Κώστας Παπαϊωάννου: Αθηναϊκή Επανάσταση και Θεατροκρατία

Κώστας Παπαϊωάννου: Αθηναϊκή Επανάσταση και Θεατροκρατία

Μοιράσου το!

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Και α­πό την ά­πο­ψη αυ­τή, δεν έ­χου­με πα­ρά να πα­ρα­βά­λου­με το κοι­νό του Racine και του Corneille με το κοι­νό του Marlowe και του Shakespeare και τον α­θη­να­ϊ­κό δή­μο στην πα­ρά­στα­ση των Περ­σών. Δεν έ­χου­με πα­ρά να θυ­μη­θού­με την ε­ξα­φά­νι­ση του αγ­γλι­κού θε­ά­τρου με­τά τον Που­ρι­τα­νι­σμό, για να κα­τα­λά­βου­με τον ορ­γα­νι­κό σύν­δε­σμο που υ­πάρ­χει α­νά­με­σα στην πα­ρου­σί­α ή την α­που­σί­α της μά­ζας και το πε­ριε­χό­με­νο και την πε­ριω­πή της Τρα­γω­δί­ας.

Το κοι­νό των Βερ­σαλ­λιών, το κοι­νό του Globe Theater και το κοι­νό του θε­ά­τρου του Διο­νύ­σου μάς δί­νουν τρεις τύ­πους κοι­νού που εί­ναι, ταυ­τό­χρο­να, τρεις γε­νι­κό­τε­ρες κοι­νω­νιο­λο­γι­κές κα­τη­γο­ρί­ες που δεί­χνουν τρεις μορ­φές κοι­νω­νί­ας στην ο­λό­τη­τά τους.

Α­πό τη μια με­ριά έ­χου­με έ­ναν κυ­ριαρ­χι­κό, και α­πο­κομ­μέ­νο α­πό κά­θε ε­πιρ­ρο­ή “α­πό τα κά­τω”, στε­νό κοι­νω­νι­κό σχη­μα­τι­σμό η­ρω­ϊ­κο-ιε­ραρ­χι­κού στυλ.
Έ­χου­με ύ­στε­ρα μια μά­ζα γε­μά­τη πά­θος αλ­λά χω­ρίς τη “φόρ­μα”, το στυλ που μό­νο το μά­θος μπο­ρεί να δώ­σει. μια μά­ζα ι­κα­νή να εν­θου­σια­στεί και να ε­πι­κοι­νω­νή­σει με τα υ­ψη­λό­τε­ρα νο­ή­μα­τα αλ­λά α­νί­κα­νη να γί­νει η ί­δια πη­γή νο­η­μά­των και α­ξιών, α­νί­κα­νη να α­ντι­τά­ξει μια δη­μιουρ­γι­κή βού­λη­ση α­πέ­να­ντι στην ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α, α­νί­κα­νη να υ­πάρ­ξει σαν α­πο­φα­σι­στι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό έ­να α­πλό με­τα­βα­τι­κό φαι­νό­με­νο…

Α­πό την άλ­λη με­ριά ό­μως έ­χου­με στην Α­θή­να του 5ου αιώ­να έ­να Τρα­γι­κό Θέ­α­τρο που έ­χει εν­σω­μα­τω­θεί μες την ί­δια την ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α κι έ­χει ταυ­τι­στεί με τις ί­διες της τις υ­πεύ­θυ­νες κρα­τι­κές λει­τουρ­γί­ες. Έ­χου­με μια κα­τά­στα­ση μες την ο­ποί­α η α­ντί­θε­ση του Κρά­τους και του Τρα­γι­κού εί­ναι ο­λό­τε­λα α­νύ­παρ­κτη – το Κρά­τος γεν­νή­θη­κε σαν στε­φά­νω­μα της ί­διας πά­λης με την ο­ποί­α η ε­πα­να­στα­τι­κή μά­ζα του 6ου αιώ­να ορ­γά­νω­σε και το δι­κό της θέ­α­τρο. και το Κρά­τος αυ­τό ε­ξα­φα­νί­στη­κε μα­ζί με το θέ­α­τρο: τό­σο ή­ταν κοι­νές οι ρί­ζες και οι πη­γές τους.

Ο Nietzsche, αυ­τός που πρώ­τος και ό­σο κα­νείς άλ­λος εί­δε το τρα­γι­κό φό­ντο του κλα­σι­κού πο­λι­τι­σμού, κα­τά­πλη­κτος μπρος στην κε­ντρι­κή και υ­πεύ­θυ­νη θέ­ση που εί­χε η τρα­γω­δί­α α­νά­με­σα στις λει­τουρ­γί­ες της α­θη­να­ϊ­κής Πο­λι­τεί­ας, α­να­ρω­τιό­ταν “πώς ο λα­ός των Μυ­στη­ρί­ων και των Δι­θυ­ράμ­βων κα­τόρ­θω­σε να αρ­μο­νί­σει την ύ­παρ­ξή του με την πιο αρ­ρε­νω­πή χα­ρά του α­γώ­να και την πιο ρω­μα­λέ­α άν­θηση των πο­λι­τι­κών του εν­στί­κτων;” Η α­πο­ρί­α αυ­τή –ο­λό­τε­λα α­κα­τα­νό­η­τη για τον κλα­σι­κό άν­θρω­πο– γί­νε­ται ε­ξη­γή­σι­μη αν σκε­φτού­με ό­τι ο Nietzsche ζού­σε κά­τω α­πό την πί­ε­ση ε­νός πο­λι­τι­σμού για τον ο­ποί­ο η Τρα­γω­δί­α και το Κρά­τος πα­ρι­στά­νουν δυο ρι­ζι­κά α­συμ­βί­βα­στες ο­ντό­τη­τες και αν, α­πέ­να­ντι στον πο­λυ­διά­στα­το κό­σμο που πε­ριέ­χε­ται μες την κλα­σι­κή έν­νοια του πο­λί­τη, α­να­λο­γι­στού­με την τε­τρά­στε­νη πε­ριο­χή της ω­μής Θέ­λη­σης Δύ­να­μης και το ο­ρι­ζό­ντιο ε­πί­πε­δο πά­νω στο ο­ποί­ο κι­νεί­ται σή­με­ρα έ­να “πο­λι­τι­κό ζώ­ο”. Αν α­κό­μα και ο Nietzsche ή­ταν ε­ντε­λώς α­νί­κα­νος να συλ­λά­βει μια τέ­τοια ταύ­τι­ση του κρά­τους και της πνευ­μα­τι­κό­τη­τας μιας κοι­νω­νί­ας, θα εί­ναι για μας ε­ντε­λώς α­δύ­να­το να κα­τα­νο­ή­σου­με το ή­θος τό­σο του κοι­νού του θε­ά­τρου του Διο­νύ­σου ό­σο και του κοι­νού της Εκ­κλη­σί­ας του Δή­μου, αν δεν πά­ψου­με να πε­ριο­ρί­ζου­με την ι­δέ­α της πο­λι­τι­κής ζω­ής και της πο­λι­τι­κής ω­ρι­μό­τη­τας ε­νός λα­ού στην α­φη­ρη­μέ­νη έν­νοια της “ά­σκη­σης των συ­νταγ­μα­τι­κά ή ε­πα­να­στα­τι­κά κα­θο­ρι­σμέ­νων πο­λι­τι­κών δι­καιω­μά­των και υ­πο­χρε­ώ­σε­ων”, αν δεν α­ντι­κρί­σου­με κά­τω α­πό έ­να συ­νο­πτι­κό πρί­σμα ό­λες τις ψυ­χι­κές λει­τουρ­γί­ες με τις ο­ποί­ες μια μά­ζα αν­θρώ­πων συμ­με­τέ­χει και δεν μέ­νει α­πλός θε­α­τής ή πα­θη­τι­κό όρ­γα­νο στις α­ξί­ες και στην ι­στο­ρι­κή ζω­ή της κοι­νω­νί­ας μες την ο­ποί­α ε­ντάσ­σε­ται. Και τό­τε, αυ­τή α­κρι­βώς η έν­νοια της πο­λι­τι­κής ω­ρι­μό­τη­τας, που μια ε­πο­χή κατ’ ε­ξο­χήν –υ­πο­τί­θε­ται– πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νη ό­πως η δι­κή μας την έ­χει α­να­γά­γει σε μέ­τρο ό­λων των πραγ­μά­των, θα μας φα­νεί σαν ε­ξαι­ρε­τι­κά α­σα­φής και ε­πι­κίν­δυ­νη.

Για­τί το μέ­γι­στο μά­θη­μα που μας δί­νει η κλα­σι­κή Ελ­λά­δα σχε­τι­κά με τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που χρειά­ζε­ται να συ­γκε­ντρω­θούν ώ­στε η πο­λι­τι­κή ι­στο­ρί­α της μά­ζας να γί­νει η πιο συ­νο­λι­κή, η πιο ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη, η πιο αν­θρώ­πι­νη πραγ­μα­το­ποί­η­ση και κα­τά­φα­ση του αν­θρώ­που μες την κοι­νω­νί­α, εί­ναι τού­το: η μά­ζα τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο υ­ψώ­νε­ται στο ε­πί­πε­δο μιας πο­λι­τι­κής ή μιας ο­ποιασ­δή­πο­τε άλ­λης ι­στο­ρι­κά δη­μιουρ­γι­κής ορ­γά­νω­σης, ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο α­ντι­με­τω­πί­ζει σαν δρα­μα­τι­κό πρό­βλη­μα την Ι­στο­ρί­α που ζει και την ε­ξου­σί­α που η ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α α­σκεί ε­πά­νω της. ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ζει αυ­θε­ντι­κά αυ­τό το πρό­βλη­μα και το εκ­φρά­ζει με τα αυ­θε­ντι­κά δι­κά της μέ­σα και συμ­με­τέ­χει έ­τσι ε­νερ­γη­τι­κά στην α­πο­κρυ­στάλ­λω­ση των α­ξιών της κοι­νω­νί­ας μες την ο­ποί­α ε­ντάσ­σε­ται. ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ο άν­θρω­πος που δια­παι­δα­γω­γεί η μά­ζα με τους δι­κούς της μύ­θους και τα δι­κά της εκ­φρα­στι­κά μέ­σα γί­νε­ται ι­κα­νός να εί­ναι ζω­ντα­νός φο­ρέ­ας και κοι­νω­νός των α­ξιών που ορ­γα­νώ­νουν την κοι­νω­νί­α, τη μορ­φο­ποιούν και της δί­νουν ύ­παρ­ξη και διάρ­κεια.

Ο Πλά­των, που το μί­σος του κα­τά της Δη­μο­κρα­τί­ας τον έ­κα­νε να θέ­σει το πρό­βλη­μα των μα­ζών στο κέ­ντρο του στο­χα­σμού του, λέ­ει στους “Νό­μους” ό­τι η Α­θη­να­ϊ­κή Πο­λι­τεί­α δεν ή­ταν ού­τε Δη­μο­κρα­τί­α ού­τε Α­ρι­στο­κρα­τί­α αλ­λά “Θε­α­τρο­κρα­τί­α” (1). Βέ­βαια, στην ε­πο­χή που ο Πλά­των έ­γρα­φε τους “Νό­μους”, ό­ταν και το Θέ­α­τρο και η Πο­λι­τεί­α εί­χαν πά­ψει α­πό και­ρό να εκ­φρά­ζουν γό­νι­μες ι­στο­ρι­κές δυ­νά­μεις, κα­νείς δεν σκέ­φτη­κε να λε­πτο­λο­γή­σει πά­νω σ’ έ­να τέ­τοιο κοι­νό τό­πο και να θέ­σει σαν έ­να πρό­βλη­μα την υ­πεύ­θυ­νη και κε­ντρι­κή θέ­ση του Θε­ά­τρου μέ­σα στη δη­μό­σια ζω­ή της κοι­νω­νί­ας των Περ­σι­κών Πο­λέ­μων. Και γι’ αυ­τό, ί­σως, κα­νείς δεν θα πή­ρε στα σο­βα­ρά τις α­πό­λυ­τα α­δι­καιο­λό­γη­τες και πα­θια­σμέ­νες ε­πι­θέ­σεις του Πλά­τω­να κα­τά του θε­ά­τρου και της τρα­γι­κής τέ­χνης. Μό­νο ε­μείς σή­με­ρα, με τη ση­με­ρι­νή α­νά­πτυ­ξη της Ψυ­χο­λο­γί­ας και με την ει­δι­κή ι­στο­ρι­κή πεί­ρα και συ­νεί­δη­ση που έ­χου­με α­πο­κτή­σει, εί­ναι δυ­να­τόν να ε­κτι­μή­σου­με τη βα­θύ­τα­τη αυ­τή πα­ρα­τή­ρη­ση του Πλά­τω­να.

Ό­ταν σκε­φτού­με ό­τι η πε­ρί­ο­δος της ακ­μής του κλα­σι­κού αν­θρώ­που ή­ταν πε­ρί­ο­δος κα­τά την ο­ποί­α η κα­θα­ρά πο­λι­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα ή­ταν πο­λύ α­σθε­νέ­στε­ρη σε πα­ρου­σί­α, σε βά­ρος και σε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα α­πό την πε­ρί­ο­δο της πα­ρακ­μής. ό­ταν θυ­μη­θού­με ό­τι χρειά­στη­κε να γί­νει μια ε­πα­νά­στα­ση για να νο­μι­μο­ποι­η­θεί ο Δι­θύ­ραμ­βος και να γεν­νη­θεί η Τρα­γω­δί­α, τό­τε θα κα­τα­λά­βου­με το πε­ριε­χό­με­νο αυ­τής της “θε­α­τρο­κρα­τί­ας”. Και τό­τε θα κα­τα­λά­βου­με ε­πί­σης ό­τι η δι­κή μας έν­νοια της πο­λι­τι­κής ω­ρι­μό­τη­τας και του “υ­πο­κει­με­νι­κού πα­ρά­γο­ντα στην Ι­στο­ρί­α” εί­ναι α­κό­μα –παρ’ ό­λη την πεί­ρα που μας έ­δω­σαν οι δυο με­γα­λύ­τε­ρες Ε­πα­να­στά­σεις της Ι­στο­ρί­ας μας– πο­λύ στε­νή και συ­γκε­χυ­μέ­νη.

Για­τί, α­κρι­βώς, στην πρώ­τη φά­ση της Δη­μο­κρα­τι­κής Ε­πα­νά­στα­σης στην αρ­χα­ϊ­κή Α­θή­να, ό­ταν ο Τύ­ραν­νος και με­τά ο Ά­ρειος Πά­γος έ­παι­ζε το ρό­λο ε­νός “μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος στην πε­ρί­ο­δο της Δι­κτα­το­ρί­ας του Προ­λε­τα­ριά­του”, ε­νός εί­δους ο­δη­γού και κη­δε­μό­να του δή­μου, τι ή­ταν αυ­τό που ε­μπό­δι­σε το δή­μο να ξα­να­πέ­σει στην πρό­τε­ρή του πα­θη­τι­κό­τη­τα και να α­φε­θεί στην κυ­ρί­αρ­χη βού­λη­ση των “κη­δε­μό­νων” του; Η πεί­ρα της Γαλ­λι­κής και ι­διαί­τε­ρα της Ρω­σι­κής Ε­πα­νά­στα­σης δεν αρ­κεί για να μας δεί­ξει την κύ­ρια ση­μα­σί­α της πα­θη­τι­κό­τη­τας ή της ι­στο­ρι­κής ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τας της μά­ζας στην οι­κο­δό­μη­ση των θε­σμών και τη δια­μόρ­φω­ση των α­ξιών της με­τε­πα­να­στα­τι­κής κοι­νω­νί­ας; Ο Ά­ρειος Πά­γος πα­ρα­δί­νει τις ε­ξου­σί­ες του στη Βου­λή και στο Δή­μο μό­λις το 462/1, δη­λα­δή λί­γα χρό­νια πριν α­πό τον Πε­ρι­κλή: ως τό­τε, το κύ­ριο μέ­σο με το ο­ποί­ο συμ­με­τεί­χε ο Δή­μος στην ι­στο­ρι­κή ζω­ή της ορ­γα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας δεν ή­ταν τό­σο η ά­σκη­ση των ση­μα­ντι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νων πο­λι­τι­κών του δι­καιω­μά­των ό­σο ή­ταν η μέ­σα στο θέ­α­τρο του Διο­νύ­σου θρη­σκευ­τι­κή του κα­τά­νυ­ξη, η Διο­νυ­σια­κή έκ­στα­ση που τον κυ­ρί­ευε με τους Μύ­θους που αυ­τός ο ί­διος εί­χε βγά­λει στο φως και η εν­θου­σια­στι­κή του ε­πι­κοι­νω­νί­α με τις α­ξί­ες που ε­ξέ­φρα­ζε η τρα­γω­δί­α – αυ­τές τις α­ξί­ες που η ί­δια του η ε­πα­να­στα­τι­κή δρά­ση εί­χε ε­πι­βά­λει στην κοι­νω­νί­α. Στην πε­ρί­ο­δο αυ­τή, ο Α­θη­να­ϊ­κός Δή­μος συμ­με­τεί­χε στην ι­στο­ρι­κή ζω­ή ό­χι τό­σο σαν “ε­κλο­γι­κό σώ­μα” (η έν­νοια αυ­τή, κατ’ αρ­χήν α­σύλ­λη­πτη στην ε­πο­χή των Μα­ρα­θω­νο­μά­χων, εμ­φα­νί­ζε­ται κυ­ρί­ως στην ε­πο­χή της πα­ντο­δυ­να­μί­ας των “ψη­φι­σμά­των του Δή­μου” δη­λα­δή στην ε­πο­χή της πα­ρακ­μής) αλ­λά σαν Διο­νυ­σια­κός Χο­ρός που εκ­στα­σιά­ζε­ται ό­χι πια με το Διό­νυ­σο (δη­λα­δή ό­πως θα δού­με, με την πα­ρου­σί­α μιας α­ντι-κρα­τι­κής και α­ντι-ι­στο­ρι­κής θε­ό­τη­τας) αλ­λά με τη Δί­κη δη­λα­δή με το ιε­ρό σύμ­βο­λο της νέ­ας κρα­τι­κής τά­ξης και της νέ­ας θέ­σης του αν­θρώ­που μες την Ι­στο­ρί­α.

Μύ­θος, αλ­λη­γο­ρί­α, συμ­βο­λι­σμός

Α­πό την ά­πο­ψη αυ­τή, δεν έ­χου­με πα­ρά να πα­ρα­βά­λου­με τους Μύ­θους πά­νω στους ο­ποί­ους αρ­θρώ­θη­καν τα τρί­α εί­δη θε­ά­τρου που α­να­φέ­ρα­με πιο πά­νω για να κα­τα­λά­βου­με και το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα της θε­α­τρο­κρα­τί­ας και τις ρι­ζι­κές ποιο­τι­κές δια­φο­ρές που υ­πάρ­χουν α­νά­με­σα στις δη­μιουρ­γι­κές δυ­να­τό­τη­τες των τριών τύ­πων κοι­νού που τους α­ντι­στοι­χούν.

Δεν εί­ναι α­σφα­λώς τυ­χαί­ο το ό­τι έ­να κατ’ ε­ξο­χήν α­ντι­μα­ζι­κό θέ­α­τρο ό­πως το κλα­σι­κι­στι­κό Θέ­α­τρο δεν θε­με­λιώ­νε­ται πά­νω σε Μύ­θους αλ­λά σε αλ­λη­γο­ρί­ες. Ότι οι τρα­γι­κοί ή­ρω­ες και οι τρα­γι­κές πε­ρι­πέ­τειες δεν εί­ναι μορ­φές βγαλ­μέ­νες α­πό μια αυ­τό­γο­νη, πρω­ταρ­χι­κή, “πρω­τό­τυ­πη” τρα­γι­κή ε­μπει­ρί­α και μυ­θο­πλα­στι­κή ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τα αλ­λά προ­ϊ­ό­ντα της ου­μα­νι­στι­κής καλ­λιέρ­γειας: μορ­φές ε­πί­κτη­τες και δευ­τε­ρό­γο­νες, παρ­μέ­νες α­πό τη Βί­βλο, τον Ευ­ρι­πί­δη, τον Σε­νέ­κα, ή τον η­ρω­ι­κό κύ­κλο της ι­σπα­νι­κής grandeza. Για­τί έ­να κοι­νό που προσ­διο­ρί­ζε­ται α­πό τις δια­στά­σεις μιας κλει­στής ιε­ραρ­χι­κής κά­στας δεν έ­χει κα­μί­α α­νά­γκη ού­τε, ί­σως, και εί­ναι σε θέ­ση να υ­ψω­θεί πέ­ρα α­πό τη συμ­βα­τι­κό­τη­τα των κορ­νη­λια­νών συ­γκρού­σε­ων α­νά­με­σα στο “κα­θή­κον” και το “αί­σθη­μα” και ό­λες τις πα­ρό­μοιες ρι­ζι­κά ε­ξω-τρα­γι­κές κα­τη­γο­ρί­ες. Έ­τσι ο Racine α­να­γκά­στη­κε για να εκ­φρα­στεί να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το πα­ρα­μορ­φω­τι­κό υ­λι­κό ε­νός κό­σμου που χτι­ζό­ταν με συλ­λο­γι­σμούς σαν τον ε­πό­με­νο: “Je n’ ai point poussé Bérénicé jusqu’ à se tuer, comme Didon, parce que Bérénice n’ ayant pas ici avec Titus les derniers engagements que Didon avait avec Enée, elle n’ est pas obligée, comme elle, de renoncer à la vie… Ce n’ est point une nécessité qu’ il y ait du sang et des morts dans une Tragédie. Il suffit que l’ action en soit grande, que les acteurs en soient héroiques, que les passions y soient excitées et que tout s’ y ressente de cette tristesse majestueuse qui fait tout le plaisir de la tragédie” (2).

Ας πα­ρα­βά­λου­με τώ­ρα αυ­τή τη “σχε­διο­ποι­η­μέ­νη οι­κο­νο­μί­α” του αί­μα­τος με το φό­νο, την αι­μο­μι­ξί­α, τη νε­κρο­φι­λί­α, τη μα­νί­α δύ­να­μης, εκ­δί­κη­σης και θα­νά­του που ξε­χει­λί­ζουν μέ­σα σ’ έ­να θέ­α­τρο ό­που κα­νέ­να στα­θε­ρό φράγ­μα δεν χώ­ρι­ζε το κοι­νό α­πό τους η­θο­ποιούς, τους η­θο­ποιούς α­πό τους δη­μιουρ­γούς, τους δη­μιουρ­γούς α­πό τις πόρ­νες και τους δο­λο­φό­νους, τους δο­λο­φό­νους α­πό τους πρά­κτο­ρες της πο­λι­τι­κής α­στυ­νο­μί­ας και τα με­γά­λα ο­νό­μα­τα της Αυ­λής (3)… Ό­λες αυ­τές οι με­τα­μορ­φώ­σεις μες τις ο­ποί­ες αυ­τός ο ί­διος ο Shakespeare έ­χα­σε την ταυ­τό­τη­τά του (αν πι­στέ­ψου­με τον Sir Edmund Chambers και τους σύγ­χρο­νους σαιξ­πη­ρι­στές, κά­τω α­πό το ό­νο­μα Shake­spea­re κρύ­βο­νται του­λά­χι­στον δε­κα­τρί­α πρό­σω­πα που α­νή­κουν σ’ ό­λες τις βαθ­μί­δες της κοι­νω­νι­κής ιε­ραρ­χί­ας), το γε­γο­νός ό­τι, αν ε­ξαι­ρέ­σου­με έ­ναν Ben Johnson, ό­λοι αυ­τοί οι δε­κά­δες ε­λι­σα­βε­τια­νοί δη­μιουρ­γοί, που πο­λύ σπά­νια κα­τορ­θώ­νου­με να δια­κρί­νου­με την α­το­μι­κό­τη­τά τους, δη­μιουρ­γού­σαν μες την ε­πι­και­ρό­τη­τα, ζώ­ντας α­πό μέ­ρα σε μέ­ρα… αρ­κούν για να ση­μά­νουν ό­λη τη ρευ­στό­τη­τα και τη με­τα­βα­τι­κό­τη­τα αυ­τής της ε­πο­χής – τη ρι­ζι­κή της α­δυ­να­μί­α να βρει μέ­σα της τη δύ­να­μη να δώ­σει έ­να στα­θε­ρό νό­η­μα και μια τά­ξη στην ί­δια της την ε­μπει­ρί­α.

Αν θέ­λου­με να κρα­τή­σου­με στην έν­νοια του Μύ­θου ό­λη του την πε­ριω­πή και ό­λη του τη λάμ­ψη, αν α­να­γνω­ρί­ζου­με μέ­σα στον Μύ­θο την πα­ρου­σί­α του Λό­γου, την υ­πέρ­βα­ση και ό­χι το α­πλό στυ­λι­ζά­ρι­σμα μιας ι­στο­ρι­κής ε­μπει­ρί­ας, τό­τε θα πρέ­πει, προ­κει­μέ­νου για την ε­λι­σα­βε­τια­νή Τέ­χνη, να μι­λή­σου­με για μια συμ­βο­λι­κή και ό­χι για μια μυ­θι­κή Τέ­χνη: το ά­το­μο της Α­να­γέν­νη­σης έ­βρι­σκε στον Hamlet, τον Faustus του Mar­lowe ή τον Ven­dice του Tour­neur (4) τα σύμ­βο­λα και ό­χι το μυ­θι­κό νό­η­μα των ο­ρια­κών του ε­μπει­ριών και των α­ναρ­χού­με­νων δυ­νά­με­ων που έ­βρι­σκε μέ­σα του και που κα­μί­α α­νώ­τε­ρη, πε­ριέ­χου­σα κοι­νό­τη­τα δεν ή­ταν σε θέ­ση να ορ­γα­νώ­σει. Για­τί κα­μιά δύ­να­μη μες το Ε­λι­σα­βε­τια­νό Θέ­α­τρο δεν υ­περ­βαί­νει την α­με­σό­τη­τα της τρα­γι­κής ε­μπει­ρί­ας, την ω­μή έκ­φρα­ση της εκ­μη­δε­νι­στι­κής πλη­θώ­ρας και της α­ντι­νο­μι­κό­τη­τας των δυ­νά­με­ων που α­να­γνώ­ρι­ζε μέ­σα του ο άν­θρω­πος της Α­να­γέν­νη­σης.

Πά­θος δί­χως “μά­θος”

Υ­πάρ­χει τρα­γι­κό πά­θος σ’ ό­λη του την αυ­θε­ντι­κό­τη­τα, σ’ ό­λη του την πλη­ρό­τη­τα αλ­λά κα­νέ­να “μά­θος” δεν προ­βάλ­λε­ται που να ε­ξα­σφα­λί­ζει και να δια­τη­ρεί (να “σώ­ζει” ό­πως θα ’λε­γαν οι αρ­χαί­οι Έλ­λη­νες) την ε­νό­τη­τα και την ταυ­τό­τη­τα του αν­θρώ­που με τον ε­αυ­τό του α­νά­με­σα στις δαι­μο­νι­κές δυ­νά­μεις που τον α­πει­λούν α­πό μέ­σα κι απ’ έ­ξω:

Life’s but a walking shadow; a poor player,
That struts and frets his hour upon the stage,
And then is heard no more: it is a tale
Told by an idiot, full of sound and fury,
Signifying nothing…(5)

Έ­να τέ­τοιο “μά­θος” μό­νο ο Μύ­θος –η δύ­να­μη που κατ’ ε­ξο­χήν πραγ­μα­το­ποιεί αυ­τή την υ­πέρ­βα­ση της τρα­γι­κής ε­μπει­ρί­ας– εί­ναι σε θέ­ση να το εκ­φρά­σει. Και, ταυ­τό­χρο­να, μό­νο ο Μύ­θος εί­ναι σε θέ­ση να συ­γκρο­τή­σει τη μά­ζα σε κοι­νό­τη­τα, να της δώ­σει θε­μέ­λια, στα­θε­ρό­τη­τα και συ­νέ­χεια. Για­τί μό­νο ο Μύ­θος εί­ναι σε θέ­ση να εκ­φρά­σει τον Λό­γο στην ί­δια τη γλώσ­σα της μά­ζας. Για­τί μό­νο μες τους Μύ­θους της κα­τορ­θώ­νει να εκ­φρά­σει τις δι­κές της α­ξί­ες η μά­ζα και να τις α­ντι­τά­ξει α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά και γό­νι­μα στις α­ξί­ες της ορ­γα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας.

Σ’ αυ­τή τη μυ­θο­πλα­στι­κή α­δυ­να­μί­α της ε­λι­σα­βε­τια­νής μά­ζας, στην α­νι­κα­νό­τη­τά της να α­ξιο­ποι­ή­σει την ι­στο­ρι­κή της ε­μπει­ρί­α, ο­φεί­λου­με να α­πο­δώ­σου­με την α­πό­το­μη ε­ξα­φά­νι­ση ό­χι μό­νο του θε­ά­τρου αλ­λά και αυ­τής της ί­διας της μά­ζας. Για­τί πώς αλ­λιώς μπο­ρού­με να ερ­μη­νεύ­σου­με το γε­γο­νός ό­τι το θέ­α­τρο αυ­τό που, ε­πί έ­να ση­μα­ντι­κό και α­πο­φα­σι­στι­κής κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κής ση­μα­σί­ας χρο­νι­κό διά­στη­μα, α­πορ­ρο­φού­σε ό­λη την πνευ­μα­τι­κή ζω­ή της κοι­νω­νί­ας, δεν μπό­ρε­σε να ο­λο­κλη­ρω­θεί σε μια α­λη­θι­νή “θε­α­τρο­κρα­τί­α”; Τι ε­μπό­δι­σε αυ­τό το θέ­α­τρο να ε­πι­ζή­σει με­τά το πέ­ρα­σμα της με­τα­βα­τι­κής κοι­νω­νί­ας που το γέν­νη­σε; Τι ε­μπό­δι­σε αυ­τό το θέ­α­τρο να υ­περ­νι­κή­σει τον Πα­ρα­λο­γι­σμό και τον Μη­δε­νι­σμό, το Nihil και το Absurdum που ή­ταν ο ά­με­σός του κό­σμος και να υ­ψω­θεί στην προ­φη­τι­κή ε­ξαγ­γε­λί­α α­ξιών με τις ο­ποί­ες ο άν­θρω­πος θα μπο­ρού­σε να ξα­να­βρεί την ε­νό­τη­τά του;

Μό­νο κά­τω α­πό τους α­στε­ρι­σμούς τέ­τοιων α­ξιών εί­ναι δυ­να­τόν να ο­δη­γη­θεί μια μά­ζα συ­γκλο­νι­σμέ­νη α­πό μια τρα­γι­κή ε­μπει­ρί­α και να συγ­χω­νευ­τεί με την ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α και την ι­στο­ρι­κή της ζω­ή.

Ό­σο πιο έ­ντο­νες εί­ναι οι α­ντι­νο­μι­κές δυ­νά­μεις που συ­γκρού­ο­νται μέ­σα σε μια κοι­νω­νί­α, ό­σο δη­λα­δή πιο έκ­δη­λος εί­ναι ο με­τα­βα­τι­κός της χα­ρα­κτή­ρας, τό­σο πιο ε­πι­τα­κτι­κά της ε­πι­βάλ­λε­ται η α­νά­γκη να ιε­ραρ­χη­θεί και να ορ­γα­νω­θεί και να ε­ξα­λεί­ψει α­πό μέ­σα της κά­θε κε­ντρό­φυ­γη δύ­να­μη και, ταυ­τό­χρο­να, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ο κό­σμος του τρα­γι­κού –ο κό­σμος που προ­βλη­μα­το­ποιεί και εκ­μη­δε­νί­ζει κά­θε δυ­να­τό­τη­τα αν­θρώ­πι­νης συ­νύ­παρ­ξης και ι­στο­ρι­κής ζω­ής– κυ­ριεύ­ει τον ψυ­χι­σμό της μά­ζας. Για­τί, ό­ταν βρε­θεί κά­τω α­πό την κα­τα­θλι­πτι­κή πί­ε­ση της Ι­στο­ρί­ας, η μά­ζα –αυ­τή η “σκο­τει­νή ό­ψη” της κοι­νω­νί­ας– εί­ναι η κοι­νω­νι­κή κα­τη­γο­ρί­α που κατ’ ε­ξο­χήν αι­σθά­νε­ται την α­νά­γκη να σκε­φτεί τον ε­αυ­τό της με φό­βο και με τρό­μο. Μες το Τρα­γι­κό, ο­λά­κε­ρη η κοι­νω­νί­α που α­πο­συ­ντί­θε­ται ή α­ναρ­χεί­ται κά­τω α­πό το βά­ρος των προ­βλη­μά­των που δεν μπο­ρεί να λύ­σει, ο­νει­ρεύ­ε­ται την ί­δια της την τι­μω­ρί­α και την ί­δια της την Ε­νο­χή. Και αυ­τός ο κό­σμος της ε­νο­χής, της τι­μω­ρί­ας, του Nihil και του Absurdum: ο κό­σμος του Θα­νά­του εί­ναι η κατ’ ε­ξο­χήν φυ­γό­κε­ντρη, α­ντι­κοι­νω­νι­κή δύ­ναμη, η δύ­να­μη που κατ’ ε­ξο­χήν αρ­νεί­ται κά­θε έν­νο­μη κα­τε­ξου­σια­στι­κή τά­ξη και πα­ρα­λύ­ει κά­θε θέ­λη­ση α­πο­κα­τά­στα­σης της ορ­γα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας: ο ε­χθρός της κοι­νω­νί­ας Hamlet εί­ναι το αρ­χέ­τυ­πο κά­θε τρα­γι­κής σχέ­σης με τον κό­σμο. Και γι’ αυ­τό, αν –ό­πως έ­δει­ξαν τό­σο ο Kafka ό­σο και ο Freud– το ά­το­μο δεν μπο­ρεί να ορ­γα­νώ­σει τη ζω­ή του αν δεν α­παλ­λα­γεί α­πό κά­θε σύ­μπλεγ­μα ε­νο­χής και τι­μω­ρί­ας, έ­τσι και ο­λά­κε­ρη αυ­τή η με­τα­βα­τι­κή κοι­νω­νί­α, μό­λις αρ­χί­σει να εκ­δη­λώ­νε­ται μέ­σα της και να ω­ρι­μά­ζει μια κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη ι­κα­νή να βά­λει μια τά­ξη και μια μορ­φή στο χά­ος, γί­νε­ται πε­δί­ο μιας υ­πό­γειας γι­γα­ντο­μα­χί­ας α­νά­με­σα στην α­νά­γκη έν­νο­μης τά­ξης και ι­στο­ρι­κής ύ­παρ­ξης και τα τρα­γι­κά μο­τί­βα του Θα­νά­του και του Μη­δε­νι­σμού: αυ­τή τη ρι­ζι­κή α­ντι­νο­μί­α α­νά­με­σα στο Τρα­γι­κό και την ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α ε­συμ­βό­λι­σαν, ό­πως θα δού­με αρ­γό­τε­ρα, οι μα­ζι­κές θρη­σκεί­ες της Ελ­λά­δας και της Αι­γύ­πτου με την πά­λη του Διο­νύ­σου και των βα­σι­λιά­δων και με την κρί­ση του Φα­ρα­ώ α­πό τον Ό­σι­ρη στο δι­κα­στή­ριο του Θα­νά­του.

Το ε­λι­σα­βε­τια­νό θέ­α­τρο έ­σβη­σε για­τί δεν μπό­ρε­σε να συμ­φι­λιω­θεί με τον θά­να­το. για­τί δεν μπό­ρε­σε να ε­ξαγ­γεί­λει έ­να πά­θος-μά­θος ι­κα­νό να υ­περ­νι­κή­σει την εκ­μη­δε­νι­στι­κή ε­μπει­ρί­α του πα­ρα­λο­γι­σμού της ύ­παρ­ξης α­πέ­να­ντι στις δαι­μο­νι­κές δυ­νά­μεις που την α­πει­λούν – έ­να Μύ­θο ι­κα­νό να θε­με­λιώ­σει μια αν­θρώ­πι­να κα­τα­φα­τι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στην Ι­στο­ρί­α, μια συμ­φι­λί­ω­ση του αν­θρώ­που με τον ε­αυ­τό του μέ­σα στις α­ντι­νο­μί­ες των δαι­μο­νι­κών του με­τα­μορ­φώ­σε­ων. Έ­τσι έ­σβη­σε και το κοι­νό του Globe Theater και θρυμ­μα­τί­στη­κε σ’ έ­να πλή­θος α­πό πα­θη­τι­κά, ε­ξου­δε­τε­ρω­μέ­να, α-ι­στο­ρι­κά ά­το­μα, προ­τού καν κα­τορ­θώ­σει να δια­φο­ρο­ποι­η­θεί α­πό το λού­μπεν-προ­λε­τα­ριά­το, χω­ρίς να μπο­ρέ­σει ν’ α­πο­κτή­σει μια αυ­τό­νο­μη ι­στο­ρι­κή ζω­ή πέ­ρα α­πό το πα­ρά­ξε­νο ι­ντερ­μέ­τζο της με­τα­βα­τι­κής πε­ριό­δου. Μι­σός αιώ­νας χω­ρί­ζει τον Hamlet α­πό την που­ρι­τα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση: ύ­στε­ρα α­πό το πέ­ρα­σμα αν­θρώ­πων της ε­κρη­κτι­κής δύ­να­μης του Marlowe ή του Cyril Tourneur, η που­ρι­τα­νι­κή ε­πί­θε­ση ή­ταν η μό­νη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή μορ­φή ά­μυ­νας της ορ­γα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας ε­να­ντί­ον των δυ­νά­με­ων που εί­χε ε­ξα­πολύ­σει το Ε­λι­σα­βε­τια­νό Θέ­α­τρο. Έ­τσι αυ­τή η μά­ζα, που τη διο­νυ­σια­κή της δί­ψα για τη ζω­ή δεν μπό­ρε­σε να την ξε­σπά­σει πα­ρά μό­νο με το νι­χι­λι­στι­κό θέ­α­μα του πιο ά­γριου θα­νά­του, μι­σό αιώ­να με­τά, δεν μπό­ρε­σε να δώ­σει άλ­λη διέ­ξο­δο στην α­νά­γκη της να συμ­φι­λιω­θεί με την “πε­ζό­τη­τα” της ορ­γα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας έ­ξω α­πό τη μα­ζο­χι­στι­κή λύ­ση της που­ρι­τα­νι­κής – δη­λα­δή της πιο α­με­τα­φυ­σι­κής, της πιο α­ντι­τρα­γι­κής άρ­νη­σης της ζω­ής.

Για­τί ο Λό­γος, ό­πως θά­λε­γε ο Η­ρά­κλει­τος, δεν τη βο­ή­θη­σε να υ­ψω­θεί πά­νω α­πό την “πά­λη των α­ντι­θέ­των”: κα­νείς Μύ­θος δεν μπό­ρε­σε να την υ­ψώ­σει πά­νω α­πό τις α­ντι­φά­σεις μιας φά­σης της Ι­στο­ρί­ας που υ­πο­νο­μευό­ταν α­πό την ί­δια της τη με­τα­βα­τι­κό­τη­τα. Κα­μιά τρα­γι­κή σο­φί­α, κα­μιά μυ­θι­κή δύ­να­μη δεν ε­πέ­τρε­ψε και δεν πα­ρα­κί­νη­σε τη μά­ζα αυ­τή να ε­πέμ­βει και να ε­πι­βά­λει τη δι­κή της ψυ­χή και τις δι­κές της α­ξί­ες στην ορ­γά­νω­ση της κοι­νω­νί­ας και να ξε­φύ­γει α­πό την πα­θη­τι­κό­τη­τα που ε­ξαγ­γέλ­λουν οι τε­λευ­ταί­οι στί­χοι του Lear:

The weight of this sad time we must obey
…The oldest hath borne most; we that are young
Shall never see so much nor live so long…(6)

  1. Πλάτ. Νόμ., 701α.
  2. Racine: “Préface à Bérénice”. [“Δεν έ­σπρω­ξα τη Βε­ρε­νί­κη μέ­χρι το θά­να­το, ό­πως τη Δι­δώ, για­τί δε­δο­μέ­νου ό­τι η Βε­ρε­νί­κη δεν έ­χει προς τον Τί­το τις δε­σμεύ­σεις που η Δι­δώ εί­χε πά­ρει έ­να­ντι του Αι­νεί­α, δεν εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μέ­νη ό­πως ε­κεί­νη να αρ­νη­θεί τη ζω­ή της… Δεν εί­ναι κα­θό­λου α­πα­ραί­τη­το να υ­πάρ­χει αί­μα και νε­κροί σε μια τρα­γω­δί­α. Αρ­κεί η δρά­ση να εί­ναι έ­ντο­νη, οι πρω­τα­γω­νι­στές η­ρω­ι­κοί και τα πά­θη να έ­χουν ε­ξα­φθεί και ό­λα να πε­ρι­βάλ­λο­νται α­πό αυ­τή την υ­πέ­ρο­χη θλί­ψη που συ­νι­στά ό­λη την ευ­φρο­σύ­νη της τρα­γω­δί­ας” (σ.τ.ε)].
  3. Ο φό­νος του Marlowe, μυ­στι­κού πρά­κτο­ρα στην υ­πη­ρε­σί­α της ε­λι­σα­βε­τια­νής προ­πα­γάν­δας, το μαρ­τύ­ριο του Kyd, το αλ­λό­κο­το τέ­λος του Oxford και ο μυ­στη­ριώ­δης θά­να­τος του Greene και του Peele, ο ρό­λος των δύ­ο Walsingham (αρ­χη­γών της ε­λι­σα­βε­τια­νής προ­πα­γάν­δας) δεί­χνουν άλ­λω­στε τους δε­σμούς που υ­πήρ­χαν α­νά­με­σα στο θέ­α­τρο, την πο­λι­τι­κή, την α­στυ­νο­μί­α.
  4. Cyril Tourneur: Άγ­γλος ε­λι­σα­βε­τια­νός δρα­μα­τουρ­γός (1575-1626) του ο­ποί­ου τα γνω­στό­τε­ρα έρ­γα εί­ναι Η τρα­γω­δί­α του Α­θέ­ου και Η Τρα­γω­δί­α του Εκ­δι­κη­τή. Ο Vindice (Εκ­δι­κη­τής) εί­ναι ο ή­ρω­ας της τε­λευ­ταί­ας τρα­γω­δί­ας, o ο­ποί­ος πρω­τα­γω­νι­στεί σε έ­να αι­μα­τη­ρό δρά­μα εκ­δί­κη­σης που πολ­λοί θε­ώ­ρη­σαν ι­σά­ξιο του βα­σι­λιά Ληρ. (Σή­με­ρα πι­στεύ­ε­ται ό­τι συγ­γρα­φέ­ας του έρ­γου ή­ταν πι­θα­νώς ο Τό­μας Μί­ντλε­τον). Ο Marcel Schwob έ­γρα­ψε για τον Τουρ­νέρ ό­τι “γεν­νή­θη­κε α­πό την έ­νω­ση ε­νός ά­γνω­στου θε­ού με μια πόρ­νη”, ε­νώ ο T. S. Elliot: “Τα πρό­σω­πα του Τουρ­νέρ μπο­ρεί να εί­ναι ά­χα­ρα, χον­δρο­ει­δή, σχε­δόν παι­δι­κές κα­ρι­κα­τού­ρες της αν­θρω­πό­τη­τας, αλ­λά α­νή­κουν ό­λα σε μια υ­περ­με­γέ­θη κλί­μα­κα” (σ.τ.ε.).
  5. Macbeth, Act V, Sc. V. [H ζω­ή δεν εί­ναι πα­ρά μια κι­νού­με­νη σκιά. έ­νας α­δέ­ξιος η­θο­ποιός /που κορ­δώ­νε­ται και δυ­στρο­πεί πά­νω στο παλ­κο­σέ­νι­κο/ και με­τά παύ­ει να α­κού­γε­ται: εί­ναι έ­να πα­ρα­μύ­θι που το α­φη­γεί­ται έ­νας η­λί­θιος, ό­λο ο­χλο­βο­ή και μα­νί­α/ χω­ρίς κα­νέ­να νό­η­μα. (μετ. του ε­πιμ.)]
  6. Το φορ­τί­ο αυ­τών των θλι­βε­ρών και­ρών τους ο­ποί­ους πρέ­πει να υ­πο­μεί­νου­με/… Οι πα­λιό­τε­ροι δη­μιούρ­γη­σαν τα πε­ρισ­σό­τε­ρα: ε­μείς που εί­μα­στε νέ­οι/ πο­τέ δεν θα δού­με τό­σα πολ­λά ού­τε θα ζή­σου­με τό­σο… (σ.τ.ε.).

Πηγή:  Άρδην τ. 43


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ