Ο Παλαμάς και το θέατρο

Ο Παλαμάς και το θέατρο

Μοιράσου το!

  • ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ

Στα 1903, ο Παλαμάς δημοσιεύει σε βιβλίο το δράμα του Τρισεύγενη. Ο ποιητής είναι την εποχή εκείνη περίπου σαράντα τεσσάρω χρονώ, βρίσκεται στη μεγάλη πνευματική ακμή του. Ετοιμάζει τα αριστουργήματα της ζωής του, την Ασάλευτη ζωή, το Δωδεκάλογο του Γύφτου, τη Φλογέρα του Βασιλιά. Δίπλα στα πολυφήμητα αυτά κείμενα, που αποτελούν την πιο μεγάλη προσφορά του στα νεοελληνικά γράμματα, η Τρισεύγενη στέκεται σήμερα σαν έργο ισότιμο στο είδος του.

“Η Τρισεύγενη, γράφει ο Φώτος Πολίτης στα 1915, είναι χωρίς καμίαν απολύτως αμφιβολίαν το καλύτερον όλων των νεοτέρων ελληνικών έργων με δραματικήν μορφήν”. Η κρίση αυτή και σήμερα δε μας φαίνεται να απέχει πολύ από την αλήθεια. Η Τρισεύγενη, μ’ όλες τις σκηνικές της ατέλειες, μένει μια από τις πιο σημαντικές πραγματοποιήσεις της ελληνικής δραματικής τέχνης ύστερα από το θέατρο της Κρήτης.

Για τις ατέλειες αυτές πάμπολλα έχουνε γραφεί και εξηγηθεί. Οι κριτικές του μοναδικού δράματος του Παλαμά μας θυμίζουν ιατρικές διαγνώσεις για αρρώστους καταδικασμένους, που έπρεπε, σύμφωνα με την επιστήμη, από καιρό να είχαν πεθάνει, που θαρρείς ήταν χρέος τους ηθικό να είχαν πεθάνει, όμως δεν πεθαίνουν, αλλά κυκλοφορούν ανάμεσά μας γεροί και ακμαίοι. Έτσι κ’ η Τρισεύγενη δεν πεθαίνει· όσα κι αν είπαν οι αρμόδιοι παραπέμποντας στους κανόνες, τους νόμους, τα δόγματα και τα αξιώματα της σκηνικής τέχνης και τεχνικής, μα ίσια-ίσια ζει και επιβάλλεται όλο και περισσότερο, ενώ ακατάπαυστα το ποτάμι της λησμονιάς σέρνει στο ρέμα του αμέτρητα σκηνικά δεξιοτεχνήματα που φαντάξανε για τέλεια.

Τι συμβαίνει λοιπόν με το έργο αυτό; Γιατί είναι φανερό πως συμβαίνει κάτι. Η απάντηση βέβαια στο ερώτημά μας είναι απλή. Συμβαίνει ποίηση. Όχι ωστόσο οποιαδήποτε ποίηση αλλά ποίηση δραματική. Ο ίδιος ο ποιητής εξήγησε καθαρά τους σκοπούς και την περίπτωσή του, στα πολλά και σημαντικά άρθρα που έγραψε κατά καιρούς για τη θεατρική τέχνη, και κυρίως σ ένα δοκίμιο με τον τίτλο Για το δράμα, όχι για το θέατρο, που βρίσκεται στο δεύτερο τόμο των Γραμμάτων.

“Ο ποιητής, γράφει, θα υποταχτεί βέβαια και χωρίς να το πολυστοχαστεί, έτσι κι από την ορμή της τέχνης του και με τη δύναμη του ασυνείδητου, στα καθολικά, στ’ απαρασάλευτα, σ’ εκείνα που είναι τα θέμελα της δραματικής και ειδικότερα της σκηνής, μα όχι και στους κανόνες που έρχονται ύστερα και είναι πιο πολύ εξωτερικοί και που κοιτάζουνται μεν μη στάξει και μη βρέξει, για την παράσταση του έργου και για τη συγκίνηση του πλήθους, μα που είναι ζητήματα δεξιοσύνης και δουλειάς πιο πολύ μηχανικής και σκηνοθετικής και κάνουν πιο πολύ να κατεβαίνει και να εξευτελίζεται το θέατρο με κάποιες προλήψεις, που καρφώνουνται και που προβάλλουνε σαν αστυνομικές διαταγές, πως τάχα δεν μπορεί αλλιώτικα να γίνει, και πως, αν δεν κοιταχτούν αυτές, το έργο δεν είναι για τη σκηνή, και τέτοια.”

Και παρακάτω, πιο κατηγορηματικά: “Και λοιπόν για να δουλέψει ο ποιητής αποτελεσματικά για το θέατρο, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να το καταφρονέσει το θέατρο με όλες του τις ματαιότητες και να τ’ αραδιάζει τα έργα του, στο νου του βάζοντας όχι τις λεγόμενες απαίτησες της σκηνής, μα ό,τι απαιτεί το δράμα.”

“Ό,τι απαιτεί το δράμα”, δηλονότι, φαντάζομαι, τη γνήσια ουσία του δραματικού ποιητικού λόγου, το κείμενο τέχνης που είναι τονισμένο σε δραματικό ρυθμό, που εκφράζει τη ζωή της ψυχής και των παθών μες σε δραματικές καταστάσεις και συγκρούσεις. Αυτός είναι ο ρόλος του συγγραφέα. Από κει πέρα οι εκτελεστές, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι και ηθοποιοί, χρωστούνε να βρούνε τον τρόπο να αναδείξουν στη σκηνή τη δραματικότητα του κειμένου, υποτάσσοντας τη δουλειά τους στην αξίωση του λόγου. Κι αν το έργο είναι τόντι ποιητικό η ώρα του είναι αδύνατο να μην έρθει. Μόνο που η Τρισεύγενη χρειάστηκε να περιμένει τριάντα χρόνια και θα δούμε πόσο ακριβά κόστισε στην Ελλάδα αυτή η αργοπορία.

Κατίνα Παξινού (Τρισεύγενη), Αλέξης Μινωτής (Πάνος Τράτας).

Μπροστά: Αθανασία Μουστάκα (Κυρά Αλτάνα), Ρένα Ροζάν (Πραξιθέα), Σμαράγδα Βεάκη (Κυρά Καλή), Αιμίλιος Βεάκης (Κώστας Μπουρνόβας), Στέλιος Βόκοβιτς (Κάραλης). Θίασος. Τρισεύγενη (1935). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 08/07/1938 – 10/07/1938 

Πυρήνας του δράματος είναι η φλόγα, η λάμψη, η μαγγανεία της ομορφιάς, που την προσωποποιεί το ιδανικό γυναικείο πλάσμα, η Τρισεύγενη, πλάσμα όμως ολοζώντανο κι ολόδροσο, συνθεμένο από τους οραματισμούς, τις νοσταλγίες και τους βαθύτερους ανθρώπινους πόθους του ποιητή. Άθελά της, αβίαστα, σχεδόν χωρίς φταίξιμο κανενός, η μαγική χάρη, σα συνέργεια δαιμονική, αναστατώνει στο πέρασμά της τη ζωή της ομάδας, ξεσηκώνει τριγύρω της το θαυμασμό, την αγάπη, την έξαρση, την κακία, το μίσος κι ολοένα την παρεξήγηση, την ακαταληψία, που τελικά τη σκοτώνει. Γύρω στην ηρωίδα, που λάμπει απάνω από τη μικρή τρεχούμενη ζωή σαν άστρο, κινιούνται δυο ειδών μορφές, τα πρόσωπα της πραγματικότητας, ο Δεντρογαλής, ο Πέτρος Φλώρης, ο Πάνος Τράτας, ο Μπουρνόβας, δυνατά στημένα και εκφρασμένα, με αδρές ζωντανές ατομικότητες, και τα πρόσωπα που αγγίζουν τα σύνορα του ονείρου και του παραμυθιού, ο βιολιτζής ο Νίκαρος κ’ η Ποθούλα, οι δυο αλαφροΐσκιωτοι που εκφράζουν άμεσα το λυρικό είναι του ποιητή. Τα δυο αυτά πρόσωπα είναι, θαρρείς, οι σύνδεσμοι ανάμεσα στο λυρικό και στο δραματικό Παλαμά. Διοχετεύουν μες στο δράμα την αχλύ του παλαμικού λυρισμού, κάτι που προμηνά κιόλας τους Καημούς της Λιμνοθάλασσας.

Από καθαρά θεατρική άποψη πρέπει ξεχωριστά να προσέξουμε την τελευταία εικόνα του έργου, τη δεύτερη σκηνή της τέταρτης πράξης, που ξένισε άλλοτε τους ειδικούς. Καθώς παρατήρησε ο ίδιος κριτικός που μνημόνεψα παραπάνω, η σκηνή αυτή του ομαδικού θρήνου της νεκρής πια Τρισεύγενης παρουσιάζεται σα μεταμορφωμένο αρχαίο χορικό, όπου συνθέτονται αρμονικά οι πολυποίκιλοι αρμονικοί που της στέλνει το πλήθος. Στο σημείο αυτό, το παλαμικό δράμα συναντιέται με τις αναζητήσεις και τις δοκιμές ορισμένων σημερινών συγγραφέων, που αισθάνθηκαν και συνειδητοποίησαν την ανάγκη να προσπαθήσουν να ξαναφέρουν στη σκηνή ένα στοιχείο ανάλογο με τον αρχαίο χορό, για να εκφράσουν ομαδικές ψυχικές καταστάσεις σ’ ένα επίπεδο πνευματικό και ποιητικό. Κ’ εδώ, καθώς και σε τόσες άλλες περιπτώσεις, βλέπουμε πόσο ο Παλαμάς προπορευότανε από την εποχή του κι άφηνε πίσω εκείνους ακριβώς που τον κατηγορούσαν ότι δεν ξέρει τα μυστικά της σκηνής.

Η Τρισεύγενη, όπως είναι γνωστό, μόλις γράφηκε, παρουσιάστηκε για να παιχτεί στη Νέα Σκηνή που τότε μεσουρανούσε. Ο Χρηστομάνος όμως είχε αντιρρήσεις για τεχνικά ζητήματα και ζήτησε ορισμένες αλλαγές που ο ποιητής αρνήθηκε να τις δεχτεί. Κατά πρώτο λόγο ο ιδρυτής της Νέας Σκηνής ζητούσε ν’ αλλαχτεί η τελευταία σκηνή του έργου. Ανάμεσα στους δυο τεχνίτες έγινε μια ζωηρή συζήτηση που η απήχησή της έφτασε ώς εμάς. “Όμορφο το δράμα σου, είπε ο Χρηστομάνος. Μα δεν είναι για τη σκηνή. Χρειάζεται ψαλίδισμα για να μπορέσει να χωρέσει στη σκηνή· για να σταθεί χρειάζεται πλάνισμα”. “Αφού το έργο μου είναι πλατύτερο και η σκηνή στενότερη, αποκρίθηκε ο Παλαμάς, αντί να μικρύνετε το δράμα μου, πρέπει να μεγαλώσετε τη σκηνή για να το χωρέσει. Δε βλέπω γιατί να κολοβώσετε το παιδί μου· στήστε του κρεβάτι που να πλαγιάζει μέσα του άνετα.” Πήρε το χειρόγραφό του κι έφυγε θυμωμένος.

Το βιβλίο χτυπήθηκε ζωηρά και μ’ επιμονή. Ο ποιητής αντιστάθηκε με πάθος. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αντίδραση που βρήκε στην υπόθεση αυτή τον στενοχώρεσε ξεχωριστά· ήταν ένας από τους καημούς του. Περνούσαν τα χρόνια και το έργο δεν παιζότανε. Τρεις δεκαετίες επικράτησε στο λογοτεχνικό μας κόσμο η πεποίθηση πως η Τρισεύγενη είναι ωραίο βιβλίο, μα δεν είναι θέατρο. Στα 1915 έγινε στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, με σκηνοθεσία του Θωμά Οικονόμου, μια έκτακτη παράσταση του έργου, που απότυχε ολότελα. Από τα σχόλια του καιρού καταλαβαίνουμε πως ήταν ένα πρόχειρο, επιπόλαιο ανέβασμα με κακή ηθοποιία. Τέλος στα 1935 χάρη στις ενέργειες των φίλων του Παλαμά και κυρίως του Γιώργου Κατσίμπαλη, το έργο ανεβάστηκε στο Εθνικό Θέατρο με σκηνοθεσία του Ροντήρη. Ήταν το πρώτο κανονικό και υπεύθυνο ανέβασμα της Τρισεύγενης και το δράμα επιβλήθηκε μονομιάς.

Ο Γιώργος Κατσίμπαλης μου εξομολογήθηκε πως πήγε στην πρώτη παράσταση της Τρισεύγενης, στα 1935, με μεγάλη ψυχική ταραχή, γιατί ούτε αυτός δεν ήτανε βέβαιος πως το έργο θα στεκότανε κι ένιωθε πως θα τον βάραινε σ’ όλη του τη ζωή η ευθύνη μιας καινούργιας και οριστικής αποτυχίας. Σήμερα δεν αμφιβάλλουμε πως όταν το έργο ξαναπαιχτεί θα σημειώσει επιτυχία μεγάλη και λαϊκή. Πάει να γίνει λαϊκό, καθώς είδαμε φέτος από τις παραστάσεις των φοιτητών, κι αν δεν υπήρχαν νομικά εμπόδια θα παιζότανε συχνά από ερασιτεχνικούς θιάσους. Μα η καθυστερημένη αυτή αναγνώριση της Τρισεύγενης μάς γεννά μερικές μελαγχολικές σκέψεις. Συλλογιζόμαστε πως αν ο Παλαμάς συνέχιζε την τόσο λαμπρά αρχεμένη δραματική δημιουργία του, αν μας έδινε πέντε, έξι, ίσως και δέκα δράματα με την ποιητική αξία της Τρισεύγενης κι ολοένα βέβαια με περισσότερη πείρα θεατρικής τέχνης, το θέατρό μας θα είχε σήμερα μια πνευματική παράδοση, μια ποιητική εμπειρία και μια αίγλη που θα το κρατούσανε σε άλλη περιωπή. Μένει λοιπόν εκκρεμές, σαν ένα πρόβλημα της γραμματολογίας μας, το ζήτημα τούτο: για ποιο λόγο ο Παλαμάς δεν έδωσε άλλο δράμα;

Μια σύντομη εξέταση της παλαμικής βιβλιογραφίας, μας πείθει πως η Τρισεύγενη δεν ήταν στη ζωή του ποιητή, ένα τυχαίο επεισόδιο χωρίς συνέχεια, αλλά η αρχή μιας μακρόπνοης θεατρικής εργασίας, μεθοδικά μελετημένης και σχεδιασμένης. Στον πρόλογο της έκδοσης του 1903, ο Παλαμάς αναγγέλλει πέντε άλλα δράματα, που τα χαρακτηρίζει “αγέννητα ή μισογεννημένα”, με τους τίτλους Καλλίμαχος, Φονιάς, Λυτρωτής, Δάσκαλος, Διγενής Ακρίτας. Σε διάφορα κατοπινά του βιβλία εξακολουθεί ν’ αναγγέλλει δράματα. Καινούργιοι τίτλοι τέτοιων έργων Οι κλέφτες και Πήραν την Πόλη. Βλέπει κανείς πόσο συχνά κι εδώ τον κυνηγούν τα βυζαντινά θέματα. Κατόπι έρχονται οι Βωμοί στα 1915. Στην ποιητική αυτή συλλογή του ένα κεφάλαιο επιγράφεται Αγέννητες ψυχές και περιέχει πέντε ποιήματα, σα σπέρματα μεγαλύτερων έργων, που για λόγους άγνωστους δεν πραγματοποιήθηκαν. Ο Γιώργος Κατσίμπαλης με διαβεβαιώνει πως ο Παλαμάς τού έλεγε ότι πρόκειται για σχεδιάσματα θεατρικών έργων. Τα δυο άλλωστε τ’ αναγνωρίζουμε. Είναι ο Λυτρωτής και ο Καλλίμαχος που αναφέρονται στον πρόλογο της Τρισεύγενης, το πρώτο εμπνευσμένο από τον αθηναϊκό μύθο του Θησέα και της Μήδειας, το δεύτερο από το βυζαντινό μυθιστόρημα Τα κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην. Χρόνια μετά τους Βωμούς βλέπουμε πάλι, σε καινούργια βιβλία του Παλαμά, ν’ αναγγέλλεται το δράμα Καλλίμαχος με τόσην επιμονή ώς τα 1931, ώστε αναρωτιόμαστε μην τυχόν υπάρχει κάπου το χειρόγραφό του. Και σε γράμμα του 1924 προς τον ίδιο Κατσίμπαλη ο Παλαμάς εκφράζει τη λύπη του “πως ένα μου δράμα, ο Καλλίμαχος, δε φαίνεται…”

Ώστε να που σ’ όλην τη δημιουργική ζωή του τον κατέχει ολοένα και τον βασανίζει η ανάγκη της θεατρικής τέχνης και του γεννά πλήθος οράματα και συλλήψεις. Γιατί δε συνέχισε τη δουλειά του; Υπάρχει μια γνώμη πως τον αποκαρδιώνουν οι κριτικές των ειδικών για την Τρισεύγενη, γνώμη που δε μας πείθει όμως αληθινά. Πώς να παραδεχτούμε ότι πολεμικές εφημερίδων και περιοδικών θα ’φταναν για να λυγίσουν το πείσμα και την πίστη ενός ανθρώπου που συντηρούσε τέτοια δημιουργική φωτιά; Τόσο περισσότερο που ο Παλαμάς κατείχε πολύ καλά πως δεν ήταν μονάχα ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης του καιρού του, αλλά και ο σοφότερος συγχρονισμένος διανοητής του τόπου του, που δεν ήξερε βέβαια πιο πολλά από κάθε άλλον τριγύρω του. Δεν ήταν λοιπόν δυνατό να επιτρέψει στον εαυτό του μα επηρεάζεται από τους άλλους στο σημείο που ν’ αλλάζει ριζικά την πορεία της εργασίας του, ακολουθώντας τις καλόπιστες ή δόλιες γνώμες και οδηγίες τους.

Υποθέτει κανείς πως θα συνέβηκε κάτι άλλο. Ο Παλαμάς, σαν κάθε θεατρικός συγγραφέας, λαχταρούσε να δει το έργο του παιγμένο, να χαρεί τη σκηνική ολοκλήρωσή του, να νιώσει τη θερμότητα της άμεσης επαφής του λόγου του με το πλήθος. Αυτήν την ικανοποίηση η Ελλάδα δεν του την έδωσε όσο ήτανε καιρός, όσο δηλαδή μπορούσε το ζωντάνεμα της Τρισεύγενης να μαστιγώσει το δραματικό του δαιμόνιο, να τον στηρίξει με ενθουσιασμό στη θεατρική δημιουργία, να τον κάνει ν’ αδράξει γερά και να μορφοποιήσει τα φαντάσματα θεατρικών έργων που τον τυραννούσαν. Ούτε και τα παρατούσε, ωστόσο. Κάτι θα ετοίμαζε ολοένα, στο νου του ή και στο χαρτί, αφού δεν έπαψε να αναγγέλλει δράματα ώς τα 1931. Η Τρισεύγενη όμως δεν παιζότανε και ο ποιητής δεν ένιωθε την ανάγκη να βιάζεται, να μαζεύει έργα που να κάνουν ουρά με τα χρόνια στην πίσω πόρτα των θεάτρων, περιμένοντας καρτερικά την ημέρα που η νεοελληνική σκηνή, η τόσο πλούσια και δοξασμένη, ήθελε καταδεχτεί να προσέξει και τον Παλαμά. Το κέφι του βέβαια για το θέατρο σιγά-σιγά θα είχε γίνει χλιαρό· θα είχε την τάση ν’ αναβάλλει κάθε τόσο τη δουλειά για να τελειώσει κάποιαν άλλη. Κι από αναβολή σε αναβολή, του πέρασε η ζωή.

Ο μύθος δηλοί, ως έλεγαν οι παλαιοί μας, ότι ο δραματουργός Κωστής Παλαμάς έπεσε θύμα του περιβάλλοντος. Μα τώρα που ο ποιητής έφυγε, το περιβάλλον πληρώνει τη ζημία. Και την πληρώνει ακριβά.

Πρώτη δημοσίευση: “Νέα Εστία”, 1 Μαΐου 1944

 


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ