Ο “Καλντερόν” του Πιέρ Πάολο Παζολίνι
- CORRADO AUGIAS
Σεπτέμβριος 1973. Δημοσιεύεται ο “Καλντερόν” και ανάβει η πολεμική.
ΡΩΜΗ. Πρωτοκλασάτος προβοκάτορας, ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι επιστρέφει στο θέμα που, στο αποκορύφωμα της αμφισβήτησης (Ιούνιος του 1968), προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Η αφορμή υπήρξε τότε ένα ποίημα: “Το ΚΚΙ στους νέους” στο οποίο ο Παζολίνι έγραφε μεταξύ των άλλων, αναφερόμενος στους φοιτητές της αριστεράς: Είστε βουτυρόπαιδα./ Ένα και το αυτό με τους πατεράδες σας./ Ίδια κακία στα μάτια./ Είσαστε δειλοί, αναποφάσιστοι, απελπισμένοι/ (Πολύ καλά). Μα πώς να κρύψετε την άλλη όψη του χαρακτήρα σας/ προπέτεια, εκβιασμό, αναίδεια:/ μικροαστικά προνόμια, αγαπητοί μου./ Όταν χθες στην Βάλλε Τζούλια συγκρουστήκαμε / με τους αστυνομικού;/ εγώ αυτούς συμπαθούσα./ Γιατί οι αστυνομικοί είναι παιδιά φτωχών”. Σήμερα η αφορμή είναι μια τραγωδία: Ο “Καλντερόν” θα εκδοθεί προσεχώς από τον εκδοτικό Οίκο Γκαρτζάντι, που είναι ένα αντίγραφο, ελάχιστα τροποποιημένο, του πιο γνωστού ίσως έργου του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα: “Η ζωή είναι όνειρο”. Περί τίνος πρόκειται;
Στο έργο του ο Καλντερόν φαντάστηκε ότι ο Σιγκισμόντι, πρίγκιπας της Πολωνίας, κλείνεται από τη γέννησή του σε μια φρικτή φυλακή επειδή ο πατέρας του, Μπαζίλιο, είχε κακά προαισθήματα, σύμφωνα με τα οποία, η γέννηση του γιου του θα ήταν η αιτία της δικής του καταστροφής. Μια μέρα, για να ελέγξει αυτά τα προαισθήματα, ο βασιλιάς τον μεταφέρει ναρκωμένο στο ανάκτορο, αλλά ο νέος φανερώνει τόσο άγρια ένστικτα, που το ίδιο βράδυ, πάλι ναρκωμένος, μεταφέρεται αμέσως στην απάνθρωπη φυλακή του. Όταν ξυπνάει τον κάνουν να πιστεύει ότι η μέρα που πέρασε στο παλάτι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα όνειρο. Ο λαός όμως ξεσηκώνεται και ελευθερώνει τον πρίγκιπα. Ο βασιλιάς ηττήθηκε και ταπεινώθηκε αλλά ο Σιγκισμόντο που κατάλαβε ότι η ζωή δεν είναι παρά ένα όνειρο διαψεύδει μάντεις και προβλέψεις και συμπεριφέρεται σαν καλός και σοφός βασιλιάς.
Ακόμα και από αυτή τη σύντομη περίληψη καταλαβαίνει κανείς την πολυπλοκότητα του θέματος που ο Καλντερόν συνοψίζει σε μια μοναδική πλοκή, πρόνοια, πεπρωμένο, ελεύθερη βούληση, εκτός από την σύγκρουση, σχεδόν πιραντελική, μεταξύ φαινομένου και πραγματικότητας. Αλλά αυτό που Παζολίνι χρησιμοποίησε δεν είναι τόσο πολύ τα ιδεολογικά και θρησκευτικά θέματα του ισπανού συγγραφέα, όσο η ζωντάνια μιας πλοκής που επιτρέπει γρήγορες μετακινήσεις από όνειρο σε όνειρο, από το ένα περιβάλλον στο άλλο και από τη μια κατάσταση στην άλλη. Πρωταγωνιστής της τραγωδίας του Παζολίνι δεν είναι πια ο Σιγκισμόντο μα η Ροζάουρα που ενσαρκώνεται προς χάρη του ονείρου, σε τρεις διαφορετικές καταστάσεις: μια αριστοκρατική, μια λαϊκή και μια μικροαστική. Στην πρώτη κατάσταση υπάρχουν τα πλούτη και οι πολυτέλειες μιας αρχοντικής κατοικίας, η φεουδαρχική αυστηρότητα των γερασμένων γονιών και η ανησυχία που προκύπτει από την ανακάλυψη ότι η Ροζάουρα ερωτεύτηκε τον ίδιο τον πατέρα της: έναν παράνομο διανοούμενο, πρώην αγωνιστή του ρεπουμπλικανικού στρατού κατά τη διάρκεια του ισπανικού πολέμου.
[…]
Η δεύτερη κατάσταση, η λαϊκή, εξελίσσεται σε ένα σκηνικό που θυμίζει την ταινία “Accattone”: λαϊκές συνοικίες, παράγκες, μιζέρια. Η Ροζάουρα εδώ είναι μια άθλια πόρνη που εκδίδεται σχεδόν φυλακισμένη στην τρώγλη της. Αλλά μια μέρα την επισκέπτεται ένας σπουδαστής, ο Πάμπλο, που είναι χίπης, γιος πλουσίων, μεγαλωμένος, όπως παραδέχεται ο ίδιος, με τους: “Marcuse, Malcom X, Carmichael και τον S. Francisco Oracle”. Του λέει η Ροζάουρα: “Να γιατί έρχεσαι σ’ αυτά τα μέρη./ Νοσταλγείς αυτούς που δεν έχουν τίποτα”. Πάντως η Ροζάουρα ερωτεύεται αυτόν τον παράξενο σπουδαστή το μοναδικό που μπήκε στην παράγκα χωρίς να κάνει έρωτα μαζί της. Θα ανακαλύψει όμως ότι εκείνος ο περίεργος δεκαεξάχρονος δεν είναι άλλος από το γιο της. Δηλαδή στη δεύτερη ενσάρκωση ο αιμομικτικός παράγοντας ανατρέπεται. Η Ροζάουρα δεν αγαπάει πια τον πατέρα της, αλλά με την ωριμότητα που απέκτησε με το πέρασμα των χρόνων, αγαπάει το γιο της. Το αντικείμενο του έρωτά της δεν είναι πια ο διανοούμενος που πολέμησε ενάντια; στο φασισμό του Φράνκο, αλλά ένα αγόρι, ας πούμε του ’67, που έμαθε στα βιβλία ό,τι ξέρουν όλοι οι συνομήλικοί του: πως ο άντρας έχει μια και μοναδική διάσταση, πως το μέσον είναι το μήνυμα, και από το σύστημα δεν ξεφεύγει κανείς.
Στο τρίτο όνειρο η Ροζάουρα (τώρα ονομάζεται Μαρία Ρόζα) είναι η σύζυγος του Μπαζίλιο, το πρόσωπο που στο πρώτο επεισόδιο ήταν πατέρας της. Είναι μια σύζυγος αστή, νευρωτική όπως είναι συνήθως οι αστές σύζυγοι: ονειρεύεται και δεν μπορεί να θυμάται τα όνειρά της, παραλογίζεται, έχει κρίσεις, δεν αναγνωρίζει πια τον εαυτό της. Επάνω στην ανάρρωσή της, έρχεται μια μέρα στο σπίτι και της χτυπάει την πόρτα ένας σπουδαστής, ο Πάμπλο, για να ξεφύγει από την αστυνομία κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης. Δεν είναι πια ο Πάμπλο ο χίπης που κάποια άλλη Ροζάουρα είχε δεχτεί για αγοραίο έρωτα. Ο σημερινός Πάμπλο είναι ο “επαναστάτης” σπουδαστής του Μαΐου του 1968. Λέει: “Αν μου πείτε ότι ο αγώνας μας δεν είναι ενωτικός/ και οι εργάτες δεν είναι στο πλευρό μας, ένα χαμόγελο με φωτίζει συγκαταβατικά. Το ξέρω καλά ότι είναι αλήθεια,/ μα εγώ είμαι πέρα από αυτή την αλήθεια. Και αν μου πουν ότι κατά βάθος ακόμη και ένας φτωχός νεαρός αστυνομικός/ που προέρχεται από το χαμηλότερο στρώμα του προλεταριάτου της Ανδαλουσίας/ είναι πολιτικά πιο αγνός από μένα, και σ’ αυτήν την περίπτωση/ χαμογελώ συγκαταβατικά: πέρα από το όριο/ αυτής της αναμφισβήτητης πραγματικότητας, μας περιμένει/ μια καινούργια διάσταση, την οποία εξαντλημένοι μα ικανοποιημένοι/ θα προσεγγίσουμε: δώστε χρόνο στο χρόνο”.
Είμαστε τώρα στο κορύφωμα του πολιτικού θέματος. Ο σπουδαστής Πάμπλο μιλάει και φέρεται σαν ένας από εκείνους τους ευγενέστατους μπόμπους στους οποίους ο Παζολίνι είχε απευθύνει, πριν πέντε χρόνια τις ύβρεις του: ταυτόχρονα όμως παρατηρείται η προσπάθεια του συγγραφέα να κάνει τον Πάμπλο λιγότερο μισητό απ’ όσο ήταν οι “αστοί” φοιτητές στο ποίημα “Το ΚΚΙ στους νέους”. Γιατί; “Γιατί;”, μου απάντησε ο Παζολίνι, “η αντιπάθειά μου για τους αμφισβητίες φοιτητές έχει μειωθεί από τότε που ανακάλυψα ότι και οι νεαροί εργάτες έχουν γίνει ίδιοι με αυτούς. Την ταύτιση την ευνόησε η τηλεόραση, η μόδα, τα μαλλιά, το λεξιλόγιο. Οι νέοι εργάτες δεν έχουν πια δικό τους λεξιλόγιο και στις διαδηλώσεις στις πλατείες, κανένας δεν μπορεί πια να τους ξεχωρίσει, όσον αφορά στα ρούχα και στη συμπεριφορά, από τους φοιτητές. Η αντιπάθεια λοιπόν, αφού γενικεύθηκε, έπαψε να είναι έντονη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις”.
Αλλά ο Παζολίνι δεν θα ήταν ο πρωτοκλασάτος προβοκάτορας που είναι, αν σταματούσε σ’ αυτό το σημείο την ανάλυση της δημόσιας τραγωδίας που τιτλοφορείται “Καλντερόν”.
Μια φράση που λέει ο Μπαζίλιο, στο τρίτο επεισόδιο, της Ροζάουρα διαφωτίζει και διευρύνει ταυτόχρονα τη συζήτηση. “Είναι εύκολο για σένα, φοιτητή, να δώσεις μάθημα αγνότητας/ απλά και μόνο με την ύπαρξή σου!/ Ορίστε ένα κεφάλι με ελάχιστες σκέψεις/ και ελάχιστες αμφιβολίες: γεμάτο λάθη πάντως/ τα οποία δυστυχώ; είναι η καινούργια πραγματικότητα/ όπου είναι ανώφελο να συζητάς και να βρεις το δίκιο σου”. Αυτή η “καινούργια πραγματικότητα” την οποία ο Παζολίνι αρνείται να υπολογίσει, είναι η ίδια που τον οδηγεί να συχνάζει με την κινηματογραφία του, σε τόπους και χρόνους μακρινούς. Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε πριν λίγο καιρό είχε πει: “Περισσότερα από ένα ιδεολογικά στοιχεία είναι κρυμμένα σε αυτές τις τρεις ταινίες μου. Το κυριότερο είναι η νοσταλγία εκείνου του παρελθόντος που προσπάθησα να επαναφέρω στην οθόνη. Δεν θα το είχα πει αυτό πέντε ή έξι χρόνια πριν, δηλαδή πριν από εκείνη την ψευτοεπανάσταση του ’68, που χαρακτηρίστηκε σαν μαρξιστική και αντίθετα ωφέλησε μόνο την ανασυγκρότηση της αστικής τάξης.
Η παμφάγα αστική τάξη είναι ικανή να καταβροχθίσει τα πάντα στο “Καλντερόν”. Είναι ακόμα ο αστός Μπαζίλιο που λέει: “Τα παιδιά που πριν λίγο έπαιζαν στους δρόμους,/ τώρα έγιναν εικοσάρηδες: και εγώ, ο Πατέρας,τους εκμεταλλεύτηκα/ για να απελευθερωθώ από την καινούργια και την παλιά μου μορφή./ Τους δίδαξα τη γλώσσα/ της εξέγερσης και της επανάστασης./ Διακινδύνευσα πολύ./ Τώρα όμως τους ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί/ καμία αμφισβήτηση δεν μου φαίνεται ειλικρινής”. Στο τέλος της τραγωδίας η Μαρία Ρόζα καταφέρνει επιτέλους να θυμηθεί το βασανιστικό όνειρό της: “Ήταν στρατεύματα, μισά αντάρτες και μισά εργάτες οπλισμένοι: Κρατάνε κόκκινες σημαίες/ σφιγμένες στη γροθιά, με τα σφυροδρέπανα:/ βαστάνε τα αυτόματα, έχουν κόκκινα μαντίλια/ δεμένα στο λαιμό… και εισέβαλαν στην κοιμισμένη της φαντασία, σαν μοναδικοί αληθινοί ελευθερωτές”. Σχολιάζει ο Μπαζίλιο, και είναι οι δυο τελευταίοι στίχοι του “Καλντερόν”: “Αλλά, αυτή η ιστορία με τους εργάτες, δεν υπάρχει αμφιβολία,. Είναι όνειρο, τίποτε άλλο από όνειρο”.
Ένα τέτοιου είδους συμπέρασμα, με την πικρή απογοήτευση που κρύβει, επιβάλλει μια ερώτηση: “Παζολίνι, και αυτό που εσείς στη δεκαετία του ’50 ονομάζατε ανάληψη ευθυνών;” Αυτή η ευθύνη σήμερα μεταφράζεται σε υποχρέωση να καταδικάζεις. Από τότε που η ευημερία σταθεροποιήθηκε, σταμάτησα να αγαπώ ό,τι με περιβάλλει. Ο κύκλος ολοκληρώθηκε.
Η υποκουλτούρα στην εξουσία αφομοίωσε την υποκουλτούρα στην αντιπολίτευση και την υιοθέτησε. Να ένας άλλος λόγος για να μισήσεις λιγότερο τους νεαρούς μπόμπους. Η τρομακτική ταύτιση που συντελέστηκε κάτω από τα μάτια μας, μας έκανε να απεχθανόμαστε όλο το σύγχρονο κόσμο. Πόσες φορές, στην πορεία της ιστορίας μας (και της λογοτεχνικής ιστορίας) έχουμε ακούσει ιταλούς διανοούμενους να αποχωρούν από τον αγώνα με τόση ορθολογιστική κομψότητα;;
Με τον “Καλντερόν” ο Παζολίνι πυροδότησε μια διπλή πρόκληση. Το ποίημα “Το ΚΚΙ στους νέους” ήταν μια πράξη συναισθηματικής πρόκλησης που εκτοξεύτηκε τη στιγμή που η αμφισβήτηση ήταν πολιτικά τόσο δυνατή, που έκανε όλα τα κόμματα ε4πιφυλακτικά απέναντί του. Τότε ο Παζολίνι μόνος του εκτέθηκε, σήμερα πάλι μόνος του εκτίθεται. Ενώ το ΚΚΙ χαρακτηρίζει τώρα πια “φασιστικές” τις πιο ταραχώδεις ομάδες της άκρας αριστεράς, αυτός δείχνει συμπάθεια ή τουλάχιστον περιορισμένη αντιπάθεια για την αφελή τους αδιαλλαξία. Αλλά αμέσως μετά τους συντρίβει πάνω στο ομοιόμορφο απαράδεκτο πανόραμα που για τον Πα;ζολίνι είναι η τωρινή εποχή.
Ρώμη. Για το κείμενο του Παζολίνι, οι γνωστοί ηγέτες της εξωκοινοβουλευτικής ιταλικής αριστεράς, δεν εκφράζουν γνώμες. Ο Αντριάνο Σόφρι, στέλεχος του Lotta Continua (Διαρκής Πάλη) μου είπε: “Προσωπικά η τραγωδία του Παζολίνι με ενδιαφέρει αλλά από πολιτική σκοπιά δεν έχω σχόλια. Η σημασία της είναι μηδαμινή, δεν έχει βαρύτητα”. Ο Φράνκο Πιπέρνο, ένας από τους ηγέτες της Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), είναι ακόμη πιο δραστικός, απορρίπτει τελείως τη συζήτηση πάνω σε θέματα αυτού του είδους. Πίσω από αυτή τη στάση δεν κρύβεται μόνο κάποια επιφύλαξη, ούτε μόνο κάποιος φόβος για τις πολεμικές (όπως εκείνες που ακολούθησαν τη δημοσίευση του ποιήματος “Το ΚΚΙ στους νέους”) που θα μπορούσαν να εξασθενήσουν, έστω και μόνο στο πεδίο της διαλεκτικής, τα κινήματα. Η άρνηση υπαγορεύεται και από την ελλιπή αναγνώριση που έχει τώρα πια το πολιτικό θέατρο μετά από τα αναρίθμητα ,αι διάφορα πειράματα των τελευταίων χρόνων. Μέχρι την εμφάνιση του Living Theatre, στα μέσα της δεκαετίας το ’60, το πολιτικό θέατρο στην Ιταλία είχε δυο εκφράσεις: Ο Μπρεχτ από τη μια πλευρά, documentary-play από την άλλη. Σήμερα είναι διαφορετικά, το είδος έχει επεκταθεί και διαφοροποιηθεί σε πολλαπλές εμπειρίες που κυμαίνονται από τη γενική ‘αποκέντρωση’ μέχρι το θέατρο δράσης και εξέγερσης που π.χ. παρουσιάζει στη σκηνή ο Ντάριο Φο. Λέει επί τούτου ο Φο: “Ο Στρέλερ είναι καλός, πολύ καλός. Αλλά να μην πιστεύει ότι κάνει πολιτικό θέατρο ανεβάζοντας στη σκηνή ένα Μπρεχτ παθιασμένο με τον αισθησιασμό και από τα κείμενα του οποίου μένει μόνο ο ήχος των φράσεων και καθόλου νόημα”. Και προσθέτει ότι οι πειραματισμοί που έγιναν τα τελευταία χρόνια στην Ιταλία είναι “πολιτικοί” μόνο φαινομενικά γιατί για να κάνεις πραγματικά πολιτικό θέατρο, πρέπει να γνωρίζεις τους αγώνες από κοντά, να πας στα κατειλημμένα εργοστάσια, να μιλάς με τους συντρόφους. Ο Πισκάτορ υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μορφές του θεάτρου, γιατί είχε καταλάβει ότι το θέατρο πρέπει να αφορά πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας και μας αγγίζουν.
[…]
Διαφορετική γνώμη έχει ο Βιτόριο Σερμόντι, ο συγγραφέας που προσάρμοσε για τη σκηνή τα πρακτικά της Επιτροπής Αντιμάφια, για την υπόθεση Liggio: “Μια που εξάντλησε την λειτουργία του σαν πολιτιστική πληροφόρηση, το θέατρο του Μπρεχτ έχασε κάθε πολιτική βαρύτητα. Δεν είναι πια ζήτημα ανεβάσματος μα ιδεολογικού υλικού. Ο μαρξιστικός θωμισμός του Μπρεχτ δεν τρομάζει πια κανέναν γιατί η πραγματικότητα βρίσκεται αλλού”.
[…]
Άλλη μια διαφορετική όψη του θέματος παρουσιάζει ο σκηνοθέτης Μάριο Μισιρόλι: “Όλο το θέατρο είναι πολιτικό, εκτός, καμιά φορά, από το πολιτικό θέατρο”. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει μόνο με αστείο παράδοξο, μα ο Μισιρόλι εξηγεί: “Το θέατρο για να είναι και ‘πολιτικό’ πρέπει να είναι φτιαγμένο με τρόπο τρομερά θεατρικό και τρομερά καλλιτεχνικό. Βλέπουμε όμως ότι πολύ συχνά εκείνο που παριστάνεται για πολιτικό θέατρο δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι το υποκατάστατο μιας πολιτικής ομιλίας. Και τότε όχι μόνο δεν είναι πολιτικό αλλά δεν είναι καν θέατρο, δηλαδή δεν είναι τίποτα”.
______________________
- Περιοδικό Espresso. Ρώμη, Οκτώβριος 1973. Μετάφραση: Ιταλικό Ινστιτούτο
- Δημοσιεύτηκε στο έντυπο πρόγραμμα για την παράσταση “Καλντερόν” του Πιέρ Πάολο Παζολίνι που ανέβηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (12/02/1994 – 19/03/1994). Μετάφραση: Βαγγέλης Ηλιόπουλος. Σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια: Σταύρος Τσακίρης. Σκηνικά-κοστούμια : Θάλεια Ιστικοπούλου. Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Σκουλά. Διανομή: Γιώργος Μούτσιος, Μάκης Ρευματάς (Μπαζίλιο – Βασιλιάς Μπαζίλιο), Χρήστος Γιάνναρης, Μαρία Σκουλά, Μαρία Κεχαγιόγλου (Ροζάουρα), Άννα Καχριμάνη, Ελένη Τζώρτζη, Κατερίνα Χέλμη, Θάνος Δαδινόπουλος, Σπύρος Σπαντίδας, Μάρθα Φριντήλα, Γεωργία Αποστόλου, Βαγγέλης Ρόκκος, Αλέξανδρος Ρήγας, Στέλλα Φυρογένη.
- Στην κεντρική φωτογραφία: Μάκης Ρευματάς (Μπαζίλιο – Βασιλιάς Μπαζίλιο), Γιώργος Μούτσιος (Σπήκερ).
- Ο Corrado Augias (Ρώμη, 26 Ιανουαρίου 1935) είναι Ιταλός δημοσιογράφος, συγγραφέας, τηλεοπτικός παρουσιαστής, τηλεοπτικός συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και πρώην πολιτικός.
_____________________
Παζολίνι Πιερ Πάολο (Pasolini Pier Paolo)
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι γεννήθηκε στην Μπολόνια το 1922. Έζησε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες ιταλικές πόλεις (Μπολόνια, Πάρμα, Μπελούνο, Κρεμόνα, Ρέτζιο Εμίλια), και σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1943 κατέφυγε στην Καζάρσα, το χωριό της μητέρας του στην επαρχία του Φριούλι, όπου άρχισε να εργάζεται ως καθηγητής. Στην Καζάρσα αρχίζει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα (θα κυκλοφορήσουν το 1954 στον τόμο “Η καλύτερη νιότη”) και προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1949 κατηγορείται για αποπλάνηση ανηλίκου. Αν και η κατηγορία θα θεωρηθεί ανυπόστατη, το γεγονός θα του στοιχίσει την αποπομπή του τόσο από το σχολείο όσο και από το Ι.Κ.Κ. Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται, μαζί με τη μητέρα του, στη Ρώμη.
Οι λαϊκές συνοικίες της περιφέρειας της Ρώμης θα του εμπνεύσουν τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα, “Τα παιδιά της ζωής” (1955) και το “Μια βίαιη ζωή” (1959). Παράλληλα εκδίδει τις ποιητικές συλλογές “Οι στάχτες του Γκράμσι”(1957), “Το αηδόνι της καθολικής εκκλησίας” (1958) και “Η θρησκεία του καιρού μας” (1961). Διευθύνει την επιθεώρηση Nuovi argomenti με τον Αλμπέρτο Μοράβια, ο οποίος τον θεωρεί, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’50, ως τον σημαντικότερο Ιταλό ποιητή της γενιάς του.
Την ίδια εποχή αρχίζει να ασχολείται με τον κινηματογράφο ως σεναριογράφος και συνεργάζεται με τον Μπολονίνι, τον Μπερτολούτσι και τον Ρόσσι. Το 1961 σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία, το “Ακατόνε”. Ακολουθούν οι ταινίες “Μάμα Ρόμα” (1962), “Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο” (1964), “Οιδίπους Τύραννος” (1967), “Θεώρημα” (1969),”Χοιροστάσιο” (1969), “Μήδεια” (1970), καθώς και η λεγόμενη “τριλογία της ζωής” με το “Δεκαήμερο” (1971), “Οι ιστορίες του Καντέρμπουρυ” (1972) και ” Χίλιες και μια νύχτες” (1974). Τελευταία του ταινία το “Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα” (1975).
Από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής του, ο Παζολίνι άλλοτε με τις ταινίες του, άλλοτε με τα βιβλία του και άλλοτε με τα άρθρα του προκαλούσε σκάνδαλο με τις αντισυμβατικές, επαναστατικές απόψεις του. Δολοφονήθηκε το 1975 από έναν εκπορνευόμενο νεαρό στην Όστια, έξω από τη Ρώμη.
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024