Μικρός εκκαθαριστικός λόγος για την επιθεώρηση

Μικρός εκκαθαριστικός λόγος για την επιθεώρηση

Μοιράσου το!

Το ότι η θεατρική κριτική στην Ελλάδα έπαψε πια να ασχολείται με την επιθεώρηση, αποτελεί βέβαια έναν τρόπο άμυνας, αλλά μαζί κι έναν στρουθοκαμηλισμό. Κι αποτελεί στρουθοκαμηλισμό, γιατί αν και το είδος έχει χάσει τον προσανατολισμό του, όμως σε απόλυτη τιμή βλαστάνει και μάλιστα σε ποσότητα τροπική και, το σπουδαιότερο, αποτελεί, θέλουμε δε θέλουμε, για τη συντριπτική μερίδα του κοινού, το θεατρικό “θέαμα” που διαδέχεται τον επιούσιο “άρτο”.

Οι δοκησίσοφοι Γάλλοι, περιφρονώντας την οπερέτα σαν είδος δευτεροβάθμιο, έχουν περάσει στη γλώσσα τους γι;α την αμήχανη γελοία κατάσταση “on est en operette”. Μια τέτοια αντίληψη πνευματικού σνομπισμού κυριαρχεί και σε μια μερίδα εδώ στην Ελλάδα ως προς την επιθεώρηση, άσχετα αν κι αυτή, στη μεταγενέστερη και πρόσφατη εξαμβλωματική της μορφή, επικυρώνει μια τέτοια αντιμετώπιση.

Όμως, όπως κι αλλού, έτσι και στο θέατρο, πατρίκια και πληβεία είδη δεν υπάρχουν. Υπάρχει σε κάθε εποχή και για κάθε είδος ένα πεδίο αισθητικής αναφοράς στο οποίο αναγκαία προστρέχουμε για να καθορίζουμε την αξία ή απαξία του συγκεκριμένου έργου ή παράστασης. Ένα πεδίο αναφοράς με σχετικούς μεν κανόνες αλλά νόμους απροσπέλαστους. Το κατά πόσο το μεταβλητό των κανόνων αυτών, η θεμιτή κι απαραίτητη μάλιστα ελαστικότητα και προσαρμοστικότητά τους υπακούουν μέσω μιας βαθύτερης ανταπόκρισης στους νόμους, προσδιορίζει την ένταξη ή μη ένταξη του συγκεκριμένου έργου στο είδος στο οποίο φιλοδοξεί να ανήκει και ανοίγει το δρόμο στην παραπέρα αξιολόγησή του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επιθεώρηση είναι αρτιμελές θεατρικό είδος. Μόνο που η φαινομενική ευκολία του είναι και το ολισθηρό της σανίδι: Το ευρύ φάσμα των αποδοχών της, συνδυαζόμενο με τη μεταπολεμική ψυχολογία τής των πάντων και δι’ όλων υπερπροσφοράς, έχει ανατρέψει τα, εγγενώς δυσδιάκριτα ήδη, σημεία ισορροπίας της. Παρά ταύτα η επιθεώρηση διαθέτει τις συντεταγμένες της, που αν δεν τις θέλετε διορισμένες a priori, τις διαθέτει και ιστορικά με τα 300 χρόνια ζωής της. Από τις γαλλικές “revues de fin d’année” (γιατί το πράγμα ξεκίνησε σαν εξεικονιστική-σατιρική σύνοψη των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων στο τέλος κάθε χρονιάς) μέχρι την πρώτη μεταφύτευση του νεότροπου είδους στην Αθήνα το 1894 με το “Λίγο απ’ όλα” και μέχρι την ανυποψίαστη για τους συγγραφείς του “Ξιφίρ-Φαλέρ” (1916), τον Γ. Πωπ και τον Ν. Λάσκαρη, είσοδο του υποσκαπτικού στο μέλλον θεαματικού-φαντασμαγορικού στοιχείου με το έργο τους αυτό, η επιθεώρηση είχε υγιείς τις βάσεις. Κι αργότερα ακόμα, μπόρεσε να τις διατηρήσει.

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΟΥΤΑ – ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΑΚΡΗΣ 

Κι αν ακόμα δεν είχε το οικόσημο της αριστοφάνειας καταγωγής, όπως υποστηρίζει ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, αυτό τι σήμαινε; Μάλλον μια εσφαλμένη λογική αντιστροφή, έναν αναγωγισμό ανόσιας σκοπιμότητας που πιπιλίζεται μέχρι και σήμερα – και τίποτ’ άλλο: Η σύμπτωση των κοινωνικών γενεσιουργών αιτίων ή του ηθικού τους εξαγόμενου, της λειτουργικότητας δηλ. Των δυο μακρινών φαινομένων, αποδόθηκε και σαν παραλληλία των διαδικασιών της εσωτερικής δόμησής τους. Ο Αριστοφάνης δεν ήταν ο επιθεωρησιογράφος της εποχής του για πολλούς λόγους και πρώτα απ’ όλα γιατί δεν έφτιαχνε σπονδυλωτά σκετς αλλά συνθετικά σύνολα.

Όπως όμως είπαμε και πριν, αν τα σκετς αυτά συνέχιζαν να γράφονται και να παίζονται με το ήθος, όχι σοβαροφανέστερο ή αυστηρό, δηλ. Ξένο, αλλά με το ήθος που το ίδιο το είδος απαιτεί, και βέβαια υπό εξελισσόμενη τη σκηνική και υποκριτική τους αντίληψη, ενστάσεις δεν θα υπήρχαν. Αυτές που ήδη θίξαμε έμμεσα κι αυτές που θ’ αναφέρουμε δεν είναι πρόσκληση ορθοδοξίας και πολύ περισσότερο δεν είναι έλεγχος των αιτίων παραφθοράς του είδους, αιτίων που άλλωστε, είναι εν πολλοίς γνωστά ή ευνόητα μια κι οι ίδιες οι ποικίλες μορφές που πήρε ο εκτροχιασμός τα υπαινίσσονται με επάρκεια.

Και να μερικά στοιχεία συστατικά της επιθεώρησης, που μεταπολεμικά τουλάχιστον νόσησαν βαρύτατα και κατέστησαν το είδος θεατρικά αποσυνάγωγο κι ίσως γι’ αυτό εμπορικά κορυφαίο. Αναφέρονται, όπως είναι φυσικό, στις μεθόδους παραγωγής της ιλαρότητας:

Βασικό στοιχείο για το κωμικό αποτέλεσμα είναι η εν αγνοία, ή κατ’ επίφαση τουλάχιστον ασύνειδη από μέρους του ηθοποιού ενέργεια που απαιτεί το “γκανγκ” ή ο ορισμένος τύπος που σαρκώνει. Εκτός από τη μηχανοποιημένη παράκαμψη αυτής της “αφέλειας” που οξύνει, όταν υπάρχει, τον τόνο του απροσδόκητου, φθάσαμε στο άλλο άκρο που σταμπιλάρει τους ηθοποιούς σε ορισμένους γραφικούς, στενότατους τύπους (όχι ρόλους), με πρόχειρα παραδείγματα τον κακό, τον μεθύστακα, τον ομοφυλόφιλο (Μάτσας, Μακρής, Παράβας).

Σ’ ό,τι αφορά στη διακωμώδηση ενός δημοσίου προσώπου που προϋποθέτει σφαιρική μετάθεση του ηθοποιού στην εμφανισιακή αλλά και χαρακτηρολογική ιδιοτυπία του προσώπου αυτού, η επιθεωρησιακή σάτιρα αρκείται μόνο στη γκροτέσκα εξωτερική παραμόρφωση του ηθοποιού με κύριο στόχο τις φυσιογνωμικές ιδιορρυθμίες του σατιριζόμενου (μεγάλη μύτη ή αυτιά, χαμηλό ή υψηλό ανάστημα, καμπούρα, τραύλισμα κ.λπ.). Άμεση συνέπεια ο λόγος, ο σατιρικός λόγος, να μην έχει το ίδιο με άλλοτε δραστικό κίνητρο κινητοποίησης.

Η ιλαρή έκπληξη που ξέρουμε πως προσφέρει η αντίθεση δεν προέρχεται πια από αβίαστη μείξη ή μάλλον διαδοχή της αληθινής παριστανόμενης κατάστασης από μια άλλη αληθοφανή, αλλά από μια αληθινή εικόνα ή κατάσταση με βίαιη ρήξη της, γενικά με αυθαίρετη εισβολή στοιχείων που δεν έχουν καμιά πιθανοφανή λογική αλληλουχία με τα μέχρι εκείνη τη στιγμή τεκταινόμενα (απιθανότητες, χρωματικοί περισπασμοί, μορφασμοί, άσχετες με την ώρα αλλά προωθημένες λεκτικές τολμηρότητες που υποκαθιστούν στο ρόλο της την ελλείπουσα οργανική αντίθεση μέσα στο νούμερο).

Η θελημένη επανάληψη φράσης ή κίνησης που άλλοτε συνδεόταν σαν αιτιοκρατημένη “ατάκα” μέσα στην πρόοδο του όλου παριστανόμενου, παρεισφρύει πια αναιτιολόγητα μέχρι να εξαντληθεί τελείως το εκμεταλλεύσιμό της. Ένα εκμεταλλεύσιμο, που συνήθως εδράζεται στη δικτατορική επιβολή ενός στοιχείου ή φράσης που κάποτε θεωρήθηκε ή πράγματι υπήρξε κωμική. (Χαρακτηριστικό εκείνο το “Να κάααθεσαι…”, που ξεκίνησε κάποτε με πολλή επιτυχία από τον Φωτόπουλο και συμπλήρωσε έκτοτε πολυετή θητεία μαϊντανού στις ελληνικές επιθεωρήσεις).

Η αιφνίδια μεταστροφή των συνθηκών κι εντεύθεν των όρων για ένα πρόσωπο, μεταστροφή που συνήθως το σατιρίζει τιμωρώντας το (ο θύτης γίνεται θύμα, ο σκευωρός μπλέκεται στα ίδια του τα δίχτυα, ο επηρμένο ταπεινώνεται σ’ αυτό για το οποίο ξιπάστηκε), δε βασίζεται πια σε κάποια απρόβλεπτη αναγκαιότητα, που όμως να προβάλλεται κατά σχετική οικονομία. Το σκοπούμενο, δηλ. το πρόσωπο ή η κατάσταση που στοχεύει η σάτιρα, βρίσκεται ξαφνικά στην αντίστροφη, δεινή θέση, μόνο και μόνο επειδή η σατιριζόμενη κατάσταση ή το πρόσωπο είναι γνωστά στο θεατή από την προσωπική του εμπειρία της ζωής στο συγκεκριμένο χρόνο και χώρο. Η σάτιρα μένει έτσι θεατρικά αναπόδεικτη γιατί τα πράγματα δεν ανατρέπονται πάνω στη σκηνή. Δανείζονται το μοχλό από την περιστασιακή κοινή εμπειρία του θεατή. Η υποκατάσταση αυτή παρακάμπτει πονηρά τη θεατρική λειτουργία, έστω κι αν το αποτέλεσμα είναι εξωτερικά το ίδιο, δηλ. Το “αστείο” βγαίνει, καθώς και το γέλιο.

Η μονοεπίπεδη εκφορά των λέξεων που όμως κρύβει μια επάλληλη χρήση τους και σήμανσή του;, έχει πολλές δυνατότητες στην επιθεώρηση. Αντικαταστάθηκε κι αυτή με φτηνά, θελημένα “σαρδάμ”, συνήθως σκανδαλιστικά, που μένουν όμως προκλητικά μετέωρα μέσα στην όλη σκηνική πράξη που παρακολουθούμε.

Ο καυτηριασμός συγκεκριμένων ιδεών, γεγονότων, τρόπων ζωής υποχώρησε δίνοντας τη θέση του σε προβολή προτύπων ζωής μέσα από τα νούμερα με αποτέλεσμα και το πράγμα να οδηγείται συχνότατα στην ανοστιά, αλλά και να διαφοροποιηθεί σ’ ένα μέτρο το σημείο εκκίνησης και άφιξης της επιθεώρησης, που είναι ο έλεγχος και η “άρση” δια του σκώμματος. (Σημειώνω σαν ακραίο δείγμα ότι δεν είναι άγνωστη σήμερα στις επιθεωρησιακές σκηνές η επ’ αμοιβή διαφήμιση κάποιων προϊόντων της αγοράς μέσα από το ίδιο το κείμενο).

Η άμεση πολιτική σάτιρα προς όλες τις κατευθύνσεις ήταν κάποτε αυτονόητο στοιχείο κάθε επιθεώρησης. Σήμερα η πολιτική σάτιρα, νερόβραστη ως επί το πολύ, μετατράπηκε σε… πολιτική του θεατρώνη και του ταμείου. Πρόσωπα και θέματα που άλλοτε σατιρίζονταν χωρίς οίκτο απέκτησαν υπό το κράτος των ιδεολογικών και εννοιολογικών συγχύσεων ή τον πληθωρισμό των αξιοσέβαστων πια προοδευτικών ή μη σχημάτων, ένα είδος απαραβίαστου.

Αν σ’ όλα αυτά που λέγονται τυποποίηση, υποκριτικός μανιερισμός, υποχώρηση ή σκόπιμη αναδίπλωση του λόγου κι αλλού εκχυδαϊσμένη χρήση του, προστεθούν η φαντασμαγορία του σκηνικού διάκοσμου, το τραγούδι κι ο χορός που κατάντησαν από δροσερά παρακολουθήματα να γίνουν το πολυτιμότερο άλλοθι για την ανυπαρξία πνεύματος, αν προστεθούν ακόμη ο βεντετισμός των ηθοποιών κι η γενικότερη τάση όλων των συνιστωσών της επιθεώρησης σε μια δουλική εξομοίωση με τα τηλεοπτικά πρότυπα, καταλαβαίνουμε πόσο μακριά βρισκόμαστε από την παλιά αθηναϊκή παράδοση.

Μπροστά στις ανυπολόγιστες ζημιές και στα τραύματα που επιφέρει το μεταπολεμικό και περισσότερο το σημερινό φάντασμα της επιθεώρησης σ’ ένα κοινό που ομολογείται το ίδιο με τα χειροκροτήματά του ανοχύρωτο, ο λόγος και της πιο λιγνής θεατρικής κριτικής προσδίνει στην επιθεώρηση αυτή, υπόσταση, κύρος και τελικά τη βοηθάει να επιβιώσει.

___________________________

  • Κεντρική φωτογραφία: Σπεράντζα Βρανά – Νίκος Σταυρίδης
  • Πρώτη δημοσίευση: Τετράδια Θεάτρου Έρευνας. Περιοδική έκδοση. Διευθυντής: Δημήτρης Ποταμίτης. Αριθμός τεύχους 1, Φθινόπωρο 1980

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ