Για τον Άγγελο Τερζάκη

Για τον Άγγελο Τερζάκη

Μοιράσου το!

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ έχουνε πάει μακριά μας τη γενιά του Τριάντα, μα αυτή ξακολουθεί να μένει νέα… Αξεπέραστη σε ζωτικό σφρίγος και δημιουργικό πάθος, σε σοβαρότητα αποστολής και ιδεολογική αίσθηση του κόσμου – αναντικατάστατη σε ποιότητα και ποσότητα… Η παραγωγή της, στοίβες από μυθιστορήματα, ποιήματα, νουβέλες, άρθρα, δοκίμια, επιφυλλίδες, επιστολές, ημερολόγια… Η τέχνη της, έργο ζωής καθημερινή παρουσία, αδιάκοπος μόχθος, ισόβιος έρωτας. Αυτό παναπεί, θαρρώ να ’σαι λογοτέχνης – κι όχι να ’χεις γράψει ένα βιβλίο και δυο άρθρα στο “Βήμα” για να κορδώνεσαι στις εσπερίδες μ’ ένα ουίσκι στο χέρι… Ό,τι κι αν έδωσαν οι νεότερες γενιές, καμιά δεν ξεπερνάει –μήτε κι αγγίζει– τη συγκομιδή της. Η γενιά του Τριάντα είναι η στερνή που πνευματικά μας θρέφει. Τα παρακάτω – αν βάλεις στη μπάντα δυο, τρεις εξαιρέσεις – δεν είναι παρά πρόσκαιρα πυροτεχνήματα, με πολύν κρότο και λιγοστή λάμψη.

Μέσα στο γαλαξία του Τριάντα, ολότελα ξεχωριστή θέση κρατάει το άστρο του Άγγελου Τερζάκη. Στάθηκε ο αναγνωρισμένος της γενιάς εκείνης δραματουργός. Δεν έγραψε μονάχα θεατρικά έργα –ποιος ξεχνάει τα μυθιστορήματά του, τις μελέτες του, τις κριτικές του;…– μήτε κι ήταν ο μόνος μες στην ομάδα μνηστήρας της σκηνής. Μα οι άλλοι καλλιέργησαν το δραματικό λόγο –κι όχι λίγες φορές μ’ επιτυχία– αφού είχανε πια καθιερωθεί. Το θέατρο ήτανε γι’ αυτούς μια πρόσθετη πολυτέλεια, μια αλλιώτικη ηδονή. Για τον Τερζάκη, αντίθετα, στάθηκε ο πρώτος έρωτας κι ο γάμς με την τέχνη.

Θυμάμαι το σάλο που ’χε ξεσηκώσει η πρώτη του εμφάνιση στο θεατρικό μας στερέωμα – ταυτόχρονα σχεδόν το Γαμήλιο Εμβατήριο απ’ το Θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη κι ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ στο Εθνικό. Η παράλληλη αυτή εισβολή του εικοσιπεντάρη νέου στα δυο μέτωπα, το ελεύτερο και το κρατικό, ήταν ένα γεγονός με πολλαπλή σημασία για τη θεατρική μας ιστορία. Πρώτα-πρώτα, ένα γνήσιο δραματικό ταλέντο είχε ανατείλει. Δεύτερο, η νεοελληνική δραματουργία – νεκρή απ’ την καλή εποχή του Ξενόπουλου κι απ’ το Φιντανάκι του Χορν (ο Καζαντζάκης έμενε τότε άπαιχτος και σχεδόν άγνωστος), ξανάπαιρνε ζωή. Τρίτο, η δημοτική γλώσσα –ύστερ’ απ’ τις μεταφράσεις του Πάλλη, του Γρυπάρη ή του Ποριώτη– έδινε το πρώτο της παρών στον τομέα της πρωτότυπης θεατρικής δημιουργίας. Τέταρτο, οι δραματικοί μας στόχοι μετατοπίζονταν απ’ τα κάτω πατώματα στ’ απάνω – και τα πρότυπα του Μπατάιγ, του Νικοντέμι ή του Πανιόλ, που ακολουθούσαν οι “πετυχημένοι” τότες θεατρογράφοι μας, έδιναν, με τον Τερζάκη, τη θέση τους σε πρότυπα πιο ψηλά: Τσέχωφ (Γαμήλιο Εμβατήριο) και Σαίξπηρ (Αυτοκράτωρ Μιχαήλ).

Αναρωτιόμαστε καμιά φορά τι είναι πιο εύκολο: το λιγοπρόσωπο και “μονοσάλονο” ψυχολογικό έργο με τα δραματικά του ημιτόνια ή ο σαματάς κι η αντάρα του ιστορικού δράματος που ζωντανεύει έναν ολόκληρο κόσμο στο θεατρικό πατάρι; Μ’ άλλα λόγια, το κοντσέρτο για λίγα όργανα ή η συμφωνία με μεγάλη ορχήστρα;… Πιθανό να ’χε το ίδιο αναρωτηθεί κι ο νεαρός Τερζάκης. Κι αν δεν ήταν το Εθνικό –πέντε χρόνια κιόλας σε λειτουργία– αν δεν ήταν ο Πολίτης, ο Ροντήρης κι ο θαυμασμός του νέου συγγραφέα για το αστραφτερό μεγαλείο του παγκόσμιου κλασικού θεάτρου, που για πρώτη φορά είχε αποκαλυφτεί τόσο πλατιά στους Νεοέλληνες – πιθανό να ’χε τροφοδοτήσει την αθηναϊκή σκηνή με λογής τσεχωφικά εμβατήρια και να ’χε γίνει ο φυσικός διάδοχος του Ξενόπουλου και του Χορν σε μια πιο εξελιγμένη εποχή.

Ωστόσο, στο ψυχικό του πεδίο μάχης, ο Σαίξπηρ νίκησε τον Τσέχωφ και το ιστορικό δράμα στιγμάτισε αποφασιστικά και λυτρωτικά το ταλέντο του. Ο Μιχαήλ στάθηκε το πρώτο έργο της βυζαντινής τριλογίας, που ο Σταυρός και το Σπαθί και η Θεοφανώ ήρθαν αργότερα να συμπληρώσουν. Με την τριλογία τούτη, οι Ίσαυροι κι οι Μακεδόνες ανέβηκαν στο θρόνο των Πλαντάτζενετ και των Γιορκ – κι ο βάρδος του Έϊβον έκανε τη θριαμβευτική του είσοδο στις Βλαχέρνες… Η σαιξπηρολογία του Τερζάκη σημειώθηκε από μερικούς κακόβουλους σαν μομφή. Μα ο ίδιος περίπου ψόγος είχε παλιά ακουστεί για τον Πρώτο Φάουστ και για το Ρουί Μπλας. Ύστερα, τιμή στο νεοφώτιστο τεχνίτη που διαλέγει καλό δάσκαλο, ακόμα κι αν παπαγαλίζει τις διδαχές του. Και διπλή τιμή στον Τερζάκη που κατάφερε να μην παπαγαλίσει. Οι βυζαντινοί του ήρωες δεν είναι ξεθωριασμένοι Αμλέτοι και Ριχάρδοι. Είναι, άμα τους αφαιρέσεις το στέμμα και την πορφύρα, ο ίδιος ο δραματουργός – ο στοιχειωμένος και υπερευαίσθητος, μ’ όλες τις νεανικές του αγωνίες κι απορίες μεταφερμένες ολόισια απ’ το βυθό της ψυχής στην επιφάνεια του θεατρικού σανιδιού.

Ένα μονόπρακτο με χορικά –αρκετά λησμονημένο σήμερα, νομίζω– ολοκληρώνει τη βυζαντινή τριλογία. Ο Θρύλος του Μυστρά γράφτηκε “κατά παραγγελίαν”, για κάποια γιορτή που έγινε γύρω στα 1950 στον ιερό λόφο. Τον παρουσίασε ο υποφαινόμενος, με χορό από κορίτσια της Δραματικής Σχολής και του Λυκείου των Ελληνίδων και με σκηνικό το ερειπωμένο παλάτι των Παλαιολόγων. Το μόνο που θυμάμαι απ’ την παράσταση είναι πως ο Κωτσόπουλος φοβόταν να καβαλήσει τ’ άλογο του Μαντατοφόρου και τον αντικαταστήσαμε την ενδέκατη ώρα με τον αγωγιάτη του αλόγου, ντυμένο βυζαντινά… Θυμάμαι όμως καλά το κείμενο – ένα άριστο δραματικό ποίημα που ξεπέρασε κατά πολύ το συγκεκριμένο του προορισμό – και που οι κρατικές μας σκηνές δεν θα ’πρεπε να το αγνοούν. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως, δουλεύοντας με τον Τερζάκη, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ένα-ένα τα στάδια της σύνθεσης, απ’ το σπόρο ίσαμε τη βλάστηση, και να θαυμάσω την ευφορία του ποιητή που είναι συνάμα και θεατράνθρωπος.

Το σημείωμα τούτο δεν φιλοδοξεί να τοποθετήσει το δραματικό έργο του Τερζάκη μέσα στη λογοτεχνία μας – ούτε ν’ αξιοποιήσει την παραγωγή του αποσιωπώντας, για χάρη του, τη συμβολή των συναδέλφων του. Γι’ αυτό θα σταθώ σ’ ένα μονάχα απ’ τα κατοπινά του έργα, την κωμωδία Το μεγάλο παιχνίδι. Δεν είναι η μόνη του κωμωδία, μα είναι η πιο συναρπαστική – ένα σπάνιο δείγμα ποιητικής φάρσας, που κρατάει απ’ το σόι των Γκολντόνι και των Μπωμαρσαί και συγγενεύει με τους Λόρκα και τους Ανούιγ. Το Μεγάλο Παιχνίδι ξεπετάχτηκε σαν κομήτης στο τέλος της Κατοχής και μας θάμπωσε σαν το πρώτο γνήσιο έργο τέχνης που από χρόνια είχε να δει η Αθήνα. Για πλαίσιο του παιχνιδιού και της ζωηρής του δράσης χρησιμοποιούσε τη νεοελληνική αυλή. Η αυλή αυτή –έξω επιτέλους απ’ την πλακιώτικη ηθογραφία και την επιθεώρηση– αποκτούσε στην κωμωδία του Τερζάκη μορφή και υπόσταση τρίστρατου και πλατείας, αλωνιού και θυμέλης – αρχέγονου τόπου δράσης του θεάτρου. Μέσα στον πληθυσμό της, ξεχώριζε ο μάγος Σαμιαμύθης – που μένει μια έντονα χρωματισμένη φυσιογνωμία στη φτωχή πινακοθήκη της νεοελληνικής σκηνής: ένα σύνθετο θεατρικό ον, που μέσα του σμίγουν ο λαοπλάνος θαυματοποιός των πανηγυριών, ο τελάλης των βοτανιών, ο Σιόρ Νιόνιος, ο “πιωμένος λεβέντης που βαράει το νταγερέ” του Βάρναλη κι ο αρχάγγελος Γαβριήλ… Μικρός αδερφός του Αρλεκίνου και του Άριελ – μα γερά χρωματισμένος απ’ τον ανατολίτικο ουρανό μας, με το κέφι του, το μεράκι του, τη μπαγαποντιά του και το χριστιανικό του μεγαλείο. Μια αγγελική μορφή με διαβολική ζωντάνια…

Η προσπάθεια του Τερζάκη ήτανε μια απ’ τις πολλές που έκανε το θέατρο του αιώνα μας, για να πετάξει πάνωθέ του τη βαριά κληρονομιά του ρεαλισμού – για να ξαναφέρει το “θέατρο στο θέατρο” – για να βρει την αγνότητα και τη δροσιά που ’χε η τέχνη τούτη, όταν πρωτόνιωσε την ανάγκη να ξεπεταχτεί μες απ’ το λαϊκό πανηγύρι και ν’ αποκτήσει δική του οντότητα. Η αξία ωστόσο του Παιχνιδιού – κι ίσως η υπεροχή του πάνω σε παρόμοια έργα της εποχής μας – είναι πως ο συγγραφέας δεν αποζήτησε την αισθητική γραφικότητα. Η διάθεσή του ήτανε να γράψει θέατρο ντόπιο με χαρακτήρες σημερινούς. Σαν ποιητής, κατάφερε κάτι παραπάνω: να ντύσει με νεοελληνικά ρούχα τον Άνθρωπο και να κλείσει την Αιωνιότητα σε μια ρωμέικη αυλή.

________________________________________

  • Προσφορά στον Άγγελο Τερζάκη για τα εβδομηντάχρονά του. Τετράδια “Ευθύνης” 4, 1977
  • Κεντρική φωτογραφία: Άγγελος Τερζάκης, Αλέξης Μινωτής, Γιώργος Μεσσάλας και ο θίασος. Αυτοκράτωρ Μιχαήλ. Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 10/11/1978 

Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ