“Το θέατρο και η εποχή” – έρευνα για το θέατρο μιας άλλης εποχής! (Β΄ μέρος)

“Το θέατρο και η εποχή” – έρευνα για το θέατρο μιας άλλης εποχής! (Β΄ μέρος)

Μοιράσου το!

Σε μια εποχή πολύ σκληρή για τον τόπο μας λόγω εμφυλίου, το περιοδικό “Νέα Εστία” δημοσίευσε μια έρευνα με τίτλο “Το θέατρο και η εποχή” και τις απαντήσεις θεατρικών συγγραφέων στα παρακάτω ερωτήματα:

Το Θέατρο, που άσχετα με την οποιαδήποτε ποιότητα, είναι η λαϊκότερη, η κοινωνικότερη μορφή τέχνης, πώς πρέπει να καθοδηγήσει, ν’ ακολουθήσει ή να εκφράσει την εποχή μας, μιαν εποχή που την σφραγίζει με την κυρίαρχη παρουσία του ο λαός;

-Υπάρχει το ποιητικό θέατρο (ο ποιητικός λόγος σε θεατρική δράση), το ρεαλιστικό, το κοινωνικό, το ψυχογραφικό, το ιστορικό, το ηθογραφικό, η σάτιρα. Υπάρχει, ακόμα, η πειθαρχία στις γνωστές μορφές του θεατρικού λόγου και οι ποικίλες ανταρσίες, που άλλοτε ζητούν την εσωτερική μεταβολή και άλλοτε περιορίζονται στην ανανέωση της τεχνικής. Οι κύριοι και οι βοηθητικοί παράγοντες (ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος, ο χορογράφος, όλοι οι άλλοι) πώς έχουν χρέος να συνεργαστούν κι απάνω σε ποια βασική γραμμή να συναντηθούν, για να πετύχουν τη μεγάλη και παντοδύναμη εκείνη ενότητα που ήταν το θέατρο στις περιόδους της ακμής του, σε παλαιότερες και νεότερες κοινωνίες, και να πολεμήσουν έτσι τη μόνιμη κρίση (κι ας φαίνεται παροδική όταν γίνεται οξύτερη) που στέκει εμπόδιο στην ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου και στην ευρύτερα παιδευτική του επίδραση;

Αυτά ήταν τα ερωτήματα και όπως σημείωνε ο Πέτρος Χάρης, διευθυντής της Ν.Ε., δεν ήταν διατυπωμένα στην τύχη.

Εκεί που φαίνονται τολμηρά, απλούστατα έχουν την πρόθεση να ερεθίσουν, να αφυπνίσουν, να προκαλέσουν ακόμα τη σκεπασμένη δυσφορία ή και την ασυγκράτητη οργή, που είναι πολύτιμη στην περίπτωσή μας γιατί αυτή ακριβώς φέρνει στην επιφάνεια τις βαθύτερες πεποιθήσεις και την κρυμμένη μαχητική διάθεση των ήρεμων πνευματικών ανθρώπων. Και πάλι, εκεί που τα ερωτήματα είναι κάπως αόριστα και γενικά, ακολουθούν τη μέθοδο που αφήνει απόλυτη ελευθερία για να κάμει πιο βαθιά τη συναίσθηση της ευθύνης. Περιοριζόμαστε δηλαδή να χαράξουμε τον κύκλο. Πώς όμως και ώς ποιο σημείο θα γεμίσει ο κύκλος, θα το δούμε αμέσως παρακάτω.

Στο πρώτο μέρος της έρευνας απάντησαν: Γρηγόριος Ξενόπουλος, Θεόδωρος Ν. Συναδινός, Δημήτρης Μπόγρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης

Θα παρατηρήσει κανείς ότι οι απαντήσεις θα μπορούσαν να ήταν και σήμερα ίδιες. Ωστόσο, σήμερα αυτό που βλέπουμε δεν είναι ακριβώς θέατρο γιατί από κάπου η όλη υπόθεση… μπάζει. Δεν έχουμε πρόθεση να θίξουμε πρόσωπα και ομάδες που αναλώνονται στην υπηρεσία της θεατρικής τέχνης. Ας διαβάσουμε καλύτερα τις απαντήσεις κάποιων συγγραφέων που άφησαν σημαντικό έργο. Στη συνέχεια της έρευνας απαντούν οι σκηνοθέτες Σωκράτης Καραντινός και Κάρολος Κουν και ο σκηνογράφος Γιώργος Ανεμογιάννης.

Σωκράτης Καραντινός

Η τέχνη δεν μπορεί παρά να εκφράζει οπωσδήποτε την εποχή της. Είναι απαραβίαστα συνυφασμένη με την κοινωνικοπνευματική κατάσταση της εποχής και του τόπου. Δε χρειάζεται, λοιπόν, στην τέχνη η πρόθεση να εκφράσει την εποχή. Δηλαδή, δεν είναι δυνατό να πούμε: Θα κάνω τέχνη μ’ αυτόν ή μ’ εκείνον τον τρόπο για να εκφράσω την εποχή μου. Απλούστατα, αισθάνομαι την εποχή μου έτσι και δεν μπορώ να την εκφράσω, παρά όπως την αισθάνομαι. Ως και αυτή η γνώση και η ενσυνείδητη χρησιμοποίηση ορισμένων προϋποθέσεων που προοδεύοντας προσφέρει ο πνευματικός πολιτισμός μας, ως κι αυτή, μόνο όταν προβάλλει ως βαθύτερη αίσθηση, ως “βίωμα”, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της μόδας, μόνο τότε υφίσταται οργανικά και ουσιαστικά. Αν καλοεξετάσει κανείς τα κατά τόπους φαινόμενα, θα βρει πάντα πως η τέχνη ταυτίζεται με την εποχή. Και εννοώ την τέχνη γενικά, αδιάφορο αν η μια της εκδήλωση προπορεύεται κάπως περισσότερο και η άλλη, για λόγους ειδικούς, σχετικά καθυστερεί.

Μπορεί η Ποίηση και η Λογοτεχνία να προπορεύτηκαν από τις άλλες τέχνες στον τόπο μας. Η ζωντάνια της ύλης τους (της γλώσσας) δημιουργεί έναν ευεργετικό περιορισμό και κάνει να δέχονται δυσκολότερα τις επιρροές εκείνες που μεταβάλλουν το χρώμα τους και το σχήμα τους. Κι εξόν από αυτό, η Ποίηση και η Λογοτεχνία, ύστερα μάλιστα από το ξετίναγμα του ζυγού της φτιαχτής καθαρεύουσας, ξανασυνδέθηκαν σχετικά γρήγορα με την παράδοση που ζούσε μέσα στη δημοτική μας ποίηση. Μα η ζωγραφική επηρεασμένη ευκολότερα από τα αισθητικά κινήματα παράλληλων πολιτισμών, και χωρίς τη συνέχεια μιας παράδοσης, που αναζητιέται μ’ αυτή στη λαϊκή τέχνη, μα ακόμα δεν μπόρεσε να συνδεθεί οργανικά μαζί της, στηρίζεται περισσότερο σε ορισμένες μονωμένες περιπτώσεις, που προβαδίζουν χάρη στην αληθινή αίσθηση του κλίματος, του χρώματος, του σχεδίου και χάρη στη συνέπεια που παρουσιάζει η έκφραση με τις προϋποθέσεις της λειτουργίας της. Μπορεί, με την έντονη πλασματική μας αίσθηση, η γλυπτική να προπορεύεται από τη μουσική (μ’ όλη τη φαινομενική άνθιση της μουσικής, που για να φτάσει να προβάλλει το βαθύτερο αισθαντικό εαυτό της, είναι υποχρεωμένη να αφομοιώνει οπωσδήποτε τον όγκο μιας διάχυτης σ’ όλον τον κόσμο τεχνικής και αισθητικής παράδοσης που δημιούργησαν αλλού αιώνες γόνιμοι. Και η αρχιτεκτονική μπορεί να βρίσκεται ακόμα κάτου από τα δεσμά των τεχνικών κατακτήσεων και της νέας ύλης (μπετόν-αρμέ κ.λπ.), που ισοπεδώνουν ακόμα σε πολλά σημεία το χαραχτήρα του αρχιτεκτονικού έργου. Όμως κοινό σ’ όλες τις εκδηλώσεις της τέχνης, είναι το χάος και η ακαταστασία που χαρακτηρίζει και την κοινωνική μας ζωή τα πενήντα τελευταία χρόνια (σ’ εμάς δα όλη μας την ιστορία από την επανάσταση του 21). Μέσα στο χάος αυτό αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν, αλλού εντονότερα, αλλού λιγότερο έντονα, οι ζωντανές πρωτοπόρες τάσεις που οδηγούν στη δημιουργία ενός χρώματος, ενός χαραχτήρα στην κάθε μια εκδήλωση της Τέχνης. Γιατί αυτό κυρίως λείπει στην εποχή μας, ο χαραχτήρας στην Τέχνη.

Είναι το ανακάτεμα που έφερε στον κόσμο η κυριαρχία της μηχανής και η εύκολη επικοινωνία ανάμεσα στους λαούς και η αναφομοίωτη, αβασάνιστη, μηχανική θα έλεγα, αλληλεπίδρασή τους.

Αν θέλουμε τώρα να σταθούμε ειδικότερα στο θέατρο, θα δούμε πως και σ’ αυτό, εντελώς έκδηλα, τα συμπτώματα που ξεχωρίσαμε στη γενικότητά τους παραπάνω. Το θέατρο, “η κοινωνικότερη και λαϊκότερη μορφή τέχνης”, καθώς λέτε και Σείς, εξόν που, εμφανιζόμενο στη ζωή μας, μετά την εθνική ανεξαρτησία μας, έφερε μαζί του όλο ξένα δοσίματα, ανατράφηκε πάντα ώς τα σήμερα – μ’ εντελώς ελάχιστες εξαιρέσεις που δεν πρόλαβαν ακόμα να ολοκληρωθούν – κάτου από ξένες, αχώνευτες και αδικαίωτες επιρροές. Η έλλειψη κάθε παράδοσης, που κι αν κάποια σπέρματά της κρυφόβοσκαν, δεν ήταν δυνατό να τα ξεχωρίσουν οι πρώτοι που από τον ξένον κόσμο φέρανε το θέατρο στον τόπο μας, καθώς και κείνοι που αργότερα το κατευθύνανε, η καθυστερημένη και νεοπλουτική υποταγή του στη μηχανική κατάκτηση, κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, αντί να το προωθήσουνε προς την αλήθεια μιας εσωτερικής αίσθησης, και μιας τεχνικής δικαίωσης, το υπόταξαν ακόμα πιο δουλωτικά στο βιομηχανικό πνεύμα της εποχής και στην ακαταστασία που δημιουργεί η απουσία ενός αληθινού ψυχικού παλμού, ικανού να οδηγήσει με συνέπεια προς μια συγκροτημένη κατεύθυνση. Η κατασκευασμένη απαγγελία μας, η ακατάσχετη ταχυλογία που στις σκηνές μας αντικαθιστά την εσωτερική δράση του λόγου και τον στερεί από κάθε πλαστικότητα, δείγμα περίτρανο, καθώς και άλλοτε εξήγησα, της απουσίας κάθε ποίησης (παρά τα ονόματα τα τρανταχτά, των Σαίξπηρ, των Μολιέρων και των Αισχύλων), οι τεράστιες σκηνικές κατασκευές και η επιδειχτικά πολυδάπανη πολυτέλεια της αμφίεσης, η βιομηχανική σειρά των παραστάσεων, κυρίως έργων μεγάλων – φρούτο της βιομηχανίας του βουλεβάρτου· 30 ή 40 και 50 παραστάσεις στη σειρά μιας τραγωδίας – οι αλληλοσυγκρουόμενες τεχνοτροπίες μέσα σε μια παράσταση ή από τη μια στην άλλη, όλα αυτά και, μ’ ένα λόγο, η τοποθέτηση του κέντρου του βάρους της θεατρικής έκφρασης σε παράγοντες εξωτερικούς και όχι στον ηθοποιό και στην ποίηση, όλα αυτά, παρά την αξιοθαύμαστη και σημαντικότατη προσφορά του έλληνα τεχνίτη-ηθοποιού, δείχνουν ακριβώς πως και στο θέατρο λείπει ο χαραχτήρας και ο ψυχικός παλμός που κατευθύνει ζωντανά τη θεατρική μας έκφραση, ταυτισμένη, κι αυτή, με την ακαταστασία και το ψεύδος μιας βιομηχανοποιημένης εποχής.

Απ’ αυτό όμως υποφέρει το κοινό που το υποτιμούμε πάντα και που νομίζουμε πως για να φτάσουμε σ’ αυτό, είναι ανάγκη να καταφύγουμε σε καμώματα εξωτερικά, ενώ η αλήθεια είναι πως η κενότητα η δική μας μάς οδηγεί προς τα εκεί. Δεν είναι το κοινό που δυσκολεύεται να νιώσει την ποίηση, και τη χάρη και το πνεύμα του Μολιέρου και που μας αναγκάζει να ξεχωρίσουμε μέσα σ’ αυτόν τα κλίσματα μόνο και τους αποπάτους, παρά εμείς που δε φτάνουμε να δούμε και να αισθανθούμε παραπέρα. Είναι η φτώχεια η δική μας που μας κάνει να καταφεύγουμε στα μουσικά παραγεμίσματα, στις ακατάσχετες χορογραφίες, στα τούλια, τους προβολείς και τα σκοτάδια για να… φέρουμε δήθεν πιο κοντά στο κοινό τον αρχαίο τραγικό.

Για όλ’ αυτά έχω γράψει και μιλήσει διεξοδικότερα· και θα μου δοθεί πάλι, ελπίζω, η ευκαιρία να μιλήσω πλατιά. Γιατί εδώ μεν, τ’ αναφέρω απλά για να πιστοποιήσω πως και το θέατρο, παρ’ όλα του τα κάποια μονωμένα γόνιμα δοσίματα, υπήρξε συνεπές προς μιαν ανάλογη εποχή που καθρεφτίστηκε στον τρόπο της λειτουργίας και της έκφρασής του. Όμως πιστεύω πως – τώρα μάλιστα που η ανθρωπότητα αγωνίζεται να οδεύσει προς την ανασυγκρότηση και την αναδιοργάνωση της κοινωνικής και της πνευματικής της ζωής – είναι καιρός να ξέρουμε πια κι εμείς οι καλλιτέχνες τι ζητάμε και τι κάνουμε κάνοντας τέχνη. Γιατί οι καιροί αλλάξανε. Γιατί “την εποχή μας τη σφραγίζει – όπως πολύ ωραία λέτε – με την κυρίαρχη παρουσία του ο λαός”. Κι ο λαός αυτός, με ξυπνητή τώρα την παλλόμενη αισθαντικότητά του, δε θα δεχτεί τα άβαθα και άψυχα και απνευμάτιστα σερβιρίσματα, που του γαργαλάνε και του διασκεδάζουνε απλώς τις αισθήσεις. Κι αν θαμπώθηκε κάποτε κι αν κάποτε παρασύρθηκε, στο βάθος κρατάει πάντα ζωντανή τη δύναμή του κι αναλογιέται γρήγορα. Του είναι αδύνατο, ύστερα μάλιστα από ένα τέτοιο βαθύ και συγκλονιστικό ανατάραγμα που έζησε, παλεύοντας στήθος με στήθος με το χάρο και με τη μηχανή, να μείνει υποδουλωμένος στη στεγνή βιομηχανοποίηση της αισθητικής του έκφρασης. Κάτι παρόμοιο δε θα το ανεχθεί πλέον και στη ζωή. Έτσι,αν θέλω ν’ απαντήσω στο ερώτημά Σας, θα είχα να Σας πω πως, ενώ για μένα δεν υπάρχει, παρά μόνο το ποιητικό θέατρο που μπορεί να είναι και “ρεαλιστικό” και “κοινωνικό” και “ψυχογραφικό” και “ιστορικό” και “κοινωνικό” και “σάτιρα”, φτάνει να είναι ποιητικό, αλλιώς δεν μπορεί να είναι θέατρο, η “πειθαρχία σε κάποιες γνωστές μορφές του θεατρικού λόγου και οι ποικίλες ανταρσίες” θα κινηθούν εσωτερικά και αληθινά, μακριά από τα τεχνάσματα και τις κατασκευασμένες επινοήσεις. Και τότε θέλοντας και μη θα φτάσουν στην “εσωτερική μεταβολή και στην ανανέωση της τεχνικής”.

Απάνου σ’ αυτή τη βάση πρέπει να δουλέψουν όλοι οι “…κύριοι και βοηθητικοί παράγοντες… για να πετύχουν τη μεγάλη και πολυδύναμη εκείνην ενότητα που ήταν το θέατρο στις περιόδους της ακμής του…”. Πρέπει ο καθένας να πάρει τη θέση του και να πάψει να προβάλλει όπως-όπως τον εαυτό του. Ν’ αφήσει απλά και ειλικρινά να προβληθεί η ποιητική αλήθεια μέσα από την άφθαστη προσωπικότητα του ηθοποιού. Η απλότητα και η δύναμη της ψυχής, κι όταν ακόμα μας λείπει η τεχνική προπαίδεια – γιατί μας λείπει δυστυχώς – είναι αρκετές για να μας οδηγήσουν με σιγουριά στην κατάκτηση της σωστής τεχνικής, με τον ίδιον τρόπο που τόσο στέρεα οδηγούν το λαϊκό τεχνίτη στην τεχνική κατάκτηση. Μα χρειάζεται απλότητα και δύναμη ψυχής. Χρειάζεται να πάψουμε να επινοούμε και, πρώτα και κύρια, να αισθανόμαστε. Χρειάζεται να μη σκαρώνουμε κατά τα ξένα πρότυπα την έκφρασή μας, παρά σύμφωνα με τη βαθύτερη αίσθησή μας. Και η αίσθησή μας αυτή να μην είναι παρά δόνηση προερχόμενη από το συμπυκνωμένο περιεχόμενο του ποιητικού λόγου. Χρειάζεται, λοιπόν, να μην κινάμε από τον εαυτό μας, μα από τον ποιητή. Και κανένας να μην μπαίνει ανάμεσα στον Ηθοποιό και τον Ποιητή. Ο Ηθοποιός και ο Ποιητής κρατούν το άξονα της δημιουργίας στο θέατρο. Όλοι οι άλλοι υπηρετούν. Όταν το καταλαβαίνουν αυτό και μένουν στην αναλογία τους, συμβάλλουν θετικά στην πραγματοποίηση του καλλιτεχνικού έργου. Αλλιώς μεταβάλλονται σε αποκρουστικά παράσιτα. Και απ’ αυτό δεν εξαιρώ ούτε τον σκηνοθέτη. Κυρίως αυτόν. Όταν ο σκηνοθέτης με τη γνώση του, μα και με την απαραίτητη ευαισθησία του, μπαίνει ώς την τελευταία λεπτομέρεια στην ψυχή του ποιητικού κειμένου και γίνεται διάμεσος που θέτει σ’ επαφή το κείμενο αυτό με ολοζώντανη την ψυχικότητα του ηθοποιού, κ’ ύστερα, γινόμενος το alter ego τού κάθε ηθοποιού τον βοηθάει ν’ ασκήσει την εποπτεία του τεχνίτη πάνου στο έργο του. (Ο ηθοποιός είναι συγχρόνως και τεχνίτης και ύλη και δεν μπορεί ν’ αποσπασθεί απ’ αυτό, όπως ο ζωγράφος λ.χ. που απομακρύνεται για να ασκήσει την εποπτεία πάνου στο σύνολο και στα καθέκαστα του έργου του) και τέλος, όταν σαν ένας ρυθμιστής ο σκηνοθέτης ρυθμίζει τις αναλογίες για να ισορροπήσει στο σύνολο η εικόνα που παρασταίνει το ποιητικό έργο, τότε γίνεται, θέλοντας και μη, η ψυχή της θεατρικής λειτουργίας, ενώ ηθοποιός και ποιητής κρατούν όλο δύναμη τη ζωντάνια τους. Αν όμως με τεχνάσματα που έχει δει ή που σκαρφίζεται, παίρνει επιπόλαια αφορμή το έργο και ζητάει να προβάλλει τον εαυτό του πάνω στην έκφραση του ηθοποιού, στενεύει στο ελάχιστο τους ορίζοντες της σκηνικής λειτουργίας, που διαφεύγοντάς του η ουσία της, δεν είναι πια παρά μια βιομηχανοποιημένη τυποποίηση δήθεν θεατρικής έκφρασης.

Μπορεί αυτά όλα τα αιτήματα να μην είναι παρά εκείνο που θα λέγαμε “ταλέντο”. Γιατί ταλέντο θα πει όχι μια κάποια επιτηδειότητα, παρά η ακατάσχετη εσωτερική διάθεση να εκφραστείς· κι αυτή είναι τόσο δυνατή, που σε οδηγάει σε όλην εκείνη την καλλιέργεια που είναι απαραίτητη σήμερα παρά ποτέ, στον Καλλιτέχνη. Και μάλιστα στον σκηνοθέτη, που πρέπει να είναι σύγχρονα και ποιητής και επιστήμονας και οδηγός. Κήρυκας των κατασταλαγμένων του απόψεων, που θα βοηθήσουνε μέσα στο χάος, για το οποίο μιλήσαμε πιο πάνω, να ξεκαθαρίσει ποιο είναι το σωστό στο θέατρο, θα το παρουσιάσει βέβαια στο έργο του, μα είναι και υποχρεωμένος σήμερα να το εξηγήσει και να το δικαιώσει σαν αληθινός απόστολος. Η διαπίστωση είναι απαραίτητη, γι’ αυτό χαίρομαι που η πρωτοβουλία της “Ν. Εστίας” θα δώσει αφορμήν για μια πρώτην, όσο κι αν είναι ασυστηματοποίητη, τοποθέτηση των καλλιτεχνών του θεάτρου απέναντι στα ζητήματα της τέχνης τους.

Κάρολος Κουν

Το θέατρο, σαν κοινωνική μορφή τέχνης που είναι, δεν μπορεί να μην αντλεί και να μην καθρεφτίζει, σε μεγάλο σημείο, την εποχή του. Ο καλλιτέχνης, αυτόματα, ζει και αναπνέει αυτά που υπάρχουν γύρω του. Ακόμα και η μορφή της τέχνης του αισθητικά άλλοτε θα επηρεάζεται από σπηλιές, άλλοτε από καλύβες, άλλοτε από ουρανοξύστες και υπόγειους σιδηρόδρομους. Έτσι, κι η ψυχή του κι ο νους του. Τίποτε απ’ ό,τι υπάρχει γύρω του δεν μπορεί να τον αφήσει ασυγκίνητο, εφόσον ζει και αισθάνεται ανάμεσα στους συνανθρώπους του κι αυτός. Στον καλλιτέχνη εναπόκειται όμως να διαλέξει, να ταξινομήσει και να αξιοποιήσει, σαν πιο αισθαντικός, σαν πιο εκφραστικά προικισμένος και σαν πνευματικός εργάτης, όλη την πλούσια ύλη, που δέχεται από τον έξω κόσμο, και να την παρουσιάσει σε μορφή τέχνης στους συνανθρώπους του. Και, μια και το θέατρο είναι η πιο άμεση μορφή επικοινωνίας καλλιτέχνη και κοινού, στον εμπνευσμένο και ώριμο καλλιτέχνη εναπόκειται ν’ αξιοποιήσει πνευματικά την ακατέργαστη ύλη, που δέχεται από τον έξω κόσμο της εποχής του, κι έτσι να μπορέσει να καθοδηγήσει αποτελεσματικά την κοινωνία σ’ ένα ανώτερο επίπεδο ψυχικού πολιτισμού. Για να παίξει το θέατρο αληθινά το ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή, χρειαζόμαστε, πριν απ’ όλα, συνειδητούς εργάτες του θεάτρου, που να πιστέψουνε θρησκευτικά στην αποστολή τους. Ανθρώπους ικανούς να θυσιάσουν τις ματαιοδοξίες και φτήνιες ενός μικρού “εγώ”, για μια ιδέα που θα τους δώσει ανάστημα ισάξιο της αποστολής τους.

Χρειάζεται οι άνθρωποι που θα εκφράσουν μιαν εποχή, πλαταίνοντας συνάμα ολοένα τους πνευματικούς ορίζοντες που ’χαμε κληρονομήσει, ν’ αντιλαμβάνονται μ’ όλη, φυσικά, την απαιτούμενη σεμνότητα, το μέγεθος της αποστολής τους και να έχουν την απαραίτητη ποιοτική ωριμότητα για να αναλύσουν και να ξανασυνθέσουν για τους συνανθρώπους τους τον πλούτο που δέχονται από τη ζωή. Έτσι μονάχα μπορεί να γίνουν οι πρόδρομοι μιας καλύτερης εποχής.

Το μοναδικό συμπέρασμα που βγαίνει από τα παραπάνω, είναι, φυσικά, ότι για να υπάρξει θέατρο – ένα θέατρο που θα συντελέσει στην ανάταση του λαού μας –, πρέπει να υπάρξουν ώριμοι και συνειδητοί εργάτες του θεάτρου, που να πιστέψουν στον προορισμό του. Για να υπάρξουν, πάλι, τέτοιοι εργάτες, πρέπει να οργανωθούν υγιείς θεατρικές εστίες και οργανισμοί. Σ’ άλλα μέρη, το κράτος εποπτεύει στην πραγματοποίησή τους. Σ’ άλλα, πάλι, επιτυγχάνεται κάπως ο σκοπός από ιδιωτικές πρωτοβουλίες καλλιτεχνών, ή και απλώς ανθρώπων, που πιστεύουν στον υψηλότερο σκοπό του θεάτρου. Πάντως, η βάση είναι μια για το θέατρό μας: ν’ αποκτήσουμε υγιείς θεατρικούς οργανισμούς. Όταν στρωθούμε κάτω, κι αποφασίσουμε ότι πρέπει να δουλέψουμε για την καλλιέργεια του λαού μας, θα μπορέσουμε ν’ ασχοληθούμε και με το τι θα του δώσουμε. Το ρεπερτόριο και τα έργα θ’ αναπηδήσουνε μόνα τους σα μια φυσική συνέπεια, σύμφωνα με το ψυχικό κλίμα των διαφόρων συντελεστών του θεάτρου στις διάφορες θεατρικές εστίες. Η εκλογή έργων, η συγγραφή τους, το ανέβασμά τους, κι η διάπλαση της αισθητικής τους γραμμής και του πνευματικού του περιεχομένου, θα συντελείται με πολύ διαφορετικά κριτήρια, μέσα σε μια υγιά θεατρική εστία, απ’ ό,τι συντελείται στους σημερινούς θεατρικούς οργανισμούς, όπου ο οικονομικός παράγων της αυτοσυντήρησης ή και συχνά της κερδοσκοπίας, απ’ τη μια μεριά, των αλληλοσυγκρουομένων ματαιοδοξιών, απ’ την άλλη, παρουσιάζουν, ως επί το πλείστον,προχειρότητες ραντισμένες με λίγη ιδεαλιστική χρυσόσκονη τέχνης ή κούφιας επικαιρότητας, έτσι για να ξεγελάσουν το κοινό. Αν δεν ρυθμιστεί, κατά κάποιον τρόπο, ο οικονομικός παράγων μέσα στους θεατρικούς οργανισμούς, αν δε μάθουμε να υποτάσσουμε τις ματαιοδοξίες μας και δεν αποκτήσουμε συνείδηση της ευθύνης μας, από τον πιο μικρό ώς τον πιο μεγάλο, όσα δυναμικά ταλέντα κι αν παρουσιασθούν, θα πηγαίνει χαμένη κάθε προσπάθεια και θέατρο άξιο του προορισμού του δε θ’ αποκτήσουμε ποτέ.

Κάθε μορφή κοινωνικού οργανισμού βασίζεται στην εξέλιξη και την καλυτέρεψη. Ο πατέρας επιδιώκει ο γιος του να φτάσει ότι δεν έφτασε αυτός, κι ο γιος το ίδιο επιδιώκει για τον δικό του πάλι γιο. Γιατί αυτοί, που περνούν, ξέρουν ότι αυτοί που έρχονται φέρνουν στις φούχτες τους ζωντανό το σπόρο μιας καλύτερης αύριο. Στο θέατρο όμως, όπως εί ναι στον τόπο μας σήμερα, κανένας δεν γνοιάζεται για τους νεότερους. Πλησιάζουν γιομάτοι λαχτάρα, γιομάτοι όνειρα κι ελπίδες και δίψα για καθοδήγηση, κι αφήνονται να παλέψουν μόνοι σ’ ένα χαλασμένο σπίτι. Πώς ζητάμε ένα καλύτερο θέατρο, μια και δεν μεριμνούμε γι’ αυτούς που θα μας το δώσουνε;

Ο νέος πρέπει να πιστέψει στο καλύτερο θέατρο, πρέπει να καθοδηγηθεί, να καλλιεργηθούν τα προτερήματά του, να καυτηριαστούν οι αδυναμίες κι οι εγωισμοί, που σέρνει μαζί του, είτε είναι έμφυτοι, είτε προέρχονται από το περιβάλλον που μεγάλωσε.

Όμως αντί γι’ αυτά, το μόνο που διδάσκεται, είναι κούφια και πομπώδη λόγια για την τέχνη, που από την συχνή επανάληψη γίνονται μέσα του δεύτερη φύση, χωρίς, βέβαια, να του έχουν ξυπνήσει κανένα κόσμο, ότι το θράσος και η αναίδεια είναι απαραίτητα εφόδια για την επικράτηση, πως η καλλιτεχνική επιτυχία μεταφράζεται σε δραχμές, πως από το πρώτο σκαλοπάτι του “Ναού της Τέχνης” αρχίζει η μάχη, όχι μόνο μ’ αυτούς που βρίσκονται παραπάνω, αλλά και με τους παρακάτω, κι ότι η ανώτερη επιδίωξη του καλλιτέχνη έγκειται στο πώς θα παγιδέψει ευκολότερα το κοινό, κολακεύοντας τις εκάστοτε αδυναμίες του. Γι’ αυτό δεν πρέπει να παραπονιόμαστε, αν δεν βλέπουμε ουσιώδη καλυτέρεψη στο θέατρο, μια και τα ίδια τα μικρόβια, καλλιεργούμενα από γενιά σε γενιά, διπλασιάζονται και πληθαίνουν.

Ας αρχίσουμε να φροντίζουμε τις ρίζες. Το δέντρο θα καρπίσει μόνο του.

Γιώργος Ανεμογιάννης

Όταν σήμερα μιλάμε για θέατρο, αυτό που μας απασχολεί περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, είναι η θεατρική κρίση. Αρχίζομε π.χ. τη συζήτηση από το πώς θα εκφράσει την εποχή μας το θέατρο κι αμέσως γυρίζουμε σ’ αυτό που προέχει περισσότερο, πώς δηλαδή θ’ αντιμετωπίσουμε την κρίση. Και μ’ αυτή τη σκέψη δοκιμάζουμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα που είναι κι ο εφιάλτης μας: Θα φέρει μήπως την σωτηρία ο συγγραφέας που θα κολακέψει με το κομμάτι του πολιτικές ή κοινωνικές ιδέες μιας μερίδας κόσμου, ή εκείνος που θα καταπιαστεί μ’ ένα θέμα επικαιρότητας; Θα είναι άραγε σωτήρας ο αναμενόμενος ηθοποιός, πολύπλευρος και δυναμικός για να παρασύρει στην έξαρσή του τα πλήθη που όλο και θ’ αποζητάνε να τον θαυμάσουνε, ο έμπορος επιχειρηματίας που θα προσφέρει στον κοσμάκη κάποιες κινηματογραφικές παραστάσεις άφθαστου γούστου, ή τέλος το “σύνολο” θα επαναφέρει στο θέατρο τους άπιστους…

Η κρίση – δυστύχημα, κι εμπόδιο στην προκοπή του ελληνικού θεάτρου –, είναι γεγονός. Ωστόσο κρίση για το έργο το καλό, για την καλή παράσταση, δεν υπάρχει. Και τώρα ακόμα, σ’ αυτήν την κατεξοχήν εποχή της θεατρικής κρίσης που ζούμε, είχαμε την απόδειξη με ορισμένα έργα – και δεν έκαναν πολιτικά κηρύγματα αυτά, που αποτέλεσαν την εξαίρεση της κοσμοσυρροής. Ό,τι προέχει είναι ν’ αρέσει το έργο, η παράσταση. Και σ’ αυτή την περίπτωση τίποτα δεν εμποδίζει τον κόσμο να τρέξει στο θέατρο. Ξεκινάμε λοιπόν από τον συγγραφέα: από το έργο που θα γράψει, έργο που το θέμα του θα πρέπει, για έναν οποιοδήποτε λόγο, να τραβήξει το ενδιαφέρον του κόσμου. Κι αυτό και μόνον αυτό θα δώσει την αφορμή στους κύριους και βοηθητικούς παράγοντες του θεάτρου ν’ αναπτύξουν τις ικανότητές τους. Θα σπάσουν οι υπεύθυνοι το κεφάλι τους, θα ψάξουνε στο κείμενο, θ’ αναζητήσουνε το νόημα και θα χαράξουνε τα χνάρια που θα είναι η σωστή ερμηνεία – ποτέ παρερμηνεία – για τα όσα φαντάστηκε ο συγγραφέας.

Για τον Θεό! Ποτέ τάσεις μοντέρνας τεχνικής και σχολές για την μορφή που θα πάρει το κείμενο επί σκηνής. Η γραμμή της ερμηνείας θα χαραχθεί με βάση μοναδική την ποιότητα του έργου. Αλίμονο αν δώσουμε μια στυλιζαρισμένη ερμηνεία σ’ ένα νατουραλιστικό έργο, ή παίξουμε κι ανεβάσουμε ρεαλιστικά κάποιο κομμάτι που ζητά μια στυλιζαρισμένην ατμόσφαιρα.

Τις ορισμένες αδυναμίες μας για τούτον ή για κείνον τον τρόπο μονταρίσματος πρέπει να θυσιάζουμε σ’ αυτό που βάλαμε σκοπό της τέχνης μας. Να μην φροντίζουμε παρά μονάχα για τα όσα θα βοηθήσουν το έργο που θα παραστήσουμε.

Κι αν κατά σύμπτωση – μυστήριο, αλήθεια, να μην μπορεί ποτέ κανείς στο θέατρο να προδικάσει την μικρή, την μέτρια ή την μεγάλη επιτυχία ή αποτυχία – το έργο αυτό είναι που θα τραβήξει πίσω στη σάλα του θεάτρου τους αποστάτες, αν θ’ αρέσει, αν θέλξει η παράσταση, σίγουρα τότε “ο λαός με την κυρίαρχη παρουσία του” σφραγίζει την επιτυχία της προσπάθειας.

___

Δημοσιεύτηκε στη “Νέα Εστία”, έτος Κ΄, τόμος 39ος, τεύχος 454-455, 1-15 Ιουνίου 1946


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΕΡΕΥΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ