Το κλασικό ισπανικό θέατρο κι ο Καλντερόν

Το κλασικό ισπανικό θέατρο κι ο Καλντερόν

Μοιράσου το!

  • ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΑΝ ΗΘΕΛΕ κανείς να χαρακτηρίσει συνοπτικά το κλασικό ισπανικό θέατρο του χρυσού αιώνα, θα μπορούσε νομίζω να το ονομάσει θέατρο ιδεών και να το ορίσει σα μιαν από σκηνής αισθητοποίηση του νοητού. Η αντίθεση του ισπανικού κλασικού θεάτρου, το ελισαβετιανό αισθησιοκρατικό θέατρο, με κυριότατον εκπρόσωπο το Σαίξπηρ, αποκαλύπτει βέβαια κι αυτό ιδέες, αλλά εδώ το νοητό είναι η φυσική αύρα των προσώπων, είναι η αναγωγή που επιβάλλει στο πνεύμα η δράση. Η δημιουργία στο Σαίξπηρ αναβρύζει από μια ζωντανή και γενετική κατανόηση των ανθρώπων, η δράση μέσα στα έργα του αναπτύσσεται σύμφωνα μ’ έναν οργανικό λόγο που αποκαλύπτεται πειστικά στο πνεύμα; από την πρόοδο του έργου. Ο Καλντερόν, ο πιο τελειωμένος εκπρόσωπος του κλασικού ισπανικού θεάτρου, ξεκινά τις περισσότερες φορές από τις ιδέες για να συναντήσει τα πρόσωπα, η δημιουργία του είναι πιότερο μια κρυστάλλωση, παρά μια οργανική ανάπτυξη. Στο θεολογικό του ιδίως θέατρο, οι ιδέες ενσαρκώνονται τόσο ατελώς, που τα πρόσωπα δεν έχουν περισσότερη ζωή από τις αλληγορίες.

Το κύριο τούτο χαρακτηριστικό του κλασικού ισπανικού θεάτρου βεβαιώνεται μ’ ενάργεια στα δράματα που έχουν ιστορικό ή φανταστικό θέμα, φανερώνεται λιγότερο στις κωμωδίες ηθών τις γνωστές με τ’ όνομα comedias de capa y de espada, όπου καθημερινά περιστατικά περιπλέκονται για να αισθητοποιήσουν ένα αυστηρότατο σύστημα τιμής και την εθιμοτυπία του, κι αποκαλύπτεται κυρίαρχο στα θρησκευτικά ή φιλοσοφικά δράματα και μάλιστα στα autos sacramerntales.

Το άουτο σακραμεντάλ είναι μια μονόπρακτη δραματοποιημένη έκθεση του μυστήριου της Θείας Ευχαριστίας, ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος γνησίως ισπανικό, που μπόρεσε να εκφράσει με την ευγενικότερη ποίηση τις πιο αφηρημένες έννοιες, να κατεβάσει τον ουρανό στη γη και να προσωποποιήσει με θαυμαστή επινοητικότητα τις θεωρητικές και δογματικές λεπτότητες. Τα άουτος σακραμεντάλες παιζόντανε σε υπαίθριους δημόσιους χώρους στην εορτή της Άγιας Δωρεάς και σ’ άλλες μεγάλες εορτές της χριστιανοσύνης, και οι πιστοί δε σαστίζανε διόλου να βλέπουν το παράδοξο άρμα του λειτουργικού θιάσου να μεταφέρει τα πιο εκπληκτικά πρόσωπα του ονείρου, το πλήθος τα σύμβολα και τις αλληγορίες που η φαντασία δημιούργησε : τον Αδάμ και την Εύα, τη Μνήμη και τις εννιά Μούσες, την Πίστη, την Ελπίδα, τον Αέρα, τη Φωτιά, το Νερό και την Άγια Τριάδα, συνταρακτικές προσωποποιήσεις κοσμογονικών, αρχαίων ή χριστιανικών μύθων, με γλώσσα σκοτεινή και μυστηριώδη και με περιβολή παράδοξη κι αγριευτική.

Τα θεολογικά αυτά δράματα, που χρησιμοποιούσαν τις κατηγορίες της διανοητικής εποπτείας και τα σύμβολα της μυθοποιητικής φαντασίας εις βάρος των αισθητών εννοιών, είχανε βαθιάν επίδραση στην ισπανική δραματογραφία, γιατί συναντούσαν μια φυσική κλίση της ισπανικής ψυχής προς το μεταφυσικό και γιατί ο σπόρος τους έπεφτε πάνω σε χώμα προετοιμασμένο από την καθολική πίστη, τη θεολογική γνώση και της αυστηρότητες της Εκκλησίας. Κάτω από τους όρους αυτούς, το ισπανικό θέατρο αφιερώθηκε στο να παραστήσει τις ελπίδες και τις τρομάρες για τη μετάβαση από τούτη τη ζωή στην άλλη, τις αγωνίες του ανθρώπου για την ύπαρξη του Θεού, τα μαρτύρια της Κόλασης και τη σωτηρία της ψυχής. Κανένα άλλο θέατρο δε μας αποκάλυψε περισσότερα βάραθρα και δε μας παράσυρε σε πιο εναγώνια αναζήτη8ση του υπεραισθητού. Ακόμα και τα δράματα της τιμής, που μυθοποιούν περιστατικά από την καθημερινή ζωή, φανερώνουν την ορμή της φυγής του Ισπανού από το πραγματικό. Ένα παράδοξο και οργανωμένο σύστημα αισθημάτων, ριζωμένων στο ιδεώδες της τιμής κ’ υποταγμένων σε μιαν εθιμοτυπία αλύγιστη μέχρις απανθρωπίας σκεπάζει κ’ εδώ σαν ένας πέπλος τα πράγματα και τις φυσικές τους σχέσεις.

Ωστόσο, τα πρόσωπα του ισπανικού θεάτρου, από φορείς ιδεών, μπορέσαν συχνά να υπάρξουν και να γίνουνε πιστευτά από την ισπανική και την οικουμενική ψυχή. Στις καλότυχες ώρες της δημιουργίας τους, τόσο ο Λόπε ντε Βέγα κι ο Τίρσο ντε Μολίνα όσο κι ο Καλντερόν μπορέσαν να φτάσουν στην οργανική εκείνη κατανόηση που ταυτίζεται με τη γενεσιουργό φύση. Ο Σιγισμούντος στη “Ζωή είναι όνειρο” είναι βέβαια μια προσωποποίηση ιδεών, αλλά είναι συνάμα μια ύπαρξη σε κίνηση, πειστική και κατηγορηματική όπως η ζωή. Και ο Πέντρο Κρέσπο στον “Αλκάλδη της Θαλαμέας”, ο γερο-χωρικός, που ενσαρκώνει τον παραδομένο ηθικό λόγο όπως τον εννοεί η ισπανική χώρα και φυλή, είναι μια δραματική φυσιογνωμία εναργέστερη κι από τη χεροπιαστή παρουσία. Αλλά και στα άλλα έργα του, όπου το οικουμενικό και αιώνιο υποχώρησε στο τοπικό και μεταβατικό πνεύμα της καστιλιάνικης Ισπανίας του 17ου αιώνα, ο Καλντερόν προσωποποίησε τις ιδέες των συγχρόνων του, προβάλλοντάς τις με πλούσια κ’ εφευρετική φαντασία και με γλώσσα ασυνήθιστα μελωδική, και ζωγράφισε ζωηρότατους πίνακες της κοινωνίας του καιρού του.

Πραγματικά, ο Πέντρο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα ανήκει στον καιρό του και ο ισχυρός ισπανισμός του δεν είναι άλλο από το επακόλουθο των δεσμών που διατήρησε ο δραματογράφος με το φυσικό και ηθικό τοπίο του. Γεννήθηκε το Γενάρη του 1600 στη Μαδρίτη. Ο πατέρας του, γραμματέας στο Συμβούλιο των Οικονομικών, καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια κ’ η μητέρα του κρατούσε κι αυτή από ευγενείς που ’χαν έρθει από τη Φλάντρα κ’ εγκατασταθεί στην Καστίλλη πολλές γενιές πριν από τη γέννηση του Πέντρο. Εννιά χρονών ο νεαρός Καλντερόν γράφτηκε μαθητής στο Βασιλικό Κολλέγιο της Μαδρίτης. Οι καθηγητές του σαστίσανε με τα φυσικά του δώρα και με τη γοργή του πρόοδο γιατί, κοντά στ’ άλλα του κατορθώματα, έγραψε, μαθητής ακόμα, την πρώτη του κωμωδία, το Άρμα του Ήλιου, που είναι χαμένη σήμερα. Συνέχισε τις σπουδές του στο ονομαστό πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας, όπου διακρίθηκε σε όλες τις επιστήμες, και γύρισε αργότερα στη Μαδρίτη, όπου αφοσιώθηκε στο δραματικό του έργο, μελετώντας κυρίως το θέατρο του Λόπε. Ύστερα μπήκε στο στρατό, ακολούθησε ένα εκστρατευτικό σώμα στη Βόρειο Ιταλία και στη Φλάντρα κ’ έλαβε την ευκαιρία να μελετήσει τα ξένα ήθη, χωρίς να πάψει και να συγγράφει. Η φήμη του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα κι ο Λόπε τον θεωρούσε σαν τον ικανότερο ισπανό ποιητή του καιρού του. Στα 1636, ο Φίλιππος Δ΄ ανακάλεσε τον Καλντερόν στην Ισπανία, τόνε διόρισε επιμελητή στις δραματικές εορτές του και τον κατάταξε στο στρατιωτικό τάγμα του Άγιου Ιακώβου.

Στα 1651, ο αγαπημένος ποιητής όλης της σπανίας, ο γενναίος και τιμημένος στρατιώτης, πήρε απόφαση απροσδόκητη : γίνηκε καλόγηρος. Τόσο σαν πολίτης όσο και σα στρατιώτης, ο Καλντερόν είχε πάντα αποδείξει τη ζωηρότερη πίστη και θρησκευτικότητα. Η κλίση αυτή της ψυχής του τράνεψε μέσα σε ατομικές ατυχίες, όπως ο θάνατος της φίλης του στα 1648 κ’ η βαριά αρρώστια που πέρασε ο ίδιος ύστερ’ από το πένθος του. Σε μια χώρα άλλωστε και σε μιαν εποχή όπου η πίστη όλων ήταν ακλόνητη, η Εκκλησία δεν έβλεπε κανένα άτοπο στο ότι οι λειτουργοί της και μάλιστα οι αξιωματούχοι της αγαπούσαν και καλλιεργούσαν την ποίηση, την τέχνη ή του θέατρο. Ο Καλντερόν έγραψε πολύ περισσότερα έργα σαν καλόγηρος παρ’ όσα είχε προφτάσει σα λαϊκός. Στα 1663, ο βασιλιάς τον ονόμασε επίτιμο εφημέριό του· από τότες ο ξακουστός δραματικός ανάλαβε να γράφει κάθε χρόνο τα άουτος σακραμεντάλες που διδάσκονταν στις επισημότερες εορτές της Εκκλησίας. Τον ίδιο χρόνο μπήκε στην Αδελφότητα του Άγιου Πέτρου· στα 1666 ονομάστηκε ηγούμενος της Αδελφότητας· στα 1681, στις 25 του Μάη, μέρα της Πεντηκοστής, πέθανε, την ώρα που όλη η Ισπανία εξαιτίας της μεγάλης εορτής παρακολουθούσε να παίζονται τα άουτος του ποιητή-μοναχού. Την άλλη μέρα, ο καλόγηρος αυτός που είχε τόσην αρετή όσην ο δραματουργός δόξα, κηδεύτηκε χωρίς πομπή και τιμές, όπως το είχε θελήσει ο ίδιος, στην εκκλησιά του Σαν Σαλβαδόρ· αλλά μερικές μέρες αργότερα του κάμανε λαμπρή κηδεία,, όπως το απαίτησε η κοινή γνώμη. Στη Βαλένθια, στη Λισβόννη, στη Νεάπολη, στο Μιλάνο, στη Ρώμη, οι Ισπανοί θεωρήσανε το θάνατό του σαν εθνικό πένθος και τιμήσανε τη μνήμη του με κάθε επισημότητα.

Το έργο του, μπορεί κανείς να πει, είναι αποκλειστικά δραματικό, γιατί οι λίγοι στίχοι που έγραψε δεν έχουν μεγάλη αξία. Σ’ ένα γράμμα που έστειλε στα 1680 στον έβδομο Δούκα ντε Βεράγουα, ο Καλντερόν αναγράφει ονομαστικώς τα κοσμικά δραματικά έργα του, και σύμφωνα με το ντοκουμέντο αυτό ο Χουάν ντε Βέρα Τάσσις υ Βιλιαροέλ επιμελήθηκε τη μεταθανάτια έκδοση των απάντων του ποιητή (1682-1683-1684-1691). Στο σύνολο, έχουμε από τον Καλντερόν εκατόν είκοσι περίπου θεατρικά έργα, ογδόντα άουτος και μιαν εικοσαριά entremeses (μονόπρακτα ευτράπελα έργα), jacaras (τραγούδια με χαρακτήρα εορταστικό) και άλλα μικρά κομμάτια.

Η φήμη του Καλντερόν εξακολούθησε να μεγαλώνει κ’ ύστερ από το θάνατό του και, παρά τη μικρή έκλειψη που γνώρισε, επωφελήθηκε όσο κανείς από τη ρομαντική κίνηση του 19ου αιώνα. Ο Σέλλεϋ διάβασε τα δράματα του Καλντερόν με σάστισμα κ’ ηδονή ασύγκριτη και μπήκε στην όρεξη, όπως λέει ο ίδιος, “να ρίξει πάνω στις άψογες φόρμες τους τον τεφρό πέπλο από τα λόγια του”. Ο Γκαίτε δεν έδειξε λιγότερο θαυμασμό για το θέατρο αυτό που του ’φερνε τα δάκρυα στα μάτια και, μ’ όλο που πιο ύστερα ένιωσε την υπερβολή του θαυμασμού του, δεν έπαψε να τιμά τον ισπανό ποιητή. Ο Σλέγκελ αφιέρωσε μακρούς και θερμούς επαίνους στον Καλντερόν και ο Βερλαίν, – αν και δεν είναι βέβαιο πως τον γνώρισε από το πρωτότυπο, – τον έβανε σε θρόνο ψηλότερο από του Σαίξπηρ. Η μετακαντιανή Γερμανία αναγνώρισε στο θέατρο του Καλντερόν την έκφραση ενός συστήματος τιμής αλύγιστου σαν κατηγορική προσταγή και παραδόθηκε παραληρώντας στην ποίησή του, που υψηλοφρονούσε όσο καμιά του κόσμου. “Στον Καλντερόν, γράφει ο Σλέγκελ, βασιλεύει πριν απ’ όλα ένα φλογερό και περίπαθο αίσθημα που εξευγενίζει κάθε τι που περιβάλλει, γιατί αποδίδει σε όλα τα γεγονότα μια ψυχική διάθεση. Η τιμή, ο έρωτας, η ζήλεια είναι εδώ τα κυρίαρχα πάθη· το ευγενικό και τολμηρό τους παιγνίδι είναι το κλειδί του δράματος (…). Δε θα μπορούσα να βρω τελειότερη εικόνα της λεπτότητας που ο Καλντερόν παρασταίνει το αίσθημα της τιμής από τη μυθική παράδοση για τη νυφίτσα που, καθώς λένε, φυλάγει με τόση μανία την ασπράδα της γούνας της που, παρά να τη λερώσει, σκοτώνεται μονάχη της, όταν την πάρουν το κατόπι οι κυνηγοί”. Η φιλολογική επιστήμη δεν έδειξε λιγότερο ενδιαφέρο για το θέατρο του Καλντερόν κι ονομαστές έχουν μείνει οι εργασίες του γερμανού Α.Φ. Σακ (Schack) και του ισπανού Μενέντεθ Πελάγιο (1881) και Ουναμούνο (1895), αρνητική η τελευταία μέχρις υπερβολής.

***

Οι γνησιότατα ισπανικές ιδέες που ο Καλντερόν έχει κάμει αισθητές με το έργο του “Η ζωή είναι όνειρο” οφείλουν την παγκοσμιότητά τους στη μεταφυσική τους ποιότητα. Το αίσθημα της τιμής που διατρέχει το έργο δεν προέρχεται μονάχα και δεν εξαντλείται στα παραγγέλματα του εθιμοτυπικού κώδικα που διατύπωσε η ευγένεια της Ισπανίας, είναι κάτι παραπάνω : το αίτημα ενός αιώνιου ηθικού λόγου που ενεργεί ακόμα και μέσα στ’ όνειρο για την τιμή και μόνη, όχι από το φόβο της κοινωνικής κύρωσης ή την ελπίδα της ανταπόδοσης, αλλά από υποταγή στον υπέρτερο νόμο. Το καιρικό και τοπικό αίτημα της καστιλιάνικης Ισπανίας του 17ου αιώνα γίνεται εδώ ένα αίτημα άχρονο και παγκόσμιο.

Μ’ αν βλέπω έτσι καθάρια, αν ξέρω
πως ο πόθος μου μοιάζει με τη φλόγα
την όμορφη που στάχτη θα την κάμει
ο πρώτος άνεμος που θα φυσήξει,
την ψυχή μου στο αθάνατο ας τη δώσω,
στην απέθαντη δόξα, όπου δεν ξέρει
κάματο η φήμη κ’ ύπνον η ευτυχία.
(“Η ζωή είναι όνειρο”, Γ΄ μέρα)

Η αγωνία του ανθρώπου για τα σαλευόμενα σύνορα του πραγματικού και του μεταπραγματικού, της αλήθειας και του όνειρου, είναι επίσης γνήσια ισπανική, ανήκει μάλιστα κυρίως στην Ισπανία του 17ου αιώνα, την καθολική, τη μυστικόπαθη κι εξαντλημένη από την εξόρμησή της για τον εκχριστιανισμό του κόσμου. Αλλά είναι συνάμα μια αγωνία αίώνια. Ο Σιγισμούντος παλεύει να εννοήσει πού αρχίζει και πού τελειώνει το πραγματικό και μαζί του παλεύει η οικουμενική ψυχή. Η αγωνία του είναι σημερινή και παντοτινή, γιατί κανένας ποτέ δε θ’ αποφύγει, αν δεν είναι με ζημιά της ψυχικής του ζωής, το επίμονο τούτο ερώτημα “Είμαι άραγε αυτός που ονειρεύεται;” που προβάλλεται σα μια πρώτη και στοιχειώδης απορία και που δεν επιδέχεται την απάντηση μόνου του αφηρημένου στοχασμού. Στίχοι σαν τους ακόλουθους αγγίζουν ίσαμε τις βαθύτερες ρίζες του είναι μας :

(……….) Όχι ! μήτε και τώρα
έχω ξυπνήσει· μου φαίνεται ακόμα
πως κοιμούμαι· μα αυτό δε με ξαφνίζει,
γιατί σαν ήταν όνειρο αυτό που ’δα
χεροπιαστό και ζωντανό, τι να ’ναι
μπορεί πάρεξ απάτη αυτό που βλέπω ;
Πως ξυπνητός νειρεύομαι, στον ύπνο μου
καθαρά το ’δα. (…)
(Β΄ μέρα)

Και παρακάτω :

Ίσκιοι διαβατικοί που ’χετε δώσει
στους νεκρούς στοχασμούς ψυχή και σώμα,
φύγετε, σκορπιστείτε ! Τι δε θέλω
φαντάσματα και πλάνες που μια μόνη
της αυγής φτάνει ανάλαφρη πνοούλα
να τις μαδήσει, σαν πρώιμα ανθισμένη
μυγδαλιά στους ανθούς της στον πρώτο
βοριά. Σας ξέρω πια, σας ξέρω τώρα…
Όποιος κοιμάται αυτά παθαίνει πάντα,
μα εγώ πια δε γελιέμαι, δεν πλανιέμαι,
γιατί ξέρω πως όνειρο είν’ η ζωή
(Γ΄ μέρα)

Η έννοια της Μοίρας, αισθητοποιημένη από τη δράση, είναι επίσης ένα από τα κυριότερα θέματα που αναπτύσσει στο έργο του αυτό ο Καλντερόν. Η ελεύτερη βούληση, ως ενεργητική αντίθεση στη Μοίρα υπό την αρχαία ή τη χριστιανική εκδοχή της, παρουσιάζεται στο θέατρο της Δύσης μετά ρτην Αναγέννηση. Στη “Ζωή είναι όνειρο”, η ιδέα της ελευτερίας προβάλλεται εξαρχής ως ένα θεώρημα που ο συγγραφέας αναλαβαίνει να το αποδείξει με την ανάπτυξη του μύθου : Ο βασιλιάς της Πολωνίας Βασίλειος, γέρος στα χρόνια και σοφός αστρολόγος, προμαντεύει πως το τέκνο που μέλλει να του γεννήσει η γυναίκα του είναι από τη μοίρα δικασμένο να γίνει ένας άγριος κι ολέθριος βασιλιάς. Για να προλάβει την πραγματοποίηση της μαντείας των άστρων, αποφασίζει να χτίσει στα βουνά έναν απάτητο πύργο και να κλείσει μέσα το Σιγισμούντο, το βασιλικό βρέφος, βάζοντάς του φύλακα και δάσκαλο έναν αγαθό και σπουδασμένο φίλο κι υποταχτικό του, τον Κλοτάλδο. Το χρόνο που ο Σιγισμούντος έχει πια αντρωθεί, ο πατέρας του λαβαίνει απόφαση απροσμόνετη : θα τον ανεβάσει στο θρόνο, θα του δώσει τη βασιλική εξουσία – για να δει αν η μαντεία του ουρανού θα βγει αληθινή.

Γιατί το φυσικό του κι αν τον σπρώχνει
στην άβυσσο, μπορεί να το νικήσει,
κ’ η μοίρα, όσο και να ’ναι διορισμένη
και των άστρων το θέλημα γραμμένο,
τη λεύτερη βουλή του ανθρώπου μόνο
μπορούν να σφίξουν, μα όχι να στανέψουν.
(Α΄ μέρα)

Και για να μπορεί να διορθώσει το κακό, αν συμβεί, θα τον κοιμίσει με υπνόχορτο πριν να τον φέρει στο παλάτι και θα τον γυρίσει πίσω, αν είναι ανάγκη, στη φυλακή του, λέγοντάς του πως θρόνος κ’ εξουσία ήταν όνειρο. Στη δεύτερη μέρα (η δράση αναπτύσσεται σε τρεις μέρες – ενότητα χρόνου ιδιότυπη στο ισπανικό θέατρο), ο Σιγισμούντος είναι βασιλιάς. Το αγρίμι έχει αμοληθεί. Ό,τι έγραψε ο ουρανός βγαίνει αληθινό μονημερίς. Ο Σιγισμούντος πατάει όλους τους νόμους της αρετής και της ιπποσύνης. Κακομεταχειρίζεται το συγγενή κ’ ίσο του, σκοτώνει τον υποταχτικό του, ασεβεί στον πατέρα του, προσβάλλει τη γυναίκα, αδικεί τον ανυπεράσπιστο δάσκαλό του… Ο βασιλιάς και πατέρας του αναγνωρίζει τη μοίρα ισχυρότερη από τον άνθρωπο, ξανακοιμίζει το ρηγόπουλο και το στέλνει πίσω στον πύργο του, ορίζοντας διάδοχο στην κορόνα τον ανιψιό του τον Αστόλφο, το δούκα της Μόσκοβας. Την τρίτη μέρα, ο λαός, επαναστατημένος για τα όσα έγιναν, ζητά το νόμιμο διάδοχο του θρόνου, έρχεται στα βουνά, λευτερώνει το Σιγισμούντο για να τον φέρει στο θρόνο. Ο βασιλικός στρατός χτυπιέται με το λαό, νικιέται, κι ο Σιγισμούντος ξανακερδίζει την εξουσία. Στην ώρα της δόξας του, στο κρίσιμο σταυροδρόμι όπου θα φανερωθεί η ψυχή του, από τον τρόπο που θα φερθεί στους νικημένους και θα διαχειριστεί την εξουσία του, ο “άγριος”, ο “αποστάτης”, ο “βουνίτης” έχει την ορμητική αποκάλυψη πως όλα τούτα που ζει είναι μια ψευδαίσθηση, ένα παιγνίδι από ίσκιους, που γράφεται πάνω στην πάχνη. Στην κορφή τούτη, ο ηθικός λόγος, ο υπερούσιος κ’ αιώνιος, που ενεργεί από δική του αξιοσύνη, χωρίς φόβο και χωρίς αντιμέτρημα, τού φαντάζει σαν ένα ιδεώδες τιμής, σαν ένα παγκόσμιο και αθάνατο αίτημα αρετής :

(…..) Είμαι μέσα σ’ όνειρο και θέλω
να πράξω το καλό, γιατί δε χάνεται
το καλό το έργο μήτε μέσα στ’ όνειρο
(Γ΄ μέρα)

(…..) Ψέματα κιόλας αν είναι
κι όνειρα, ποιος για μια ψεύτικη δόξα
κι ανθρώπινη, τη δόξα θ’ αστοχούσε
τη θεϊκή ; (…..)
(Γ΄ μέρα)

Η Μοίρα νικιέται από τη λεύτερη βούληση του ανθρώπου, από την αρετή και την αξία του. Αλλά όχι στανικώς παρά με τη γλύκα. Από το στόμα του Σιγισμούντου, ο ποιητής εξαγγέλλει το υπέρτατο δίδαγμα :

(………………………………….)
η μοίρα πάλι θε να ’μενε ανίκητη
απ’ το στανιό κι από την αδικιά,
γιατί μ’ αυτά στη γνώμη της αγριεύει.
Όποιος λοιπόν τη μοίρα του γυρεύει
να νικήσει, με γλύκα ας δοκιμάσει
και καλοσύνη (…)
(Γ΄ μέρα)

Αισθητοποιώντας λοιπόν τις υψηλές αυτές έννοιες, μέσα σ’ ένα μύθο γεμάτο συγκρούσεις και με κατάληξη που την αποδέχεται το πνεύμα μας σα μιαν ανώτατη γνώση, ο Καλντερόν αξιώθηκε να πραγματοποιήσει ένα έργο όλο υψηλοφροσύνη και με μια μεταφυσική ποιότητα που το ανεβάζει στην κορφή της ισπανικής δραματουργίας. Η ποίηση που διατρέχει το έργο είναι αντάξια της πνευματικότητας του μύθου. Τα φτερά της υποβαστάζουν το λόγο χωρίς λιποψυχία από τον πρώτο ίσαμε τον τελευταίο στίχο, κρατώντας το συναίσθημα στην υψηλή σφαίρα όπου κινείται ο στοχασμός.

_________________________

Πρώτη δημοσίευση : ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Έτος ΙΓ΄, τόμος 26ος, τεύχος 302, 15 Ιουλίου 1939


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ