Καλημέρα, Κύριε Τερζάκη

Καλημέρα, Κύριε Τερζάκη

Μοιράσου το!

ΟΤΑΝ σου παρουσιάζουν έναν άνθρωπο, κι έτυχε να ’χεις κάποιαν έμφυτη ευαισθησία, χωρίς να το θέλεις γίνεται μέσα σου ένα ζύγιασμα. Σάμπως κάποια λεπτή ζυγαριά, βαθιά, στα μύχια της ψυχής σου, να μετράει το ειδικό βάρος εκείνου που σου σύστησαν. Και, πιστεύω, τούτη η κρίση είναι και η πιο σίγουρη. Αργότερα, σαν μπαίνει στη μέση η λογική και τα εξωτερικά γεγονότα και τα φαινόμενα, μπορεί να σχηματιστούν λαθεμένες εντυπώσεις, καλές ή κακές, μα εκείνη η πρώτη, ενστικτώδικη κρίση παραμένει πάντα η πιο σωστή.

Αυτή θυμάμαι ήταν η πρώτη μου εντύπωση, όταν η Μαρίκα Κοτοπούλη μας παρουσίασε κάποιο πρωινό στη σκηνή του Ρεξ τον Άγγελο Τερζάκη, σε μιαν απ’ τις πρώτες πρόβες του έργου του “Γαμήλιο εμβατήριο”. Μια μυστική φωνή αντηχούσε μέσα μου και μου ’λεγε πως αυτός που μας σύστησαν ήταν κάποιος. Κάποια μεγάλη προσωπικότητα. Δεν ήταν ο σεβασμός προς τον συγγραφέα για το αληθινά ωραίο του έργο. Είχα γνωρίσει κι άλλους Έλληνες συγγραφείς στα πρώτα μου βήματα στο θέατρο, τον Ξενόπουλο, τον Χορν, μα τούτη η γνωριμία ήτανε κάτι άλλο. Ο ψηλός κι αδύνατος εκείνος νέος με τα γυαλιά γέμιζε τη σκηνή και προκαλούσε δυσανάλογο με την ηλικία του σεβασμό.

Μου είχαν αναθέσει το ρόλο του Σάββα Χρηστούδη. Με την αρχοντιά που τον διάκρινε σ’ όλη του τη ζωή με πήρε κατά μέρος και μου ’δωσε μερικές πολύτιμες συμβουλές για την απόδοση του ρόλου μου. Έμεινε σ’ αυτή την πρόβα. Μου φαίνεται πως παρακολούθησε κι ένα-δυο άλλες. Σιωπηλός, σοβαρός, άφηνε τη Μαρίκα να μας διδάσκει και κατάνευε μόνο, πού και πού, για να δείξει πως συμφωνούσε με τις υποδείξεις της. Κι έπειτα τον χάσαμε. Είχαμε συνηθίσει να ’χουμε διαρκώς στα πόδια μας τους άλλους συγγραφείς όσο παιζόταν έργο τους. Ο Μελάς καθότανε πάντα στην πρώτη σειρά, στο πλάι, σ’ όλες τις παραστάσεις, και κάθε λίγο και λιγάκι γύριζε και κοίταζε το κοινό, να δει τι εντύπωση κάνανε οι μεγαλοφυΐες που είχε γράψει. Ο Τερζάκης παρακολούθησε, κρυμμένος κάπου, την πρεμιέρα του ωραίου του έργου, που, θαρρώ, είχε σωστά υπηρετηθεί, γιατί ο θίασος της Μαρίκας ήταν καλός, και είμαστε όλοι καλλιτέχνες με μεράκι, απόδειξη πως όλοι προκόψαμε με τα χρόνια, και μάλιστα σ’ ένα καιρό που δεν υπήρχε η τηλεόραση, που κάνει πανελλήνιες προσωπικότητες και τους πιο ατάλαντους.

Ήταν, εκτός απ’ τη Μαρίκα, ο Αντώνης Γιαννίδης, ο έξοχος ηθοποιός που έσβησε πικραμένος μακριά απ’ την πατρίδα του, στον κομμουνιστικό παράδεισο, χωρίς να είναι ποτέ κομμουνιστής, από μιαν ανόητη ερωτική παρεξήγηση, η Μαίρη Αρώνη κι ο άντρας της ο Θόδωρος, ο Γιώργος Παππάς, ο Χρήστος Τσαγανέας κ.ά.

Ήταν μια θαυμαστή παράσταση ενός θαυμαστού έργου. Τον καιρό εκείνο το θεατρικό κοινό ήταν περιορισμένο, δεν είχε μεσολαβήσει η Κατοχή που έμαθε τους Έλληνες να πηγαίνουνε στο θέατρο, μιας και δεν είχαν άλλη ψυχαγωγία, κι έτσι ο αριθμός των παραστάσεων, ακόμα και της πιο μεγάλης επιτυχίας, ήταν μικρός. Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε το “Γαμήλιο εμβατήριο”. Αλλά ήταν μια απ’ τις καλύτερες παραστάσεις του θιάσου Κοτοπούλη.

Ο καιρός κυλάει αργά σαν είναι κανείς νέος. Τα τρία χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την έκρηξη του πολέμου μού φάνηκαν, και μου φαίνονται ακόμα, παράξενο, μακρό κι ατέλειωτο διάστημα. Κι ένα πρωί αντήχησαν παγερά οι σειρήνες του συναγερμού, κι οι εκρήξεις των αντιαεροπορικών βλημάτων, κι ο βόμβος των ιταλικών αεροπλάνων, που πετούσαν δειλά-δειλά σε μεγάλο ύψος, και η τρεχάλα μας στους δρόμους να διαβάσουμε κολλημένες ψηλά στους τοίχους με κάτι μικρά γράμματα τις προκηρύξεις της επιστράτευσης, για να δούμε πού θα παρουσιαστούμε.

Έπειτα, κάποια χιονισμένη μέρα, σ’ ένα μικρό σιδηροδρομικό σταθμό με σπασμένα τζάμια και σβησμένα τσιγάρα χαλί στο πάτωμα, έπεσε στα χέρια μου μια εφημερίδα με μια φωτογραφία του μετώπου. Ήταν ο Τερζάκης πλάι σ’ ένα κανόνι, με τη στολή του λοχία του πυροβολικού –του λοχία ή κάνω λάθος;– και την απαραίτητη πολεμική γενειάδα, αποτέλεσμα της απόλυτης έλλειψης και των πιο κοινών ανέσεων στα παγωμέν’ αντίσκηνα, που εγώ είχα γλιτώσει γιατί σα διερμηνέας των Άγγλων ήμουνα υποχρεωμένος να ξυρίζομαι κάθε πρωί “εν χρω”. Κι έκανα μια περίεργη σκέψη, που δεν είχε προλάβει να περάσει απ’ την κρισάρα του νου: Μα πώς; Άνθρωποι σαν τον Τερζάκη δεν έπρεπε να στρατεύονται! Αυτός που έγραψε τη Μενεξεδένια πολιτεία, (που διάβασε τόσο αισθαντικά πριν λίγα χρόνια η Βούλα Ζουμπουλάκη στο ραδιόφωνο) και τον Μιχαήλ τον Δ΄, δεν είναι δυνατόν ν’ ακολουθεί τη μοίρα όλων μας, των κοινών ανθρώπων!

Έγραψε κάποτε ο Μυριβήλης, πριν ή μετά δεν ξέρω, πως ένα έθνος, που όλη του η ιστορία, η ζωή του όλη, η δόξα του, στάθηκαν μόνο και μοναχά πνευματική υπόθεση πρέπει να καταλαβαίνει και να σώζει τ’ ακριβά του, θέλεις πρόσωπα είναι, θέλεις πράματα άψυχα, όσο είναι καιρός.

Κάτι τέτοιο ένιωθα μέσα μου ακαθόριστα όταν είδα εκείνη τη φωτογραφία στην τσαλακωμένη εφημερίδα του πολέμου στο χιονισμένο σταθμό.

Διάβηκαν κι άλλα, δύσκολα κι ελπιδοφόρα, τα χρόνια της Κατοχής. Αυτά κι αν κύλησαν αργά! Μα κάποτε πέρασαν και βρέθηκα μια μέρα στο Εθνικό Θέατρο με δάσκαλο και διευθυντή τον έξοχο Ροντήρη.

Τότε αναγκαστικά συναντιόμαστε πιο συχνά με τον Τερζάκη, αφού ήταν εισηγητής δραματολογίου του θεάτρου. Ένας τυπικός χαιρετισμός, τίποτ’ άλλο. Εμένα όμως ο κρυφός μου θαυμασμός και σεβασμός μού θύμιζε τον πίνακα εκείνο που με γοήτευε πάντα: “Καλημέρα κύριε Κουρμπέ”!

Κι ήταν κρυφός ο θαυμασμός κι ο σεβασμός μου για ένα πολύ σοβαρό λόγο. Ο Τερζάκης ήταν θεατρικός κριτικός στο “Βήμα”, και θα κινδύνευα να παρεξηγηθούν τα αισθήματά μου σαν κοινή κολακεία, ελάττωμα δυστυχώς παλιό του κόσμου του θεάτρου.

Πρώτος ρόλος που έπαιξα στο Εθνικό ήταν ο Συρανό ντε Μπερζεράκ του Ροστάν. Την μεθεπομένη της πρεμιέρας διάβαζα στην κριτική του στο Βήμα με ανείπωτη συγκίνηση: “Είναι ένας τίτλος τιμής, ο μεγαλύτερος χωρίς αμφιβολία ώς τώρα στο ενεργητικό του κ. Δ. Μυράτ, ο ‘Συρανό’. Δεν ήταν βέβαια η καθιερωμένη παραμόρφωση του προσώπου που μας τον έκανε αγνώριστο. Ήτανε το γεγονός ότι πρώτη φορά ίσως στην καριέρα του είχε την ευκαιρία να πάρει ένα ρόλο –και τόσο καταθλιπτικό, τόσο βαρύ από παρελθόν– απ’ το σωστό δρόμο, να τον κάνει να βλαστήσει οργανικά κι όχι μηχανικά. Η επίδραση της διδασκαλίας πάνω του ήτανε φανερή, φανερή ώς το σημείο ακριβώς εκείνο που πρέπει. Πολλές ήταν οι ευτυχισμένες του στιγμές. Η σκηνή όμως του θανάτου πρέπει να είχε διδαχτεί και παίχτηκε με τρόπο που δεν διστάζω να τον χαρακτηρίσω σπάνιο. Κι επειδή σ’ αυτό τον τόπο είμαστε συνήθως μικρόψυχα φειδωλοί στον έπαινο, θεωρώ χρέος μου να τονίσω ότι, στη σκηνή του θανάτου ειδικά ο κ. Μυράτ υπερείχε από τον Ρίτσαρντσον που είδα πέρυσι”.

Όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, ύστερ’ απ’ αυτά τα ωραία του λόγια, ντράπηκα να του πω ευχαριστώ. Κι ούτε του το ’χω πει ακόμα. Του το λέω τώρα! Γιατί τα λόγια του αυτά με κράτησαν στα πόδια μου, που ετοιμάζονταν να λυγίσουν κάτω απ’ το φθόνο που αντιμετώπισε η απρόσμενη επιτυχία του Συρανό, καλλιτεχνική και εισπρακτική!

Ο καιρός περνάει. Κι όταν μεγαλώνεις περνάει γρήγορα. Ήρθαν τα τελευταία πικρά χρόνια του Ρεξ, μετά το θάνατο της Μαρίκας, όταν προσπαθούσα να κρατήσω την καλλιτεχνική πορεία με έργα του Ούγκο Μπέτι ή του Τενεσί Ουίλιαμς, κι ο ανεκδιήγητος σύζυγός της μού έβαζε συνεχώς τρικλοποδιές για να με καταστρέψει οικονομικά, πράμα που πέτυχε, και να με υποχρεώσει να φύγω. Αναγκαζόμουν να υπομένω αθλιότητες της εκλογής του και του γούστου του που απέφευγα να σκηνοθετήσω και διάβαζα μετά με μαζοχιστική χαιρεκακία την κριτική του Τερζάκη, που χτυπούσε ανελέητα έργο κι εκτελεστές. Μια κριτική άρχιζε έτσι: “Μόνο αηδία κατεβαίνει απ’ τη σκηνή στην πλατεία!” –Γέλασα, πικράθηκα και χάρηκα, και θυμήθηκα την καθαρευουσιάνικη απάντηση ενός ναυάρχου που διόρθωνε την τύχη στα χαρτιά, προς έναν αετονύχη που του ζητούσε μεγαλύτερο μερίδιο απ’ το σφάξιμο κάτι κορόιδων: “Ημείφθητε κατά την αξίαν σας”.

Μετά ήρθαν τ’ αλησμόνητα λόγια του στο “Κράτος του Θεού”: “Χρόνια είχαμε να δούμε τέτοια παράσταση!”, που με αποζημίωσαν για όλες τις δίκαιες, παλιότερες επικρίσεις του.

Δεν διάβαζα μόνο τις κριτικές του, διάβαζα ό,τι έγραφε, μα μυθιστορήματα, μα δοκίμια, όλα. Απομνημόνευα φράσεις του, κι έχω δυο ντοσιέ με πάμπολλα άρθρα του. Αλλά δεν το ήξερε. Οι σχέσεις μας παραμένανε τυπικές. “Καλημέρα σας κύριε Κουρμπέ”!

Ώσπου έπαψε να γράφει κριτική. Τι κρίμα βέβαια! Γνώριζε ή γνωρίζει κανένας άλλος το θέατρο τόσο βαθιά, κι απ’ τη συγγραφική κι απ’ την ερμηνευτική του πλευρά όσο ο Τερζάκης;

Όμως, απ’ την άλλη μεριά χάρηκα. Μου βάραινε την καρδιά ο μακρόχρονος θαυμασμός, και η αγάπη που δεν μπορούσα να εκδηλώσω. Ένιωσα μια περίεργη ανακούφιση μαζί με τη λύπη μου για μια στήλη που δεν επρόκειτο ποτέ ν’ αντικατασταθεί ισάξια. Κάθισα και του ’γραψα ένα γράμμα – Γράμμα ερωτικό θα το ’λεγα, μόνο που αγαπήσαμε πολύ τον ποδόγυρο κι οι δυο μας στα νιάτα μας, και δεν θα μας πήγαινε.

Το γράμμα μου συγκίνησε την υπερευαίσθητη ψυχή του. Γίναμε φίλοι. Φίλοι στέρεοι. Μπορεί να μην μας επιτρέπει η ζωή να βλεπόμαστε τακτικά, μα ξέρει πως τον αγαπάω και ξέρω πως μ’ αγαπάει, κι αυτό δεν είναι λίγο!

Εργαζόμαστε μαζί στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, προσπαθώντας να φυσήσουμε λίγο μεράκι γι’ αυτή την έρμη τέχνη που ’χει γίνει αμπέλι ξέφραγο μετά την εισβολή της τηλεόρασης. Φοβάμαι πως ματαιοπονούμε. Τα παραδείγματα γρήγορου ανεβάσματος νέων που θυμίζουν τον αρχαίο στίχο του Βιργίλιου “Terribile visu et auditu”, δηλαδή τρομερό και να τους βλέπεις και να τους ακούς, τους κάνουν να μας αντιμετωπίζουν αν όχι με ειρωνεία, τουλάχιστον με απάθεια. Κι αυτό μας θλίβει. Όχι για μας. Εμείς τώρα πια ίδιοι θα μείνουμε, είτε μας βρίζουν είτε μας επαινούν, όπως έλεγε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Για τα παιδιά. Γιατί σε μερικά ανακαλύπτουμε κάποια φλόγα, και προσπαθούμε να τα βοηθήσουμε στο δρόμο της τέχνης, πριν σκοτιστούν απ’ τη σκέψη του Μάο!

Διάβασα κάποτε μια σκέψη του Ζακ Μαριταίν πάνω στον εαυτό του και συλλογίστηκα πως ταίριαζε στον Άγγελο Τερζάκη.

Ποιος είμ’ εγώ; αναρωτιέται ο Μαριταίν, “Καθηγητής; Δεν το πιστεύω. Την διδασκαλία δεν την νιώθω σαν ανάγκη μου. Συγγραφέας; Ίσως. Φιλόσοφος; Το ελπίζω. Αλλά είμαι ακόμα ένα είδος ρομαντικού της δικαιοσύνης, έτοιμος πάντα να φανταστώ, σε κάθε αγώνα που διεξάγεται, πως η δικαιοσύνη και η αλήθεια θα καταλήξουν να κυριαρχήσουν στους ανθρώπους. Κι ίσως ακόμα ένα είδος ραβδοσκόπου που κολλάει τ’ αυτί του στη γη για ν’ ακούσει το κελάρυσμα κρυμμένων πηγών κι αθέατων βλαστήσεων. Κι ίσως ακόμα, όπως κάθε χριστιανός, παρά τις αθλιότητες και τις λιγοψυχίες και τις προδομένες χάρες που συνειδητοποιώ στο βράδυ της ζωής μου, ένας ζητιάνος τ’ ουρανού μεταμφιεσμένος σ’ άνθρωπο του αιώνα, ένα είδος μυστικού πράκτορα του Βασιλιά των Βασιλέων στην περιοχή του πρίγκιπα του κόσμου τούτου, που αναλαμβάνει τις ευθύνες του, σαν το γάτο του Κίπλινγκ, που τράβαγε ολομόναχος το δρόμο του”.

Μα ο ραβδοσκόπος που ακουμπάει τ΄’ αυτί του στη γη για ν’ ανακαλύψει κρυμμένες πηγές κι αόρατες βλάστησες, ο ζητιάνος του Θεού που μεταμφιέστηκε σε άνθρωπο του αιώνα, αναζητώντας τη δικαιοσύνη και την αλήθεια, είσαι συ, Άγγελε, του είπα, όταν διάβασα τα λόγια του Μαριταίν.

Χαμήλωσε το κεφάλι, σκέφτηκε λίγο, κι έπειτα, στοχαστικά, ήρεμα κι απλά χαμογέλασε. Τίποτ’ άλλο.

____________________________________

  • Προσφορά στον Άγγελο Τερζάκη για τα εβδομηντάχρονά του. Τετράδια “Ευθύνης” 4, 1977

Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ