Ο Επιθεωρητής του Γκόγκολ
- ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ
Στις “Εξομολογήσεις ενός συγγραφέα” ο Γκόγκολ (1809 – 1852) λέει πως το θέμα του “Επιθεωρητή” τού το έδωσε ο Πούσκιν, όταν του διηγήθηκε πως κάποτε, ταξιδεύοντας στα Ουράλια, σταμάτησε σ’ ένα χωριό, όπου τον νόμισαν για κρατικό επιθεωρητή.
Αλήθεια ή όχι, ο Γκόγκολ απ’ αυτή τη βασική ιδέα έπλασε την ιστορία της μικρής επαρχιακής πόλης, όπου όλοι οι υπάλληλοι, απ’ τον Έπαρχο ώς τον τελευταίο γραφιά, εκμεταλλεύονται ασύστολα το αξίωμά τους, καταπιέζουν τον κοσμάκη κ’ επιδίδονται μ’ ελαφρότατη συνείδηση σε κάθε είδους εκβιασμούς, απάτες, δωροληψίες και καταχρήσεις. Την ειδυλλιακή αυτή κατάσταση έρχεται να διακόψει η πληροφορία πως, όπου να ’ναι, φτάνει στην περιοχή ένας κρατικός επιθεωρητής -ινκόγνιτο μάλιστα, για να ελέγξει έτσι πιο εύκολα την πολιτεία τους. Ανείπωτος τρόμος κυριεύει αυτούς τους μικρούς σατράπες για την ώρα της κρίσης. Και όταν δυο κουτσομπόληδες τους φέρνουν την είδηση πως στο πανδοχείο της πόλης έχει φτάσει ένας ταξιδιώτης με αγέρωχο ύφος και παράξενα φερσίματα, παρασυρμένοι απ’ την έμμονη ιδέα τους, πιστεύουν όλοι πως ο νέος αυτός είναι ο τρομερός επιθεωρητής. Στην πραγματικότητα, ο ταξιδιώτης, ο Χλεστακώφ, δεν είναι παρά ένας απλός υπάλληλος υπουργείου, που γυρίζει απ’ την άδειά του. Ασήμαντος και φανφαρόνος, έχει εξανεμίσει όλα του τα λεπτά στα χαρτιά και στα γλέντια, και δεν έχει να πληρώσει το ξενοδοχείο του. Αλλά ι Έπαρχος, έρχεται και τον παίρνει σπίτι του για να τον καλοπιάσει, κ’ εκεί ο νεαρός λιμοκοντόρος, μεθυσμένος απ’ την απροσδόκητη επιτυχία του, αποχαλινώνεται. Διηγιέται τις πιο φανταστικές ιστορίες για το βίο και την πολιτεία του και τα κατορθώματά του, τρομοκρατεί τους πάντες, παίρνει λεφτά απ’ τους πάντες, φλερτάρει αδίστακτα την κόρη και την γυναίκα του Επάρχου… Η αλήθεια δεν βγαίνει στο φως παρά αφού φύγει ο διάττων αυτός αστήρ -και γίνεται ακόμα πιο τρομερή όταν αναγγέλλεται πως έφτασε στην πόλη ο αληθινός πια Επιθεωρητής…
Μια τυπική “κωμωδία παρεξηγήσεων” στην εξωτερική του μορφή, γραμμένη πάνω στον καμβά των κωμωδιών του Μολιέρου, με σκηνές που θυμίζουν πότε-πότε τον “Μισάνθρωπο”, ο “Επιθεωρητής” μεταμορφώνεται απ’ τον Γκόγκολ σε έξοχη κοινωνική σάτιρα. Μοναδική σε παρατηρητικότητα, σε αλήθεια, σε γελοιογραφική εξόγκωση (που, όμως, ποτέ δεν ξεφεύγει απ’ την πραγματικότητα), είναι η απεικόνιση της διαφθοράς, της κουτοπονηριάς, της δουλοφροσύνης, του δεσποτισμού των κρατικών υπαλλήλων, αλλά και της οίησης, του σνομπισμού, της κουφότητας των πρωτευουσιάνων. Το πιο τολμηρό και πρωτότυπο είναι πως όλοι αυτοί οι απατεωνίσκοι και σατραπίσκοι δεν παρουσιάζονται σαν εγκληματικές εξαιρέσεις, αλλά σαν τυπικά δείγματα μιας γενικής κατάστασης. Ο πανούργος κι αδίστακτος Έπαρχος καθησυχάζει την (αμφίβολη) συνείδησή του για τις ατασθαλίες του, με τη σκέψη πως “δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος”, πως “όλοι τα ίδια κάνουνε”. Και τούτο είναι το τρομερό στη σάτιρα του Γκόγκολ : ξεσκεπάζει τη βαθύτερη σήψη όχι μερικών ατόμων, αλλά ολόκληρης της κρατικής μηχανής, ολόκληρης μιας κοινωνίας, όπου η αυθαιρεσία, η συναλλαγή, η απληστία, ο δεσποτισμός, καταλύουν κάθε νόμο και κάθε ηθική.
“Στον ‘Επιθεωρητή’ – γράφει ο ίδιος ο Γκόγκολ – θέλησα να συγκεντρώσω ό,τι σάπιο υπάρχει στη Ρωσία, όλες τις αδικίες που γίνονται εκεί ίσα-ίσα όπου έπρεπε ν’ αξιώνουμε απ’ τους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δικαιοσύνη, και να τις κοροϊδέψω μια και καλή”.
Τη γενικότητα της κοινωνικής εικόνας που χαράζει ο “Επιθεωρητής” την υπογραμμίζει ο Γκόγκολ με τη λαϊκή παροιμία που τοποθετεί στην προμετωπίδα του έργου του : “Μην τα βάζεις με τον καθρέφτη, αν το πρόσωπό σου είναι στραβό” Κι ακόμα πιο πολύ, με μια φράση που λέει ο Έπαρχος, όταν μαθεύεται η αλήθεια κ’ οι άλλοι γύρω του ξεσπάνε σε γέλια : μανιασμένος γυρίζει σ’ αυτούς, μα προπάντων γυρίζει στο κοινό, και ουρλιάζει : “Τι γελάτε έτσι; Με τον ίδιο τον εαυτό σας γελάτε!” (Κ’ είναι χαρακτηριστικό πως τη φράση αυτή, που έγινε αμέσως διάσημη, την απαγόρευσε για καιρό η τσαρική λογοκρισία).
Η ευρύτητα της σάτιρας δεν διέφυγε το οξύτατο μάτι του μεγάλου κριτικού Μπιελίνσκι. “Η διαγραφή των χαρακτήρων – παρατηρεί – υψώνει το έργο σε ηθικό κατηγορώ της ρωσικής πραγματικότητας, σε αληθινό θρίαμβο του ‘κριτικού ρεαλισμού’”. Γι’ αυτό και το παρομοίαζε σε σημασία με τους “Γάμους του Φίγκαρο”… “Την κοινωνική σάτιρα – προσθέτει ο ίδιος – την πλουτίζει η ψυχολογική και δραματική ενότητα. Η συμπεριφορά και ο λόγος του κάθε προσώπου ξεπηδάνε απ’ την προσωπικότητά του, τα επεισόδια είναι σφιχτοδεμένα και διαδέχονται το ’να τ’ άλλο με ακράτητο ρυθμό, ο διάλογος είναι ολοζώντανος και απολαυστικός”.
Κι αλήθεια, τίποτα το περιττό, το φλύαρο, το ρητορικό δεν θολώνει την ανελέητη διαπεραστικότητα του έργου. Καμιά διδαχή, κανένα κήρυγμα, καμιά ηθικολογία. Το μήνυμά του αναπηδά – όπως και σε κάθε άξιο έργο – απ’ τα πρόσωπα και τα γεγονότα μόνο. Κι ο θεατής, που παρασύρεται στην αρχή απ’ την ακατανίκητη κωμικότητα των καταστάσεων, στο τέλος ανατριχιάζει μπροστά σ’ όλην αυτή την ψυχική και ηθική αθλιότητα, που νιώθει ν’ απλώνεται όχι μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και γύρω του και – γιατί όχι; – και μέσα του.
Μα κ’ ένα άλλο στοιχείο πρέπει να υπογραμμιστεί : ο Χλεστακώφ δεν είναι ένας “επαγγελματίας” απατεώνας. Οι περιστάσεις τον σπρώχνουν, σχεδόν τον αναγκάζουν, να λέει ψέματα, να ξεγελάει και να εκμεταλλεύεται τους άλλους. Και πέφτει σ’ αυτό τον πειρασμό, όχι μόνο επειδή είναι κούφιος, “άδειος”, αριβίστας, χωρίς χαρακτήρα και χωρίς ηθική, αλλά και γιατί όλο το περιβάλλον γύρω του είναι κούφιο κι ανήθικο. Σ’ ένα τέτοιο διεφθαρμένο καθεστώς – όπως παρατηρεί η Nina Gourfinkel – κανένας δεν μπορεί να μείνει τίμιος.
Έτσι ο “Επιθεωρητής”, ξεκινώντας απ’ το κλασικό σχήμα της κωμωδίας παρεξηγήσεων, υψώνεται σε σάτιρα της τσαρικής γραφειοκρατίας και, από κει, σε σάτιρα της διαφθοράς πέρ’ από τόπο και χρόνο. Κι αυτή η οικουμενικότητα δίνει στον “Επιθεωρητή” την αθανασία του. Η μεγαλοφυία του Γκόγκολ μεταμόρφωσε το επίκαιρο σ’ αιώνιο, το ηθογραφικό σε παγκόσμιο. Εισχωρώντας, πέρ’ απ’ την τοπική και χρονική επιφάνεια, στο βάθος της ανθρώπινης φύσης, αναμοχλεύοντας και σαρκάζοντας τις ταπεινότητες, τις σκληρότητες, τις απληστίες του ανθρώπινου εγωισμού και της ανθρώπινης ανοησίας, έκανε το έργο του ηθικό φραγγέλιο που, πάνω απ’ τους τσαρικούς γραφειοκράτες, μαστιγώνει τις ανθρώπινες αθλιότητες, όποια μορφή κι αν παίρνουν, σ’ όποιαν εποχή κι αν προβάλλουν το οικτρό προσωπείο τους.
Εύκολα μαντεύει κανένας την αίσθηση που έκανε ο “Επιθεωρητής”, όταν πρωτοπαίχτηκε τον Απρίλη του 1836. Κι ωστόσο η λογοκρισία – που τής είχε, φυσικά, υποβληθεί το έργο – δεν είχε υποψιαστεί τη σημασία του. Με την ηλιθιότητα που τη συνοδεύει παντού και πάντα, το νόμισε μια κοινή φάρσα, ένα ανώδυνο “αστείο”. Ο Γκόγκολ έλεγε πως η άδεια τού δόθηκε χάρη στην επέμβαση του Τσάρου. Σύμφωνα μάλιστα με μια παράδοση, ο Νικόλαος Α΄, που παρακολούθησε την παράσταση, αναφώνησε : “Ωραία μας συγύρισε όλους, και πρώτο και καλύτερο εμένα !” Φυσικά, έχουμε κάθε λόγο ν’ αμφιβάλλουμε πως αυτός ο ωμός τύραννος – αυτός ο “εστεμμένος χωροφύλακας”, όπως τον έλεγαν – ήταν άξιος για τέτοιαν αυτογνωσία.
Το βέβαιο, μια φορά, είναι πως ο “Επιθεωρητής” ξεσήκωσε αμέσως άγρια πολεμική. Οι αξιωματούχοι κι όλος ο εσμός των αντιδραστικών θεώρησαν το έργο “απαράδεκτη προσβολή κατά των ευγενών, των υπαλλήλων και των εμπόρων”, κατηγόρησαν τον Γκόγκολ ότι υπονομεύει τα θεμέλια της κοινωνίας” και ότι, κάτω απ’ την απλή σάτιρα της γραφειοκρατίας, προσβάλλει το ίδιο το τσαρικό καθεστώς, έφτασαν μάλιστα να προτείνουν να εξοριστεί ο συγγραφέας στη Σιβηρία… (Ο φαρισαϊσμός της πατριδοκαπηλίας δεν αλλάζει ούτε μέσα, ούτε επιχειρήματα, ούτε καν λεξιλόγιο, σ’ όλα τα πλάτη της γης…)
Ο ευαίσθητος Γκόγκολ – που είχε πολύ οργιστεί για την κακή ερμηνεία μερικών ρόλων του έργου του (προπάντων του Χλεστακώφ) – πικράθηκε βαθύτατα απ’ τις επιθέσεις αυτές. Του κάκου ο πιστός φίλος του, ο ηθοποιός Stchepkine, του έγραφε προσφυέστατα : “Μα πώς θες να μην ενοχληθεί (το κοινό) απ’ το έργο, αφού οι μισοί θεατές είναι από κείνους που παίρνουν, κι οι άλλοι μισοί από κείνους που δίνουν ;” Ο Γκόγκολ ήταν απελπισμένος : “Όλοι είναι εναντίον μου – γράφει στον Stchepkine – Τώρα βλέπω τι θα πει να είσαι κωμωδιογράφος. Το παραμικρό ίχνος αλήθειας να πεις, βρίσκεσαι αντιμέτωπος όχι πια με άτομα, αλλά με τάξεις ολόκληρες !” Και, λίγο αργότερα, έγραφε στον ίδιον : “Είμαι κατάκοπος στο σώμα και στην ψυχή (…) Το έργο μου το σιχαίνομαι (…) Θέλω να φύγω μακριά, ένας Θεός ξέρει πού…”.
Και, πραγματικά, έφυγε. Αργότερα, κυριευμένος από θρησκευτικό μυστικισμό, απαρνήθηκε και τον “Επιθεωρητή” και τ’ άλλα του έργα. Αλλά το έργο αποδείχτηκε δυνατότερο απ’ το δημιουργό του. Κι ο “Επιθεωρητής” εξακολουθεί να παίζεται σ’ όλες τις σκηνές του κόσμου, μαστιγώνοντας με την ανελέητη σάτιρά του όλους τους (κάθε εποχής και κάθε χρώματος) εκμεταλλευτές και σατραπίσκους.
____________________
ΥΓ. Ο Γκόγκολ πρωτόγινε γνωστός στο ελληνικό θέατρο με την κωμωδία του “Παντρολογήματα”, που έπαιξε ο ονομαστός κωμικός Ε. Παντόπουλος σε μετάφραση του Αγαθοκλή Κωνσταντινίδη (1893).
Όχι πολύν καιρό αργότερα (1900), παίχτηκε κι ο “Επιθεωρητής” απ’ τον θίασο Δημ. Αλεξιάδου. Η πρώτη του αυτή εμφάνιση δεν γνώρισε επιτυχία. Αντίθετα, σημαντική ήταν η παρουσίαση του έργου από την “Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου” (1919), σε μετάφραση του Κ. Χατζόπουλου και σκηνοθεσία του Φ. Πολίτη. Έπαιζαν ο Αιμ. Βεάκης (Έπαρχος), ο Λ. Λύτρας (Χλεστακώφ), ο Π. Γαβριηλίδης (Σπέκιν), ο Χ. Νέζερ (Οσήπ), η Α. Μουστάκα (Άννα), ο Κ. Μουσούρης κι ο Α. Φωκάς (Ντομπτσίνσκι και Μπομπτσίνσκι).
Ακολούθησαν τρεις καινούργιες παρουσιάσεις των “Παντρολογημάτων”: η πρώτη με τον τίτλο “Γαμπροπάζαρο” (μετάφρρ. Αθ. Σαραντίδη) με τον Αιμ. Βεάκη (1926), οι άλλες δυο με τον πρώτο τους τίτλο απ’ το “Λαϊκό Θέατρο” του Β. Ρώτα (Α. Σταυρίδου, Ν. Ματθαίος, Γ. Ταλάνος, Ν. Μαρσέλλου).
Ο “Επιθεωρητής” ξαναγυρίζει “επίσημα” το 1936: τον ανεβάζει λαμπρά το Εθνικό Θέατρο σε μετάφρ. Π.Δ. Παναγόπουλου, σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη, σκηνογραφίες Κλ Κλώνη, μκοστούμια Α. Φωκά, και παίζουν : Αιμ. Βεάκης (Έπαρχος), Ν. Δενδραμής (Χλεστακώφ), Μιράντα (Άννα), Η. Δεστούνης (Οσήπ), Τ. Λεπενιώτης (Αρτέμ), Μ. Μυράτ (Λουκάς), Ε. Μαμίας (Μπομπτσίνσκι), Χ. Ευθυμίου (Ντομπτσίνσκι), Ρ. Ροζάν (Μαρία), Α. Μαλλιαγρός (Κούσμιτς), Μ. Κατράκης (Υπαστυνόμος, Γ. Ταλάνος (Υπηρέτης). Τρία χρόνια αργότερα, παίζεται κι απ’ το Άρμα Θέσπιδος, με σκηνοθεσία Π. Κατσέλη και με τους Χρ. Τσαγανέα, Χρ. Νέζερ, Χρ. Καλογερίκου, Μ. Ραυτοπούλου, Χ. Πλακούδη, Μ. Ροζάν. Το Εθνικό Θέατρο τον ξαναπαρουσιάζει (στην καλοκαιρινή σκηνή της πλατείας Κλαυθμώνος, το 1945) με σκηνοθεσία Σ. Καραντινού και με τους Ν. Δενδραμή, Ν. Παρασκευά, Χ. Ευθυμίου, Ε. Χαλκούση, Α. Μαζαράκη-Κατσέλη, Μ. Καλογιάννη, Η. Σταματίου, Ζ. Τσάπελη, Ι. Μαρίνο.
Τον ίδιο χρόνο, το Θέατρο Τέχνης παίζει τα “Παντρολογήματα”με σκηνοθεσία του Κ. Κουν και σκηνογραφίες του Γ. Στεφανέλλη και με τους Λ. Καλλέργη, Β. Διαμαντόπουλο, Β. Μεταξά, Τ. Καράλη, Μ. Φωτόπουλο, Στ. Ξενίδη. Το ίδιο έργο ανεβάζει το 1956 κ’ η Αττική Σκηνή, με σκηνοθεσία του Σ. Καραντινού, σκηνογραφίες της Λ. Ζαΐμη, και με τους Κλ. Νικολάου, Θ. Σαρρή, Κ. Γεννατά, Σ. Ζεμπέλη, Χ. Κατσιγιάννη, Ζ. Σκουρλά.
Τέλος, πρέπει να μνημονευθεί κ’ η διασκευή των Ροζέ Κοτζιό και Συλβί Λινώ από το Ἡμερολόγιο ενός τρελού”, που ανέβασε το 1963 ο Δημήτρης Χορν.
____________________
- Πρώτη δημοσίευση: ΘΕΑΤΡΟ 64. Διεύθυνση και Έκδοση : Θ. Κρίτας
- Κεντρική φωτογραφία: Μπροστά: Μίμης Χρυσομάλλης (Ιβάν Αλεξάντροβιτς Χλεστακώφ), Χρήστος Δαχτυλίδης (Αρτέμη Φιλίπποβιτς). Πίσω: Κώστας Μπάλλας (Πιοτρ Ιβάνοβιτς Ντόμπτσινσκι), Ντίνος Δουλγεράκης (Πιοτρ Ιβάνοβιτς Μπόμπτσινσκι), Μιχάλης Αεράκης (Χωροφύλακας), Αιμίλιος Μεσσίδης (Χωροφύλακας Ντερλίμορντα). Ο επιθεωρητής (1989). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 17/12/1988 – 05/02/1989.
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024