Το Ημερολόγιο ενός τρελού  (Ένας κόσμος που έρχεται σε σύγκρουση μ’ έναν άλλο κόσμο)

Το Ημερολόγιο ενός τρελού (Ένας κόσμος που έρχεται σε σύγκρουση μ’ έναν άλλο κόσμο)

Μοιράσου το!

ΟΤΑΝ άρχισα να διαβάζω το “Ημερολόγιο ενός τρελού” σκέφτηκα πως ο Γκόγκολ δεν αγαπάει τον ήρωά του. Στις πρώτες σελίδες θα ’λεγε κανείς πως ο συγγραφέας περισσότερο χλευάζει τον Αυξέντιο Ιβάνοβιτς Ποπρίστσιν παρά τον συμπαθεί. Η μεγαλομανία του ήρωα, έλεγα, είναι ο στόχος του έργου. Εδώ, κάνω μια παρένθεση: το “Ημερολόγιο” γράφτηκε σε μορφή διηγήματος από τον Γκόγκολ. Ο Roger Coggio και η Silvie Luneau, που το διασκεύασαν για το θέατρο, δεν άλλαξαν τίποτα, απολύτως τίποτα. Ασήμαντα πράγματα προσέθεσαν στο κείμενο και τίποτα δεν αφαίρεσαν. Η κίνηση, το σκηνικό, δίνουν τη θεατρικότητα· και το ζωντάνεμα του λόγου από το σκηνοθέτη και τον ηθοποιό, το κάνουν θεατρική δημιουργία.

Ξαναγυρίζω στις αρχικές μου σκέψεις και αντιδράσεις από την πρώτη μου επαφή με το κείμενο. Σάτιρα, σκέφτηκα, κάνει ο συγγραφέας. Αυτούς τους τύπους, άλλωστε, τους συναντά κανείς συχνά στα έργα και στα πεζογραφήματα του Γκόγκολ. Αμέσως μου ‘ρθε στο νου εκείνος ο τύπος στον “Επιθεωρητή” που πλησιάζει τον Χλεστακώφ – ψευτοεπιθεωρητή – και τον παρακαλεί, όταν πάει στην Πετρούπολη, να πληροφορήσει τον Τσάρο ότι σε μια Ρωσική επαρχία ζει ένας Πέτρος Ιβάνοβιτς Ντόμπτσινσκι. Δεν ζητάει τίποτα άλλο, δεν ποθεί τίποτ’ άλλο από το να μάθει ο Τσάρος την ύπαρξή του. Νόμισα, λοιπόν, πως αδερφάκι ή ξαδερφάκι του Πέτρου Ιβάνοβιτς Ντόμπτσινσκι είναι ο Αυξέντιος Ιβάνοβιτς Ποπρίστσιν. Όσο όμως προχωρούσα στο διάβασμα, η πρώτη σκέψη μ’ εγκατέλειπε, έφευγε, κ’ ένα πλήθος άλλων σκέψεων και κυρίως συναισθημάτων με κυρίευαν. Αυτός ο υπαλληλάκος δεν είναι ένας τύπος, είναι ένας άνθρωπος, ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας κόσμος που έρχεται σε σύγκρουση μ’ έναν άλλο κόσμο. Αυτή η σύγκρουση είναι τραγική και δεν μπορεί να έχει κανένα άλλο αποτέλεσμα παρά την τρέλα ή το θάνατο. Τι είναι όμως η τρέλα; Δεν είναι ένας θάνατος;

Στο έργο υπάρχει ένα μόνο πρόσωπο. Ναι. Ένα πρόσωπο ορατό και αμέτρητα αόρατα, που την παρουσία τους όμως την αισθανόμαστε κάθε στιγμή. Ο κόσμος του Ποπρίστσιν είναι εμπρός μας τόσο, όσο είναι εμπρός μας και ο άλλος κόσμος, που καταπατά τον καημένο τον υπαλληλάκο, τον ταπεινώνει, τον περιφρονεί, τον εξευτελίζει. Κι αυτός ο γύρω του κόσμος δεν του μιλά παρά μόνο για να τον βρίσει, να τον κοροϊδέψει, να τον ταπεινώσει. Ο Ποπρίστσιν φαντάζεται αυτόν τον κόσμο σαν κάτι μεγαλειώδες, απροσπέλαστο, ονειρώδες, γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο ανήκει η αγαπημένη του, η κόρη του Διευθυντού· μα κάθε φορά που τη συναντά, αντί να της εξομολογηθεί τον έρωτά του, τα χάνει. Μπερδεύεται η γλώσσα του και γίνεται γελοίος, γελοίος, γελοίος. Δεν έχει πού να στραφεί, πού να μιλήσει.

Η πρώτη παράκρουση είναι όταν νομίζει πως ακούει τη σκυλίτσα της αγαπημένης του να μιλάει με μια άλλη σκυλίτσα. Ακούει έναν ολόκληρο διάλογο ανάμεσα στους σκύλους και μάλιστα μαθαίνει πως οι δυο σκύλοι αλληλογραφούν. Όταν λογικεύεται, λέει: “Ομολογώ πως, εδώ και κάμποσο καιρό, μου συμβαίνει καμιά φορά ν’ ακούω και να βλέπω πράματα που κανένας ποτέ δεν είδε κι ούτε άκουσε”. Φλέγεται απ’ τον έρωτα και από τη δίψα να γνωρίσει τους μεγάλους, τους ισχυρούς, τους πετυχημένους. Η μόνη λύση, μέσα ς’ αυτή την απόγνωση, είναι τα σκυλιά. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η πιο συνταρακτική σκηνή του έργου. Κλέβει τα γράμματα, που υποτίθεται ότι έχει γράψει η μια σκυλίτσα στην άλλη, και πάει σπίτι του να τα διαβάσει. Τα γράμματα αυτά είναι γεννήματα της φαντασίας του – κι από κει ξεπροβάλλει όλη η Ρώσικη, ταραγμένη ψυχή του. Στα γράμματα αυτά , που δεν έχουνε γράψει φυσικά οι σκύλοι, αντί να κολακεύει, να καθησυχάζει τον εαυτό του, γίνεται ο ίδιος σκύλος, γιατί έτσι έχει μάθει να του φέρονται, και αυτοταπεινώνεται, αυτοτιμωρείται, αυτοεξευτελίζεται. Για μένα τουλάχιστον, σ’ αυτό το σημείο ο Γκόγκολ είναι μεγαλοφυής. Να βάζει έναν άνθρωπο να γνωρίζει τους γύρω του ανθρώπους μέσω των σκύλων, γιατί ο ίδιος δεν μπορεί τους ανθρώπους να τους πλησιάσει, είναι, κατά τη γνώμη μου, σύλληψη συγκλονιστική. Μέσα από αυτά τα γράμματα, βγαίνει όλος ο καημός του Αυξέντιου Ιβάνοβιτς. “Έχω τη γνώμη”, λέει, “πως το να μοιράζεται κανείς τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις του με τον άλλον, είναι μια από τις μεγαλύτερες ευτυχίες πάνω στη γη”.

Ευτυχία που δεν τη γνώρισε ποτέ. Αυτός ο ταπεινωμένος, ο εξευτελισμένος, ο πάμπτωχος τρελαίνεται. Γίνεται Βασιλιάς… Δεν χρειάζεται να συνεχίσω. Το έργο θα μιλήσει μόνο του,

_________________________

  • ΘΕΑΤΡΟ 64. Διεύθυνση και έκδοση: Θ. Κρίτας

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ