Μιχ. Ροδάς: Η Σμύρνη και το νεοελληνικό θέατρο

Μιχ. Ροδάς: Η Σμύρνη και το νεοελληνικό θέατρο

Μοιράσου το!

  • ΜΙΧ. ΡΟΔΑΣ

Για να καθορίσουμε τον ελληνικό Μικρασιατικό πολιτισμό στα γράμματα και στις τέχνες, πρέπει ν’ ανατρέξουμε σε όλες τις πηγές και τις δημιουργίες, και να δούμε το περιβάλλον που έζησαν οι άνθρωποι της παλαιότερης και νεότερης εποχής, και έτσι να βγάλουμε ένα θετικό, ένα απρόσβλητο συμπέρασμα. Το θέμα αυτό θα μπορούσε να εκταθεί σε μια πλατιά μελέτη. Αλλά περιορίζομαι να αναφέρω μερικές πληροφορίες και εντυπώσεις για το άνθισμα του νεοελληνικού θεάτρου στη Σμύρνη που υπήρξε ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.

Η πρωτεύουσα της Ιωνίας, περιβάλλεται κυκλικά στην ενδοχώρα της, από ένα τεράστιο αρχαιολογικό πολιτισμό. Θ’ αναφέρω τους κυριότερους αρχαιολογικούς τόπους που θαυμάσια μαρμάρινα έργα τους πλουτίζουν ευρωπαϊκά, αμερικανικά και ελληνικά μουσεία. Η Πέργαμο και οι Σάρδεις από το ένα μέρος, οι Τράλλεις, η Πριήνη και η Έφεσο από το άλλο. Τα ερείπια του αρχαίου ελληνικού κόσμου είναι πάντα εύγλωττα και ούτε οι χειρότεροι εχθροί του τα αμφισβητούν. Ένα νεότερο σημαντικό πνευματικό μνημείο είναι η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Ιδρύθηκε, όπως αναφέρουν οι χρονογράφοι, το 1717 με πρώτο διευθυντή τον Ιθακήσιο Ιερόθεο Δενδρινό. Στην αρχή λεγόταν “Σχολείον Χριστού”, μετέπειτα “Ευαγγελικόν Σχολείον” Και “Ευαγγελικόν Φροντιστήριον”. Και αργότερα, ώς τις μέρες της καταστροφής του 1922, “Ευαγγελική Σχολή”.

Στα 1862, είχε, εκτός του δημοτικού σχολείου, πεντατάξιο γυμνάσιο και εμπορικό τμήμα και τότε αναγνωρίσθηκε από την ελεύθερη ελληνική πολιτεία ως ισότιμο. Η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης είχε βιβλιοθήκη με 35.000 τόμους και 180 σπάνια χειρόγραφα, καθώς και αρχαιολογικό μουσείο. Το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα υπήρξε ο φωτοβόλος φάρος του Σμυρναϊκού και Μικρασιατικού ελληνικού πνευματικού πολιτισμού και στρατιές ολόκληρες από Ελληνόπαιδα έμαθαν και διέδωσαν τα γράμματα σε Ανατολή και Δύση.

Από την Ευαγγελική Σχολή εξεπήγασαν γόνιμα και αγαθά πνεύματα και δημιούργησαν τον ανώτερο πολιτισμό, κατέστησαν επιβλητική και απαραίτητη την ελληνική γλώσσα και σε άλλους τριγύρω λαούς. Μια στρατιά από πνευματικούς ανθρώπους που τίμησαν τον πνευματικό πολιτισμό. Πολυσέλιδος κατάλογος χρειάζεται για ν’ αναφέρω τα ονόματά των, μα θ’ αρκεστώ στη σύγχρονη ζωή μας με τ’ όνομα του εκπαιδευτικού Δημήτρη Γληνού, που πέθανε από τα ψυχικά μαρτύρια και τις κακουχίες στα χρόνια της γερμανικής σκλαβιάς μας.

Στα 1838 έχουμε στην Σμύρνη την πρώτη ελληνική εφημερίδα, την “Αμάλθεια”, δισέλιδη στην αρχή και σε μικρό σχήμα, με διευθυντή της τον ελληνοδιδάσκαλο Κ. Ροδέ. Αργότερα βγαίνει τετρασέλιδη από τον Ιωάννη Σκυλίτση και από το 1842 ώς το 1882 από τον Ιωάννη Σαμιωτάκη.

Έπειτα την αναλαμβάνουν οι Σωκράτης Σολωμονίδης και Γεώργιος Υπερίδης και την εκδίδουν καθημερινά ώς τις τελευταίες μέρες της καταστροφής του 1922. Η “Αμάλθεια” υπήρξε και αυτή ένας πνευματικός ελληνικός φάρος που ακτινοβολούσε από την Σμύρνη ώς τα κατάβαθα της Ανατολής, ώς την Αίγυπτο, την Ρουμανία, την Μακεδονία, Θράκη και την Ελλάδα. Ο Σμυρναϊκός τύπος πυκνώνεται και ακολουθεί το παράδειγμα της “Αμάλθειας”. Και να η “Αρμονία” του Μιλτιάδη Σεϊζάνη, που τον διαδέχθηκε στα χρόνια της ελληνικής κατοχής ο Παντελής Καψής, η “Νέα Σμύρνη” του Σεκιάρη που τον αντικατέστησε αργότερα ο Νικόλαος Σηφάκης, η “Πρόοδος” του Λάζαρου Σταματιάδη, η “Ημερησία” του Λέαντρου Κοκκινίδη και του Γ. Αναστασιάδη, ο “Κόσμος” των Νέστορα Λάσκαρη και Νίκου Νικολαΐδη, ο “Τηλέγραφος” του Θ. Υπερίδη, το “Θάρρος” των αδελφών Σολωμονίδη, η “Εστία” του Α. Σταματιάδη, η “Εσπερινή” του Γ. Πονηρίδη, ο “Κήρυκας” του Άριστου Περίδη, η “Πατρίδα” των Λ. Κοκκινίδη και Δ. Λυγνάδη και ο “Αμερόληπτος” που βγήκε μετά το νέο τουρκικό σύνταγμα με την συνεργασία των Γρηγόρη Βασηλά, συνεργάτη αργότερα στα 1912-1913 της “Νέας Ημέρας” Αθηνών, και του υποφαινόμενου. Παράπλευρα στις ελληνικές εκδόσεις υπήρχαν και δυο γαλλικές καθημερινές εφημερίδες, η “Ρεφόρμ” και η “Εντεπαντάν” του Ν. Τσουρουκτσόγλου, η πρώτη πρωινή, και η δεύτερη απογευματινή του γιου του Τζων Τσουρουκτσόγλου. Και τον ιδρυτή τους Ν. Τσουρουκτσόγλου τον κρέμασε ο στρατηγός Νουρεντίν σύγχρονα με το μαρτύριο του Χρυσόστομου, τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 1922. Εκτός από τις καθημερινές εφημερίδες, τα τελευταία χρόνια, μετά το 1908 που είχαν μορφή και σύνθεση εφάμιλλη με τις αθηναϊκές, εκδίδονταν και φιλολογικά, καλλιτεχνικά και σατιρικά περιοδικά, όπως ο “Κόσμος”, του Ν. Νικολαΐδη, ο “Κόπανος” του Γ. Αναστασιάδη, η “Ανατολή” του Άγγελου Σημηριώτη, η “Νεότης” του Θ. Έξαρχου, ο “Εργάτης” του Δ. Κοτζαμάνη, η “Νέα Ζωή” του Σταύρου Κουκουτσάκη, η “Τέχνη” του Δαβερώνη.

Ανάμεσα σ’ αυτή την πνευματική ζωή φυσικό ήταν να ξεπροβάλουν και ποιητές με εξαιρετική αξία και ν’ αφήσουν έργα σεβαστά. Αναφέρω εδώ τα γνωστότερα ονόματα: Γεώργιος Βοτζαλίδης, Ζερμπίνης, Μιχαήλ Αργυρόπουλος, Αλέκος Φωτιάδης, Στέλιος Σεφεριάδης, Στέλιος Σπεράντζας, Κώστας Μισαηλίδης, Ανδρέας Παπαδόπουλος (Σύλβιος) και αρκετοί νεότεροί των, όπως ο Απόστολος Μαγγανάρης, η Όλγα Βατίδη, ο Νίκος Τουτουντζάκης με τις λυρικές του πρόζες. Ιδιαίτερα το πατριωτικό ποιητικό έργο του Μιχ. Αργυρόπουλου πήρε μια γενικότερη επικύρωση τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Έτσι η Σμύρνη δεν είχε μονάχα τον ελληνικό πληθυσμό που κυριαρχούσε στο εμπόριο, στα διάφορα επαγγέλματα, στην οικονομική κίνηση και βιομηχανία, αλλά και τον πνευματικό και καλλιτεχνικό παράγοντα που έδινε τον τόνο της ζωής σε κάθε μικρασιατική εκδήλωση. Φυσικό ήταν και το ελληνικό θέατρο ν’ αντλήσει την ηθική και υλική υπόστασή του από τον Σμυρναϊκό πολιτισμό και να ’βρει εκεί την θερμότερη ενίσχυση. Το Ελληνικό Θέατρο συνυπήρξε με το απελευθερωτικό κήρυγμα του 1821. Οι πρώτοι Έλληνες ηθοποιοί υπηρέτησαν τα εθνικά συνθήματα της Φιλικής Εταιρείας με θιάσους που έδιναν παραστάσεις στα παραλιακά ελληνικά κέντρα της Ρωσίας και της Ρουμανίας. Ένας από αυτούς, ο Σπύρος Δρακούλης, πολέμησε στο Δραγατσάνι και έπεσε “υπέρ Πατρίδος” μαζί με τους Ιερολοχίτες. Μετά την ελληνική ανεξαρτησία παρουσιάζονται οι πρώτοι ελληνικοί θίασοι στη Σύρο και στα Εφτάνησα. Στη Σύρο διακρίνεται με το φλογερό καλλιτεχνικό πάθος του ο Λέσβιος Αλκαίος, που και αυτός υπηρέτησε τον εθνικό αγώνα με το βαθμό τού αξιωματικού. Οι ελληνικοί θίασοι που ανεπτύχθησαν εν τω μεταξύ, αφήνουν την φτωχή ελεύθερη Ελλάδα και κατευθύνονται προς τα κέντρα των υποδούλων. Πρώτος σταθμός είναι η Σμύρνη. Ας δούμε τα θέατρά της που στέγασαν τους ελληνικούς θιάσους. Οι παλαιότεροι, όσοι επιζούν, θυμούνται το θέατρο “Καμεράνο” που ήταν στην περιφέρεια του Φασουλά κοντά στο Αγγλικό Προξενείο. Ένα θέατρο χειμερινό που κάηκε κατά το 1883 σε μια εποχή που έμεναν στη Σμύρνη οι θίασοι Ν. Λεκατσά και Αδελφών Ταβουλάρη. Αργότερα έγινε το χειμερινό θέατρο του Σπόρτιν” επί της προκυμαίας.

Μετά την ανακήρυξη του νεοτουρκικού συντάγματος, 1908, κτίσθηκε επί της προκυμαίας το “Θέατρο Σμύρνης” [κεντρική φωτογραφία], ιδιοκτησία του Μισίρ, με αρχιτεκτονικά σχέδια του Βαφειάδη και καλλιτεχνικές διακοσμήσεις του Πολυχρόνη Ρενιέρη. Ένα θέατρο με ευρωπαϊκή μορφή και έκταση, ευρύχωρη πλατεία, θεωρεία πρώτης και δεύτερης σειράς, υπερώο, φουαγέ πολυτελέστατο και με όλες τις ανέσεις για το κοινό και τους ηθοποιούς Τα καλοκαιρινά θέατρα γέμιζαν από κόσμο, όπως του “Λουκά” και των αδελφών “Κοκόλη”, το “Παυσίλυπο” και το “Γκέϋ” δίπλα στο ζυθοπωλείο Κλωναρίδη. Και τα τριγύρω χωριά είχαν τα θέατρά τους, το Κορδελιό, Γκιός-Τεπέ, όπως και πέρα από την Σμύρνη, το Αϊντίνι, όπου οι ηθοποιοί έφθαναν βαθύτερα ώς την Μπάλια. Καλοκαιρινά και χειμερινά θέατρα στέγασαν σε διάφορες εποχές από το 1880 και έπειτα, τους θιάσους Ν. Λεκατσά, Αδελφών Ταβουλάρη, Δημοσθένη Αλεξιάδη, Δημητρίου Κοτοπούλη, Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου, Αικατερίνης Βερώνη, Αρτεμισίας Ζάμπου, την “Νέαν Σκηνή” του Κ. Χρηστομάνου, της Κυβέλης και Μαρίκας Κοτοπούλη, Ευτύχιου Βονασέρα, Νικολάου Πλέσσα, Ευαγγέλου Παντοπούλου, Θεοδόση Πεταλά, την Χριστίνα Καλογερίκου και τον Πέτρο Λέοντα που έδωσαν στο “Σπόρτιν” τα Οθωνικά έργα των Γ. Βώκου και Π. Δημητρακοπούλου, τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Κώστα Μουστάκα της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, της Ελεονώρας Λοράνδου. Στο Αϊντίνι υπήρχε το θέατρο του “Χατζηδήμου” που έδιναν το χειμώνα παραστάσεις ελληνικοί θίασοι και ιδιαίτερα ο θίασος Ν. Μηλιάδη.

Αλλά και το ελληνικό μελόδραμα γνώρισε δοξασμένες και ευτυχισμένες μέρες στη Σμύρνη όπως και η ελληνική οπερέτα. Το ξακουστό στην εποχή εκείνη μελόδραμα με τον μουσουργό Διονύσιο Λαυράγκα, με τους καλλιτέχνες Ν. Μοραΐτη, Μιχ. Βλαχόπουλο, Κ. Βακαρέλη, τον Γιάννη Κοκκίνη, την Ελέμνη Βλαχοπούλου, Στέλλα Κοκκίνη με την ορχήστρα των αδελφών Καλλέγια-Γκιουζεπάκη, που οι περισσότεροι μουσικοί ήσαν Έλληνες. Η οπερέτα του Γιάννη Παπαϊωάννου, της Μελπομένης Κολλυβά, της Έλλης Αφεντάκη, όπου διακρίνονταν ο Δράμαλης, ο Τριχάς, ο Νίκος Αφεντάκης, ο Σπύρος Μηλιάδης και πλείστοι άλλοι νεότεροι ηθοποιοί του ελαφρού θεάτρου.

Στις παραστάσεις των Ελλήνων ηθοποιών, της πρόζας, πήγαιναν όχι μονάχα οι Έλληνες αλλά και οι καθολικοί και αρκετοί Αρμένιοι και Ισραηλίτες, που ήξεραν βέβαια την ελληνική γλώσσα.

Μα στις παραστάσεις του μελοδράματος και της οπερέτας έτρεχαν και οι Τούρκοι γιατί το θέαμα είχε, ας πούμε, διεθνή χαρακτήρα. Η ελληνική θεατρική τέχνη προσέφερε την χαρά σε όλους τους λαούς. Το ελληνικό θέατρο κυριαρχούσε ανάμεσα στην Γκιαούρ-Σμύρνη. Κάπου-κάπου περνούσαν από την Σμύρνη και γαλλικοί θίασοι για μερικές παραστάσεις. Το θεμέλιο όμως και το κέντρο ήταν το ελληνικό θέατρο, τον τόνο τον έδινε ο ελληνικός πολιτισμός.

Στα παλαιότερα χρόνια το κέντρο διαμονής των ηθοποιών ήταν το ξενοδοχείο, ύπνου και φαγητού, “Λεωνίδας”, ένα συγχρονισμένο για την εποχή του ξενοδοχείο στην περιοχή του Αγγλικού Προξενείου, όπου γίνονταν όλα τα παρασκηνιακά διαβούλια, και όπου οι νεαροί Σμυρναίοι εκδήλωναν το θαυμασμό τους στις διάφορες πρωταγωνίστριες. Η πυκνή κάθοδος ελληνικών θιάσων στη Σμύρνη, χειμώνα και καλοκαίρι, είχε ως αποτέλεσμα να προκαλέσει τον ζήλο και μερικών Σμυρναίων, οι οποίοι βγήκαν στο θέατρο και το τίμησαν με την τέχνη τους.

Θα αναφέρω τα κυριότερα ονόματα χωρίς χρονολογική σειρά: Νικόλαος Πεζόδρομος, Ηρακλής Χαλκιόπουλος, Αδελφοί Μανώλης και Αντώνης Λοράνδος, Κώστας Σαγιώρ, Περικλής Γαβριηλίδης, Αγγελική Γαβριηλίδη, Μήτσος Μυράτ, που το πραγματικό του όνομα είναι Μουράτ, Γιώργος Γληνός, Βασίλης Αργυρόπουλος, όχι ο σημερινός κωμικός του Αθηναϊκού θεάτρου, η Ζαζά Μπριλλάντη, του ελαφρού θεάτρου. Το πραγματικό όνομα και επώνυμό της είναι Ζαχάρω Ντερτιλή. Ο Γιάννης Στυλιανόπουλος, ο Μάριος Παλαιολόγος, η Ηώς Παλαιολόγου.

Ο Νικόλαος Πεζόδρομος συνεργάστηκε ως πρωταγωνιστής με τους θιάσους Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου και Αικατερίνης Βερώνη. Ο Ηρακλής Χαλκιόπουλος υπήρξε από τους πρώτους ηθοποιούς του Βασιλικού Θεάτρου 1902-1906 και μετέπειτα του θιάσου Κυβέλης. Ο Μανώλης Λοράνδος διακρίθηκε στα αρχαϊκά και Σαιξπήρεια δράματα. Ο Κωνσταντίνος Σαγιώρ δεν ήταν Σμυρναίος. Γεννήθηκε στην Πάτρα και νεότατος έφθασε στη Σμύρνη Η ιωνική πρωτεύουσα έγινε η θετή πατρίδα του. Ήταν κοντόσωμος και έκαμε την εμφάνισή του σε μονόπρακτες κωμωδίες στο θέατρο “Λουκά”. Εκεί με τον Σμυρναϊκό ενθουσιασμό δημιούργησε σημαντική περιουσία και μετά το 1900 κατέβηκε στην Αθήνα και επεβλήθη πρώτα με δικό του θίασο στο θέατρο “Νεαπόλεως”, όπου έπαιξε την γαλλική κωμωδία “Το υπερφυσικό παιδί”, και έπειτα με τη συνεργασία της Μαρίκας Κοτοπούλη. Έζησε δοξασμένος στην Αθήνα, αλλά ποτέ δεν λησμόνησε την Σμυρναϊκή θεατρική προέλευσή του.

Ο Μήτσος Μυράτ-Μουράτ, πρωτογνώρισε ερασιτεχνικά την ελληνική σκηνή, κατά το 1900, με τον θίασο του Δημ. Κοτοπούλη. Έτσι ξεκίνησε και έγινε από τους πρώτους ηθοποιούς της “Νέας Σκηνής” του Χρηστομάνου, και μετέπειτα ο απαραίτητος συνεργάτης της Μαρίκας Κοτοπούλη, χρόνια ολόκληρα ο πρωταγωνιστής της και ο διευθυντής του θιάσου της.

Ο Περικλής Γαβριηλίδης πρωτοβγήκε στα Σμυρναϊκά θέατρα και με την κάθοδό του στην ελεύθερη Ελλάδα συνεργάστηκε με τους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη και Κυβέλης, σχημάτισε δικές του θεατρικές εργασίες, πρωταγωνιστής κι αυτός, και τώρα συμμετέχει στο Εθνικό Θέατρο.

Ο Γιώργος Γληνός, με την εξαιρετική του μόρφωση, πρωτοβγήκε στη Σμύρνη ερασιτεχνικά το 1914, εμφανίσθηκε αργότερα στην Αθήνα με το θίασο Μαρίκας Κοτοπούλη, αναδείχθηκε πρωταγωνιστής σε διάφορα κλασικά έργα, ελληνικά και ξένα, και ήταν από τα πρώτα στελέχη του Εθνικού Θεάτρου από το 1932 μέχρι του 1944. Και ο Βασίλης Αργυρόπουλος στα παλαιότερα χρόνια είχε θίασο δικό του με την Ιουλία Αργυροπούλου.

Η Ζαζά Μπριλλάντη διακρίθηκε στο ελαφρό θέατρο με το τραγούδι και τους συναρπαστικούς χορούς της. Ιδιαίτερα με τους χορούς της σε οπερέτες και επιθεωρήσεις. Και ο Γιάννης Στυλιανόπουλος κατέκτησε το επίσημο και ελεύθερο ελαφρό θέατρο. Ένα άλλο καλλιτεχνικό βλαστάρι έσβησε από τη ζωή πρόωρα, η Έλλη Μέρτικα, που την θρήνησε η σκλαβωμένη τότε Σμύρνη.

Λένε πολλοί ότι και η Κυβέλη, η μεγάλη στην τέχνη Κυβέλη, είναι Σμυρναϊκής καταγωγής, αλλά αυτό πρέπει να ερευνηθεί λεπτομερέστερα, και το αφήνω για μια άλλη ευκαιρία. Άφησα τελευταίο τον Θωμά Οικονόμου γιατί τον διεκδικεί και η Σμύρνη και η Βιέννη. Η μητέρα του ήταν Σμυρναία, η Ελένη Σακελλαρίου, αδελφή της μητέρας του ποιητή Μιχ. Αργυροπούλου. Ο Θωμάς Οικονόμου γεννήθηκε στη Βιέννη, όπου ο Ηπειρώτης πατέρας του, Αριστείδης Οικονόμου, ήταν ζωγράφος και ευνοούμενος του αυτοκράτορα της Αυστρίας. Ο Θωμάς κατέγινε με το θέατρο, σπούδασε στη Γερμανία σκηνοθέτης, και όταν στα 1902 ιδρύθηκε το βασιλικό Θέατρο, τον κάλεσαν να προσφέρει τις καλλιτεχνικές του υπηρεσίες. Κατέβηκε στην Ελλάδα και η εργασία του στο καλλιτεχνικό επίσημο ίδρυμα έμεινε ιστορική.

Όταν στα 1906 διαλύθηκε ο θίασος του “Βασιλικού” συνεργάστηκε με την Κυβέλη και έπαιξε στα έργα του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ. Όπως στη σκηνοθεσία, έτσι και στην ερμηνεία διαφόρων προσώπων, του ιψενικού θεατρικού κύκλου, στάθηκε στο ύψος της τέχνης. Επισκέφθηκε τη Σμύρνη κατ’ επανάληψη και γνώρισε την πατρίδα της μητέρας του. Και την αγάπησε και δεν ξεχώριζε την Σμύρνη από την Βιέννη. Η οικογένεια των Αργυρόπουλων τον περιέβαλε με αγάπη και στοργή, όπως και πλείστοι Σμυρναίοι διανοούμενοι. Εκεί στη Σμύρνη αφιέρωσε την ψυχή του και θρήνησε γοερά όταν αντίκρισε το δράμα της καταστροφής. Όπως θρήνησαν, ιδιαίτερα, και όλοι οι Σμυρναίοι καλλιτέχνες που πάντα φέρνουν, όσοι επιζούν, με υπερηφάνεια την Σμυρναϊκή καταγωγή τους. Διαιωνίζουν τον καλλιτεχνικό πολιτισμό της Σμύρνης, και η συμβολή τους, όση μπόρεσα ν’ αναφέρω με τις γενικές αυτές γραμμές, υπήρξε πολύτιμη στο κεφάλαιο της τέχνης, τιμητική γι’ αυτούς και για την Σμυρναϊκή σύγχρονη ιστορία.

  • Πρώτη δημοσίευση: “Νέα Εστία”, έτος ΙΘ΄, τόμος 38ος, τεύχος 442, 15 Νοεμβρίου 1945

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ