Οι τελευταίες ημέρες του Μπέκετ

Οι τελευταίες ημέρες του Μπέκετ

Μοιράσου το!

Ζωή Καραμήτρου
Πραγματικότητα και μυθοπλασία μπλέκονται σε ένα βιβλίο που κάνει οικείο και αληθινό τον σπουδαίο λογοτέχνη. Στο βιβλίο της, η συγγραφέας Μαϋλίς Μπεσσερί μάς γνωρίζει τον Μπέκετ ως έναν άλλον ήρωα έργου του. Αριστερά, ιρλανδικό γραμματόσημο του 2004 με την προσωπογραφία του Σάμιουελ Μπέκετ.
  • ΜΑΫΛΙΣ ΜΠΕΣΣΕΡΙ
  • Παρατεταμένος χρόνος
  • Μτφρ.: Λίζυ Τσιριμώκου,
  • εκδ. ύψιλον/βιβλία, 2022, σελ. 197

«Κύριος 83 ετών, συγγραφέας, συστημένος φιλικά από τον δρα Σερζάν, για κάποιο πρόβλημα εμφυσήματος και επανειλημμένων πτώσεων που συνοδεύονταν από συνειδησιακή απώλεια».

Στον οίκο ευγηρίας του Παρισιού, έχει απομείνει μόνος. Γράφει τις νύχτες. Προειδοποιεί τον εαυτό του για το παντοτινό σκοτάδι που έρχεται…

Είναι ο Σάμιουελ Μπάρκλεϊ Μπέκετ, ο γερο-Σαμ πια. Φιλοξενείται σε οίκο ευγηρίας του Παρισιού, έχει απομείνει μόνος, λίγες μέρες πριν, η Σουζάν, η συνοδοιπόρος του για πενήντα χρόνια στη ζωή, σ’ αυτή την πολυτάραχη κι αξιοζήλευτη ζωή, δεν υπάρχει πια, τον έχει αφήσει. Κι όμως την έχει μαζί του, τη νιώθει ακόμη γερμένη πάνω στα γέρικα κόκαλά του να του θυμίζει ότι είναι ζωντανός, όχι θαμμένος, όχι ακόμη. Και θυμάται. Ανατρέχει σε όλη του τη ζωή, κρατάει ένα ημερολόγιο, ζωντανεύει το παρελθόν γράφοντας με τα τρεμάμενα πλέον χέρια του. Γράφει τις νύχτες. Προειδοποιεί τον εαυτό του για το παντοτινό σκοτάδι που έρχεται.

Ξυπνάει αργά το πρωί, προσπαθεί να συντηρήσει την αξιοπρέπειά του, επιμένει να εξυπηρετεί μόνος του τον εαυτό του. Δεν ζητάει βοήθεια, παρά αργά, βασανιστικά αργά και πολύ δύσκολα, γίνεται ευπρεπής και βγαίνει, πηγαίνει τη βόλτα του. Το μυαλό του στριφογυρίζει στο Δουβλίνο που άφησε, στη Γαλλία της ηθελημένης εξορίας, στις παμπ που έπινε μπίρες, στις δύο γλώσσες που προσδιόρισαν τη γραφή του, στην Ιρλανδία που πάντα είναι η αγαπημένη πατρίδα, στην απόπειρα δολοφονίας του από ένα κανονικό απόβρασμα, στις μέρες του πολέμου που κινδύνεψε πραγματικά, ανυποχώρητος στην αξία να κρατηθεί όρθιος ο κόσμος που μαχόταν και πέθαινε αποκηρύσσοντας τον ναζισμό. Η πιο σημαντική παρουσία του παρελθόντος που αναπολεί, είναι αναμφισβήτητα ο Τζέιμς Τζόις. Είναι ο φίλος του, ο συνομιλητής του, εκείνος στον οποίο απευθύνεται και πάλι, εκείνος με τον οποίο έζησε μια έντονη κοινή πνευματική και όχι μόνο ζωή.

Ο Μπέκετ του οίκου ευγηρίας, δεν παραμένει ωστόσο χαμένος στο παρελθόν. Παρακολουθεί τη ζωή του ιδρύματος, παρατηρεί τους ενοίκους, εκνευρίζεται ή αδιαφορεί για την παρουσία τους, όπως και για την ενοχλητική παρουσία του προσωπικού, διεκδικεί την αυτονομία του, δεν διανοείται να υποταχθεί στους κανόνες και τις υποδείξεις, παραμένει σκωπτικός και αυτοσαρκαζόμενος. Η ανάγκη του να γράφει, να εξακολουθήσει να γεμίζει τη σελίδα που τώρα πια φαντάζει τεράστια, δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Η πένα του σέρνεται κι όμως οι λέξεις, οι λίγες λέξεις που του μένουν, αυτές που έχουν φθαρεί από τη χρήση χρόνων, ζητούν μια θέση και πάλι για να απαντήσει σε επιστολές, να φανερώσει τις σκέψεις, να αποκαλύψει την ανίατη έλξη-απώθηση για τη μητρική του γλώσσα.

Οι τελευταίες ημέρες του Μπέκετ-1

Ο χρόνος περνάει και είναι κερδισμένος απ’ τον θάνατο, είναι ο πρόσθετος χρόνος που του δίνεται ενώ ο ίδιος ξέρει ότι έχει τελειώσει. Και πράγματι φτάνει στον νεκρό χρόνο, όταν υπάρχει μα δεν απαντά, βυθίζεται σε έναν ατελείωτο ύπνο και δεν μπορεί να ξυπνήσει, ο Μπέκετ πεθαίνει. Δεκέμβριος του 1989.

Η Μπεσσερί τολμάει να αυθαιρετήσει και με τη μυθιστορηματική γραφή της να μας γνωρίσει τον Μπέκετ ως έναν άλλον ήρωα έργου του. Οι σκέψεις του, οι αναμνήσεις του, οι διάλογοι, ακολουθούνται από τις καταγραφές της εξέλιξης της υγείας του. Ψυχολογική εκτίμηση της αυτονομίας του και φυλλάδια παρακολούθησης της κατάστασής του, εισαγωγές σε νοσοκομεία και φαρμακευτικές αγωγές, δίαιτες και δραστηριότητες, όλα φανερώνουν την έκπτωση που σιγά σιγά οδηγεί στην ανυπαρξία.

Γίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον και προκλητικό ότι τον παρακολουθεί τους τελευταίους μήνες της ζωής του πλέκοντας πραγματικά γεγονότα με όσα γεννάει η φαντασία της. Φτιάχνει έναν ήρωα οικείο και αληθινό, ανθρώπινο και καταβεβλημένο, αθυρόστομο και ειλικρινή. Τον συντροφεύει καθώς ετοιμάζεται για τη μεγάλη έξοδο και καταφέρνει να μην τον προδώσει. Δεν τον ωραιοποιεί μα και δεν τον στρεβλώνει, τον αγγίζει με τρυφερότητα ψάχνοντας την αλήθεια του, χαϊδεύει τη μοναξιά του τέλους που είναι τόσο κοντά και του κρατάει το χέρι σαν άλλη κόρη που ξεπροβοδίζει τον γονιό της, που τον χαιρετά φτάνοντας μαζί του μέχρι την όχθη του Αχέροντα. Και τον παραδίδει στα μάτια μας έτσι όπως τον περιέγραψε ο λόγος που του δόθηκε το Νομπέλ: «Τρέφει για την ανθρωπότητα μια αγάπη που εξελίσσεται σε κατανόηση, ενώ βυθίζεται σε ολοένα και πιο έντονη βδελυγμία, μια απόγνωση που πρέπει να φθάσει στο έσχατο όριο της οδύνης για να ανακαλύψει ότι η ευσπλαχνία δεν έχει όρια. Από αυτή τη θέση, από το βασίλειο της εκμηδένισης, αναδύεται η γραφή του Μπέκετ ως επίκληση ελέους από μέρους ολόκληρου του ανθρώπινου είδους».


Μοιράσου το!
ΒΙΒΛΙΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ