Γιώργος Λαζάνης: «Το ταμείο και η τέχνη δεν παντρεύονται!»

Γιώργος Λαζάνης: «Το ταμείο και η τέχνη δεν παντρεύονται!»

Μοιράσου το!

«Δεν θα έλεγα πως η εφετεινή σκηνοθεσία μου στο Υπόγειο σημαίνει κάτι ιδιαίτερο ή σηματοδοτεί κάποια ευρύτερη ανάγκη μου για αλλαγή ή ανανέωση. Αλλωστε, ο χώρος μού είναι εξαιρετικά οικείος, αφού ανήκω σ’ αυτούς που, κυριολεκτικά, δούλεψαν με τα χέρια τους για να λειτουργήσει, και πάντα παρακολουθούσα τις δουλειές που παρουσιάζονταν εδώ. Απλώς, το ίδιο το συγκεκριμένο έργο είναι που μου «υπέδειξε» το ανέβασμά του σε αυτό τον χώρο, καθώς βρίσκω πως η ατμοσφαιρικότητά του ταιριάζει πολύ με τους χαμηλούς τόνους, την αισθαντικότητα και την ποίηση που αποπνέει η γλώσσα του Τσέχοφ…».

Με αυτά τα λόγια ο Γιώργος Λαζάνης εξηγεί την επιστροφή του, ύστερα από «δέκα τουλάχιστον χρόνια», στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, όπου σε λίγες μέρες πρόκειται να ανεβάσει το προτελευταίο και ένα από τα καλύτερα ­ σύμφωνα με τους θεατρολόγους ­ έργα του Αντον Τσέχοφ: τις «Τρεις αδελφές».

Ενα έργο-θρύλο της παγκόσμιας δραματουργίας, το οποίο σφράγισαν με την ερμηνεία τους σκηνοθέτες όπως ο Κάρολος Κουν, ο Τρέβορ Ναν, ο Κρέτσνα, ο Λιουμπίμοφ, ο Στάιν, ενώ στα ­ πάμπολλα ως τώρα ­ ανεβάσματά του κάθε είδος «εξτρεμιστικής» προσέγγισης έχει δοκιμαστεί. Τι νόημα έχει λοιπόν, ύστερα από όλα αυτά, μία ακόμη προσέγγιση του συγκεκριμένου έργου; Τι περιθώριο μπορεί να αφήσει στην έκπληξη και πόσο είναι δυνατόν να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός σύγχρονου θεατή, εκτεθειμένου σε πληθώρα νέων μηνυμάτων και προβληματισμών;

«Το τι καινούργιο κομίζει η παράσταση που ετοιμάζω είναι κάτι που δεν θα ήθελα να πω ο ίδιος εκ των προτέρων. Αν έκανα κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να προσανατόλιζα κοινό και κριτικούς ώστε να αναζητήσουν συγκεκριμένα πράγματα και, αν τελικά δεν εντοπίσουν, θα βρεθώ στη θέση να εισπράττω κενές περιεχομένου κρίσεις» απαντά ο Γιώργος Λαζάνης. «Αυτό που μπορώ να επισημάνω είναι η ανάγκη και η επιθυμία μου να «παλέψω» με τον Τσέχοφ, που, ως γνωστόν, είναι ο ανανεωτής ολόκληρου του σύγχρονου θεάτρου, και τα μηνύματα που περνούν μέσα από τα έργα του παρουσιάζουν απίστευτη διαχρονικότητα και αντοχή σε κάθε κοινωνική πραγματικότητα, κλυδωνισμό ή ανακατάταξη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για παράδειγμα, στη Μόσχα που αναζητούν οι τρεις ηρωίδες ο σημερινός θεατής μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει τον δικό μας χαμένο παράδεισο, νιώθοντας παράλληλα πως αυτά που έχουμε χάσει ως ποιότητες ζωής και ψυχής είναι περισσότερα από αυτά που έχουμε κερδίσει. Το υπαρξιακό αδιέξοδο και το αίσθημα εγκλωβισμού είναι επίσης πολύ σύγχρονα χαρακτηριστικά, αφού το γενικότερο παρακμιακό κλίμα που βιώνουμε μας στερεί και τον παραμικρό ενθουσιασμό και μας υποχρεώνει να κινούμαστε μηχανικά. Ολα αυτά είναι στοιχεία που, νομίζω, μπορούν να μιλήσουν στην ψυχή του σημερινού έλληνα θεατή».

Συνεχίζοντας ωστόσο την παράδοση ενός θεάτρου που προωθήθηκε στην πρωτοπορία «συστήνοντας» στο ελληνικό κοινό αγνώστους, εν πολλοίς, συγγραφείς, αλλά και προσεγγίζοντας το κλασικό ρεπερτόριο με έναν τρόπο «ζωντανό», πώς αξιολογεί ο ίδιος ο Γιώργος Λαζάνης την πορεία του σχήματος στη μετά Κουν εποχή; Δεν λείπουν οι φωνές που καταλογίζουν «συντηρητισμό» στις επιλογές έργων, καθώς και έλλειψη «ανοίγματος» προς το πολύ σύγχρονο, ριζοσπαστικό ρεπερτόριο του καιρού μας…

«Εξαρτάται από το τι εννοεί κανείς λέγοντας σύγχρονο ρεπερτόριο» απαντά. «Η γνώμη μου είναι πως δεν υστερούμε καθόλου σε σύγχρονες παραστάσεις, αφού και νοτιοαμερικανούς συγγραφείς έχουμε ανεβάσει και άπαιχτο νεοελληνικό έργο και Μπότο Στράους… Το λεγόμενο μεταμοντέρνο είναι αυτό που δεν με συγκινεί καθόλου και, στην πραγματικότητα, δεν το δέχομαι καν ως όρο. Από εκεί και πέρα, το να παρουσιάζεις σύγχρονους, άπαιχτους συγγραφείς δεν είναι αυτοσκοπός. Ο δικός μας στόχος είναι να κάνουμε καλό θέατρο. Στη συγκεκριμένη φάση λοιπόν, πραγματικά νιώθω έντονη την ανάγκη επιστροφής στο κλασικό ρεπερτόριο και η ανάγκη μου αυτή έχει σχέση τόσο με τους ηθοποιούς, αφού θεωρώ πως τους βοηθά να εξελίξουν τα ίδια τα εργαλεία της τέχνης τους και να αποκτήσουν γερό θεωρητικό υπόβαθρο, όσο και με το κοινό, που βλέπω να χρειάζεται ένα στήριγμα στην ανερμάτιστη εποχή μας και, ως γνωστόν, κανένα σύγχρονο έργο δεν έχει την καθολικότητα και το βάθος του κλασικού…».

Ως προέκταση των παραπάνω, πώς τοποθετείται ο γνωστός σκηνοθέτης απέναντι στο ενδεχόμενο του περαιτέρω «ανοίγματος» του σχήματος ως προς την επιλογή των ηθοποιών; Σε μια εποχή κατάργησης της ετικέτας και προσέγγισης εννοιών, ως πρόσφατα ασύμβατων, οι εκπλήξεις δεν έλειψαν, ξεκινώντας μάλιστα από την πρώτη κρατική μας σκηνή… «Οι παραστάσεις που ανεβάζουμε υποστηρίζονται κατά κανόνα από το σταθερό δυναμικό του σχήματος, καθώς και από το φυτώριο της σχολής» λέει ο Γιώργος Λαζάνης. «Στη συγκεκριμένη βέβαια παράσταση ­ η διανομή της οποίας πρέπει να πω πως με συγκινεί ιδιαίτερα, καθώς από την πρώτη στιγμή «έδεσε» καταπληκτικά ­ χρησιμοποίησα και ηθοποιούς εκτός Θεάτρου Τέχνης. Ωστόσο, πραγματικά κάτι τέτοιο γίνεται με φειδώ, αφού θεωρώ πως για να συνεργαστώ με κάποιον πρέπει να υπάρχει κοινότητα αισθητικής και ιδεολογίας. Ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν έντονα στους διαχωρισμούς ανάμεσα σε ποιότητα και εμπορικότητα και πραγματικά δεν θα έκανα ακραία πράγματα σε μια διανομή. Νομίζω πως αυτά, όπου γίνονται, έστω και αν βαφτίζονται τολμηρά ή ριζοσπαστικά, ουσιαστικά αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό και στο ταμείο. Ωστόσο, για μένα, τέχνη και ταμείο δεν παντρεύονται και εμείς εδώ, καλώς ή κακώς, θεωρούμε πως είμαστε καλλιτέχνες…».

Η παράσταση «Τρεις αδελφές» κάνει πρεμιέρα στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης (Πεσμαζόγλου 5) την Παρασκευή. Τη μετάφραση του Γιώργου Σεβαστίκογλου σκηνοθετεί ο Γιώργος Λαζάνης, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Κυριάκου Κατζουράκη και η μουσική του Φίλιππου Τσαλαχούρη. Παίζουν: Σμαράγδα Σμυρναίου, Αννα Κουτσαφτίκη, Κάτια Γέρου, Δημήτρης Οικονόμου, Κώστας Μπάσης κ.ά.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, 6 Δεκεμβρίου 1998


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ