έχει καμία σχέση με ψεύτικες αυταπάτες.
Υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος: η υπερβολή. Προσπαθούμε να μάθουμε από τους αρχαίους συγγραφείς πώς διαφυλάσσει κανείς την ισορροπία. Δεν επιτρέπεται να υπερβάλλεις σε τίποτα. Αυτό προσπαθώ να μάθω από τους αρχαίους δασκάλους.
Επεξεργαζόμαστε όλα τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης από κοινού με τους μουσικούς και τους ηθοποιούς και ο καθένας κάτι προσθέτει. Αρχίζουμε τις πρόβες πριν έρθει ο μουσικός, ώστε να μπορέσει να εμπνευστεί από τα κομμάτια που θα του παίξουμε. Έπειτα ο κάθε ηθοποιός προσθέτει κάτι από τον προσωπικό του θησαυρό σε εμπειρίες. Έτσι σαν συγκρότημα εκμεταλλευόμαστε όλες μας τις ικανότητες και ΄πολες μας τις εμπειρίες.
Επίσης θέλουμε να πετύχουμε να συμμετέχει το κοινό στη γιορτή που ο ποιητής μετέφερε πάνω στη σκηνή, γιατί ακριβώς έτσι είχαν συλλάβει τα έργα στην αρχαιότητα και έτσι τα έπαιζαν. Γι’ αυτό εκμεταλλευόμαστε όλα τα κατάλληλα σημεία του κειμένου και τις καταστάσεις, ώστε να δημιουργήσουμε μια άμεση σχέση ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους θεατές. Όταν το επιτρέπει η σκηνή, ραντίζουμε με στάρια ή νερό, το κοινό. Και στο τέλος του έργου ρίχνουμε γλυκά και κέικ στους θεατές. Με τον ίδιο τρόπο δημιουργώ τη σχέση με το κοινό, όπως το επιχειρεί στο σύγχρονο λαϊκό θέατρο, για παράδειγμα, ο Ντάριο Φο. Και συγχρόνως πετάμε στο κοινό χαρτάκια, φέιγ-βολάν με τη λέξη “Ειρήνη” γραμμένη σε όλες τις γλώσσες. Αυτός είναι ο στόχος μας. Θέλουμε να κάνουμε το κοινμό να συμμετάσχει. Αυτή η άμεση επαφή είναι σημαντική για να πιάσει το μήνυμα της ειρήνης.
Ο χορός πάλι εκπληρώνει στα διάφορα έργα, τελείως διαφορετικές λειτουργίες. Στους “Πέρσες” του Αισχύλου υπάρχει ένας χορός γερόντων. Θρηνούν για την καταστροφή της χώρας τους, εκφράζουν, όμως συγχρόνως την αλήθεια του ποιητή. Εδώ ο χορός φέρνει το μήνυμα του έργου. Αλλά αυτό δεν είναι πάντα έτσι. Ο χορός είναι το κλειδί κάθε τραγωδίας. Όχι πάντα, αλλά συχνά ο ποιητής εκφράζεται μέσα από το χορό. Στον “Οιδίποδα”, για παράδειγμα, η δεύτερη σκηνή του χορού αμφισβητεί τον Θεό και το χρησμό. Σκορπίζονται αμφιβολίες, αλλά φυσικά στο τέλος νικά η μοίρα. Αυτό, όμως, δεν έχει συνέπειες. Το βασικό είναι ότι η αμφιβολία κασταρχήν ειπώθηκε. Σε ένα άλλο έργο ο ήρωας λιθοβολείται. Ο χορός μοιράζεται: το ένα τμήμα είναι εναντίον του, το άλλο υπέρ. Είναι ένα έργο για την Ειρήνη, το πρώτο που έχει φτάσει ώς εμάς και είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα έργο μεγαλειώδες. Μοιάζει με το μοντέρνο, παράλογο θέατρο. Ένας άνδρας λέει: “Εδώ είναι η γη μου, εδώ θέλω να ζήσω ειρηνικά”.
Στον “Οιδίποδα” σκέφτεται κανείς εγκλήματα, πολλές αμαρτίες. Κι όμως το μοναδικό αμάρτημα του Οιδίποδα βρίσκεται στην ύπαρξή του. Η μοίρα του είναι καθορισμένη πριν ανέβει στον θρόνο. Συνήθως το έργο δεν ονομάζεται “Βασιλιάς Οιδίποδας” αλλά “Οιδίποδας τύραννος”. Αυτό, πιθανότατα, δεν έχει να κάνει τίποτα με την σημερινή έννοια της λέξης. Πρέπει να έχει απλά και μόνο την έννοια πως ο Οιδίποδας δεν κληρονόμησε τον θρόνο, αλλά εκλέχτηκε από τον λαό. Αρχικά το έργο ονομαζόταν απλά “Οιδίπους”. Είναι ένας άνθρωπος σε παγίδα, όπου ρίχτηκε από δυνάμεις που στην αρχαιότητα ονομάζονταν Θεός ή Μοίρα. Και σήμερα υπάρχει το πρόβλημα του ανθρώπου που ο δρόμος του είναι καθορισμένος. Ο Κάφκα έδωσε σ’ αυτό μορφή. Ο κύριος Κ. του είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Όμως έπεσε στην παγίδα μέσα από κοινωνικές δυνάμεις.
Τελειώνοντας, το Θέατρο για μένα είναι η ανάγκη για επαφή με τους ανθρώπους, η ανάγκη να ξεφύγεις από τη μοναξιά. Νομίζω ότι είναι ένα αίσθημα ασυνείδητο που δεν μπορώ να το συλλάβω με λέξεις. Αισθάνομαι πιο ελεύθερος και πιο ευτυχισμένος όταν μπορώ να έχω αυτήν την επαφή με τους ανθρώπους.
- Κάρολος Κουν, Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 1987
- Το σκίτσο του Καρόλου Κουν φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024