Ο καραβοκύρης… Αιμίλιος Χουρμούζιος

Ο καραβοκύρης… Αιμίλιος Χουρμούζιος

Μοιράσου το!

ΠΑΝΤΑ μου φαινότανε πως ο διευθυντής μιας εφημερίδας είναι σαν τον καπετάνιο μιας φρεγάτας που σκίζει τις θάλασσες. Πόσο σωστή ήταν η παραπάνω εντύπωση, το διαπίστωσα όταν γνώρισα το Χουρμούζιο. Μου δόθηκε τότε συχνά η ευκαιρία να παρακολουθήσω πώς ακριβώς απ’ τη γέφυρά του ο καπετάνιος ρυθμίζει το δημοσιογραφικό πλου, πώς φροντίζει για τη μεταφορά των πνευματικών φορτίων, πώς επιβλέπει τα μηχανοστάσια του τυπογραφείου, πώς οργανώνει, τέλος, την καταδίωξη των επικίνδυνων κουρσάρων που διακρίνονται στον πολιτικό και κοινωνικόν ορίζοντα.

Αυτό όμως ήταν αργότερα. Η πρώτη μου –από μακριά– γνωριμία με τον “ισχυρό άνθρωπο” της “Καθημερινής” είχε συντελεστεί πιο πριν, σαν αποτέλεσμα μιας παράστασης και μιας κριτικής. Παράστασης δικής μου, κακής – κριτικής δικής του, χειρότερης. Ακολούθησε αλληλογραφία -από το βήμα του “Αθηναίου” στη δεύτερη σελίδα, πάνω αριστερά, της εφημερίδας του – όπου ανταλλάξαμε μύδρους. Μερικούς μήνες πιο ύστερα, ο Χουρμούζιος διοριζότανε – και δεχότανε να γίνει – γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, όπου εγώ είμουνα τότε μόνιμος σκηνοθέτης. Έτσι, φτάνοντας ένα πρωί στην πρόβα μου, δέχτηκα τα συλλυπητήρια όλου σχεδόν του κρατικού θιάσου. Ήμουν ο άτυχος ναυτικός, που είχε οδηγήσει το τρεχαντήρι του ενάντια στην πανίσχυρη φρεγάτα. Και τώρα, ο κυρίαρχος της θάλασσας θα μ’ εξαφάνιζε δίχως άλλο από το χάρτη.

Αυτό θα συνέβαινε ίσως πραγματικά, αν ο θριαμβευτής εχθρός ήταν άλλος. Ο Χουρμούζιος όμως ανέλαβε, στα 1955, τη διεύθυνση του Εθνικού, όχι για να εξουσιάσει, μα για να δημιουργήσει. Πρόσθεσε στον καθημερινό του μόχθο μια καινούργια υποχρέωση, φορτωμένη κι αυτή μ’ ανάλογες ευθύνες. Μόνο και μόνο απ’ αγάπη της τέχνης κι από έγνοια για τον πνευματικό προορισμό του θεάτρου μας. Δεν το δήλωσε. Τ’ απόδειξε χωρίς δηλώσεις.

Θυμάμαι πως άδειαζα τα συρτάρια του γραφείου μου στο Εθνικό, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. “Εδώ Χουρμούζιος”. Μου ζήτησε να συναντηθούμε σε ουδέτερο έδαφος –στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, στον Ορφέα– κι εκεί, ξεχνώντας τα πρόσφατα εχθρικά πυρά, μου πρότεινε να δουλέψουμε μαζί και με διαβεβαίωσε για την απεριόριστη εμπιστοσύνη του. Η λεβεντιά του καπετάνιου με συνεπήρε. Και δεν έπαψε από τότε να με συνεπαίρνει –είτε βρισκόταν ο Χουρμούζιος στο ζενίθ της δύναμης και της δόξας, είτε βρισκόταν στο ναδίρ της απογοήτευσης και της πίκρας. Γιατί κι αυτές αναγκαστικά, τις γνώρισε. Μα ακόμα κι όταν η πολιτική τον κήρυξε έκπτωτο απ’ το θέατρο, ακόμα κι όταν η δικτατορία έκλεισε την “Καθημερινή”, ακόμα κι όταν, σαν Οδυσσέας έμεινε δίχως πλοίο και συντρόφους, τα στίγματα του ομηρικού θαλασσοπόρου δεν έσβησαν ποτέ.

Προτού αναπτύξει τη δραστηριότητα του θεατρικού ηγέτη, ο Χουρμούζιος είχε κιόλας ασχοληθεί με το θέατρο, καμιά εικοσαριά χρόνια, σαν κριτικός της “Καθημερινής”. Κι όταν, στα 1964, η Πολιτική τον κήρυξε έκπτωτο απ’ την Κρατική Σκηνή, ξαναγύρισε στη στήλη του με στοργή, με προσήλωση και με πρόσθετη σοφία. Αρκούνε και μερικά δείγματα μονάχα απ’ την τεράστια κριτική του παραγωγή για να προβάλουν τη θεατρική κοσμοθεωρία του. Ιδιαίτερα γύρω απ’ το Αρχαίο Δράμα, που πολύ το αγάπησε και πολύ το βοήθησε να στεριώσει και πάλι, σαν απαραίτητο εφόδιο της ανθρώπινης ζωής, στο ίδιο χώμα που το ’χε, πριν δυόμισυ χιλιάδες χρόνια, γεννήσει

Η ιστορία θα τοποθετήσει το συγγραφέα, δημοσιογράφο και κριτικό Χουρμούζιο στη θέση που του πρέπει κι άλλοι θα τον παινέψουν γι’ αυτές του τις εξαίρετες ιδιότητες. Οι άνθρωποι του θεάτρου έχουνε να πούνε πως στάθηκε καπετάνιος απ’ τους πιο στοργικούς – κι αναφέρουν τα εννιά του χρόνια σε μια χρυσή εποχή του Εθνικού. Μα τον θυμούνται συνάμα και σαν θαλασσόλυκο σκληρό όσο λίγοι, που δεν υπόκυψε ποτέ του σε καμιάν ισχυρή παρέμβαση, που δεν παραδέχτηκε καμιάν άστοχη γνώμη και που, αν και λιττεράτος ο ίδιος, είδε πάντα το θέατρο σαν φαινόμενο ζωής, αποφεύγοντας και καταδικάζοντας κάθε ερασιτεχνική “φιλολογία”. Το δεύτερο καράβι του, το Θέατρο –όπως και το πρώτο του, η Εφημερίδα– έπρεπε να βρίσκεται σ’ αδιάκοπη πορεία, με τα καζάνια πάντα αναμμένα και με το πλήρωμα σε διαρκή δράση. Για το καλό της πατρίδας.

Στα εννιά χρόνια που έμεινε επικεφαλής του Εθνικού έβαλε κατά μέρος κάθε προσωπικό όφελος και κάθε ιδέα αυτοπροβολής, για να φτιάξει αυτό που νόμιζε σωστό και για να συγκεντρώσει γύρω του όσους πίστευε πως είναι δραστήριοι και δημιουργικοί, σαν κι αυτόν. Ακόμα και σε πολλά ιερά τέρατα του θεάτρου –που τα είχε άλλοτε αντιμετωπίσει με τη λόγχη– έδωσε τώρα το χέρι. Το χέρι, όχι μονάχα της συνεργασίας, μα και της φιλίας. Γιατί, κακά είν’ τα ψέματα, η πρώτη δεν προκόβει ποτέ δίχως τη δεύτερη.

Το έχω για μεγάλη μου τιμή που με διάλεξε συνεργάτη και μου εμπιστεύτηκε τα πιο πολλά απ’ τα εκατό περίπου έργα που χάρισε στο ελληνικό κοινό. Εκατό έργα κάθε εποχής, κάθε εθνικότητας, κάθε σχολής. Έργα με άριστους ηθοποιούς και κατάμεστο το θέατρο. Έργα που ποτέ δεν είχανε γνωρίσει οι Έλληνες, σαν τη “Γηραιά κυρία” του Ντύρρενματ και τη “Δόνια Ροζίτα” του Λόρκα, το “Ατλαζένιο γοβάκι”\του Κλωντέλ και το “Ονειρόδραμα” του Στρίντμπεργκ, το “Βασιλέα Ροδολίνο” του Τρωίλου και τη “Μέλισσα” του Καζαντζάκη, το “Δύσκολο” του Μένανδρου και το “Χριστό Πάσχοντα” – ποιο να πρωτοθυμηθούμε;

Εύγλωττα μιλούν, άλλωστε, οι στατιστικές της περιόδου 1955-1964 για τα έργα που παρουσίασε· για τους θεατές που συγκέντρωσε· για τους άριστους ηθοποιούς, παλιούς και νέους, που αξιοποίησε με σεβασμό πάντα για τις υλικές και ηθικές τους φιλοδοξίες· για τους καλύτερους έλληνες σκηνογράφους, που τους άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του Εθνικού· για τους μουσικούς που πίστεψε για σπουδαίους, προτού ακόμα η κοινή γνώμη τους φορέσει τις δάφνες· και για όλα τ’ άλλα ορόσημα που πρόσφερε στη θεατρική μας ιστορία. Καθιέρωση του ετήσιου Φεστιβάλ Επιδαύρου μ’ αξιόλογες κι υπεύθυνες παραστάσεις. Αποκατάσταση του Κρητικού δραματολόγιου. Λαμπρή συμμετοχή της Ελλάδας στο Φεστιβάλ των Εθνών του Παρισιού. Και, πάνω απ’ όλα, η αναβίωση, του νεκρού ίσαμε τότες Αριστοφάνη, που ο Χουρμούζιος τον ξανάφερε θριαμβευτικά στη σημερινή μας ζωή – παρουσιάζοντας τις πιο πολλές απ’ τις κωμωδίες του στην Επίδαυρο κι αφήνοντας στρωμένο δρόμο για τους μεταγενέστερους.

Ας μην απλωθούμε πιότερο. Είναι πολλοί οι σταθμοί της ακούραστης πορείας του, πολλά τα λιμάνια που οδήγησε το θεατρικό του καράβι σημαιοστολισμένο.

Σαν άνθρωπος ακέραιος κι ολοκληρωμένος, ο Χουρμούζιος κράτησε και στις δυο του ιδιότητες – του δημοσιογράφου και του θεατράνθρωπου – την πορεία της εσωτερικής του πίστης. Είτε κυβερνούσε, είτε αντιπολιτευότανε, δεν έπαψε να ’ναι πάντα ο ίδιος οραματιστής. Η Κουμουνδούρου του Εθνικού κι η Σωκράτους της “Καθημερινής” ήταν μονάχα οι ταρσανάδες. Το βλέμμα του θαλασσοπόρου ατένιζε τους μακρινούς ορίζοντες κι η ρότα έμενε σταθερή στο ιδανικό.

Τη μέρα που πέθανε, οι θεατές του Φεστιβάλ Αθηνών είχαν γεμίσει το Ηρώδειο για να δούνε τους “Βατράχους” του Αριστοφάνη, που αυτός παλιότερα είχε πρωτοπαρουσιάσει. Πριν αρχίσει η παράσταση, ντυμένοι και μακιγιαρισμένοι, οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου παραταχτήκανε στη σκηνή. Όρθιο το κοινό κράτησε με σεβασμό ενός λεπτού σιγή.

Και κατόπι, ένας χείμαρρος από χειροκροτήματα αποχαιρέτησε το Χουρμούζιο – αντηχώντας ίσαμε την Ακρόπολη.

____________________

  • Πρώτη δημοσίευση: Σημείον του Αιμ. Χουρμούζιου. “Τετράδια Ευθύνης” 20, 1983.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ