Το ανέβασμα του “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” από τον Δημήτρη Μυράτ το 1961

Το ανέβασμα του “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” από τον Δημήτρη Μυράτ το 1961

Μοιράσου το!

  • ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ

ΡΩΤΗΣΑΝΕ κάποτε τον Πάνο Αραβαντινό, πώς ανεβαίνει ένα έργο. Ήταν ένα ερώτημα που είχε θέσει μια εφημερίδα σε πολλούς επιφανείς σκηνοθέτες και σκηνογράφους της προχιτλερικής Γερμανίας. Και θυμάμαι την κατάπληξη που προξένησε η έξυπνη και λακωνική απάντηση του μεγάλου έλληνα καλλιτέχνη, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι αναλύθηκαν σε μακρόστηλες επεξηγήσεις και θεωρίες και διάφορους -ισμούς: “Με Τέχνη” έγραφε ο αλησμόνητος φίλος “με εργασία και με πολλά, πολλά νεύρα”.

Στην περίπτωση του ανεβάσματος του “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” του Πιραντέλο, δεν ξέρω αν υπήρξε Τέχνη, αλλά εργασία και νεύρα – το χειρότερο είδος νεύρων, τα συγκρατημένα – απ’ αυτά είχαμε μπόλικα. Ποτέ στη ζωή μου, και δε φημίζομαι για τεμπέλης, ποτέ στη ζωή μου, το ξαναλέω, δεν κουράστηκα τόσο πολύ, αλλά και δεν κούρασα τόσο πολύ τους συνεργάτες μου. Κι ήταν διπλή κούραση, πνευματική και σωματική. Μια απ’ τις δυο αντέχεται, αλλά και οι δυο μαζί!

Ξέρω πως η ψεύτικη μετριοφροσύνη κρύβει πάντα φοβερή αλαζονεία, κι έχοντας πλήρη επίγνωση αυτής της καμουφλαρισμένης οίησης έγραψα παραπάνω τη φράση “…δεν ξέρω αν υπήρξε Τέχνη”. Είναι τόσο το δέος που νιώθω μπρος σ’ αυτή την Τέχνη που λέγεται “Θέατρο”, που είναι, καθώς λέει κι ο Πιραντέλο, η πιο ωραία και η πιο τραγική απ’ όλες τις Τέχνες, ώστε να τρέμω, προφέροντάς την για τον εαυτό μου, μην πέσω σε κείνο που ονομάζονταν τόσο χαρακτηριστικά στους αρχαίους : Ύβρις.

Ας αποφύγουμε λοιπόν τα μεγάλα λόγια, κι ας πούμε πως, σε τούτο τον Πιραντέλο που ανέβηκε στο ¨Αθηνών”, μπήκε όλο το απόθεμα εμπειρίας και γνώσης που απόχτησα στα τριάντα θεατρικά μου χρόνια. Και πριν. Γιατί ς’ εμένα οι πιο μακρινές παιδικές αναμνήσεις είναι δεμένες με κάποιο φεγγάρι που κατέβαινε ξαφνικά στο βάθος της σκηνής ή κάποια πρόσωπα που κινιούνταν εκεί πάνω και μιλούσαν και γελούσαν και κλαίγανε, χωρίς εγώ να καταλαβαίνω τίποτα, αλλά μ’ άρεσε. Α, ναι, θυμάμαι καλά, μ’ άρεσε πολύ!

Η θεατρική μου, λοιπόν, εκπαίδευση άρχισε πριν απ’ την αλφαβήτα. Όμως αυτές οι αναμνήσεις είναι τόσο μπερδεμένες, τόσο σκοτεινές, που μόνο σε στιγμές αυθόρμητης αναπόλησης τις ανακαλούσα,, γιατί μπορεί να ’χανε την καταβολή τους σαν έμμεση επίδραση, για την άμεση όμως πραχτική χρήση η ωφέλειά τους ήτανε μηδαμινή.

Μας να που σε τούτη την περίσταση γίνονταν η αναδρομή άθελά μου, καθώς μελετούσα το “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” και ξανάρριχνα μια γοργή ματιά σ’ όλο το πιραντελικό έργο. Αυτό το “κάτι σαν”, μου ’ρχονταν στο νου, όπως αφηγιέται κανείς ένα όνειρο θολό, όπου δεν μπορεί να καθορίσει με σαφήνεια πρόσωπα κι αντικείμενα, κι όπου, απ’ αυτή τη σύγχυση, η περιγραφή προσλαμβάνει κάτι το εφιαλτικό. Η αέναη πάλη ανάμεσα στη ζωή, που αναζητάει μια φόρμα για να διατηρηθεί, και στη φόρμα που, αιχμαλωτίζοντας αυτή τη ζωή, τη σκοτώνει, ο πυρήνας αυτός του πιραντελικού έργου, ξεκαθάριζε μέσα μου πιο πολύ μ’ αυτή την αναδρομή στις παιδικές αναμνήσεις. Και τι περίεργο!

Μου ’χε μείνει κι ένας τίτλος, πιο έντον’ απ’ όλους τους άλλους: “Η μάσκα και το πρόσωπο”, που αργότερα διαπίστωσα πως ήταν του Λουίτζι Κιαρέλι, ενός πρόδρομου του Πιραντέλο. Και θυμάμαι ακόμα πως τα πρόσωπα του έργου σε κάποια στιγμή φορούσαν ολόμαυρα. Αργότερα συνάντησα πάλι μαυροφορεμένους ανθρώπους πάνω στη σκηνή στο “Έξη πρόσωπα ζητάνε συγγραφέα”. Αλήθεια, πόσο ελκυστική είναι για τον Πιραντέλο η εικόνα μαυροντυμένων προσώπων πάνω στη σκηνή. Σαν κάποια πινελιά απ’ τη μαυροφορεμένη ιδιαίτερη πατρίδα του.

Η ιδέα ν’ ανεβάσω Πιραντέλο μού γεννήθηκε καθώς διάβαζα το φετινό δραματολόγιο τού Living Theatre της Ν. Υόρκης. Πρέπει να ομολογήσω, για μεγάλη ντροπή μου, πως δεν ήξερα ότι φέτος γιορτάζονται τα 25χρονα απ’ το θάνατο του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα. Μου το είπε, όταν ανάγγειλα το έργο, ο Γιάννης ο Σιδέρης. Διαβάζοντας όμως το ρεπερτόριο του πιο καλλιτεχνικού θεάτρου των ΗΠΑ που περιλάμβανε το “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” σαν εναρκτήριο έργο, θυμήθηκα πως το είχε μεταφράσει πριν πολλά-πολλά χρόνια απ’ τα γερμανικά· γιατί το έργο πρωτογράφτηκε απ’ τον ίδιο τον Πιραντέλο το 19229 στα γερμανικά, που τα κάτεχε σαν την ίδια του τη γλώσσα, όντας διδάκτορας της φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιου της Βόννης. Η μετάφραση έμεινε όλ’ αυτά τα χρόνια, μετά την επιστροφή μου απ’ τη Γερμανία, στο βάθος μιας παλιάς βιβλιοθήκης, στο πατρικό μου σπίτι. Φυσικά ξανάγινε όλη απ’ την αρχή, και τούτη τη φορά απ’ το ιταλικό κείμενο, που ’χε μερικές ουσιώδεις μεταβολές απ’ το γερμανικό. Γιατί το έργο ξαναγράφτηκε ιταλικά το 1930.

Οι δυσκολίες που παρουσίαζε το έργο ήταν, όπως σ’ όλα τα έργα, διττές. Εσωτερικές και εξωτερικές. Μα στην περίπτωση τούτη ήταν πολλαπλασιασμένες επί εκατό, για να μην πω επί χίλια. Και για ν’ αρχίσουμε απ’ τις δεύτερες, η σκηνή του θεάτρου, η πιο ρηχή της Αθήνας, ικανή να περιλάβει μόνο λίγα πρόσωπα και υποτυπώδες σαλονάκι, έπρεπε να δεχτεί πάνω από 25 πρόσωπα, κι αλλαγές σκηνικών, που ανάμεσά τους ήτανε κι ένα καμπαρέ λαϊκό, με πίστα για χορό μπαλέτου. Κι η δυσκολία δεν περιορίστηκε στη σκηνή, αλλά επεκτάθηκε και στα καμαρίνια, που έπρεπε να χωρέσουν όλον αυτό τον κόσμο. Όμως απαλλάχτηκ’ απ’ αυτό το πρόβλημα, αναθέτοντάς το σ’ άλλους, και, ομολογώ, αδιαφορώντας λιγάκι για την άνεση των παρασκηνίων, μιας και είχα συγκεντρώσει το ενδιαφέρον μου στην άνεση της σκηνής. Άλλη τεράστια δυσκολία παρουσιάστηκε στους φωτισμούς. Το κόμοδο θεατράκι της οδού Βουκουρεστίου δεν είχε προετοιμασθεί για έργο τέτοιων αξιώσεων και οι φωτιστικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες. Έπρεπε να βρεθούν σημεία τοποθέτησης προβολέων και σποτς. Αλλά πού; Ταβάνι της σκηνής είναι αυτό που φαίνεται απ’ την πλατεία. Ύψος μηδέν.

Άλλη δυσκολία παρουσιάστηκε με το βάθος της σκηνής, που, όντας τόσο μικρό, όφειλε να χρησιμοποιηθεί ώς την τελευταία του σπιθαμή. Όμως έτσι δεν έμενε χώρος για πέρασμα από πίσω. Χρειάστηκε, λοιπόν, να βασιστεί η κίνηση σ’ αυτή την ανάγκη, και να γίνουν τα μπαινοβγαλσίματα των ηθοποιών κατά τρόπο που να μην παραβλάπτει το “εικός”, αλλά, ταυτόχρονα, να μην τους βασανίζει άσκοπα, σκλαβώνοντάς τους, στα σκοτεινά, σε χώρο που δεν επικοινωνεί με τα καμαρίνια. Κι άλλες πολλές δυσκολίες παρουσιάστηκαν που θα κούραζε η απαρίθμησή τους.

Οι εσωτερικές δυσχέρειες ήταν ακόμα πιο σημαντικές. Όσο κι αν το ρεπερτόριο του θιάσου μας είναι πάντα εκλεκτής ποιότητας, όμως ο εθισμός στο πιραντελικό κλίμα δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Ακόμα και για ηθοποιούς που διαθέτουν φαντασία. Γιατί υπάρχουν και άλλοι, λαμπροί, που δεν έχουν ίχνος, και πρέπει να τους τα κάνεις όλα λιανά, γιατί βασίζονται πάντα στο απτό γεγονός, και η σκέψη τους μετεωρίζεται δύσκολα σε κάτι πέρ’ απ’ το χειροπιαστό. Κιόλας οι πιραντελικοί ήρωες, μ’ αυτό το παιχνίδι ανάμεσα παραίσθησης και πραγματικότητας, όπου η δεύτερη μετατρέπεται στην πρώτη, για να καταστραφεί σε λίγο κι αυτή, δημιουργούν προβλήματα κατανόησης και απόδοσης. Ο Σίλβιο ντ’ Αμίκο μιλάει για ένα χέρι που χουφτώνει άμμο στον πάτο της θάλασσας, και βγαίνοντας απ’ το νερό δεν κρατάει τίποτα. Πολύ περισσότερο στο “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” που η εναλλαγή γίνεται ανάμεσα ζωής και θεάτρου. Εδώ η πιο μεγάλη δυσχέρεια ήταν αυτή: πώς θα ξεχωρίσει η καθημερινότητα της κουβέντας, όταν μιλάνε οι ηθοποιοί, με την κουβέντα τους όταν μπαίνουν στο παίξιμο, μιας και το σημερινό θέατρο επιβάλλει απόλυτη φυσικότητα. Στυλιζάροντας το έργο, κινδύνευα να το απομακρύνω απ’ το σημερινό θεατή και να του προσδώσω ρυτίδες που δεν έχει, και που δε θα ’χει ποτέ, όσο υπάρχει θέατρο. Όμως η φυσικότητα του θεάτρου είναι τέτοια, που βλέποντάς την – κι ακούγοντάς την, πάνω απ’ όλα – μέσα σε μια κάμαρα να την θεωρήσουμε αφύσικη, ενώ στη σκηνή απάνω μας φαίνεται φυσική. Σ’ αυτό λοιπόν το λεπτότατα τεντωμένο σύρμα έπρεπε να κινηθούμε. Όμως θα δημιουργούσε ασάφεια στο κοινό το ανεπαίσθητο πέρασμα απ’ τη μια κατάσταση στην άλλη. Και κάτι άλλο. Η ψυχική διάθεση των ηθοποιών, που δέχτηκαν να παίξουν το παιχνίδι αυτοσχεδιασμού του σκηνοθέτη, για ν’ αποδειχθεί πως “η σκηνική τέχνη είναι η πιο ωραία και η πιο τραγική απ’ όλες τις τέχνες”, έχει κιόλας επηρεαστεί απ’ την αρχή, πριν ακόμα βγουν στη σκηνή, δουλεύοντας τις ψυχικές ιδιότητες της φιγούρας που ανάλαβε ο καθένας τους. Όμως δεν φτάνει, ούτε θα ’ταν δυνατό και πιθανό, αμέσως στο φούντωμά της. Ανεβαίνει σιγά-σιγά, θερμαίνεται, από λόγο σε λόγο, όσο πάει και πιο πολύ, για να καταλήξει στην καταστροφή. Αλλ’ αυτό δεν αφήνει ανεπηρέαστους τους ηθοποιούς. Δεν τους είναι εύκολο,παρατώντας το ρόλο τους, να ξαναβρούν τον εαυτό τους τον πριν απ’ το πείραμα. Είναι τώρα πια άλλοι άνθρωποι, και σαν άλλοι θ’ αντιδράσουν και στις δυο καταστάσεις (ζωής – θεάτρου), και στα περάσματα. Αυτή η “αύξουσα υπερθέρμανσις”, μαζί με την πίστη πως η παραίσθηση είναι πιο αισθητή απ’ την πραγματικότητα, αυτό το παιχνίδι ανάμεσα ονείρου και εγρήγορσης, όταν δεν ξέρεις πια ούτε τα όριά τους – χωρίς όμως να σημαίνει πως πρέπει και να μην τα ξέρεις – ούτε ποιο απ’ τα δυο είναι πραγματικό, αυτή ήταν η μεγάλη δυσκολία στο ανέβασμα του “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε”. Νομίζω πως την ξεπεράσαμε. Τουλάχιστον αυτό μας είπε σύσσωμη η κριτική. Κι αυτό μας λέει και το κοινό, κάθε βράδυ, όχι μόνο με ατέλειωτα και δυνατά χειροκροτήματα, αλλά και με ζητωκραυγές. Και το να μαζεύουνται σε μια θεατρική αίθουσα άνθρωποι γεμάτοι πνευματικές, πολιτικές, ταξικές αντιθέσεις μεταξύ τους, και να χαίρουνται με νου και καρδιά ένα μεγάλο δραματικό συγγραφέα σαν τον Πιραντέλο, φανερώνει την υψηλή στάθμη του ελληνικού θεατρικού κοινού που μας υποχρέωσε να πάψουμε να το υποτιμάμε, και ν’ αγωνιστούμε για το καλό θέατρο.

  • Πρώτη δημοσίευση: “ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ”. Έτος ΛΕ΄, τόμος 70ός, τεύχος 826, 1 Δεκεμβρίου 1961
  • Το σκίτσο του Πιραντέλο φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλουυ

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ