Ιστορία μιας κούκλας

Ιστορία μιας κούκλας

Μοιράσου το!

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Ένα χρόνο ύστερα από τα “Στηρίγματα της κοινωνίας”, στα 1878, ο Ερρίκος Ίψεν σχεδιάζει κιόλας το καινούργιο έργο του. Βρίσκεται για την ώρα στο Μόναχο, με τη γυναίκα του και με το γιο του. Το πρόγραμμά του είναι να κατέβει στην Ιταλία, τη χώρα που τόσο είχε ευνοήσει την έμπνευσή του δέκα χρόνια πριν (“Μπραντ”, “Πέερ Γκυντ”), να περάσει το καλοκαίρι στη Ρώμη κι εκεί να εργασθεί. Αρχές Αυγούστου, φαίνεται πως το νέο έργο είναι κιόλας σχεδιασμένο, κι ας μην έχει ακόμα γραφτεί ούτε μια αράδα του. Για να το συλλάβει ο Ίψεν είχε ανατρέξει σε κάποια προσωπική του γνωριμία: Το “Σπίτι της κούκλας” είναι από τα έργα που το κεντρικό τους πρόσωπο μπορεί με ασφάλεια ν’ αναζητηθεί στον κόσμο των κάποτε ζωντανών.

 

Στα 1869, μια κοπέλα είκοσι χρονών, η Λώρα Πέτερσεν, είχε γράψει ένα μυθιστόρημα που βγήκε σε βιβλίο με αφιέρωση στον Ίψεν και τίτλο “Οι κόρες του Μπραντ”. Ο Ίψεν τη γνώρισε προσωπικά τον επόμενο χρόνο στην Κοπεγχάγη. Χαριτωμένη, ανοιχτόκαρδη, η Λώρα άρεσε σαν ανθρώπινο πλάσμα στον ποιητή κι έγινε φίλη της οικογένειάς του. Στη Δρέσδη, όπου θα εγκατασταθούν αργότερα οι Ίψεν, η Λώρα πηγαίνει να περάσει το καλοκαίρι του 1870. Εκεί συνδέθηκε ιδιαίτερα με την κυρία Σουζάνα Ίψεν, τη γυναίκα του ποιητή, και συνήθισε, καθώς φαίνεται, να της ανοίγει την καρδιά της. Ο Ίψεν, που αγαπούσε την πρόσχαρη ζωντάνια της Λώρας, την είχε βγάλει “καρδερινούλα”.

Αλλά, στα 1872, ένα σύννεφο περνάει από τη ζωή της Λώρας Πέτερσεν. Ο πατέρας της πεθαίνει κι εκείνη παντρεύεται στη Δανία τον υφηγητή Κίλερ, άνθρωπο έντιμο αλλά με σπασμένα νεύρα και χωρίς οικονομική άνεση. Για να τα βγάλει πέρα ο Βίκτωρ Κίλερ, φορτώνεται με πρόσθετη δουλειά, παθαίνει υπερκόπωση, που του γυρίζει σε φυματίωση. Μάταια η Λώρα αγωνίζεται να τον πείσει πως πρέπει να ζητήσει τη βοήθεια του πατέρα του. Ο Κίλερ είναι ανένδοτος. Τότε η Λώρα, χωρίς να πει ούτε σ’ αυτόν ούτε στην ίδια της τη μητέρα τίποτα, ζητάει και παίρνει δάνειο από μια τράπεζα, μ’ εγγυητή έναν οικογενειακό φίλο, πηγαίνει τον άντρα της ταξίδι στην Ελβετία, στην Ιταλία, για να ξαναβρεί εκείνος την υγεία του. Ο Κίλερ πιστεύει πως τα χρήματα του ταξιδιού είναι συγγραφικά ποσοστά της Λώρας.

Λυκούργος Καλλέργης (Γιατρός Ρανκ), Βάσω Μανωλίδου (Νόρα).

Βάσω Μανωλίδου (Νόρα), Ελένη Χατζηαργύρη (Κυρία Λίντε).

Την ιστορία αυτή, η Σουζάνα Ίψεν θα τη μάθει από γράμματα της νεαρής φίλης της, και καθώς είναι ιστορία πολύ τιμητική για τη Λώρα, θα την πει στον ποιητή. Ο Βίκτωρ Κίλερ, στο μεταξύ, θεραπεύεται. Η αφοσιωμένη μικρή Λώρα, αντίθετα, υποφέρει. Τα μέσα της, έστω και με την ενίσχυση της δουλειάς που στέλνει σ’ εφημερίδες της πατρίδας της από το Νότο, δεν είναι αρκετά για να εξοφλήσει το δάνειο. Στο γυρισμό της στο Μόναχο, ο Ίψεν που βρίσκεται τώρα εκεί, παραπονιέται πως η καρδερινούλα έπαψε να τιτιβίζει. Τίποτα φυσικότερο. Η Λώρα, για να τα βγάλει πέρα με το πρώτο δάνειο, είχε βρει τη λύση να καταφύγει σ’ ένα δεύτερο· και το δεύτερο αυτό, δεν μπόρεσε να το εξοφλήσει. Ήτανε κι άρρωστη, ύστερα από μια γέννα. Ο εγγυητής, ανίκανος να πληρώσει αυτός, παρακαλεί τη Λώρα να πληρώσει, κι εκείνη το μόνο που βρίσκει είναι να στείλει στην κυρία Ίψεν το χειρόγραφο ενός μυθιστορήματος με την παράκληση να το συστήσει ο άντρας της στον εκδότη του, μήπως έτσι καταβληθεί στη συγγραφέα κάποιο αξιόλογο ποσό.

Ο Ίψεν φαίνεται πως δίστασε κάπως να κάνει τη σύσταση που του ζητούσαν, γιατί είχε βρει το μυθιστόρημα της Λώρας προχειρογραμμένο. Ούτε και ήξερε άλλωστε το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει τώρα η “καρδερινούλα” του. Με τη φαντασία του ανέπλαθε την ιστορία της, γιατί

βλέπουμε να της γράφει: “Υπάρχει θαρρώ στο γράμμα σας κάτι που δεν το γράφετε, και που αλλάζει εντελώς την ιστορία. Αυτή την εντύπωση σχηματίζω αφού ξαναδιάβασα το γράμμα σας πολλές φορές. Αν γελιέμαι σε τούτο, αν τα γεγονότα είναι στ’ αλήθεια όπως τα γράφετε, πρέπει να πάρετε μιαν απόφαση και να βάλετε τέλος σε όλα. Δυσκολεύομαι να υποθέσω πως ο άντρας σας είναι ενήμερος· πρέπει λοιπόν να του τα πείτε όλα. Πρέπει αυτός να πάρει απάνω του τις έγνοιες και τις ανησυχίες που σας βασανίζουν και σας αναστατώνουν. Έχετε ώς τώρα θυσιαστεί περισσότερο απ’ όσο αρμόζει”.

Αλίμονο! για τη Λώρα Κίλερ δεν απέμεναν πολλά περιθώρια. Η απάντηση του Ίψεν την απέλπισε. Έριξε στη φωτιά τα χειρόγραφά της. Ο νους της είχε αρχίσει κιόλας να θολώνει. Ο εγγυητής την επίεζε, την εξόρκιζε, γιατί είχε μικρά παιδιά. “Τότε – γράφει η ίδια – μέσα στην αγωνία μου, στον πυρετό μου, για να τον σώσω (τον εγγυητή) έκανα μια τρέλα: έφτιαξα μόνη μου μια συναλλαγματική. Γράφοντάς την θυμάμαι πως παρακαλούσα το Θεό κλαίοντας, ζητούσα να μπορέσει αυτό να τον σώσει, να μη καταστραφεί για χάρη μου”. Η συναλλαγματική δεν έγινε αποδεκτή, η αλήθεια όμως μαθεύτηκε, γιατί η Λώρα, αφού πρώτα είχε σχίσει το ενοχοποιητικό χαρτί, έπιασε κι έστειλε τα κομμάτια του σ’ έναν πλούσιο ξάδερφο του άντρα της, που δεν είχε θελήσει να τους βοηθήσει.

Από κει και πέρα αρχίζει ο κατήφορος. Το λογικό της Λώρας Κίλερ κλονίζεται· ο Κίλερ μαθαίνει την αλήθεια, στην αρχή συγκινείται, ύστερα εκνευρίζεται, θυμώνει, γίνεται βάναυσος. Η θυσιασμένη Λώρα κλείνεται σε ψυχιατρείο. Αποφασίζεται το διαζύγιο, της παίρνουν τα παιδιά της. Κατάληξη τραγική, τραγικότερη απ’ αυτήν που θέλει ο Ίψεν όταν αποφασίζει να κάνει την καρδερινούλα τού ευτυχισμένου καιρού ηρωίδα του νέου του έργου.

Γιατί άραγε θέλησε ο Ίψεν απαλότερη την ιστορία της Νόρας από την ιστορία της Λώρας; Εδώ, θα μπορούσε κανένας να προβάλει πολλές υποθέσεις, όχι άσχετες με την ουσία του έργου. Προτίμησε άραγε την ήπια εκδοχή ο ποιητής επειδή είναι πιο σύμφωνη με τα συνηθισμένα περιστατικά τής ζωής, δηλαδή “πιο φυσική”, πιο ρεαλιστική; Την προτίμησε μήπως για άλλο λόγο, βαθύτερο: επειδή το θέμα, στην ουσία, δεν ήταν η προσωπογραφία μιας νεαρής γυναίκας αλλά ένας θεσμός; Η κριτική ενός θεσμού – στην περίπτωση τούτη του γάμου – για να έχει δραματική πειστικότητα, πρέπει να μην κάνει κατάχρηση μέσων, να παίρνει για μέτρο της ό,τι την οπλίζει με κάποια γενικότητα, όχι να βασίζεται στις εξαιρέσεις. Ο Ίψεν άλλωστε, τον καιρό που γράφει το “Σπίτι της κούκλας”, είναι συνεπαρμένος από τη νέα του μέθοδο, τη νέα αισθητική που είχε εγκαινιάσει με το προηγούμενο έργο του: Δηλώνει ότι, στο εξής, δεν θα γράφει παρά μόνο τρίπρακτα έργα! “Ένας πραγματικός καλλιτέχνης – λέει στον φίλο του Πάουλσεν – πρέπει να ξέρει να συγκεντρώνει το θέμα του”. Απλοϊκή αυτοδέσμευση! Την εξηγεί το θάμπωμα του αγέραστου παιδιού που είναι ο ποιητής, μπροστά στις αποκαλύψεις μιας νέας τεχνικής. Ουσιαστικά, η τεχνική αυτή δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να επιβεβαιώνει ένα θεμελιώδη νόμο του δράματος : τη συμπύκνωση. Όπως και να’χει το πράγμα, ο Ίψεν είχε διαλέξει στο εξής το δρόμο του ρεαλισμού· και ρεαλισμός σημαίνει εξάντληση όλων των μέσων που συμβάλλουν ώστε ν’ αντικατασταθεί η ελεύθερη ποιητική σύμβαση από την ψευδαίσθηση της κοινής εμπειρίας. Ο κόσμος της Νόρας έπρεπε να είναι πιο “φυσικός” από τον κόσμο της Λώρας. Ο κανόνας αυτός συνεπάγεται και τον μετριασμό των τόνων και την οικονομία των χώρων. Η ιστορία της Νόρας είναι ήπια, η διαβάθμισή της σε τρεις πράξεις, με πέντε – ουσιαστικά – πρόσωπα, μια και μοναδική σκηνογραφία.

Ένα χρόνο μελετούσε στο νου του ο Ίψεν το θέμα του “Σπιτιού της κούκλας”. Στο διάστημα αυτό, κατά το συνήθειό του, οικοδομούσε λίγο-λίγο, ψηφί το ψηφί, τα πρόσωπα, τα φώτιζε από διάφορες γωνίες, αναζητούσε τις αντιδράσεις που τους ήταν οι περισσότερο ταιριαστές, τα λόγια που χαρακτηρίζουν με τρόπο έκτυπο, τελειωτικό. Όταν έρχεται η στιγμή να συνθέσει πια το υλικό του, θυμάται πως του είχανε μιλήσει για κάποιο παλαιό μοναστήρι, μετασκευασμένο σε ξενοδοχείο. Τέσσερις μήνες και κάτι θα του πάρει η συγγραφή του “Σπιτιού της κούκλας” από το πρωτόγραφο ώς το οριστικό κείμενο. Και στους τέσσερες αυτούς μήνες ο Ίψεν θα στερεώσει, έστω και με κάποιες ακόμα αστάθειες ή αναδρομές σε παλαιές μεθόδους, τη νέα μορφή τού δραματικού έργου, την “ιψενική”.

Το “Σπίτι της κούκλας” είναι ένα έργο που ανατάραξε την εποχή του· γιατί είχε θέμα του τον έλεγχο ενός θεσμού. Πρόκειται για τον ακρογωνιαίο λίθο του κοινωνικού οικοδομήματος, όπως τον έχει θεμελιώσει η ηγετική τάξη του καιρού του: τον γάμο. Αλλά το γνώρισμα ακριβώς αυτό, που έδωσε στο δράμα του Ίψεν την εκρηκτική του ένταση την εποχή εκείνη, έγινε και η αιτία να θεωρούν αργότερα το “Σπίτι της κούκλας” δράμα ξεπερασμένο. Άλλες οι αντιλήψεις για το γάμο σήμερα, λένε, άλλη η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, άλλες οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης.

Πραγματικά, το “Σπίτι της κούκλας” θα ήταν ένα έργο αναφερόμενο σε καταστάσεις που πια δεν υπάρχουν, αν περιοριζόταν σε μια κριτική τού θεσμού τού γάμου ή στην διεκδίκηση του δικαιώματος για τη γυναίκα να αποκηρύσσει έμπρακτα μια ψεύτικη κατάσταση, ένα συμβατικό δεσμό. Αλλά και πολύ μικρός ποιητής θα ήταν εκείνος που θα περιοριζόταν να γράψει ένα δραματοποιημένο σχολιασμό κοινωνικού θεσμού. Προσθέτουν βέβαια πως αυτό που δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο και διάρκεια στα κοινωνικά έργα τού Ίψεν είναι η ποιητική σύλληψη των προσώπων. Αναμφισβήτητα. Η Νόρα, ειδικότερα, είναι το πιο χαριτωμένο κι αξιαγάπητο – όχι μόνον εξωτερικά – πρόσωπο του νεότερου θεάτρου. Αλλά και πάλι, ένας ποιητής που εμβαθύνει στο θέμα του, δεν σταματάει ποτέ στο επίπεδο του θεσμού. Το επίπεδο του θεσμού είναι το επίπεδο του νόμου, δηλαδή των νομοθετικών ρυθμίσεων και των εθίμων. Το αληθινό δράμα όμως προχωρεί βαθύτερα, στην περιοχή όπου όλα δεν διορθώνονται με νομοθετικές διατάξεις ή αλλαγές αντιλήψεων. Το θέμα του “Σπιτιού της κούκλας” δεν είναι ούτε οι φεμινιστικές διεκδικήσεις, όπως το είχαν νομίσει στα 1880, ούτε ο θεσμός του γάμου με το αντίστοιχο δικαίωμα ή μη της παντρεμένης γυναίκας να παρατάει το σπίτι της, τον άντρα της και τα παιδιά της. Το θέμα του “Σπιτιού της κούκλας” είναι το πρόβλημα του ζευγαριού· αν μπορεί, και πώς, να υπάρξει συμβίωση με περιεχόμενο ανθρώπινο, υψηλό.

***

Ο Χέλμερ και η Νόρα είναι παντρεμένοι από χρόνια, έχουν παιδιά, είναι “ευτυχισμένοι”, συζούν κάτι περισσότερο από αρμονικά. Εκείνος την περιποιείται ώς το σημείο να τη βλέπει σαν ένα μικρό παιδί για χάιδεμα, εκείνη τού είναι αφοσιωμένη τυφλά, με το σώμα και με την ψυχή της.

Ο δεσμός όμως αυτός, κατά βάθος, δεν είναι παρά ένας ενστιγματικός δεσμός. Φυσική έλξη συνδέει τη Νόρα και τον Χέλμερ, όχι κάτι που ξεκινάει από κάποια σφαίρα ψυχικότερη, όπου το ένστικτο να έχει φτάσει φιλτραρισμένο. Ο Χέλμερ βλέπει στη Νόρα την κούκλα, το άθυρμα που διακοσμεί και φαιδρύνει τη ζωή, η Νόρα βλέπει τον Χέλμερ τον άντρα που της αρέσει. Εκείνος, άλλωστε, είναι φυσικό να μην έχει αξιώσεις άλλες. Εκείνη πάλι, η ποιοτικά πολύ ανώτερή του, δεν έχει ιδέα από τον κόσμο, από τους ανθρώπους. Ανατράφηκε σαν παιδί χαϊδεμένο, δεν υποπτεύθηκε ποτέ την πραγματικότητα. Με ποιο μέτρο να κρίνει τον Χέλμερ;

Θα τον κρίνει μόνον όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή, αυτή που βάζει σε δοκιμασία τα πάντα. Το έργο, το δράμα, είναι ακριβώς αυτή η στιγμή. Ο Ίψεν, που είχε μάθει τώρα πια να εντοπίζει την προσοχή του στην κορυφαία φάση μιας ανθρώπινης περιπέτειας, και αυτήν να διαιρεί σε στάδια – πράξεις – όπου ενσωματώνονται τα προδιατρέξαντα, όχι ν’ αναπτύσσει αναλυτικά μέσα στο χρόνο την πορεία των γεγονότων, ο Ίψεν λοιπόν, διαλέγει για θέμα του εδώ όχι τον γάμο αλλά την ηθική συνείδηση. Το δράμα, θα είναι το τρομαγμένο ξύπνημα μιας ψυχής, η εσωτερική κατάρρευση ενός ανθρώπινου πλάσματος που είχε εμπιστοσύνη στον κόσμο των ανθρώπων.

Κάτω από τη φυσική κλίση της για τον άντρα της η Νόρα, δίχως να το έχει συλλογιστεί ποτέ, πίστευε τον γάμο μια κοινωνία ψυχών. Κάτω από τους παιδιάστικους τρόπους της, μέσα στην αρχική της μακαριότητα, η κούκλα αυτή έκρυβε μια περίεργη προσδοκία. Ανήκε στα ρομαντικά εκείνα πλάσματα που όχι μόνον θέλουν τον κόσμο ωραίο, αλλά και που δεν μπορούν να τον ανεχθούν διαφορετικά. Παρά να προσαρμοστούν, να συνθηκολογήσουν, να λερωθούν, προτιμούν ν’ αυτοκτονήσουν πραγματικά ή συμβολικά, δηλαδή να καταστρέψουν τη ζωή τους. Η χοντροκέφαλη κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα δεν κατάλαβε πως το ξεπόρτισμα της Νόρας, στο τέλος του έργου, δεν είναι λιποταξία ή ελαφρομυαλιά, μήτε ανήθικη ανταρσία. Είναι αιματηρή συνέπεια σ’ ένα ιδανικό απαιτητικό.

Αλλά ο χαρακτηρισμός της επιφάνειας είναι πάντα ευκολότερος από την ανάλυση σε βάθος. Ο Ίψεν χαρακτηρίστηκε “επαναστατημένος ατομιστής” στην περίπτωση του “Σπιτιού της κούκλας” επειδή αξίωνε περισσότερη ειλικρίνεια, περισσότερο σεβασμό για τους θεσμούς από εκείνους που δείχνονταν οι εξ επαγγέλματος υπέρμαχοί τους. Οι τελευταίοι αυτοί, βολεύονταν τόσο καλά με την υποκρισία! Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο αν, ύστερα από το παγκόσμιο σκάνδαλο που προκάλεσε το “Σπίτι της κούκλας”, ένα από τα κυριότερα πρόσωπα του αμέσως επομένου ιψενικού έργου, που έδινε απάντηση στους επικριτές της Νόρας, είναι ο πάστωρ Μάντερς, ο εκφραστής της αναγορευμένης σε δόγμα, σε καθεστώς υποκρισίας.

Έτσι εδώ, στο “Σπίτι της κούκλας”, στους “Βρικόλακες”, ανθρώπινο δράμα και κοινωνική κριτική διασταυρώνονται. Εμείς όμως ας σταματήσουμε στο πρώτο. Αυτό περικλείνει και την περισσότερη διάρκεια: γιατί κρύβει την περισσότερη αλήθεια. Οι θεσμοί εξελίσσονται, τα καθεστώτα αλλάζουν, οι νεαρές γυναίκες ξυπνάνε σήμερα πιο γρήγορα· κι έτσι όμως ακόμα, τίποτα δεν μπορεί – και δεν θα μπορεί – να πείσει τις Νόρες που διψάνε για ομορφιά στον κόσμο των ανθρώπων, να συνετίζονται αρκετά νωρίς, να υποστέλλουν τη σημαιούλα τους, τον “επισείοντα” που χοροπηδάει κυματίζοντας πάνω στη βουρκοθάλασσα με τ’ αθώρητα κήτη και με τα περιφερόμενα ναυάγια.

  • Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης “Το σπίτι της κούκλας (Νόρα)” (1965). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 03/12/1964 – 03/01/1965. Οι φωτογραφίες είναι από εκείνη την παράσταση.
  • Στην κεντρική φωτογραφία: Ελένη Χατζηαργύρη (Κυρία Λίντε), Βάσω Μανωλίδου (Νόρα), Θάνος Κωτσόπουλος (Χέλμερ).

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ