Κατίνα Παξινού… ταλέντο και πάθος για το θέατρο

Κατίνα Παξινού… ταλέντο και πάθος για το θέατρο

Μοιράσου το!

Η Κατίνα Παξινού (17 Δεκεμβρίου 1900 – 22 Φεβρουαρίου 1973) προσβλήθηκε από καρκίνο καλπάζουσας μορφής, ήδη από το 1969, γνωρίζοντας για την ασθένειά της. Η συμμετοχή της στην ταινία “Το νησί της Αφροδίτης” ήταν, ουσιαστικά, μία αναμέτρηση με τα όριά της. Έπαιξε στην ταινία υπομένοντας φρικτούς πόνους. Αργότερα, για την παράσταση “Μάνα κουράγιο”, έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα ολόκληρο και βαρύ κάρο. Το καλοκαίρι του 1972, η Kατίνα Παξινού εμφανίζεται, για τελευταία φορά, στο θέατρο της Επιδαύρου, όχι ως ηθοποιός, πράγμα που δεν εμπόδισε το κοινό να υποκλιθεί χειροκροτώντας όρθιο την μεγάλη ιέρεια της Τέχνης, η οποία έφυγε από καρκίνο, στις 22 Φεβρουαρίου 1973.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Υπόθεση ζωής

Η ΣΥΡΡΟΗ τόσου κόσμου, από όλες τις κοινωνικές τάξεις, στην πλατεία και την οδό Μητροπόλεως, την περασμένη Παρασκευή τ’ απομεσήμερο, που κηδευόταν η Κατίνα Παξινού, είναι ένα φαινόμενο άξιο προσοχής, ικανό να μας βάλει σε σκέψεις. Σε κάποια στιγμή, άλλωστε, την κορυφαία, η κοσμοπλημμύρα πήρε ασφυχτικές διαστάσεις. Σημείο παρήγορο, όταν πρόκειται για καλλιτεχνική μορφή του υψηλότερου επιπέδου. Εγκαρδιώνει.

Η Κατίνα Παξινού δεν ήταν από τα πρόσωπα εκείνα που χαίρονται μιαν εύκολη κι άκριτη δημοτικότητα, και που τα ευνοεί το ρεύμα μιας εποχής, οι τυχαίες της προτιμήσεις, η αναλογία τους μ’ έναν συρμό της ώρας. Συνειδητά ή ασυνείδητα, για να αιχμαλωτίσει μια τέχνη τέτοιου επιπέδου, να γίνεις θαυμαστής της, θα πει πως κάτι ιδιαίτερο, βαθύτερο διαθέτεις, που σε κάνει κατάλληλο δέκτη. Μήτε η διαφήμιση, η φήμη που έχει επαγγελματικά δημιουργηθεί γύρω από ένα όνομα, μπορεί να προκαλέσει τέτοια ένθερμη παρουσία του μεγάλου κοινού. Σε πείσμα των εξωτερικών εντυπώσεων, πρέπει να πούμε ότι ο λαός μας κρύβει αφανέρωτες αρετές· αν δεν τις έχει αναπτύξει στο βαθμό που θα έπρεπε, φταίνε οι λίγοι, όχι οι πολλοί.

Πέρα απ’ αυτό ωστόσο, καθώς έφευγα με το βήμα βαρύ από την εκφορά, έκανα κάποιες απλές σκέψεις, στο περιθώριό της πια, αλλά που δεν μου φαίνεται ακατάλληλη η στιγμή τώρα να τις εκθέσω. Συλλογιζόμουν πόσοι τάχα μέσα στις χιλιάδες εκείνες να ξέρουν τι θα πει θέατρο όχι πια από την πλευρά του κοινού, αλλά από την πλευρά την άλλη, που δεν είναι καν η σκηνή· την πλευρά που έχει τη σκηνή για προθήκη. Σωστότερα μάλιστα θα έπρεπε να πω όχι “ξέρουν” τι θα πει θέατρο, αλλά “έχουν επίγνωση” τι είναι θέατρο. Σκηνή ίσον λάμψη, προβολή, γοητεία της φρεναπάτης. Τη βλέπει ο θεατής και συλλογίζεται πως επειδή αυτός δοκιμάζει μιαν απόλαυση καθώς θεατρίζεται, κάτι ανάλογο, κι εντονότερο μάλιστα, θα δοκιμάζει ο ηθοποιός, που σ’ επίμετρο φιγουράρει στο προσκήνιο, εισπράττει και το χειροκρότημα.

Δεν αναφέρομαι εδώ στο πολύ αναμασημένο δίπτυχο πλατεία-σκηνή, την αντίθεση με τις αισθηματολογικές αποχρώσεις. Συνοψίζονται και κορυφώνονται αντάξια στο μελοδραματικό “ridi pagliaccio”. Μιλώ για κάτι άλλο, που το έχουμε ζήσει μόνον όσοι έτυχε να συναναστραφούμε από κοντά ηθοποιούς, και μάλιστα ορισμένου τύπου.

Μιλώ για το πάθος του θεάτρου. Αυτουνού τυπικό παράδειγμα ήταν η Παξινού, όπως άλλωστε κι ο Μινωτής. Μια φλόγα εσωτερική, άσβεστη, ανλέητη, που σου τρώει τα σπλάχνα επιζωής, σε κάνει παρανάλωμά της κι ας φαίνεσαι ακατάβλητος στα μάτια των τρίτων. Το πάθος του θεάτρου είναι κάτι ανάλογο με τα μαρτύρια των μυθικών καταδίκων όπως ο Σίσυφος, ο Τάνταλος, ο Ιξίων. Δεν έχει τελειωμό μήτε ανάπαυλα. Η επιτυχία το υποδαυλίζει, η αποτυχία το φουντώνει, η απραξία το συντηρεί, το κάνει αβάσταχτο. Στο βάθος, αυτό είναι το τάλαντο, ή προτιμώ να πω το ένστικτο, που είναι κάτι πιο βαθύ. Συμβαδίζει το πάθος με το τάλαντο; Θα προτιμούσα -με κάθε ειλικρίνεια- ν’ αποφύγω αυτό το ερώτημα. Αν ήταν μαθηματικά βεβαιωμένο πως συμβαδίζουν, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Το πάθος θα έβρισκε, αντικειμενικά τουλάχιστον, τη δικαίωσή του. Ανατρέχοντας όμως στην προσωπική μου, μακροχρόνια πείρα, θα έλεγα πως η σχέση αυτή είναι ρευστή, η ποσολογία της παραλλάζει. Γνώρισα ηθοποιούς μ’ ελάχιστο τάλαντο και πάθος αβυσσαλέο· γνώρισα άλλους, γεννημένους ολοφάνερα για τη σκηνή, και που είχανε μιαν απάθεια, αδιαφορία που σ’ έκανε να σαστίζεις. Νομίζω ωστόσο πως στον εξαιρετικό καλλιτέχνη τα δυο αυτά γνωρίσματα κάνουν ένα. Και μας οδηγούν στο απώτερο ερώτημα τι είναι το θέατρο. […]

  • Πρώτη δημοσίευση: Το Βήμα, 28/2/1973

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ