Μιχαήλ Ροδάς (1884 – 1948) – Το θέατρο ήταν η λατρεία του

Μιχαήλ Ροδάς (1884 – 1948) – Το θέατρο ήταν η λατρεία του

Μοιράσου το!

Ο αναγνώστης της εφημερίδας σήμερα δεν παραδέχεται το φύλλο που διαβάζει να μην τον κατατοπίζει και στις εκδηλώσεις της καλλιτεχνικής ζωής. Μια εφημερίδα που δεν θα προσελάμβανε ειδικούς συνεργάτες για να παρακολουθούν υπεύθυνα την κίνηση του θεάτρου, της μουσικής, του βιβλίου, και των ζωγραφικών εκθέσεων, δεν θα συγκέντρωνε αναγνώστες. Όσο συνταρακτικά κι αν είναι τα πολιτικά προβλήματα της εποχής μας, δεν απορροφούν ολόκληρη την προσοχή του κοινού. Το κοινό έχει αντιληφθεί, ή τουλάχιστον υποπτευθεί, ότι η Τέχνη δεν είναι ένα περιθωριακό επεισόδιο, ότι παίζει συχνά, έστω κι αν δεν φαίνεται πάντα καθαρά, ένα ρόλο πρωταγωνιστού, και ζητεί να ενημερώνεται στις προβολές της παρουσίας της.

Η διαμόρφωση αυτής της αξίωσης, το ξύπνημα του ενδιαφέροντος από το οποίο απορρέει, οφείλεται εν μέρει και στο Μιχαήλ Ροδά. Ο Ροδάς υπήρξε, φυσικά όχι ο μόνος, αλλά ένας από τους κύριους ιδρυτές της θεατρικής στήλης των εφημερίδων.

Για χρόνια παρακολουθούσε, για να προσφέρει την επομένη τις εντυπώσεις του στους αναγνώστες του, τακτικότατα, κάθε θεατρική παράσταση. Ακόμα κι όταν ο θάνατος τον είχε πολύ πλησιάσει, τον είχε σημαδέψει για να είναι ένα προσεχέστατο θύμα του, όταν η αρρώστια τον είχε καταβάλει έτσι ώστε η φυσιογνωμία του να προκαλεί στους φίλους του, μα και στους αδιάφορους, φρικίαση, γιατί ενώ εξακολουθούσε να είναι ζωντανός, είχε κιόλας αποτυπωθεί επάνω της η μάσκα του θανάτου, δεν έπαυσε ώς την ύστατη στιγμή που του το επιτρέψανε οι δυνάμεις του να είναι πιστός στην εργασία του.

Βέβαια πολύ συνέτεινε στη θετικοποίηση της κυριότερης συμβολής του, στο να μπορεί να του αναγνωρισθεί ότι υπήρξε ένας από τους βασικούς συντελεστές που επιβάλανε στις εφημερίδες τη θεατρική στήλη, και την κατέστησαν απαραίτητη, το γεγονός ότι έγραφε σε ένα δημοσιογραφικό όργανο με ευρύτατη κυκλοφορία.

Ας μην αυταπατόμαστε! Κανένας συνεργάτης, ούτε ο πιο αγαπητός και οικείος στο κοινό, δεν παρασέρνει μαζί του, εάν αλλάξει εφημερίδα, τους αναγνώστες του· κι αν τον ακολουθήσουν μερικοί, θα είναι ελάχιστοι. Κάθε εφημερίδα έχει τη δική της οντότητα, τη δική της προσωπικότητα, που είναι σχεδόν απροσδιόριστο από ποια στοιχεία ακριβώς αποτελείται. Αυτήν την προσωπικότητα εγκρίνει, ή δεν την εγκρίνει, το κοινό. Μπορούν να αλληλοδιαδεχθούν οι συνεργάτες, να είναι διάφοροι αναμεταξύ τους, κι ο χαρακτήρας της εφημερίδας να μη μεταβληθεί. Η εφημερίδα οφείλει λιγότερα στον καθένα χωριστά συνεργάτη της, παρ’ ό,τι της οφείλει αυτός· η εφημερίδα μπορεί να στερηθεί ένα συνεργάτη της, και να μην υποστεί ζημιά, ενώ ο συνεργάτης συχνά αναδεικνύεται από την εφημερίδα, αν η εφημερίδα έχει διάδοση και κύρος. Είναι πολύ ενδεχόμενο ο Ροδάς αν δεν είχε το βήμα που του έλαχε, να μην είχε επιτύχει η φωνή του να βρει απήχηση.

Αλλά το ότι η εφημερίδα προσφέρει ένα βάθρο, δεν σημαίνει ότι μπορεί κανένας να σταθεί σ’ αυτό χωρίς να έχει ορισμένα προσόντα. Πρέπει να έχει την ικανότητα να προσαρμοσθεί στον τόνο της, πρέπει να είναι ευσυνείδητος, και πρέπει επίσης να ικανοποιήσει το κοινό, να κατακτήσει την εμπιστοσύνη του. Αλλιώτικα οι διαμαρτυρίες των αναγνωστών ταχύτατα θα τον καταρρίψουν.

Ο Ροδάς από την αρχή ίσαμε το τέλος τού σταδίου του προσηλώθηκε στη στήλη του, η οποία αναμφισβήτητα ευχαριστούσε το κοινό. Πώς μπορούσε να είναι κι αλλιώς; Η κριτική, ά,α πρωτοάρχισε να γράφει ο Ροδάς, ήταν ένας είδος ακόμα σχεδόν παρθένο· το κοινό δεν είχε προφθάσει να διαπαιδαγωγηθεί. Αναγκαστικά ζητούσε ένα κριτικό σημείωμα, μ’ έναν τρόπο πολύ απλό, πολύ προσιτό· κι ο Ροδάς το ικανοποιούσε· ήταν κι αυτός ένας πρωτοβάθμιος. Η κριτική του ήταν καθαρά συναισθηματική.

Φυσικά η κάθε κριτική είναι σε τελευταία ανάλυση ουσιαστικά συναισθηματική. Ο κριτικός εκφράζει τις συγκινήσεις του, τις εντυπώσεις του, τις αντιδράσεις του, τις αντιλήψεις του. Το έργο Τέχνης δεν παράγεται σύμφωνα με συνταγές τις οποίες κατέχει ο κριτικός. Ο κριτικός δεν έχει στη διάθεσή του καθορισμένα μέτρα και σταθμά, με τα οποία θα εκτιμήσει ένα έργο, μια παράσταση, μια οποιαδήποτε καλλιτεχνική εκδήλωση. Ο κριτικός διατυπώνει μια προσωπική του γνώμη, υποβάλλει σε συζήτηση τη γνώμη του. Αν η κριτική δεν ήταν υποκειμενική δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί το φαινόμενο το οποίο προκαλεί κατάπληξη στους ανίδεους, της συχνής ασυμφωνίας των κριτικών αναμεταξύ τους, των ταλαντεύσεων στις οποίες υπόκειται και το πιο άριστο κριτικό δοκίμιο, όπως κάθε λογοτέχνημα· το κριτικό δοκίμιο κι άρθρο, και στην ώρα του,κι αργότερα, αν επιζήσει, γίνεται παραδεκτό, άλλοτε ολόκληρο κι άλλοτε μόνο, σαν μια άποψη· εξαρτάται αν βρίσκεται σε ανταπόκριση ή όχι, με την πάντοτε ρευστή, με την πάντοτε κυματιστή προσληπτική ευαισθησία.

Όσο όμως κι αν είναι η κριτική στο βάθος της συναισθηματική, ακολουθεί κι αυτή την πορεία όλων των άλλων λογοτεχνικών ειδών· όμοια με την ποίηση, που στην αρχή ήταν ένα ξεχείλισμα και έγινε τόσο διανοητική ώστε κατέληξε να είναι ερμητική και δυσκολοπρόσιτη όμοια με το μυθιστόρημα που αρχικά διηγήθηκε περιπέτειες για να συμπεριλάβει αργότερα στα ευρύτατα τώρα πλαίσιά του όλα τα ανθρώπινα προβλήματα, τα ψυχολογικά, τα κοινωνικά, τα μεταφυσικά, η κριτική, καθώς εξελίχθηκε, πνευματοποίησε τη συναισθηματικότητά της.

Ο εξελιγμένος κριτικός δεν αφηγείται ασυστηματοποίητα τις εντυπώσεις του. Ζητεί να τις δικαιολογήσει, να συνδέσει την κάθε μια με τις γενικές αισθητικές θεωρίες τις οποίες έχει διαμορφώσει. Ο Ροδάς δεν προχώρησε πολύ σ’ αυτή την άνοδο, και το διαπιστώνομε εύκολα άμα παρατηρούμε πόσο μεγάλο χώρο διαθέτει σε κάθε κριτική του στην έκθεση της υπόθεσης του έργου με το οποίο ασχολείται. Η επιμονή ενός κριτικού να καταγράψει την κάθε λεπτομέρεια του πιο εξωτερικού στοιχείου ενός έργου με κατατοπίζει, εμένα τουλάχιστο, με την πρώτη ματιά, μου δίνει αμέσως μια σαφέστατη ένδειξη της βαθμίδας στην οποία στέκεται μια κριτική. Ο κριτικός που δίνει κύριος βάρος στα περιστατικά, δεν μπορεί ν’ απορροφάται απ’ αυτά, παρά μόνο γιατί δεν κατορθώνει να τοποθετήσει ένα έργο, ή κι ένα εργάκι, μέσα στο σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, να καθορίσει τη σχολή του, την τεχνοτροπία του, ή ν’ ανακαλύψει αν φέρνει κάτι τι νέο.

Ο Ροδάς δεν είχε ανεπτυγμένες και συνθετικές ικανότητες. Το μαρτυρούν τα ασυμπύκνωτα κριτικά του σημειώματα, και επίσης κ0αι τα Θεατρικά Χρονικά του, όπου το πλούσιο κι εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό που συνέλεξε παραμένει ατάκτως ερριμμένο, γιατί δεν επέτυχε να το ταξινομήσει, και έτσι να το αξιοποιήσει μέσα σε μια αρχιτεκτονική οικοδομή.

Θα είμαστε όμως πάρα πολύ άδικοι αν καταδικάζαμε, κι ακόμα κι αν κατηγορούσαμε το Ροδά για τις ελλείψεις αυτές.

Ο Ροδάς υπήρξε ένας από τους πρώτους εργάτες στο είδος του· οφείλομε να το έχομε υπόψη μας, και σαν τέτοιο να το τιμούμε. Οι θεμελιωτές σπανιότατα φθάνουν να είναι και κορυφαίοι. Η περίπτωση του Σολωμού που παρέλαβε μια ποίηση πρωτόγονη και σαν απαρχή πρόβαλε αμέσως ένα καταστάλαγμα ανάλογο με κείνο στο οποίο κατέληξε ένας ποιητής εκπρόσωπος μιας ποίησης με μακραίωνη παράδοση και καλλιέργεια πίσω της, η περίπτωση του Σολωμού που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον Πωλ Βαλερύ, και μάλιστα προηγήθηκε απ’ αυτόν, είναι ένα φαινόμενο, νομίζω, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία των γραμμάτων. Κι ένας Φώτος Πολίτης είναι μια θαυμαστή ιδιοτυπία, όχι ένας κανόνας. Ο Ροδάς δεν είχε την ιδιοφυΐα, κι ούτε και τη μόρφωση, που θα του έδιναν τη φόρα να διαβεί με άλματα τους σταθμούς. Τις αδυναμίες όμως τις ισοφάριζε εν μέρει με την αγάπη, που τον φλόγιζε για τη μορφή της Τέχνης που είχε ταχθεί να υπηρετήσει. Το θέατρο ήταν η λατρεία του. Είχε ξεκινήσει σαν ηθοποιός και πάντοτες αισθανότανε συνδεδεμένος με το θέατρο., συνυφασμένος μαζί του, όπως ένα μέλος με το σώμα του. Τους ηθοποιούς τους συμπαθούσε, τους συμπονούσε, σαν αδερφούς, και κάτι περισσότερο, σαν τον ίδιο τον εαυτό του. Όλος αυτός ο έρωτας εμποτίζει τις κριτικές του, και διαχύνει μέσα τους θερμότητα.

Την ίδια αγάπη που ένιωθε για το θέατρο την αισθανότανε και για τη θεατρική του στήλη που ήταν ένα μέσο γι’ αυτόν να εκδηλώνει το πάθος του. Τη δούλευε με στοργή, προσπαθούσε αδιάκοπα όσο του ήταν δυνατό να την τελειοποιήσει Τα εφόδια που δεν είχε εναποθέσει μέσα του στη νεανική ηλικία, όταν εκπαιδεύεται κανένας, δοκίμασε να τ’ αποκτήσει αργότερα· κατέβαλε κόπους για ν’ αναπληρώσει τα κενά.

Ο Μιχαήλ Ροδάς είναι ένα υπόδειγμα ανθρώπου ο οποίος με την αγάπη, την καλή θέληση, την εργατικότητα, την ευσυνειδησία, ανέπτυξε τον εαυτό του ίσαμε τα πιο τεντωμένα όριά του, κι απόδωσε όλα όσα του επιτρέπανε οι πιο ακραίες του δυνατότητες.

____________________________

  • Άλκης Θρύλος, Μορφές και θέματα του θεάτρου. Δίφρος 1961, Αθήνα.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ