Ο Βρούτος κι ο Αντώνιος
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ κάθε πραγματικού και μεγάλου τραγικού έργου κρύβεται μια αξεπέραστη αντίφαση. Κάτι ασυμβίβαστο ανάμεσα στο δέον και το εφικτό. Ας πάρουμε ένα από τα υψηλότερα δράματα του Σαίξπηρ, τον “Ιούλιο Καίσαρα”. Ποια είναι η κεντρική του περιπλοκή;
Ο Βρούτος μπαίνει επικεφαλής μιας συνωμοσίας που θα σκοτώσει τον Καίσαρα, τον άνθρωπο που αυτός αγαπά και τιμά όσο λίγους στον κόσμο. Αλλά μια λογική ανώτερη πείθει τον Βρούτο πως έτσι πρέπει να κάνει, να θυσιάσει τα προσωπικά του συναισθήματα και την ασφάλειά του στη διακονία ενός ιδανικού. Σκοτώνοντας τον Καίσαρα σκοτώνει, κατά ένα τρόπο, την ίδια του την καρδιά. Αυτό αληθεύει και στο συναισθηματικό επίπεδο και στο συμβολικό γιατί από τη στιγμή εκείνη και πέρα θ’ αρχίσει η καταφορά της Τύχης, κάτι σκοτεινό, θα ξεσηκωθεί, μια αφανέρωτη Ερινύα, που θα κυνηγήσει τον Βρούτο αδυσώπητα, ώς τον τάφο. Δεν θα ικανοποιηθεί παρά μόνον όταν τον ιδεί νεκρό, αφού πρώτα τον ιδεί νικημένον, συντρίμμι. Ποιο στάθηκε το όργανο της Δίκης; Ο Αντώνιος.
Ο Αντώνιος, παρά τις πρακτικές του ικανότητες και την προσωπική του λάμψη, είναι μορφή λιγότερο ευγενική από του Βρούτου. Ξεγελάει τον άνθρωπο αυτόν που τον εμπιστεύθηκε σε στιγμή κρίσιμη για την ίδια του ζωή: πάνω στο ζεστό ακόμα πτώμα του Καίσαρα. Πετυχαίνει από τον Βρούτο την άδεια να εκφωνήσει τον επικήδειο που θα ξεσηκώσει τους όχλους και θα εξαπολύσει τη θύελλα. Η κρυφή αναμέτρηση Βρούτου-Αντώνιου – μια αντιπαραβολή κάλλιο – αποδείχτηκε με το πρώτο μοιραία για τον Βρούτο. Νικητής είναι ο Αντώνιος, κι ας έχει ο Βρούτος σφάξει την καρδιά του για την ελευθερία της Ρώμης. Ο ένας είναι γεννημένος για να χάσει το παιχνίδι, ο άλλος για να το κερδίσει. Η ηθική τάξη δεν παίζει εδώ κανένα ρόλο. Ο Βρούτος είναι ιδεολόγος, ο Αντώνιος πολιτικός.
Το δραματικό μεγαλείο του έργου συνοψίζεται σ’ ένα αναπάντητο ερώτημα: τι είναι εκείνο που θέλει ώστε ν’ απονέμεται η δάφνη στον λιγότερο ωραίο κι ευγενικό; Τι είναι εκείνο που ορίζει ώστε, την αποτελεσματικότητα, τα στοιχεία της πειθούς, να τα διαθέτει ο επιτήδειος, ο λαοπλάνος, ο ανενδοίαστος; Αναγνωρίζουμε ανεπιφύλακτα ότι τις ικανότητες στο πρακτικό πεδίο – και πρακτικό, αποκλειστικά, πεδίο είναι η δημοσία ζωή – τις έχει ο Αντώνιος. Με Βρούτους δεν μπορεί να κυβερνηθεί η Ρώμη. Ο αγνός αλλά και αφελής αυτός άνθρωπος των βιβλίων δεν είναι καν σε θέση να ξεκρίνει την ποιότητα των γύρω του, προβάλλει πάνω τους την ευγένεια που έχουν τα δικά του κίνητρα, άρα βρίσκεται – όπως λέμε – στα σύννεφα. Πρώτη, όμως, και κύρια αρετή του ηγέτη, είναι να ζυγιάζει σωστά τους ανθρώπους. Να μην τρέφει ρομαντικές αυταπάτες. Να είναι ρεαλιστής. Η διαχείριση των κοινών δεν είναι ποίηση. Οι ιδεολόγοι μπορεί να χρειάζονται στην οικονομία του κόσμου, αλλά χρειάζονται περίπου καθώς τα βρέφη για το φουντωμένο στόμα του Βάαλ: Να τρέφουν την αχόρταγη θεότητα.
Συλλογίζομαι το προηγούμενο αυτό της σαιξπηρικής τραγωδίας κάθε φορά που ακούω – όπως μου έτυχε ν’ ακούσω σε συντροφιά, τις προάλλες – την κλασική απορία· γιατί τάχα δεν εξυγιαίνεται η δημοσία ζωή, γιατί δεν καταπιάνονται με τις τύχες του κόσμου γενικότερα άνθρωποι “αγνοί”, με πλατύτερες βλέψεις, όχι στενά τοπικιστικές κι εγωλάτρες, μήτε μονομανείς της ματαιοδοξίας και της αυτοπροβολής; “Άνθρωποι που να πονάνε τον άνθρωπο”, ήταν η φράση. Ο πολύς κόσμος, πραγματικά, νομίζει πως η ψυχή τής τραγωδίας είναι εφεύρημα των τραγικών ποιητών, όχι κάτι που βρίσκεται σε αυστηρή αντιστοιχία με την πραγματικότητα της ζωής. Βλέπουμε τα πράγματα με τρόπο τραγικό για να τα κάνουμε έτσι πιο συναρπαστικά, παθιάρικα, όπως περνάς ένα κόκκινο γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα σου, να φέξει… Η τέχνη είναι τέχνη, η ζωή.
Δεν αποκλείεται να κρύβεται μια σοφή, φιλάνθρωπη οικονομία στην ανικανότητα αυτή των ανθρώπων να συνειδητοποιούν τις αναπάντητες έσχατες απορίες. Η αντίφαση που ενεδρεύει στο βάθος της τραγωδίας, αυτή που ορίζει την τραγική σύλληψη της ζωής, μπορεί και να έχει για τον μέσον άνθρωπο εξουθενωτικό αποτέλεσμα: Αν η καταδίκη τού ευγενέστερου είναι προκαθορισμένη, τότε ας παραιτηθούμε· προς τι η ελπίδα, η έφεση για το καλύτερο; Και δεν μπορείτε βέβαια να τού προτείνετε στα σοβαρά μιαν αισθητική δικαίωση της ζωής. Ο μέσος άνθρωπος τ’ ανάγει όλα στο πρακτικό επίπεδο· τ’ άλλα έχουν γι’ αυτόν διακοσμητική μόνο σημασία.
Όταν ξεκινήσει κανένας από αυτή τη βάση, τότε θα ιδεί πως όλα είναι αναγκαίο να έχουν ποιότητα σχετική. Ας θεωρήσουμε τον Βρούτο ακραίο υπόδειγμα. Όλοι οι ιδεολόγοι δεν είναι απαραίτητο να βρίσκονται τόσο απεδαφισμένοι καθώς αυτός, ούτε όλοι οι πολιτικοί τόσο αδειανοί από ιδανικά καθώς ο Αντώνιος. Η ποίηση απλουστεύει για να εντείνει. Στην πραγματικότητα της ζωής απεναντίας, τι γίνεται; Αφθονούν οι μικτοί και μέσοι τύποι, με την κυμαινόμενη ποσολογία: Πότε έχετε ανθρώπινα υποδείγματα με πολλές ωραίες προθέσεις και κάπως λιγότερες ικανότητες, πότε άξιους, τολμηρούς, όχι όμως για τούτο και αποδεδειγμένα κακοπροαίρετους, πότε φιλόδοξους που θα μπορούσαν μέσα σ’ ένα καλύτερο γενικό κλίμα, με το αζημίωτο έστω, ν’ αποδώσουν, να ωφελήσουν την κοινότητα. Η ζωή είναι πεδίο ισορροπίας και συμβιβασμών, δεν είναι χώρος του απολύτου, όπως δεν είναι δα και χώρος του αιώνιου! Ώστε ποίηση ίσον και πάλι ποίηση. Εκείνη τη δουλειά της, εμείς τη δική μας.
Εδώ, στο σημείο τούτο, θα μπορούσα να κλείσω τη μικρή μου ανάλυση και το άρθρο (για να είμαι κι ευχάριστος) αν ο δαίμονας της συνέπειας δεν με κέντριζε να πάω γυρεύοντας την άκρη. Και ο πρώτος αντίλογος που ξεπροβάλλει είναι τούτος: Ναι, ζωή θα πει πεδίο συμβιβασμών, ούτε λόγος, μόνο που σε κάποια σημεία το έδαφος γίνεται ξαφνικά ολισθηρό, έτσι κι αρχίσεις την προσαρμογή δεν ξέρεις πια πού θα βρεθείς και πώς θα σταματήσεις. Λες: ας μη γυρεύω τς πολύ δύσκολα, ας αναγνωρίσω την ανθρώπινη αδυναμία. Την ίδια στιγμή που το λες, παραβλέπεις μια νέα πραγματικότητα που δημιουργείται από αυτόν ακριβώς το λόγο. Ο σχετικά έντιμος, ο σχετικά ειλικρινής, ο σχετικά αγνός, που του έδωσες δικαίωμα εισόδου, θ’ αναζητήσει την ισορροπία του με άλλους γύρω, το ίδιο σχετικά τίμιους με αυτόν. Για να την πετύχει, και για να πετύχει ο καθένας τους την ισορροπία με το διπλανό του, θα κάνει κάποιες υποχωρήσεις. Ισορροπία θα πει υποχώρηση, υποστολή αξιώσεων-ψέματα; Αλλά τότε πια έχουμε σωρεία από υποχωρήσεις, καθίζηση γενική όλου του επιπέδου. Όταν, τώρα, στη λέξη υποχώρηση βάλεις το σωστό της πρώτο συνθετικό, εκείνο που τη χρωματίζει, όταν την κάνεις παραχώρηση, τότε θα ιδείς μονομιάς κάτι που θα σε ξαφνιάσει. Ολάκερος ο πίνακας αλλοιώθηκε, έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα από σχέσεις κρυφές, ανομολόγητες συναλλαγές και συμφέροντα περίπλοκα, μπερδεμένα. Λειτουργούν αθόρυβα, συνωμοτικά, σαν ένας μηχανισμός τέλειος, εχέμυθος. Δεν είναι καθόλου αυτό που είχες επιζητήσει.
Και τώρα, αν θελήσεις να ξαποστείλεις νέους σου εκπροσώπους, που να επαναφέρουν την τάξη, να άρουν την παρεκτροπή, τι θα συμβεί; Θα ιδείς έκθαμβος πως ο μηχανισμός αυτός των δημιουργημένων συμφερόντων έχει μια τρομαχτική αφομοιωτική δύναμη. Ο σχετικά έντιμος, ο σχετικά αγνός, ο σχετικά ειλικρινής που θα του ξαποστείλεις, ή θα εξομοιωθεί αμέσως με τους άλλους και θ’ αλλάξει στρατόπεδο, θα σε γελάει στο εξής πως είναι δικός σου ενώ θα είναι του αντιπάλου, ή, αν τα χνώτα του δεν ταιριάζουν μ’ εκείνου, η μηχανή θα τον πετάξει έξω, σαν ξένο σώμα, να μην τής προκαλέσει και καμιάν εμπλοκή με την αδεξιότητά του.
Ποια είναι λοιπόν η αντίφαση που συνιστά την τραγωδία; Ότι μέσα στο χώρο του ανθρώπινου, το πολύ ανθρώπινο μπορεί να είναι αυτονόητο αλλά δεν συγχωρείται. Ενώ, λογικά, αναγνωρίζεις ότι τα απόλυτα μέτρα έχουν κάτι το υπερβολικά απαιτητικό, το απάνθρωπο, τα σχετικά οδηγούν στο αντίθετο τής προσδοκίας. Παρουσιάζεται τότε το απόλυτο της τιμωρίας για το τόσο σχετικό, το τόσο ανθρώπινο της ενοχής. Ο Βρούτος σού φαίνεται σάμπως να πληρώνει επειδή είχε ευγένεια ψυχής, ο Αντώνιος να θριαμβεύει επειδή είχε τη διπροσωπία. Κινδυνεύεις, μέσα σ’ έναν ίλιγγο που σε κυριεύει, να πιστέψεις ότι νόμος του εν χρόνω κόσμου είναι το Κακό.
Κι επειδή δεν έχεις θρησκευτική καταφυγή, όταν σου λείπει και η αισθητική διέξοδος, αντικρίζεις για μια στιγμή το βάραθρο της απελπισίας ν’ ανοίγεται μπρος στα πόδια σου. Ζαλίζεσαι, κάνεις πίσω.
Αλλά ευτυχώς η Φύση έχει για όλα προβλέψει. Λες: “αυτός που τα γράφει τούτα-εδώ και που τα υπογράφει κιόλας, είναι υπερβολικός, τερατολόγος. Άσ’ τον να λέει. Εγώ στο θέατρο είμαι μεγαλόψυχος: Χειροκροτώ τον Βρούτο, χειροκροτώ και τον Αντώνιο. Με τον πρώτο συτοκολακεύομαι, ο δεύτερος ξέρει να με κολακεύει”.
Το Βήμα, 22 Φεβρουαρίου 1967
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024