Μολιέρος: “Προσπαθήστε να συλλάβετε το κείμενο σωστά…”

Μολιέρος: “Προσπαθήστε να συλλάβετε το κείμενο σωστά…”

Μοιράσου το!

Διανέμοντας τους ρόλους της κωμωδίας για τις πρόβες, ο Μολιέρος ως σκηνοθέτης κάνει υποδείξεις προς τους συντρόφους του: “Προσπαθήστε να συλλάβετε το κείμενο σωστά, το χαρακτήρα που υποδύεται ο καθένας σας, να φαντάζεστε ότι είσαστε το πρόσωπο που παριστάνετε”. Ο Μολιέρος ζητά από τους ηθοποιούς να παίζουν αληθινά και φυσικά. Ο ποιητής θα πρέπει να παίρνει “το σχολαστικό εκείνο ύφος που συντηρείται στην κοινωνία τού καλού κόσμου, το βαθυστόχαστο τόνο της φωνής, την ακρίβεια στην προφορά που τονίζει όλες τις συλλαβές”.

Ο έντιμος αυλικός, “να υιοθετεί ύφος στητό, τόνο φωνής φυσικό, να χειρονομεί όσο το δυνατόν λιγότερο”. Κάθε ηθοποιός οφείλει να έχει συνεχώς στο νου του το “χαρακτήρα του ρόλου του”, προκειμένου “να κάνει σωστά τους μορφασμούς”. Και ο Μολιέρος περιγράφει και ερμηνεύει στον καθέναν από αυτούς το πρόσωπο που θα παίξει: “Λέω στον καθένα σας το χαρακτήρα του για να του εντυπωθεί καλά στο νου”.

Δεν γεννάται θέμα για τον ηθοποιό να λάμψει μπροστά στο κοινό με συμβατικές μεθόδους. Το παίξιμο και η άρθρωση, στην υπηρεσία του κειμένου και μόνο, πρέπει πάντοτε να αποσκοπούν στη φυσικότητα και στην αλήθεια. Αυτό διδάσκει ο Μολιέρος, στους συντρόφους του και αυτό εφαρμόζει μαζί τους στο Παλαί-Ρουαγιάλ.

Από κει προέρχεται αναμφισβήτητα το γεγονός ότι όλοι οι σύγχρονοί του, είτε διάκεινται δυσμενώς είτε ευμενώς προς αυτόν, εγκωμιάζουν προφανώς την υπεροχή του κωμικού του παιχνιδιού, αλλά συμφωνούν καταγγέλλοντας στο πρόσωπό του έναν “ελεεινό τραγωδό”. Και αυτό, γιατί το κοινό, συνηθισμένο στην απαγγελία του Οτέλ ντε Μπουργκόνι, έβρισκε επίπεδη και χωρίς τέχνη εκείνη του Μολιέρου, ο οποίος απέφευγε όλες τις υπερβολές που κατάγγελλε στους αντιζήλους του. Πιστεύουμε, άλλωστε, πως τούτοι οι τελευταίοι, στις συνωμοσίες τους κατά του Μολιέρου, δεν ξεχνούσαν να υπογραμμίσουν την αξιοθρήνητη άρθρωση αυτού του γελωτοποιού, κατάλληλου, κατά τη γνώμη τους, μονάχα για να τέρπει το κοινό στη φάρσα με τις γκριμάτσες του.

Γι’ αυτή τη θεμελιώδη αντίθεση όσον αφορά τη σύλληψη του θεατρικού παιχνιδιού, που ερχόταν να επιτείνει τον εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των δυο θιάσων, έχουμε στη διάθεσή μας μια συγκεκριμένη μαρτυρία που βρέθηκε πρόσφατα. Πρόκειται για ένα σημείωμα του J.-B. Racine σχετικά με τον πατέρα του, το οποίο μας δίνει αναμφισβήτητα το κλειδί της υπόθεσης του Αλέξανδρου: “Δεν επιδοκίμαζε καθόλου, διαβάζει κανείς εκεί, τον υπερβολικά ομοιόμορφο τρόπο απαγγελίας που είχε καθιερωθεί στο θίασο του Μολιέρου. Ήθελε να δίνουν οι ηθοποιοί στους στίχους έναν κάποιο ήχο, ο οποίος, μαζί με το μέτρο και τις ομοιοκαταληξίες, θα τον έκανε να ξεχωρίζει από την πρόζα. Ωστόσο, του ήταν αδύνατο να ανεχθεί τους υπερβολικούς εκείνους και τσιριχτούς τόνους, που διατείνεται κανείς πως υποκαθιστά μ’ αυτούς την ωραία φυσικότητα και που θα μπορούσαν κατά κάποιο τρόπο να εκληφθούν ως άναρθρες μουσικές νότες”. Έτσι, ο Ρασίν τοποθετείται ανάμεσα στις δυο σχολές προκειμένου να διδάξει την Ανδρομάχη στη Ντιπάρκ και τη Φαίδρα στη Σαμπμελέ.

Μια άλλη μαρτυρία, αρκετά απροσδόκητη, είναι εκείνη του Βενσάν ντε Πολ. Σε μια επιστολή του προς έναν ιεροκήρυκα, της οποίας αγνοούμε δυστυχώς την ακριβή ημερομηνία, αλλά που τοποθετείται γύρω στο τέλος της ζωής του και αφορά πιθανότατα το Μολιέρο και το θίασό του, διαβάζουμε: “Σας είπα κάποτε ότι ο Κύριός μας ευλογεί τις ομιλίες που γίνονται με τόνο συνηθισμένο και οικείο, επειδή έτσι δίδαξε και κήρυξε ο ίδιος και, εφόσον αυτός ο τόνος είναι φυσικός, είναι επίσης και πιο άνετος από τον άλλο, τον βεβιασμένο. Το κοινό τον απολαμβάνει λιγότερο, επωφελείται όμως περισσότερο. Θα πιστεύατε, Κύριε, πως επειδή οι κωμωδοί το έχουν παραδεχθεί, έχουν αλλάξει τρόπο ομιλίας και δεν απαγγέλλουν πλέον τους στίχους τους σε υψηλό τόνο, πράγμα που έκαναν άλλοτε; Μιλούν με φωνή σιγανή, οικεία, θαρρείς σε εκείνους που τους ακούνε. Έτσι μου έλεγε τις προάλλες, κάποιος από αυτούς. Αν η επιθυμία να αρέσουν περισσότερο στον κόσμο έκανε του ηθοποιού να ασπασθούν αυτήν την άποψη, φανταστείτε πόση σύγχυση θα προκαλούσε κάτι τέτοιο στους ιεροκήρυκες του Ιησού Χριστού, σε περίπτωση που η στοργή και ο ζήλος τους να συντελέσουν στη σωτηρία των ψυχών δεν θα ασκούσαν την ίδια δύναμη πάνω τους!”

Έτσι ο Μολιέρος, εν ονόματι της αληθοφάνειας και της φυσικότητας, τοποθετήθηκε επικεφαλής μιας εκστρατείας εναντίον της στομφώδους απαγγελίας που ήταν στη μόδα κατά την εποχή του. Ξέρουμε πολύ καλά ότι απέτυχε και ότι, μετά το θάνατό του, η Κομεντί-Φρανσέζ υιοθέτησε και πάλι, και μάλιστα για ένα μεγάλο διάστημα, τις παραδόσεις του Ουέλ ντε Μπουργκόνι.

Εξάλλου, ο θεατής, όποιες κι αν ήταν οι ιδέες και οι προκαταλήψεις του όσον αφορά τη θεατρική τέχνη, ήταν εξαιρετικά ικανός να επιβάλει τις αντιλήψεις του. Είπαμε πόσο ζωηρό και πολλές φορές στασιαστικό κοινό αποτελούσαν οι θεατές που στέκονταν όρθιοι στην πλατεία. Τους είχαν μάθει πως το να σφυρίζουν,

Είναι ένα δικαίωμα που αγοράζει κανείς στην πόρτα μπαίνοντας,

και δεν παρέλειπαν να το χρησιμοποιούν ευρύτατα προς τους κωμωδούς ή τους συγγραφείς. Το περίφημο επίγραμμα του Ρασίν γύρω από το έργο Aspar του Φοντενέλ αποτελεί σχετικά μια μαρτυρία. Και επιπλέον, έφθαναν στο σημείο να διακόπτουν το θέαμα και, πολλές φορές, να αναγκάζουν τους ηθοποιούς να αλλάξουν έργο στη διάρκεια της παράστασης. Ο Ντονό ντε Βιζέ, θεατρικός συγγραφέας και διευθυντής, μαζί με τον Τομά Κορνέιγ, του Mercure galant, παραπονιόταν με τα παρακάτω λόγια για τα σφυρίγματα, “που η κακώς εννοούμενη χρήση τους εισήχθη εδώ και λίγο καιρό στην κωμωδία με τέτοια μάνητα ώστε οι ηθοποιοί, όχι μόνο να διακόπτονται συχνά, αλλά και να αναγκάζονται πολλές φορές, να σταματήσουν ένα καινούργιο έργο από την τρίτη πράξη, προκειμένου να παρουσιάσουν ένα από τα παλιά, αν τους το ζητούσαν εκείνοι που σφύριζαν”. Και, βαθύτατος γνώστης σε αυτό το είδος, ο Ντονό ντε Βιζέ πρόσθετε, προκειμένου να περιφρουρήσει τον εγωισμό όχι μόνο των συναδέλφων του, αλλά πιθανότατα και το δικό του: “Δεν διατείνομαι, καταδικάζοντας αυτούς που σφυρίζουν, ότι δικαιολογώ όλα τα έργα που τα γιουχαΐζουν οι θεατές. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει και ότι οδηγούμαι στο συμπέρασμα πως, όταν ο θεατής σφυρίζει, το έργο είναι αναγκαστικά κακό”.

Είναι αυτονόητο ότι οι υπέρμαχοι του έργου εκδηλώνονταν από την πλευρά τους ενάντια σ’ εκείνους που σφύριζαν, κι έτσι, έφθανε κανείς γρήγορα στην οχλαγωγία, πολλές φορές μάλιστα και στον καβγά. Η αστυνομία παρενέβαινε…

_____________

  • Από το βιβλίο Η καθημερινή ζωή των ηθοποιών την εποχή του Μολιέρου του Georges Mongrédien. Μετάφραση: λήδα Παλλάντιου. Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα. Αθήνα 1997.
  • Το σκίτσο τού Μολιέρου φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ