Η αριστοτελική κάθαρση. Μια ατυχής ερμηνεία
«Ἐστι οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας κα τελείας (που έχει τούτο και εκελινο το γνώρισμα και στο τέλος)… δι᾽ ἐλέου κα φόβου περαίνουσα την τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» (Περί ποιητικής 1449 b 23-27). Αυτός είναι ο περίφημος ορισμός που δίνει ο Αριστοτέλης στην τραγωδία. Και που τον αναλύει στο κείμενο της “Ποιητικής” που μας διασώθηκε. Εκτός από την τελευταία φράση: «δι᾽ ἐλέου κα φόβου περαίνουσα την τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Για κακή μας τύχη… Ή μάλλον για την καλή τύχη των κλασικών φιλολόγων, γιατί δεν υπάρχει (σχεδόν) σημαντικός φιλόλογος στον κόσμο, που να μην επιχείρησε να εξηγήσει με τον δικό του τρόπο αυτό το αριστοτελικό αίνιγμα: πώς με τον έλεο (= συμπόνια, οίκτο) και το φόβο συντελείται η κάθαρση αυτών (και των ομοίων τους) παθών από την τραγωδία.
Ερμηνείες, από τους χρόνους της Αναγέννησης κ’ εδώ, έχουν διατυπωθεί πάμπολλες. Που παρά τις παραλλαγές και τις αποκλίσεις τους μπορούν να καταταχθούν σε τρεις κατηγορίες: ηθική η πρώτη και αρχαιότερη, φυσιολογική η δεύτερη, και αισθητική η τρίτη, η πιο πρόσφατηi. Και οι τρεις σχολές διαφέρουν, φυσικά, στη βάση τους, αλλά δέχονται χωρίς καμιάν αμφισβήτηση ότι ο Αριστοτέλης το καθαρτικό αποτέλεσμα της τραγωδίας το τοποθετεί μέσα στην ψυχή των θεατών. Σε όλη την απέραντη βιβλιογραφία που έχει δημιουργηθεί απάνω στο ζήτημα τούτο, ομόφωνα υποστηρίζεται ότι ο ορισμός αναφέρεται στις συναισθηματικές καταστάσεις (παθήματα και πάθη σημαίνουν το ίδιο πράγμα) του κοινού που παρακολουθεί τη θεατρική παράσταση και “παθαίνεται” (συγκινείται, συγκλονίζεται) από το τραγικό θέαμα. Άλλωστε ονομάζονται μέσα στον ορισμό ρητά απ’ αυτές (οι δεσπόζουσες κατά τον Αριστοτέλη): ο έλεος και ο φόβος. Μια μόνο εξαίρεση από τον κανόνα (όσο γνωρίζω) έχει σημειωθεί: η γνώμη που διατυπώνει το 1888 ο Δημήτριος Βερναρδάκης (“Ευριπίδου Δράματα”, τόμ. Α΄, προλεγόμενα, σελ. μη΄- νδ΄), παρασυρμένος ίσως από μια πρόχειρη σκέψη του Goethe, ότι η κάθαρση γίνεται όχι μέσα στην ψυχή των θεατών αλλά μέσα στο ίδιο το δράμα – στη μοίρα των προσώπων του· είναι η εξάγνισις, ο εξιλασμός τους. Αλλά κανείς (πάλι όσο γνωρίζω) δεν παραδέχτηκε αυτή την ερμηνεία.
Ιδού τώρα που εμφανίζεται μια δεύτερη εξαίρεση.
Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού The British Journal of Aesthetics (vol. 12, no 3, θέρος 1972, σελ. 258-275) δημοσιεύεται μελέτη με τον χαρακτηριστικό τίτλο: A new look at the “katharsis” clause of Aristotle’s Poetics. Ο συγγραφέας της K.G. Srivastava υποστηρίζει ότι κατά τον Αριστοτέλη με την τραγωδία “καθαίρονται” τα ίδια τα “ελεεινά και φοβερά” περιστατικά που περιέχει ο από τη σκηνή παρασταινόμενος μύθος. Πώς; Με το καλλιτεχνικό τους “πλάσιμο”, την ποιητική “μίμηση” τα στοιχεία αυτά καταξιώνονται αισθητικά, φαίνονται ωραία.
Η ερμηνεία αυτή είναι τουλάχιστον περίεργη. Για τούτο αξίζει να την ιδούμε από πιο κοντά. Ο πατέρας της αποκαλύπτει μέσα στο άρθρο του (που φυσικά δεν θα το προσέχαμε, εάν δεν δημοσιευόταν σ’ ένα τόσο σοβαρό περιοδικό) από ποιο δρόμο έφτασε σ’ αυτήν. Την πρώτη –λέγει– ιδέα και παρόρμηση τού έδωκε η ανακοίνωση του Αμερικανού καθηγητή Leon Golden για την έννοια της αριστοτελικής κάθαρσης· δημοσιεύτηκε στις Transactions of the American Philological Association, τόμ. XCIII, 1962. (Με τον ίδιο τρόπο εμφανίζει την κάθαρση ο Golden και στην αγγλική μετάφραση της αριστοτελικής Ποιητικής, που φιλοτέχνησε μαζί με τον D.B. Hardison, 1968). Ο Αμερικανός φιλόλογος “πρωτοτύπησε” σε δυο σημεία του ορισμού της τραγωδίας. Πρώτα εξήγησε το “δι᾽ ἐλέου και φόβου” του κειμένου περιφραστικά: through the representation of pitiable and fearful incidents: με την (από τη σκηνή) παράσταση οικτρών και φοβερών περιστατικών. Επομένως και την επόμενη φράση “τῶν τοιούτων παθημάτων”: of such pitiable and fearful incidents: τέτοιων οικτρών και φοβερών περιστατικών. Και δεύτερο, έδωσε στη λέξη “κάθαρση” του ορισμού το νόημα του πνευματικού ξεκαθαρσίματος, της διανοητικής αποσαφήνισης: clarification. Το ελληνικό επίθετο “καθαρός” –λέγει– σημαίνει και σαφής (π.χ. καθαρά νόησις, καθαρός λόγος, καθαρά πράξις κ.ο.κ.). Ιδού λοιπόν το έργο της τραγωδίας κατά τον Golden, ερμηνεύοντα τον Αριστοτέλη: καθώς παρουσιάζονται από τον δραματικό ποιητή τα μυθικά συμβάντα, ξεκαθαρίζονται, γίνονται σαφή, με το νόημα ότι διαμέσου αυτών καταλαβαίνομε ποια είναι η μοίρα του ανθρώπου, ο καθολικός νόμος της ύπαρξής του – the universal condition of human existence.
Στη δική του μελέτη ο K.G. Srivastava επικροτεί με ενθουσιασμό την ερμηνεία του Αμερικανού φιλόλογου, είναι –λέγει– “η πιο πειστική και ικανοποιητική από όλες όσες προτάθηκαν έως σήμερα”, αλλά βρίσκει ότι χρειάζεται απαραίτητα να συμπληρωθεί. Και τη συμπληρώνει ο ίδιος προσθέτοντας ότι η “αποσαφήνιση” των οικτρών και φοβερών συμβάντων που μιμείται με το δικό του τρόπο ο τραγικός ποιητής είναι περισσότερο αισθητική παρά διανοητική (intellectual) (σελ. 267). Η τραγωδία –λέγει– κατά τον αριστοτελικό ορισμό της αρχίζει με τη “μίμηση” και τελειώνει με την “κάθαρση”. Μιμούμενη, σύμφωνα με τους νόμους της δραματικής τέχνης, τα οικτρά και φοβερά περιστατικά του μύθου ο ποιητής τα καταξιώνει αισθητικά, τα κάνει να φαίνονται “ωραία”, ενώ άπλαστα από την ποιητική φαντασία είναι απεχθή και αποτροπιαστικά: “Παίρνει μια πράξη (με την προαίρεσή της) που περιέχει περιστατικά οίκτου και φόβου καθόλου ευχάριστα, αλλά τα παρασταίνει τόσο επιδέξια, σύμφωνα με τους ποιητικούς νόμους της πιθανότητας και της αναγκαιότητας, ώστε αυτά γίνονται ευχάριστα και γοητευτικά. Οι πηγές της ηδονής στην περίπτωση της ζωγραφικής ευτελών αντικειμένωνii είναι ότι (οι εικόνες τους) υπερβαίνουν την πραγματικότητα χάρη στην αρμονία, την τάξη και τη συμμετρία που παράγονται από την Τέχνη. Η πηγή της ηδονής στην περίπτωση της τραγωδίας είναι επίσης η επιδέξια σχεδιασμένη και εύτακτη οργάνωση των περιστατικών (του μύθου) σύμφωνα με τις αρχές της πιθανότητας και της αναγκαιότητας. Το τελικό αποτέλεσμα της μίμησης είναι το ίδιος” (σελ. 272).
Η κριτική βάσανος των νέων τούτων λύσεων (τόσο της αρχικής ερμηνείας του Golden όσο και της “συμπληρωμένης” του Srivastava) θα είναι σύντομη.
Το πρώτο ψεύδος και των δυο είναι η αυθαίρετη εξήγηση των παθημάτων ως incidents. Ο Αριστοτέλης δεν λέγει συμβάντα, περιστατικά, πράξεις, αλλά παθήματα, δηλαδή πάθη της ψυχής, συναισθήματα ελέου και φόβου. Άλλο το συμβάν, το περιστατικό, η πράξη που γεννά οίκτο και φόβο, και άλλο αυτός ο οίκτος και ο φόβος ως ψυχικές καταστάσεις, ως διαθέσεις του θυμικού. Αν ήθελε να ειπεί μέσα στον ορισμό του συμβάντα ή πράξεις οικτρές και φοβερές, ήξερε και μπορούσε να το ειπεί στη γλώσσα του αυτός ο ακριβολόγος δάσκαλος της Λογικής και της Ρητορικής. Απόδειξη ότι στο 9ο κεφάλαιο της “Ποιητικής” του μιλεί ο ίδιος για “φοβεράς και ελεεινάς” πράξεις που αποτελούν το αντικείμενο της τραγικής μίμησης (1452a 12). Θα μεταχειριζόταν λοιπόν στο κείμενο τού ορισμού της τραγωδίας όχι τα ουσιαστικά έλεον και φόβον, αλλά τα επίθετα ελεεινός και φοβερός: “δια (μιμήσεως) ελεεινών και φοβερών (πράξεων) περαίνουσα την τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν”. Και τότε θα είχαν οι δυο ερμηνευτές μας κάποιο ασφαλές τεκμήριο για να στηρίξουν την υπόθεσή τους. (Αφήνω που πάλι ο ορισμός θα ήταν συντακτικά απροσδιόνυσος: “ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως… δια μιμήσεως πράξεων περαίνουσα κτλ.”.
Όταν πέσει αυτός ο κεντρικός στύλος που κρατάει όρθιο το οικοδόμημα των δυο νεοφανών ερμηνειών, τα μέρη του – άλλα θα συμπαρασυρθούν στο πέσιμο και άλλα μπορούν μόνα τους πλέον να κρατηθούν. Και πραγματικά, μερικά στέκονται. Η ποιητική μίμηση, δηλαδή η καλλιτεχνική παράσταση των “δρωμένων” του μύθου, φέρνει στη συνείδηση των θεατών (όχι όλων, αλλά των “επαρκών”) το βαθύτερο νόημά τους· το πώς δηλαδή είναι υφασμένη από τις αόρατες δυνάμεις τούτου τού κόσμου και από τη δική μας ενοχή (την υπεροψία, την απερισκεψία, την ακολασία μας) η μοίρα του ανθρώπου. Και αυτή η αποκάλυψη (που άλλοι τη διαισθάνονται αόριστα και άλλοι δεν την υποπτεύονται καθόλου) ενεργεί σαν καταλύτης και κάτι ξεκαθαρίζει μέσα μας. Στο τέλος του τραγικού θεάματος δεν είναι η ψυχή μας ίδια, όπως την ώρα που την έπνιγε ο οίκτος και την έσειε ο τρόμος· τα συναισθήματα που δεσπόζουν μέσα της δεν είναι πια ο κοινός οίκτος και ο κοινός φόβος, αλλά συγκινήσεις άλλου ποιού, που μόνο η μαγεία της μεγάλης Τέχνης μπορεί να δώσει στον ευαίσθητο και πνευματικά καλλιεργημένο άνθρωπο. Μήπως άραγε αυτό εννοούσε ο αρχαίος φιλόσοφος, όταν έβλεπε το έργο της τραγωδίας στην “κάθαρση των παθών”; Τα τεκμήρια που έχομε από το ίδιο το κείμενο, και από ολόκληρη τη βιοθεωρία του Αριστοτέλη, εγώ τουλάχιστο πιστεύω ότι προς αυτή τη λύση του προβλήματος μάς οδηγούν.
Επιχειρήματα σοβαρά, να στηρίζουν στερεά τη δική τους, δεν προβάλλουν οι συγγραφείς που μνημονέψαμε. Ο δεύτερος μάλιστα, καθώς προσπαθεί να αποδείξει τη θέση του μέ όσα, σοφά πραγματικά, λέγει μέσα στην Ποιητική του ο Αριστοτέλης για τη “σύσταση του μύθου” των τραγωδιών (ότι πρέπει να έχει μέγεθος και τάξη, εσωτερικήν οργάνωση των στοιχείων σε αρμονικό σύνολο, ευλογοφάνεια κτλ. κτλ.) πέφτει στο λογικό σφάλμα που ονομάζομε “άγνοια ελέγχου”. Γιατί κανείς δεν αμφισβητεί το αίτημα της καλλιτεχνικής επεξεργασίας της μυθικής ύλης από τον τραγικό ποιητή· αλλά τούτο δεν είναι το αποδεικτέον… Στοιχεία πειστικά, μέσ’ από την Ποιητική ή από άλλα αριστοτελικά κείμενα, που να κάνουν πιθανή την εξήγηση ότι όχι τα ψυχικά συναισθήματα τού θεατή, αλλά τα ίδια τα “συμβαίνοντα” μέσα στο δράμα καθαίρονται, “αποσαφηνίζονται” ή “εξωραΐζονται”, δεν μας προσφέρουν οι νέοι ριζοσπάστες ερμηνευτές. Απεναντίας θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι και λογικά ακόμη χωλαίνει η ερμηνεία τους. Γιατί επιτέλους και “διανοητικήν αποσαφήνιση” ή “αισθητική καταξίωση” να υποθέσομε την κάθαρση, πάλι αυτή η διαδικασία πρέπει να γίνει όχι στα ίδια τα πράγματα, αλλά μέσα στη συνείδηση που τα αντιλαμβάνεται (με την όραση και την ακοή), τα δέχεται με τα συναισθήματά της και τα σημασιολογεί με την κρίση της. Ώστε και απ’ αυτή την άποψη η κάθαρση γίνεται στην ψυχή του θεατή, όχι στο σώμα τού μύθου. Τα πάθη καθαίρονται (εξευγενίζονται, υψώνονται, “αποπνευματώνονται”) όχι τα “δρώμενα” (με τη μορφή που τους δίνει ο ποιητής).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
iΕπειδή συμβαίνει να έχω ασχοληθεί εδώ και πολλά χρόνια με το πρόβλημα, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω τον αναγνώστη, που επιθυμεί να ενημερωθεί στο θέμα, στη μελέτη μου: “La catharsis des passions d’après Aristote”, ελλην. Μετάφρ. “Νέα Εστία”, τεύχη Ιαν. και Φεβρ. 1953, και στο κεφάλαιο “Εξήγηση της τραγωδίας” του βιβλίου μου “Φιλοσοφικά προβλήματα” (Αθήνα 1964) σελ. 219-298.
iiΠαρατήρηση του Αριστοτέλη: Ποιητική 1448 b 10-12.
- Πρώτη δημοσίευση: “Νέα Εστία”, τεύχος 1088, 1 Νοεμβρίου 1972
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024