Ο Φώτος Πολίτης και το Εθνικόν Θέατρον
- ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΝΩΤΗΣ
“Από Διός άρχεσθαι” μου είπε όταν τον ρώτησα το καλοκαίρι του 1930, πώς έλαβε την ριψοκίνδυνη απόφαση ν’ ανοίξει το Εθνικό με τον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου. Κείνη την εποχή τον έβρισκε κανείς μέρα-νύχτα πότε κάτω στα υπόγεια του κτιρίου, που επισκευάζουνταν με την προσωπική του εποπτεία και καθοδήγηση, ή πάνω στη σκηνή να την αρματώνει με καινούργια ηλεκτρικά, με κυκλικό ορίζοντα, με πλαϊνές επικουρικές σκηνές, με αναβατήρες και με όλα τα παραφερνάλια της καινούργιας της προίκας. Την ετοίμαζε για έργα μεγάλα και ένα λαμπρό μέλλον. Είχε βάλει επί ολόκληρο σχεδόν χρόνο, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, τεχνίτες κάθε λογής σε διαρκή κίνηση, σ’ έναν πυρετό ανυπόμονης κ’ εντατικής εργασίας. Βιάζονταν λες από φόβο μην το μετανιώσει το Κράτος, ή αλλάξουν τα πράματα, και χαθεί η περιπόθητη ευκαιρία, η ελπίδα της αναγέννησης του Ελληνικού Θεάτρου. Το προσωπικό του νεοσύστατου τότε Θιάσου ήταν παράταιρο, αγύμναστο στο κλασικό, και οι διαφορετικές προελεύσεις και έξεις των ηθοποιών, έκαναν πραγματικά προβληματική μια τόσο υπεύθυνη καλλιτεχνική επιχείρηση, όπως το ανέβασμα του πρώτου μέρους της “Ορέστειας”.
Στην παρατήρησή μου ότι με τέτοιες συνθήκες επιτυχία της ενάρξεως ήταν ανέφικτη, μου απάντησε: “Με καλούς ηθοποιούς κάνεις ό,τι θέλεις”.
Η πίστη του στο ανώτερο, το παιδευτικό δραματολόγιο, και η πεποίθησή του στο τάλαντο του ηθοποιού, υπήρξαν οι δυο θεμελιώδεις αρχές όπου εβάσισε την τόσο επίμοχθη και ευφάνταστη εργασία του στο Βασιλικό, στα τρία πρώτα, καταπληκτικώς γόνιμα χρόνια, της σταδιοδρομίας της Κρατικής Σκηνής.
Υπήρξε ο ιδρυτής της και αναμφισβήτητα ο δημιουργός του πνευματικού και καλλιτεχνικού κλίματος που εκληρονόμησε ολόκληρο το Θέατρο του τόπου από την ιδιοφυΐα του, τον γνήσιο πόθο του για αληθινή τέχνη, και τον ανιδιοτελή φανατισμό του για ανώτερες επιδιώξεις και πραγματοποιήσεις επί σκηνής.
Ο “Αγαμέμνων” στο κλειστό της οδού Αγίου Κωνσταντίνου άνοιξε την σκολιά οδό προς τον ευρύ δρόμο της ένδοξης πορείας που βάσταξε ώς την ημέρα που ήρθαν οι Γερμανοί του Χίτλερ δέκα χρόνια αργότερα και χάλασαν την Ελλάδα και το Θέατρό της.
Δεν ήταν μια παράσταση αψόγου σκηνοθεσίας ή κλασικοφανούς ακαδημαϊκής φούσκας γεμάτης διαφραγματικό αέρα μάταιης ορθοφωνίας, κι ούτε ήταν φροντισμένη, σχολαστική και περιποιημένη και υπολογισμένη και ζυγιασμένη και ξηρά ως ο κονιορτός του θέρους ερμηνεία, αλλά είχε σπλάχνα ολοκόκκινα, δύναμη και δραματική πνοή που δικαίωναν τα “βαρύγδουπα” του Αισχύλου και τη γενναία γλώσσα του Γρυπάρη.
Ο θεμέλιος τούτος λίθος, που σφηνώθηκε από το χέρι του Πολίτη στη ρίζα του παλιού Βασιλικού, ήταν από γρανίτη, ζυμωμένο σίγουρα από πίστη, αγάπη και ποίηση, κι έτσι ακόμα τώρα κρατιέται ορθό του Εθνικό, παρά τους τυφλούς αέρηδες της πολιτικής, της γραφειοκρατίας, της μετριολατρείας και του ταρτουφισμού που το δέρνουν.
Η δεύτερη παράσταση μετά το άνοιγμα του Θεάτρου ήταν ένας θρίαμβος με τον “Ιούλιο Καίσαρα”, όχι και πάλι κανενός συστήματος ή καμιάς σκηνοθετικής μανούβρας, αλλά του ολοζώντανου κύματος του Σαιξπηρικού λόγου περασμένου απ’ τις ψυχές των ηθοποιών, που αν και όχι επαρκείς όλοι τους από φυσικά χαρίσματα ή ειδική σπουδή σ’ αυτό το είδος Θεάτρου, γέμισαν τις καρδιές τους με έμπνευση, που τους μετάδωσε ο εξαίσιος εμψυχωτής, ο ανώτερος γνώστης, ο λόγιος με τη θερμή νεανική λαχτάρα, ο ευαίσθητος σοφός κριτικός, ο ποιητής Φώτος Πολίτης.
Δεν ήταν σκηνοθέτης. Αυτό που εννοούμε με το νεοφανές εν Ελλάδι επάγγελμα. Δεν ήταν κατασκευαστής παραστάσεων, φτωχομάστορης σκηνών με “κρεσέντα” και “ντιμινουέντα”, ατμόσφαιρες δήθεν, ανύπαρκτες πλαστικότητες και δάνειες τεχνικές.
Η τεχνική του ήταν, αν την πούμε τεχνική, να δώσει στον ηθοποιό, αν φυσικά ήταν ηθοποιός, το ξεκίνημα, την ιδέα ενός ρόλου. Τον τριγύριζε από παντού να τον αφυπνίσει απ’ τη φυσική του αδράνεια, να ερεθίσει το πνεύμα του και να εξάψει την ψυχή του με το νόημα, την πνευματική πρόθεση και την ποιητική βούληση του συγγραφέα.
Μιλούσε και υπέβαλλε πετυχαίνοντας εσωτερικές μεταμορφώσεις κι όχι εξωτερικές καρικατούρες και φωνητικές καλλιέπειες – “Αν ο ηθοποιός δεν παίζει με την ψυχή , δεν παίζει καθόλου” συνήθιζε να λέει – “διαβάζει αν θέλεις ή φωνασκεί ή μαϊμουδίζει, μα δεν ενσαρκώνει αληθινά, δεν μετουσιώνει κι ούτε μετουσιώνεται”.
Με δίδαξε, και το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα, τον ρόλο του Μάρκου Αντώνιου σ’ αυτή την παράσταση. Μου μιλούσε για μέρες γενικά για τον Σαίξπηρ – “Ο τραγικός Σαίξπηρ έχει πολύ κρυφό αυτοβιογραφικό στοιχείο. Έχει εν πολλοίς έκφραση βαθιάς εσωτερικής ζωής και μεγάλης ψυχικής ταραχής. Μην γελιόμαστε· ο Σαίξπηρ είναι πιο κοντά στο Ντοστογιέφσκι παρά στον Γκαίτε”, τον θυμάμαι να λέει πολλές φορές.
Μ’ έστειλε στην Εθνική Βιβλιοθήκη να ξεφυλλίσω το Variorum του Furness, να κοιτάξω ό,τι σχετικό με την ερμηνεία του ρόλου από τους μεγάλους ηθοποιούς της ξένης παράδοσης. Πήρα σημειώσεις που τις διαβάσαμε ύστερα μαζί, και που εμένα φυσικά με τρόμαξαν με το πώς ο Γκάρικ στην Αγγλία ή ο Κάιντς στην Γερμανία ή ο Μακόφσκι, εδημιούργησαν αυτό τον χαρακτήρα στο σανίδι.
Μ’ άφησε να του πω το πώς εγώ νόμιζα ότι θα μπορούσα, υπερνικώντας φυσικά μειονεκτήματα και τυχόν τεχνικές ατέλειες, να προσεγγίσω το ρόλο με το αίσθημα και με τη ζέση. Ήμουν νέος ηθοποιός τότε ακόμα, αλλά με αρκετές ήδη επιτυχίες στο ελεύθερο θέατρο, που μου ’διναν το δικαίωμα να επιχειρήσω, και την υποχρέωση μπορεί να πει κανείς, να πετύχω. Μ’ ενεθάρρυνε, και σαν φίλος μου που ήταν, δεν μου αρνήθηκε να δοκιμάσω πρώτα μόνος μου, πριν μπούμε σε τακτικές δοκιμές. Μου διάβασε μονάχα μια φορά τις κύριες σκηνές του Αντώνιου χρωματίζοντας ελάχιστα, μα με φανερή πρόθεση να υπογραμμίσει την ευφυΐα και την κομψότητά του από τη μια μεριά, κι από την άλλη το πάθος και την περήφανη μοναξιά του.
Πρώτα συνέλαβα το ύφος της σύνθεσης αυτών των στοιχείων, στη σκηνή που συναντά τους συνωμότες μπροστά στο πτώμα του Καίσαρα. Την αυτοσχεδίασα έτσι κάπως πρόχειρα μες στο γραφείο του μια δυο μέρες αργότερα. Με κοίταξε – συλλογίστηκε για μια στιγμή κι ύστερα μου διόρθωσε τα “περάσματα”, από τον τόνο τής αβρής σύντομης συνομιλίας του με τους Βρούτο και Κάσσιο, στον μονολογικό τόνο, όταν γυρίζει κι απευθύνεται στον πεθαμένο του φίλο, εξηγώντας μου όχι το τεχνικό πρόβλημα παρά το ψυχολογικό και τη θεατρική συμβατικότητα αυτής της σκηνής. Μετά, στις πρόβες που ακολούθησαν, μ’ άφησε ελεύθερο, κι εγώ τον ρωτούσα ολοένα κι αυτός αύξαινε την προσπάθειά μου με οδηγίες διαφωτιστικές που ζωντάνευαν μέσα μου τον πόθο της εκπλήρωσης ενός σκοπού ακραιφνώς καλλιτεχνικού – του σκοπού της συναισθηματικής επαφής μου με το κοινό δια μέσου του ρόλου – της ολοκλήρωσης μιας μορφής όχι με εξωτερικά μέσα, παρά με τον παλμό της ευαισθησίας του ίδιου τού ήρωα που αγωνιζόμουν να ενσαρκώσω.
Μου επαναλάμβανε συχνά, την ώρα της πρόβας της σκηνής του όρκου πάνω από το πτώμα, το στίχο του Κάσσιου στην ίδια τη γλώσσα του Σαίξπηρ:
“…yet fear him-For in the ingrafled love he bears to Caesar” και άλλοτε όταν το παίξιμο αφορούσε τα κοσμικά συνήθια, την φινέτσα και τον ντιλεταντισμό του Αντώνιου, μου θύμιζε τα λόγια του Βρούτου: “Do not think of him: for he is given to Sports, to wildness, and much company”.
Στο μονόλογο του Forum μου φώναζε απ’ την πλατεία πριν αρχίσω: “pathos and artifice”, πάθος και τέχνασμα!
Έτσι μ’ οδηγούσε να σμίξω τις δυο πλευρές και να συγκροτήσω με σταθερή εσωτερική υποκριτική το πρόσωπο που υποδυόμουν.
Έτσι έκανε με όλους. Και όλοι τον άκουαν με σεβασμό και αγάπη. Δεν ήταν δάσκαλος ο Πολίτης. Ήταν πνευματικός σύντροφος, ήταν παιδαγωγός με την ανώτερη σημασία της λέξης. Δεν επιζητούσε να επιβάλει μια ξηρά ή εντυπωσιακή τεχνική, αλλά να αντλήσει από την προσωπικότητα του καλλιτέχνη όση μπορούσε περισσότερη ευαισθησία και πνευματικότητα.
Η παράσταση του “Ιούλιου Καίσαρα” ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα προς τον Σαιξπηρικό ορίζοντα που ανοίγουνταν διάπλατα μπροστά μας, μαγικός, μυστηριώδης και απροσπέλαστος.
Στη “Βαβυλωνία”, το τρίτο έργο κατά σειρά δεν έπαιξα· παρακολουθούσα όμως τις πρόβες κι έβλεπα και απορούσα πώς τα κατάφερνε χωρίς φωνές, χωρίς “υποδείξεις – επιδείξεις”, χωρίς ντελαλίσματα “εδώ ο καλός σκηνοθέτης!”, να εμφυσήσει στους εξαίρετους ομολογουμένως ηθοποιούς, την αλήθεια των ζωντανών Ελληνικών τύπων, με μια λαογραφική παρατηρητικότητα και σοφία, άξια της φήμης του πατέρα του.
Μετά ακολούθησε ένα έργο του Οστρόφσκι, το “Γλέντι, κρασί, αγάπη” κι έκλεισε η πρώτη περίοδος, που εξασφάλιζε τη συνέχεια και την ανυπομονησία των καλλιτεχνών του Θεάτρου για νέες δημιουργίες, και την εμπιστοσύνη του Κοινού που άρχισε ν’ αγαπά να βλέπει άξια έργα παιγμένα όχι μόνο καλά παρά και σωστά.
Στα δυόμισι χρόνια που ακολούθησαν ώς το θάνατό του ανέβασε 35 έργα του εγχωρίου και διεθνούς δραματολογίου με στοργή, με έμπνευση και τόλμη, που θα τη νοσταλγεί το Ελληνικό Θέατρο για δεκαετίες πολλές ακόμη.
Ποιος είδε και θα λησμονήσει ποτέ τον “Οιδίποδα Τύραννο”; Τον “Θάνατο του Νταντόν”, τους “Πέρσες”, τους “Βρικόλακες”, τον “ Γιάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν”, ή τον “Δον Κάρλο” του Σίλλερ; Ποιος είδε την “Θυσία του Αβραάμ”, τον μεγαλύτερο σίγουρα καθαρώς ελληνικό άθλο επί σκηνής, με σκηνικό σχεδιασμένο από τον Φώτη Κόντογλου και με μουσική του Μανώλη Σκουλούδη, και δεν θα πικραθεί που δεν επαναλήφθηκε σωστά ούτε μια φορά από τότε κι αφέθηκε να λησμονηθεί.
Σ’ αυτή την παράσταση ο Πολίτης τόλμησε ν’ αλλάξει τη διανομή των ρόλων τέσσερις μέρες πριν από την “πρώτη”, όταν είδε πως είχε λαθέψει στους βασικούς της ηθοποιούς – τόση σημασία έδινε στη συμβολή του ηθοποιού – δεν ενόμιζε αφελώς ή δεν άφηνε να νομίζεται από κουτοπονηρία κι εγωκεντρισμό επαρχιώτικο πως παριστάνει αυτός ο ίδιος μέσω κυμβάλων αλαλαζόντων, που αν δεν είναι κατάλληλοι τους κάνει αυτός κατάλληλους.
Πίστευε βέβαια πως ο ηθοποιός αναπτύσσεται, αυξάνει τα εκφραστικά του μέσα, σπουδάζει, διαρκώς βοηθιέται από συγγραφέα και σκηνοθέτη, αλλά όταν είναι σωστός είναι από δικού του, από τη φύση του καλλιτέχνης και δεν φαμπρικάρεται ούτε με κατ’ οίκον τσουχτερά μαθήματα ούτε με σχολικά διπλώματα.
Με τον αξέχαστο συνάδελφο Βαγγέλη Μαμία καθόμαστε συχνά στην κουίντα και παρακολουθούσαμε την πρόβα περιμένοντας τη σειρά μας, όταν τύχαινε να ’χουμε κι οι δυο μας μέρος στο έργο που ετοιμάζουνταν.
Ο Μαμίας δεν ήταν του βιβλίου· ήταν απλός· μα η ευαισθησία του, η διαίσθηση και η καλλιτεχνική του ευφυΐα απροσμέτρητες. Ήξερε να καρατάρει, που λένε, τι φελά και τι δεν φελά – τι είναι ουσία και τι σαπουνόφουσκα, κι ακόμα ποιος ο σωστός και ποιος ο σκάρτος. Δεν ήξερε να σου πει και να σου εξηγήσει το πώς και το γιατί ακριβώς, μα παρίστανε μ’ εκπληκτική ικανότητα και με τέτοια αλήθεια, πλαστικότητα πολλές φορές, που μας άφηνε μ’ ανοικτό στόμα. Άκουγε τον Πολίτη να διδάσκει, να εξηγεί, να ερμηνεύει, άνοιγε διάπλατα τα τρεμάμενα πελώρια μάτια του που δάκρυζαν με το παραμικρό, και μου ’λεγε ασθμαίνοντας: “Βρε μυστήριο! Όλα τα καταλαβαίνω! Εσύ; Τούτος παιδί μου, τα ξέρει του βάθους και του πλάτους! Και είδες πώς σε μπάζει στο νόημα; Με το πρώτο! Και χωρίς να σου κάνει τον καμπόσο. Αυτός, αδερφέ μου, θα μας κάνει ανθρώπους!”
Παρατηρούσε σωστά ο Μαμίας πως δεν ήταν ο Πολίτης ο λογιότατος που σου πασάρει στα κουτουρού γνώσεις, κι ούτε ο σκοροφαγωμένος από ατέρμονες αυτοεπαναλήψεις ρικνός σκηνοθέτης της μεγάλης δήθεν πείρας. Η ψυχή του ήταν φρέσκια σαν του παιδιού και η καρδιά του κτυπούσε ολόθερμη για τον άνθρωπο και τα πνευματικά του κατορθώματα που τα προπαγάνδιζε στις επιφυλλίδες των καθημερινών εφημερίδων, τα ανέλυε με μοναδική σοφία, αγωνίζουνταν να τα επιβάλει στη συνείδηση του κόσμου από τη σωστή μεριά, και που ήρθε στο Θέατρο όχι για να κάνει καριέρα και να καταντήσει στο οφίκιο, παρά για να τα μεταδώσει στους ηθοποιούς, να τα ζωντανέψει μ’ αυτούς και ν’ αποδείξει το μεγαλείο τους στο κοινό.
Ο καλλιτεχνικός πόθος και το πνευματικό του πάθος ήτανε γνήσια, γι’ αυτό κι η επιρροή του ήταν τόσο μεγάλη και τόσο ευεργετική.
“Θεέ μου”, λέει ο Αποστολάκης, “να συλλογίζεσαι μόνο από τι μαλακή ύλη είμαστε πλασμένοι και τι θα μπορούσαμε να γίνουμε, φτάνει να το ήθελε ο διπλανός μας! Θα έφτανε ο άλλος βαθιά να το πεθυμήσει και στη στιγμή θ’ αλλάζαμε μορφή. Στο βαθύ πόθο, στα ολόθερμα λόγια του Αισχύλου, του Σαιξπήρου, του Γκαίτε, αλλάζουμε στη στιγμή πρόσωπο και γινόμαστε Προμηθέας, Αμλέτος, Φάουστ, και ποιος μπορεί να πει τι άλλο ακόμα μπορούμε να γίνουμε, άμα βρεθούν άνθρωποι με θερμό πόθο και θερμή αγάπη κοντά μας.”
Ο Πολίτης. Αυτός ήταν ο διπλανός μας σ’ εμάς, που μας ανέβαζε από την κακομοιριά ενός επαγγέλματος στο επίπεδο μιας αποστολής, που μας έκανε με την αγνή του επιθυμία να μοχθούμε με όλη μας την χαρά για να κατακτήσουμε τα τεχνικά και πνευματικά μέσα, που μ’ αυτά πετυχαίνονται οι λυτρωτικές και για τον καλλιτέχνη και για το κοινό, εσωτερικές μεταμορφώσεις.
Δεν έκανε αυτός σκηνοθεσίες. Έκανε παραστάσεις! “Όταν η σκηνοθεσία είναι ορατή, παράσταση δεν υπάρχει” έλεγε. “Εσωτερική σκηνοθεσία” αποκαλούσε το έργο της πνευματικής αγωγής που εφάρμοζε για να διαμορφώσει καλλιτεχνική συνείδηση και πόθο δημιουργίας στους ηθοποιούς.
Στους ηθοποιούς, λέω, κι όχι στα ταλαίπωρα φτωχομαθητούδια που εξετράπησαν των φυσικών επαγγελμάτων που θα τους άρμοζαν, κι έφθαναν εν κραιπάλη ασυδότου διδασκαλίας διατελούντα παίζοντας Οιδίποδες, Οθέλλους, Αμλέτους, Αντιγόνες και Ηλέκτρες στις κάμαρες δραματικών τινών σχολών, ίσαμε το προσκήνιο του Βασιλικού, για να εξασφαλίσουν δια ψωραλέας κολακείας έναν εκάστοτε “δάσκαλο”, όπως τον ονοματίζουν εν εκστάσει δια να τους μαθαίνει επί ατελεύτητα έτη “τα πρώτα βήματα” και την κακήν έξιν της σίγουρης δεκαμερίας.
Ο Πολίτης ήταν σοβαρός παντού. Και στην υπόθεση του Θεάτρου ακόμα σοβαρότερος. Μόνο όπου διέβλεπε πραγματικό τάλαντο, του ’δινε προσοχή και φτερά. Δεν ήθελε ακολούθους αυτός και οπαδούς και καλούς μαθητές να τους στέλνει να του αγοράζουν τσιγάρα και να του πηγαίνουν τα ψώνια στο σπίτι. Ήταν άντρας σωστός. Και τον ανδρισμό του, την πνευματική αλκή και γενναιότητα τα είχε εμπνεύσει μες στο ίδρυμα. Χωρίς ερζάτς γερμανικές πειθαρχίες, χωρίς πόζες, υπερδιευθύνσεις και πολιτικά αποκούμπια… καπνοβιομηχάνων! Εσωτερική πειθαρχία, ναι· σ’ αυτήν πίστευε και την αξιούσε. Να υποτάσσεσαι όχι στο πρόσωπο, παρά στο σκοπό· το σκοπό της τέχνης. Να πειθαρχείς στον ανώτερό σου πνευματικά, στον άξιο καθοδηγητή σου, κι όχι στον προϊστάμενο… εκ πολιτικού διορισμού. Να πειθαρχείς στην προσπάθεια, στη δοκιμή, στην παράσταση, στο τάλαντο του καλύτερού σου κι όχι τάχα από καθήκον ή ευσυνειδησία μα από αγάπη για το έργο που πρέπει να συντελεστεί με απόλυτη αντικειμενικότητα. Δεν εκλιπαρούσε τον σεβασμό των άλλων κι ούτε προσπαθούσε να τον επιβάλει δια της βίας. Απλώς τον ενέπνεε. Είχε μια φυσική ανωτερότητα που την δεχόσουν αβίαστα, εντελώς άνετα. Η οικειότητά του με όλους από τον τελευταίο εργάτη της σκηνής ώς τον πρωταγωνιστή και τον πρόεδρο του Διοικητικού συμβουλίου ήταν ελεύθερη και απροσποίητη. Δεν καταδέχουνταν ποτέ να χρησιμοποιήσει την γελοία πολιτική της αποστάσεως ή της πυγμής του καραβανά της Καζάρμας, για να περιφρουρήσει το αξίωμά του. Άλλωστε ο Πολίτης δεν είχε αξίωμα επίσημον στο Εθνικόν Θέατρον. Ήταν υπάλληλος στα αρχεία του Κράτους αποσπασμένος ως σκηνοθέτης στο Εθνικό, αλλά ούτε οφίκιο είχε, ούτε επεζήτησε ποτέ τίτλους, Γενικάς Διευθύνσεις, υπερμισθούς, υποδιευθυντάς, τμηματάρχας και γραφεία. Τίτλος γι’ αυτόν ήταν το όνομά του και το έργο του. Κι έτσι οι άνθρωποι που στέκουνταν, υποτίθεται, από πάνω του ιεραρχικώς, άντρες σαν τον Γρυπάρη, τον Γεώργιο Βλάχο, τον Νιρβάνα, τον Ξενόπουλο, ή που ανήκαν στο καλλιτεχνικό, ο Βεάκης, η Αλκαίου, ο Ροζάν, ο Λεπενιώτης, ο Παπαγεωργίου, η Παξινού, η Παπαδάκη, ο Δενδραμής, ο Γληνός, ο Παρασκευάς, ο Δεστούνης, ο Μαμίας, εγώ κ.λπ. Ονομαστοί ηθοποιοί, είχαν την ίδια εκτίμηση, την ίδιαν εμπιστοσύνη, το ίδιο σέβας κι ακόμα το ίδιο αίσθημα πειθαρχίας απέναντί του. Όλοι, μικροί-μεγάλοι ξέραμε την αξία του, την ανιδιοτέλειά του, την ανεξαρτησία τού χαρακτήρα του, την εντιμότητά του. Ξέραμε ακόμα τον καλλιτεχνικό του χαρακτήρα, όχι μόνο από τις κριτικές και τα άρθρα του, παρά από την πρωτινή του εργασία στο επαγγελματικό θέατρο και κυρίως από την πρωτοβουλία του στο ανέβασμα του αρχαίου ελληνικού δράματος. Από το 1919 που μετάφρασε και ανέβασε ο ίδιος στο θέατρο “Ολύμπια” τον “Οιδίποδα Τύραννο” του Σοφοκλή για την Εταιρεία των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, πήρε το Ελληνικό Θέατρο μια πράγματι πνευματική και μια εξ ολοκλήρου σοβαρή καλλιτεχνική στάση απέναντι του προβλήματος της αναβιώσεως της Αττικής Τραγωδίας.
Πριν απ’ αυτήν την υπεύθυνη σκηνοθετική, ας την πούμε, παρέμβαση, το αρχαίο δράμα παίζονταν κάπου-κάπου από την αξέχαστη τραγωδό Μαρίκα Κοτοπούλη, αλλά χωρίς επάρκεια συνόλου και δίχως καμιά, έστω και υποτυπώδη, λύση του προβλήματος της συμμετοχής του χορού στις παραστάσεις. Η Μαρίκα Κοτοπούλη αναμφισβήτητα θα μείνει αλησμόνητη εσαεί για τις προσωπικές της δημιουργίες στην Ιφιγένεια του Γκαίτε, την Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ και την Αντιγόνη του Σοφοκλή, αλλά επίσης ουσιώδης υπήρξε η προσφορά της στον τομέα της Τραγωδίας, χώρια από την ηθοποιία της, με την έμπνευση που είχε να συνεργαστεί με τον Φώτο Πολίτη για το ανέβασμα της “Εκάβης” του Ευριπίδη στο Στάδιο το φθινόπωρο του 1927. Απ’ αυτή την παράσταση αρχίζει το επαγγελματικό θέατρο ν’ αντιμετωπίζει με σοβαρότητα σταθερή το θέμα του αρχαίου δράματος. Ο Πολίτης όχι μόνο εγκαινίασε μια μέθοδο σκηνοθετήσεως αλλά εδημιούργησε σιγά-σιγά με επίμονη αναζήτηση μια μορφή ερμηνείας, που επεκράτησε αργότερα, δοκιμάζοντας ακούραστα όλες τις πιθανές πλευρές μιας ζωντανής θεατρικής έκφρασης, που θα μπορούσε τυχόν να επιτύχει την άμεση επαφή του σύγχρονου θεατρικού κοινού με τα ανώτατα αυτά αλλά και απομακρυσμένα μεγάλα αρχαία έργα. Στον “Οιδίποδα” που ανέβασε στο Εθνικό με πρωταγωνιστή τον Βεάκη, εσημειώθη ο πρώτος αληθινά λαϊκός παλμός συγκίνησης που έφθασε στη σκηνή από την πλατεία και τους εξώστες του θεάτρου. Με συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη αναφέρω πως και στη δική μου παράσταση με τον “Οιδίποδα” στους Δελφούς συνέβη το ίδιο, ο κόσμος έκλαψε κι αλάφρωσε κι εχάρη, αλλά μήπως έπαψα ποτέ ούτε στιγμή να πιστεύω και ν’ ακολουθώ τη γνώμη του Πολίτη, όσο για το σκοπό της αναβίωσης της τραγωδίας;
Αν η τεχνοτροπία που χρησιμοποίησα στους Δελφούς και στου Ηρώδη άλλαζε βασικά, η διάθεση όμως και η τάση ήταν η ίδια με τη δική του. Τις εγκολπώθηκα από τον καιρό της μαθητείας μου κοντά του.
Ο Πολίτης στάθηκε τυχερός, κι εμείς μαζί του με το άνοιγμα της Κρατικής Σκηνής, που χωρίς όμως την προσωπικότητά του και την προετοιμασία που είχε ο ίδιος για ν’ αντιμετωπίσει μια τέτοια ευθύνη, η επιτυχία και η άνοδός της, δεν νομίζω πως θα επραγματοποιούταν ποτέ· η δε εμπνευσμένη απόφαση του τότε υπουργού της Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου να την ιδρύσει, θα έμενε μιας αρχής στομωμένη και ίσως-ίσως και τέλεια ματαιωμένη.
Εκείνοι που παραστάθηκαν στην προσπάθειά του και τον βοήθησαν με το ηθικό τους κύρος και τη συμπαράστασή τους, ήταν ο ποιητής Γιάννης Γρυπάρης, άντρας με υψηλό ήθος, μεγάλη λεπτότητα και ευγένεια ψυχής, και ο αξέχαστος φίλος των τεχνών και του θεάτρου λάτρης, ο Γεώργιος Αγγέλου Βλάχος.
Ο Βλάχος, ήταν από την πρώτη στιγμή, το στήριγμα του Πολίτη σε ό,τι αφορούσε την καλλιτεχνική του πολιτική, ας το πούμε έτσι. Θερμός θιασώτης των ευγενών και πολιτισμένων πραγμάτων, άνθρωπος με έμφυτο γούστο και αισθητικά ανεπτυγμένος συγχρόνως, διανοούμενος με θαρραλέα ψυχή και βαθύ ένστικτο, ήξερε πως υποστηρίζοντας τον Πολίτη και τα καλλιτεχνικά του σχέδια, υπηρετούσε την τέχνη και τον τόπο που τόσο αγαπούσε. Με στοργή και ακλόνητη πίστη στάθηκε δίπλα του ώς το θάνατό του· αλλά και μετά το θάνατό του μπορούμε να πούμε, γιατί χάρις σ’ αυτόν δεν διελύθη τότε εις τα εξ ων συνετέθη ο επίσημός μας θεατρικός οργανισμός. Ο Βλάχος καθοδήγησε την πορεία του θεάτρου από τότε κι ύστερα κι αξιοποίησε την κεκτημένη ταχύτητα, την ορμή και την ζωτικότητα που του είχε δώσει ο Πολίτης με το αίμα του.
Κράτησε μαζί με τον Γρυπάρη, και αργότερα για κάμποσο καιρό μόνος του με διευθυντή τον Καρθαίο, το δραματολόγιο ψηλά, κράτησε τους καλλιτέχνες του θιάσου προσηλωμένους στο ίδιο ιδεώδες και προήγαγε τον πρώην βοηθόν σκηνοθέτου Δημήτριον Ροντήρην εις πρώτον σκηνοθέτην.
Στάθηκε τυχερός με τον Γρυπάρη και τον Βλάχο και τους λοιπούς αξιολόγους όντως συμβούλους του ιδρύματος ο Πολίτης, αλλά τύχη δεν ήταν, παρά η ίδια η ικανότητα και η οξυδέρκειά του που τον έκανε να διαλέξει αυτούς που ο ίδιος έπρεπε να διαλέξει για άμεσους συνεργάτες του.
Η αδίστακτη εκλογή του Κλώνη και του Φωκά, όχι ακόμα τότε πανελληνίως και διεθνώς αναγνωρισμένων καλλιτεχνών στον τομέα της σκηνογραφίας και ενδυματολογίας, υπήρξε η ευφυέστερη και πλέον αναγκαιούσα πράξις για το πρώτο ξεκίνημα.
Οι δυο αυτοί αληθινά σπουδαίοι καλλιτέχνες βοήθησαν τον Πολίτη στην αναγέννηση του ελληνικού θεάτρου και την εξύψωση του γούστου του κοινού, που είχε φριχτά ταλαιπωρηθεί ώς τότε με τους καημένους τους Αμπελάδες και Λαγκαδάδες.
Το πλαίσιο του εμψύχου υλικού στο θέατρο, “ο διάκοσμος” και “η αμφίεσις”, είναι και τα δυο υψίστης σημασίας όταν μάλιστα είναι οργανικά και λειτουργικά συνδεμένα με τη σκηνική δράση, από οπτικής δε πλευράς είναι όσο και ο ηθοποιός απαραίτητα στοιχεία για τη δημιουργία ατμοσφαίρας, οργανώσεως χώρου, υποδηλώσεως χρόνου, ψυχολογικού χαρακτήρος των έργων ή θεάματος συγκεκριμένης εποχής.
Ξεχνά ποτέ κανείς τα σκηνικά του Κλώνη εκείνης της εποχής; Στην “Κόρη του Γιόριο” του Ντανούντσιο π.χ. ή το θείο σκηνικό τού “Οιδίποδα” που είχε σκηνοθετήσει ο Φώτος; Τα ρούχα τού Φωκά παντού και πάντοτε, απ’ τις Ελληνικές Τραγωδίες ώς τον Σαίξπηρ κι ώς αργότερα στις “Precieuses Ridicules” του Μολιέρου;
Ο Πολίτης πίστευε πως έπρεπε να κρατηθεί στη σκηνή η “illusion” του φυσικού χώρου και σχήματος, με αφαιρέσεις φυσικά που είναι συχνά απαραίτητες για να διαχωρίζουν το ουσιώδες από το επουσιώδες, που ελευθερώνουν τον “λόγο” και αναδείχνουν την ζωντανή παρουσία του ηθοποιού. Γιατί ο καημός του και το κέντρο του ενδιαφέροντός του, του Πολίτη ως ερμηνευτού, ήταν ο ηθοποιός!
“Ο ηθοποιός είναι το Α και το Ω” έλεγε όταν ήθελε να τονίσει τη σημασία της συμβολής του στην παράσταση.
“Η ζωντάνια, η ενάργεια, η πειστικότητα ενός έργου ρεαλιστικού ή ποιητικού αδιάφορο, κρέμουνται απ’ αυτόν. Ο ηθοποιός πρέπει να λειτουργεί σαν αληθινό όργανο της φύσης κι όχι σαν μιμητής της εξωτερικής ζωής”.
“Καλό παίξιμο υπάρχει μόνο, όταν ο ηθοποιός σκέπτεται και αντιδρά σαν ζωντανή ύπαρξη, τόσο σε φανταστικές καταστάσεις, όσο και σ’ αυτές του καθημερινού βίου”.
“Σωστό παίξιμο και για τους κλασικούς εξαρτάται απ’ αυτήν την ίδια ικανότητα όπως και κάθε είδους παίξιμο”.
“Αν ένας ηθοποιός προσεγγίσει το κλασικό δράμα, χωρίς πρώτα να έχει γυμναστεί στη δημιουργία χαρακτήρων της πραγματικής ζωής, είναι επόμενο να καταλήξει σ’ ένα ρητορικό αυτόματο, δια παντός”. Αυτές τις συμβουλές και αυτά τα αξιώματα για την τέχνη μας, κράτησα απ’ τη ζωή και την προσπάθειά μου κοντά στον Πολίτη.
Μακάρι η σοφή επιρροή του να είχε καλύτερη ανταπόκριση από μας και το μικρό μας τάλαντο. Και μακάρι να μην είχε ποτέ παρεκκλίνει το Κρατικό Θεατρικό μας Ίδρυμα, από τις ηθικές και καλλιτεχνικές του αρχές.
Θα υπήρχε το ελάχιστο, λιγότερη ανησυχία σήμερα για το μέλλον ολόκληρου του Ελληνικού Θεάτρου.
Ο Πολίτης, όπως άρχισε, μας πήγαινε προς την επιτυχία την καλλιτεχνική. Όπως παραστρατήσαμε όμως όταν πια ξεχάστηκε κι αυτός και το έργο του, καταλήξαμε στον κονφορμισμό, στα κοινωνικά αξιώματα, και στην αυτάρκη μακαριότητα – στον αχαλίνωτο αυτοθαυμασμό!
Όλα πήγαιναν λαμπρά, τότε, όλα πρόκοβαν. Ξημερωβραδιαζόμαστε όλοι ηθοποιοί κι εργάτες σκηνής στο Θέατρο σε ατέλειωτες δοκιμές, σε ολονύχτιες χαρμόσυνες γενικές, σε χίλια δυο πειράματα φωτισμού κ.λπ. Χρήσιμες καλλιτεχνικές ασχολίες. Το κτίριο το ίδιο λες και κραδαίνουνταν από τον ενθουσιασμό, το πείσμα και τη συγκέντρωση των αφιερωμένων με ψυχή και σώμα στο έργο που θέλαμε επίμονα να φέρουμε σε πέρας. Είχαμε προχωρήσει ορμητικά κι είχαμε ξεπεράσει μ’ επιτυχία την προκαταρκτική περίοδο, παρά τις μεγάλες αντιδράσεις που είχαμε απ’ έξω απ’ το Εθνικό. Ο Πολίτης αγωνίζουνταν στις επάλξεις, για να το πούμε έτσι ρητορικά, με καρτερία και γενναιότητα και πίστη απαράμιλλη, αλλά εργάζουνταν πολύ, υπεράνθρωπα, και ένα βράδυ λίγες μέρες μετά την “πρώτη” του “Δον Κάρλου” πήγε σπίτι του μ’ ένα πόνο δριμύ στο στήθος και αργά τη νύχτα πέθανε.
Το Θέατρο έκλεισε μια μέρα για να τον κηδέψει Και την άλλη το βράδυ η αυλαία άνοιξε πάλι την συνηθισμένη ώρα.
Οι λιγοστοί θεαταί κείνης της παράστασης στάθηκαν μάρτυρες του πόνου και του κατάβαθου πένθους των συνεργατών του, που έκλαιγαν επί σκηνής και δεν μπορούσαν να πουν τα λόγια τους ή να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον στα μάτια.
-
“Νέα Εστία”, έτος ΚΗ΄, τόμος 56ος, τεύχος 658, 1 Δεκεμβρίου 1954. Αφιέρωμα στον Φώτο Πολίτη (1890-1934)
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024