“Το θέατρο και η εποχή” – έρευνα για το θέατρο μιας άλλης εποχής! (Δ΄ μέρος)

“Το θέατρο και η εποχή” – έρευνα για το θέατρο μιας άλλης εποχής! (Δ΄ μέρος)

Μοιράσου το!

Σε μια εποχή πολύ σκληρή για τον τόπο μας λόγω εμφυλίου, το περιοδικό “Νέα Εστία” δημοσίευσε μια έρευνα με τίτλο “Το θέατρο και η εποχή” και τις απαντήσεις θεατρικών συγγραφέων στα παρακάτω ερωτήματα:

Το Θέατρο, που άσχετα με την οποιαδήποτε ποιότητα, είναι η λαϊκότερη, η κοινωνικότερη μορφή τέχνης, πώς πρέπει να καθοδηγήσει, ν’ ακολουθήσει ή να εκφράσει την εποχή μας, μιαν εποχή που την σφραγίζει με την κυρίαρχη παρουσία του ο λαός;

-Υπάρχει το ποιητικό θέατρο (ο ποιητικός λόγος σε θεατρική δράση), το ρεαλιστικό, το κοινωνικό, το ψυχογραφικό, το ιστορικό, το ηθογραφικό, η σάτιρα. Υπάρχει, ακόμα, η πειθαρχία στις γνωστές μορφές του θεατρικού λόγου και οι ποικίλες ανταρσίες, που άλλοτε ζητούν την εσωτερική μεταβολή και άλλοτε περιορίζονται στην ανανέωση της τεχνικής. Οι κύριοι και οι βοηθητικοί παράγοντες (ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος, ο χορογράφος, όλοι οι άλλοι) πώς έχουν χρέος να συνεργαστούν κι απάνω σε ποια βασική γραμμή να συναντηθούν, για να πετύχουν τη μεγάλη και παντοδύναμη εκείνη ενότητα που ήταν το θέατρο στις περιόδους της ακμής του, σε παλαιότερες και νεότερες κοινωνίες, και να πολεμήσουν έτσι τη μόνιμη κρίση (κι ας φαίνεται παροδική όταν γίνεται οξύτερη) που στέκει εμπόδιο στην ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου και στην ευρύτερα παιδευτική του επίδραση;

Αυτά ήταν τα ερωτήματα και όπως σημείωνε ο Πέτρος Χάρης, διευθυντής της Ν.Ε., δεν ήταν διατυπωμένα στην τύχη.

Εκεί που φαίνονται τολμηρά, απλούστατα έχουν την πρόθεση να ερεθίσουν, να αφυπνίσουν, να προκαλέσουν ακόμα τη σκεπασμένη δυσφορία ή και την ασυγκράτητη οργή, που είναι πολύτιμη στην περίπτωσή μας γιατί αυτή ακριβώς φέρνει στην επιφάνεια τις βαθύτερες πεποιθήσεις και την κρυμμένη μαχητική διάθεση των ήρεμων πνευματικών ανθρώπων. Και πάλι, εκεί που τα ερωτήματα είναι κάπως αόριστα και γενικά, ακολουθούν τη μέθοδο που αφήνει απόλυτη ελευθερία για να κάμει πιο βαθιά τη συναίσθηση της ευθύνης. Περιοριζόμαστε δηλαδή να χαράξουμε τον κύκλο. Πώς όμως και ώς ποιο σημείο θα γεμίσει ο κύκλος, θα το δούμε αμέσως παρακάτω.

Απάντησαν: Γρηγόριος Ξενόπουλος, Θεόδωρος Ν. Συναδινός, Δημήτρης Μπόγρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Σωκράτης Καραντινός, Κάρολος Κουν, Γιώργος Ανεμογιάννης, Λέων Κουκούλας, Γ.Ν. Πολίτης

Θα παρατηρήσει κανείς ότι οι απαντήσεις θα μπορούσαν να ήταν και σήμερα ίδιες. Ωστόσο, σήμερα αυτό που βλέπουμε δεν είναι ακριβώς θέατρο γιατί από κάπου η όλη υπόθεση… μπάζει. Δεν έχουμε πρόθεση να θίξουμε πρόσωπα και ομάδες που αναλώνονται στην υπηρεσία της θεατρικής τέχνης. Στη συνέχεια της έρευνας απαντούν οι Ηλίας Βενέζης, Βασίλης Ρώτας, Δημήτρης Φωτιάδης, Νίκος Κατηφόρης, Κώστας Οικονομίδης, Μιχάλης Ροδάς.

Ηλίας Βενέζης

1ο. Η περίοδος της ανθρωπότητας, που άρχισε ευθύς με το τέλος του πολέμου, πιστεύω πως μπορεί, ιδιαίτερα στην πατρίδα μας, να σημειώσει μεγάλη ακμή του θεάτρου. Η βαθιά αναταραχή που έφερε τούτη η θύελλα στις κοινωνίες και στις συνειδήσεις, ο πόνος που πέρασε ο κόσμος, τα προβλήματα της ζωής και του θανάτου που ήρθαν στην επιφάνεια, οι τεράστιες λαϊκές μάζες που δοκιμάστηκαν και που ξυπνούν, η τερατώδης σύγκρουση του ατόμου με τις φοβερές μηχανικές δυνάμεις που ανακάλυψε, οι ιδέες, τα συναισθήματα και τα πάθη – όλα αυτά, στην πρωτοφανή κλίμακα που τα έζησε η εποχή μας, ζητούν, τώρα που τελείωσε ο πόλεμος, μια διέξοδο, μια κάθαρση μέσω της τέχνης.

Υπάρχει η σφαλερή αντίληψη που θέλει να υποστηρίξει πως το αίσθημα του ανθρώπου, ύστερα από τέτοιες μεγάλες δοκιμασίες, δε μπορεί να δεχτεί τίποτα που να τον παραπέμπει στο φρικτό αυτό παρελθόν. Πιστεύω, αντίθετα, πως όταν ο άνθρωπος έχει συγκλονισθεί από τέτοιες κορυφαίες ώρες, όπως αυτές που πέρασε στα πέντε χρόνια του πολέμου, είναι αδύνατο τώρα να συγκινηθεί από την τέχνη που θα του προσφέρει μια ξέθωρη και επιφανειακή θεώρηση της ζωής, με μικροεπεισόδια του ιδιωτικού βίου, μακριά από τα μεγάλα πάθη και τα αισθήματα. Όπως ο λαός πιστεύει πως το αίμα φωνάζει και πως ο φονιάς έλκεται αθέλητα στον τόπο που έχυσε το αίμα, έτσι και οι μεγάλες ώρες που πέρασε ο κόσμος φωνάζουν. Είναι ανάγκη ψυχολογική να γυρίζει και να ξαναγυρίζει ο άνθρωπος στις εστίες του πόνου του – ίσως για να λυτρωθεί. Πλάι σ’ αυτή είναι και η άλλη ανάγκη: το παιχνίδι. Να ξαλαφρώσει η καρδιά, να γαληνέψει. Αυτές τις δυο ανάγκες έχει να εξυπηρετήσει η μεταπολεμική τέχνη. Την πρώτη με έργα εμπνευσμένα από τη ζωντανή ύλη που ακόμα καίει. Τη δεύτερη – το παιχνίδι – με έργα της φαντασίας, με ποίηση, ποτέ με ελαφρότητες, σαν αυτές οπού στηρίζονται τα έργα που συνηθίσαμε να τα λέμε του βουλεβάρτου. Αυτά σήμερα μόνο αγανάκτηση μπορούν να φέρουν και να απομακρύνουν τον κόσμο απ’ το θέατρο. Όπως και γίνεται.

2ο. Το Ελληνικό θέατρο – εννοώ το θέατρο πρόζας – πραγματικά δε στάθηκε ποτέ ευρεία κοινωνική λειτουργία, και περνούσε μια σχεδόν μόνιμη κρίση. Το κοινό που το στήριζε ήταν στη μεγάλη του αναλογία το κοινό του μέσου Έλληνα, των μεσαίων αστικών τάξεων. Κι αυτό σε μικρή κλίμακα. Οι μεγάλες λαϊκές μάζες έστεκαν μακριά απ’ το θέατρό μας. Την ψυχαγωγία του αυτό το κοινό την εύρισκε στην Επιθεώρηση, και σ’ αυτό χρωστιέται η επιτυχία της. Είναι λοιπόν τώρα η πρώτη φορά που η άνοδος των λαϊκών μαζών στην πρώτη σειρά της κοινωνικής ζωής τις φέρνει κοντά στο θέατρο, όπου ζητούν να βρουν χαρά και συγκίνηση. Γι’ αυτό σήμερα περισσότερο παρά ποτέ το θέατρο είναι σε μας η κοινωνικότερη μορφή της τέχνης, αφού το λογοτεχνικό βιβλίο στη μεγαλύτερή του κυκλοφορία δε φτάνει παρά σε ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού μας.

3ο. Ο λαός, όταν δεν του έχει χαλάσει το αίσθημά του κακή παράδοση, έχει αντίκρυ στα αισθητικά φαινόμενα την ίδια στάση που έχει το παιδί. Είναι γεμάτο έκπληξη και θαυμασμό. Ενθουσιάζεται με την έξαρση της ζωής, με το πάθος της, μαγεύεται απ’ το φανταστικό και το παραμυθένιο. Θέλει να βλέπει μεγάλες πράξεις, να θαυμάζει σύμβολα ζωής. Θέλει να πιστεύει και να ονειρεύεται.

Από αυτά τα δεδομένα βγαίνει το τι είδος θέατρο θα μπορέσει να “κατεβάσει” – όπως λένε οι ηθοποιοί – απ’ τη σκηνή συγκίνηση στο λαό μας σήμερα. Ένα θέατρο που ενώ θα ξεκινά απ’ τη ζεστή ύλη της εποχής, απ’ τα πάθη και τις συγκινήσεις του κόσμου, θα τα προσφέρει όχι στην καθημερινότητά τους αλλά στην έξαρσή τους. Όχι στη φωτογραφική τους μεταφορά πάνω στη Σκηνή, αλλά στην εξιδανίκευσή τους. Θα πρέπει να είναι ένα θέατρο ρητά αντινατουραλιστικό, που η εσωτερική του διάρθρωση θα στηρίζεται λιγότερο στη λογική και περισσότερο στην ποίηση. Όλη άλλωστε η τέχνη της λαϊκής μας παράδοσης είναι στο πνεύμα τούτο. Αυτό που λένε σ’ εμάς εδώ σκηνικό παιχνίδι, δηλαδή ένα θέατρο οργανωμένο πάνω στις ασήμαντες περιπέτειες του ιδιωτικού βίου, μ’ ένα διάλογο καμωμένο από εξυπνάδες, με μισόλογα και με υπονοούμενα, καθώς και το θέατρο της γραφικότητας, φαντάζομαι ολοένα θα ξεφτύνουν. Το νέο θέατρο κατ’ ανάγκην θα πάει σε βάθος, αφού και η ζωή που θα ’χει να θεωρήσει είναι τόσο πυκνά δραματική.

4ο. Η μορφή που κάθε φορά παίρνει ο λόγος για να γίνει τέχνη επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες: Απ’ την εποχή, απ’ την ύλη που πρόκειται να εκφρασθεί, από το μαθηματικό νόμο της ακμής και της παρακμής, δηλαδή απ’ την ανάγκη της ανανέωσης. Το νέο μεταπολεμικό θέατρο στην Ελλάδα ενόσω στη φύση και στις επιδιώξεις του απομακρύνεται απ’ το προπολεμικό, κατ’ ανάγκην θα αναζητήσει μια ελευθερία, κατ’ ανάγκην θα επαναστατήσει. Πιστεύω ότι την εξωτερική κίνηση, παντοδύναμη ώς τώρα, θα την αντικαταστήσει, ώς ένα σημείο, κίνηση εσωτερική. Το βαθμό και την έκταση αυτής της ανταρσίας θα τη βρούμε μέσα στις δικές μας τις ανάγκες, όχι μεταφέροντας δουλικά τις αναζητήσεις που γίνονται αλλού. Έξαφνα, οι αναζητήσεις του αμερικανικού θεάτρου, που προσπαθεί να βρει μια μορφή παλεύοντας ανάμεσα στα μεγάλα πρότυπα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, στο κλασικό θέατρο της νεότερης Ευρώπης και στην τεράστια επανάσταση του κινηματογράφου, έχοντας να εκφράσει έναν άνθρωπο καταδυναστευμένον απ’ την παντοδυναμία της μηχανικής ζωής, δεν έχουν καμιά ανταπόκριση με τη δική μας τη ζωή και με τις δικές μας τις ανάγκες.

Βασίλης Ρώτας

Το θέατρο (ο θεατρικός χώρος) ήταν, είναι και θα είναι το μόνο μέρος, όπου έχει τον θρόνο του η μεγαλειότητά του ο λαός. Κάθε διαφορισμός του χώρου και της τελετής (όλη η ποικιλία θεάτρων και θεαμάτων) κρέμεται από αυτό. Έτσι το κάθε είδος, θέατρο και δράμα, καθρεφτίζει κάθε φορά τον πολιτισμό της εποχής του. Αλλά και ο κάθε κλάδος γενικά της τέχνης, που έχει τη μεγαλύτερη πέραση σε μια εποχή και σ’ έναν τόπο, χαραχτηρίζει τον πολιτισμό και φυσικά το πολίτευμα, την προοδευτικήν ορμή, είτε τον ξεπεσμό της εποχής και του τόπου. Έτσι η Αττική Τραγωδία ανθίζει με την εκκλησία του Δήμου, η Σαιξπηρική με το κοινοβούλιο. Έτσι η ζωγραφική καλλιεργείται περισσότερο στα φέουδα και η πλαστική στις Δημοκρατίες. Έτσι η μουσική εξελίσσεται μ’ αυτοτέλεια στη ρομαντική εποχή και ο κινηματογράφος στην εποχή που κυβερνάει το επιχειρηματικό πνεύμα.

Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα και ουσιαστικό περιεχόμενο του θεάτρου είναι το λαοκρατικό και τελετουργικό του μεγαλείο. Τούτο δε μπορεί ούτε θα μπορέσει ποτέ καμιά νεότερη εφεύρεση να το προσεταιριστεί. Η άμεση παρουσία του λαού, με λεύτερη γνώμη, είναι ο αποφασιστικός διαμορφωτής της θεατρικής πράξης.

Σήμερα, με την δημοκρατικήν εξέλιξη του πολιτισμού, δε χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να προφητέψει πως το θέατρο πρώτα και η αρχιτεκτονική και η πλαστική κατόπι θα ιδούνε ημέρες δόξας. Το μεγάλο λαϊκό θέαμα θα ’ναι το μέλημα της πολιτείας και η χαρά του λαού. Κι επειδή σήμερα ο συναγερμός μεγάλων λαϊκών μαζών είναι, χάρτη στα συγκοινωνιακά μέσα, πολύ εύκολος κι απλός, πολύ γλήγορα και μεγάλοι θεατρικοί χώροι θα φτιαχτούν και έργα ανάλογα, που όχι μόνον η σύνθεσή τους θα πάρει όσες μπορεί από τις ηχητικές και θεαματικές τέχνες, όπως τη μουσική και το χορό, παρά και η εκτέλεσή τους, η παράσταση θα χρειαστεί και μέγεθος στα σώματα και πλήθος παίχτες και φωνές δυνατές και όλα δυναμωμένα με μηχανικά μέσα (φωτιστικά και ηχητικά).

Έτσι μπορεί πάλι να ιδούμε τις μεγαλόσωμες κούκλες του Αισχύλου να νομοθετούνε με συνθήματα βαριά βγαλμένα από τα πάθη τους τα δραματικά, και τον χορό να εκφράζει το καταστάλαγμα της κοινής γνώμης για σωτηρία και προκοπή.

Επειδή όμως στη ζωή καμιά μορφή ούτε γίνεται ούτε χάνεται απότομα, όλα όσα σήμερα γνωρίζουμε από τον Καραγκιόζη ώς τον κινηματογράφο, κι από τη μουσική συμφωνία ώς το μελόδραμα και τις ραδιοφωνικές “εκπομπές”στις πλατείες και στα σταυροδρόμια, όλα θα συνεχίσουνε τον δρόμο τους, αλλά φυτοζώντας και άλλα σιγοσβήνοντας.

Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε πως μόνον όταν καταχτηθούν οι λαϊκές ελευθερίες και στεριωθεί η Δημοκρατία, μόνον τότε το θέατρο θα γλιτώσει από την πλουτοκρατικήν εμπορία, θα πάψει να νοθεύεται, θα εξαγνιστεί και θα γίνει το παιδευτικό και νομοθετικό-τελετουργικό όργανο της ελεύθερης πολιτείας. Τότε το υπουργείο του θεάτρου θα ’ναι ένα από τα σπουδαιότερα. Μόνιμα θέατρα θ’ αποχτήσουν όλα τα χωριά. Κι οι γιορτάδες του λαού, παραιτώντας τις ακατανόητες θρησκοληπτικές φόρμουλες, θα πάρουνε νέο νόημα ζωντανό, νέο κάλλος και χάρη και μεγαλείο. Τότε – αλλά ώς τότε – ποιος ζει, ποιος πεθαίνει!… Τώρα πολεμάμε για λευτεριά, ίσα-ίσα για τη λευτεριά της ζωής και φυσικά και της Τέχνης.

Το συνθετικό μέγεθος και μεγαλείο της θεατρικής τέχνης, όπως εξελίσσεται σήμερα, προϋποθέτει όχι μόνο τάλαντο και επιστημονική μόρφωση σ’ όλους τους καθέκαστους παράγοντες και συνεργάτες, παρά απαιτεί κι ολοένα συνθετικότερη κατάρτιση από τους διευθυντές των θεάτρων, τους δραματικούς ποιητές και τους σκηνοθέτες. Το πνεύμα της συνεργασίας θα κυβερνήσει τελειωτικά και μόνον αυτό θα μπορέσει να οδηγήσει σε ωραίες πράξεις. Αλλ’ αυτό το πνεύμα μόνον σε εποχές ελεύτερες φυσάει. Γι’ αυτό ας μη μιλάμε για ενότητα κι ούτε να περιμένουμε ακμή του θεάτρου, ούτε άλλου καλλιτεχνικού κλάδου, όσο δεν ελευθερώνεται ο τόπος μας. Μόνον όταν ο τόπος μας γίνει αληθινά ελεύθερος κι ανεξάρτητος, μόνο τότε θα ιδεί καλύτερη ζωή. Και η καλύτερη ζωή θα βγάλει και καλύτερη Τέχνη.

Δημήτρης Φωτιάδης

Είναι φανερό πως το θέατρο περνά, από χρόνια τώρα, μια βαθιά κρίση. Τις περισσότερες φορές δε βρίσκει τον τρόπο να συγκινήσει και να συναρπάσει τις μάζες. Η κρίση αυτή δεν έχει αιτία μονάχα το περιεχόμενο, μα και τη μορφή. Την αλήθεια αυτή, αναφορικά με το περιεχόμενο, την ένιωσαν πολλοί συγγραφείς. Έκλεισαν σ’ αυτά κάτι από τους πόθους, τα όνειρα και τους αγώνες του λαού. Δεν έγινε όμως το ίδιο και για τη μορφή. Πολλοί υποστηρίζουνε πως ο λόγος καθορίζει, κυριαρχικά, το άρτιο θεατρικό έργο. Μια τέτοια θέση είναι λαθεμένη. Ο λόγος είναι ο κορμός, μα όχι ολόκληρο το θεατρικό οικοδόμημα. Το θέατρο είναι μια σύνθετη τέχνη – λόγος, ρυθμός και θέαμα.

Ας πάρουμε το αρχαίο θέατρο. Και πρώτα-πρώτα τη σκηνή του. Δεν έχει καμιά σχέση με τις δικές μας. Συμβατική ήτανε βέβαια κ’ εκείνη, καθώς είναι κ’ η δική μας. Μα πόσο διαφορετική! Έχοντας για σκεπή τον ουρανό της Ελλάδας και φόντο την απαράμιλλη φύση της, προετοίμαζε ψυχικά και πνευματικά τους θεατές να παρουσιασθούν σε μια γιορτή. Γιατί το θέατρο πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα γιορτή, στην πιο πλατιά σημασία της λέξης. Ένα πεζογράφημα εκπληρώνει απόλυτα τον σκοπό του, όταν κατορθώνει να σου χαρίσει ψυχικές, διανοητικές κ’ αισθητικές συγκινήσεις. Όχι όμως και το θέατρο. Αυτό, καθώς δεν αποτείνεται σ’ ένα απομονωμένο άτομο μα στη μάζα -μια και παράσταση δεν μπορεί να νοηθεί δίχως αυτή – δε φτάνει να μας χαρίσει τις ίδιες συγκινήσεις μ’ ένα βιβλίο, ας είναι και το καλύτερο. Πρέπει να κάνει τους πολλούς να νιώθουν ταυτόχρονα με τον ίδιον τρόπο. Μ’ άλλα λόγια, να συμμετέχουν οι θεατές στην παράσταση σα σύνολο κι όχι σαν άτομα. Για να το κατορθώσει αυτό, ένας τρόπος υπάρχει· να συνεπάρει. Γι’ αυτό πρέπει να μεταχειριστεί όλα τα μέσα, καθώς τόσο σωστά έκανε το αρχαίο θέατρο. Ήτανε λόγος, μουσική, χορός. Ο λαός (δεν εννοώ μ’ αυτό τον θεατή, μα το χορό) συμμέτεχε στα δραματικά ή κωμικά παθήματα των ηρώων. Έτσι οι ήρωες δεν ήτανε, όπως γίνεται τώρα στα περισσότερα έργα, αποξενωμένοι από τη μάζα. Η υπόθεση δεν ξετυλιγόταν πίσω από τέσσερις τοίχους. Κ’ οι θεατές δεν έμοιαζαν, όπως εμείς τώρα, να παρακολουθάνε σαν από κλειδαρότρυπα. Ήτανε η προέκταση του “χορού”.

Το σύγχρονο όμως θέατρο, ακολουθώντας την πιο κακή παράδοση του βουλεβαρδιέρικου θεάτρου, απογυμνώθηκε απ’ όλα τ’ άλλα συστατικά του, εκτός από το λόγο. Περιφρόνησε και τη μουσική και τη μάζα. Αφού γύρεψε μάταια ν’ αντικαταστήσει όλα αυτά με την εντρίγκια, αναζήτησε νέο δρόμο. Νόμισε πως τον βρήκε στο “εγκεφαλικό θέατρο”. Ο θεατής έτσι βγαίνει από την παράσταση και κουβεντιάζει γι’ αυτή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συζητά ένα βιβλίο. Τα τέτοια θεατρικά έργα δεν έχουν καμιά σχέση με τ’ αληθινό νόημα της θεατρικής τέχνης, μια και το πανηγύρι, η γιορτή, δεν υπάρχει πια. Και δίχως αυτή, το ξαναλέω, είναι ό,τι άλλο θέτε, μα δεν είναι θέατρο. Υποστηρίζω τάχα πως πρέπει να ξαναγυρίσουμε δουλικά στην αρχαία μορφή του θεάτρου; Κάθε άλλο. Κάτι τέτοιο θα ήτανε παραλογισμός και ουτοπία. Κάτι άλλο είναι ανάγκη να γίνει; Να ξαναβάλουμε με νέους τεχνικούς τρόπους στο θεατρικό έργο τη μουσική, το χορό και το λαό. Να το ολοκληρώσουμε. Να το βγάλουμε μέσα από τη σημερινή του αισθητική και τεχνική φτώχεια. Να του ξαναχαρίσουμε όλη του τη λαμπρότητα. Να του δώσουμε τη δυνατότητα να ξαναγίνει η σύνθεση όλων των καλών τεχνών, όπου ο λόγος, η μουσική, ο χορός και οι εικαστικές τέχνες θα συνεργάζονται στενά και ισόμερα, για να δημιουργήσουν απάνω στη σκηνή αληθινό θέατρο.

Νίκος Κατηφόρης

Ο λαός, λέτε στο ερώτημά σας, σφραγίζει με την κυρίαρχη παρουσία του την εποχή μας. Εννοείτε, φυσικά, τον πολιτικό τομέα -και είμαστε σύμφωνοι. Γιατί στον τομέα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, το φαινόμενο της “κυρίαρχης παρουσίας” του λαού στο πνεύμα των δημιουργών, είναι νομίζω τόσο παλιό, όσο κι η τέχνη. Έτσι παρατηρούμε πως κι όταν ακόμα ο λαός είναι παραμερισμένος από την πολιτική ζωή, οι πραγματικοί δημιουργοί έχουνε μαζί του τέτοιους δεσμούς, ώστε τα έργα τους να ’ναι η έκφραση της ομαδικής του ψυχής -πράμα που αποτελεί και το μέτρο της αξίας τους και τη δύναμη για την επιβίωσή τους. Αυτή είναι μια θεμελιακή σκέψη, που πρέπει να μην την ξεχνάμε στα παρακάτω.

Ωστόσο, πριν προχωρήσουμε, ανάγκη να παρατηρήσουμε πως η παρουσία του λαού στον πολιτικό στίβο σήμερα σαν κυρίαρχης οντότητας, δημιουργεί υποχρεώσεις και κινδύνους, τόσο για τους θεατρικούς παράγοντες, όσο και για το λαό. Υποχρέωση των θεατρικών παραγόντων, κύρια και βασική είναι να ρίξουν τους φραγμούς που χωρίζουν το λαό από τη χαρά του κλασικού θεάτρου, αρχαίου και νεότερου. Ένα κίνημα θεατρικό με μοναδικό σκοπό να φέρει την ακτινοβολία του θεάτρου αυτού στα πιο πλατιά λαϊκά στρώματα, είναι, νομίζω, το σημαντικότερο καθήκον που πέφτει σήμερα, είναι το πρώτο ξεκίνημα, η βάση για μια θεατρική αναγέννηση, που πρέπει να γυρέψει τις πηγές της μέσα στη λαϊκή ψυχή. Το λαϊκό κράτος οφείλει να συντρέξει στην εξόρμηση αυτή, ανεξάρτητα από τ’ άλλα προστατευτικά μέτρα, που πρέπει να πάρει για το θέατρο και που θα το κάμουν από απλή ιδιωτική επιχείρηση επίσημη κρατική πνευματική λειτουργία. Κι ο λόγος είναι, ανεξάρτητα από το δικαίωμα του λαού να χαρεί το θέατρο των περασμένων χρόνων, σαν ο νόμιμος κληρονόμος του, η επείγουσα ανάγκη να πάρει ο λαός μια γερή αισθητική αγωγή, που θα τον προφυλάξει από τα δολώματα και τα ξεγελάσματα μιας τέχνης νόθας κι αναρχούμενης. Αυτά για τις υποχρεώσεις. Όσο για τους κινδύνους που φέρνει στον θεατρικό τομέα η πολιτική δύναμη του λαού, πρέπει να σημειώσουμε τούτα: Σημαντικός είναι ο κίνδυνος να θεωρηθεί από ορισμένους θεατρικούς παράγοντες η κοσμοϊστορική αλλαγή στον ρόλο του λαού, σα μια απλή αλλαγή αφεντικού. Κι έτσι αντί για πρόθυμους και φωτισμένους οδηγούς του λαού στη θεατρική διαπαιδαγώγηση να ’χουμε εθελοντές δούλους, μ’ όλα τους τα κακά. Η κολακεία, η ψευτιά, η κοροϊδία, που μεταχειρίζονται οι τύποι αυτοί για να ευχαριστήσουνε τ’ αφεντικά τους, θα ήταν οι θολές πηγές, που θ’ αντλούσε μια τέχνη τάχα λαϊκή. Η νοθεία των ιδεών και η διαστροφή του λαϊκού γούστου θα ήταν έτσι ένας κίνδυνος πολύ σοβαρός και σχεδόν ανυπέρβλητος, όταν αυτοί οι μπαγαπόντες θα κατόρθωναν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του λαού ή της πολιτικής ηγεσίας του με ρουκέτες ανάλογες με κείνες, που οι δημοκόποι και λαοπλάνοι την κερδίζουν, έστω και παροδικά, στον πολιτικό τομέα.

Δεν πιστεύω πως το θέατρο και η τέχνη, γενικά, είναι σε θέση να καθοδηγήσουν μιαν εποχή, με το νόημα, φυσικά, ν’ ανοίξουν δρόμους κοινωνικής ζωής. Αυτό είναι δουλειά της πολιτικής. Ο ρόλος της τέχνης είναι να οργανώνει το κοινωνικό συναίσθημα της εποχής με μορφές αισθητικές. Έτσι γίνεται κι αυτή μια από τους κινητήριους μοχλούς των ψυχικών δυνάμεων των ψυχικών δυνάμεων της κοινωνίας και για να εκτελεί τον προορισμό της οφείλει, όχι ν’ ακολουθεί την εποχή της, αλλά να συντονίζει τα βήματά της μαζί της και να την εκφράζει. Βασική προϋπόθεση για να εκφράσει το θέατρο την εποχή μας, είναι να πάρει ένα σωστό γενικό προσανατολισμό απέναντί της, προσανατολισμό που θα καθορίσει τη μερικότερη δραστηριότητά του. Ο προσανατολισμός αυτός αφορά τη θέση, προπάντων τη συναισθηματική, οδηγημένη κι από τη φωτισμένη γνώση, που παίρνει ο δημιουργός μπρος στις αντιμαχόμενες προοδευτικές και αντιδραστικές δυνάμεις της εποχής μας. Υποχρέωση πνευματική έχει να μην αγνοήσει αυτό το αδιάκοπο “γίγνεσθαι” που είναι η ιστορία του ανθρώπου, αυτή τη σταθερή πορεία του σε νέες, όλο και ανώτερες μορφές κοινωνικής ζωής. Αλλά σε μια τέτοια τοποθέτηση, τον υποχρεώνει ακόμα κι η διαλεχτική πορεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ό,τι μας κάνει, πραγματικά, να γράφουμε, είναι η αντίθεσή μας σε μια θέση προπάντων κοινωνική, που με τη δόνηση του συναισθηματικού μας κόσμου, δίνει το υλικό στις αισθητικές μορφές της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ωστόσο, αυτή η αντίθεση δεν είναι προσωπική ιδιοτροπία των συγγραφέων. Είναι μια καθολική αντίθεση του λαού, που όταν δεν εκδηλώνεται στην πολιτική δεν παύει να ’χει άλλες παθητικές ή ενεργητικές εκδηλώσεις από τον τρόπο της δουλειάς ίσαμε τη θρησκεία. Ο δημιουργός, λοιπόν, που καθώς σημειώσαμε στην αρχή, εκφράζει τη λαϊκή ψυχή, το κατορθώνει αυτό, γιατί συναντιέται μαζί της σ’ αυτή ίσα-ίσα την αντίθεση. Έτσι, δεν εννοείται καλλιτεχνική δημιουργία χωρίς τη γόνιμη αυτή συνάντηση λαού και δημιουργών. Όταν τώρα λογαριάσουμε πως ο λαός είναι ο φορέας, το όργανο ή το αντικείμενο των προοδευτικών δυνάμεων μιας εποχής, βγαίνει νομίζω απ’ αυτή τη φύση της τέχνης πως το θέατρό μας, για να εκφράσει την εποχή μας, οφείλει να προσανατολιστεί οριστικά και ανεπιφύλαχτα στις ζωντανές και δημιουργικές, τις προοδευτικές δυνάμεις της εποχής αυτής και να ποτιστεί από το πάθος και τη θέρμη των ιδεών της. Από κει θα βγουν όλα τ’ άλλα. Και πρώτ’ απ’ όλα η ορθή εχτίμηση των νέων τύπων της ζωής, όπως έξαφνα του λαϊκού αγωνιστή ή του εχθρού του λαού ή του ομαδικού ήρωα, που είναι μια μάζα συνειδητή κ.λπ., αλλά και η ανάλογη με το μεγαλείο της εποχής μας, αισθητική αντίληψη του ρωμαλέου και ηρωικού στοιχείου, που πρέπει να σφραγίζει τα έργα, που φιλοδοξούν να την εκφράσουν. Το θέατρο με την προνομιακή ομαδική επαφή, που έχει με τη μάζα, βρίσκει τώρα μια μοναδική ευκαιρία ν’ ανανεωθεί σε μορφή και σε περιεχόμενο. Ο άνεμος της λαϊκής υγείας, που θα φυσήξει με το πολιτικό ανέβασμα του λαού, πρέπει να διαλύσει τις αναιμικές καταστάσεις των ιδιωτικών και οικογενειακών υποθέσεων, που μεταβάλλουν τη θεατρική παράσταση σε δημόσιο κουτσομπολιό, και να κάμει τη σκηνή βήμα μιας βαθιάς ιεροτελεστίας της ομαδικής ψυχής στην άμεση επαφή της με την ψυχή του φωτισμένου δημιουργού.

Στο δεύτερο ερώτημά σας υποθέτω πως σας απασχολεί το πρόβλημα της ενότητας της θεατρικής παράστασης. Αν η ενότητα αυτή σπάει πολλές φορές στον καιρό μας, αυτό το χρωστάμε σε ορισμένες ανταρσίες, σ’ ορισμένες χωριστικές κινήσεις, που γίνονται από τους διάφορους παράγοντες του θεάτρου, όπως ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός ή ο σκηνογράφος κ.λπ. Όλοι αυτοί οι πολύτιμοι πραγματικά παράγοντες ενός συγχρονισμένου θεάτρου, παθαίνουν την παραίσθηση, πως η δουλειά τους βρίσκεται στο κέντρο της ομαδικής θεατρικής προσπάθειας. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, ακολουθούν έναν έξαλλο δρόμο της προβολής του εαυτού τους κατά τρόπο αυτόνομο και στασιαστικό απέναντι της πειθαρχίας που τους επιβάλλει το θεατρικό έργο. Δείγματα κι αυτά φυσικά, που οφείλονται στο ατομικιστικό πνεύμα μιας αστικής διαπαιδαγώγησης των καλλιτεχνών μας. Αλλά ένα τέτοιο πνεύμα είναι ασυμβίβαστο με το λαϊκό θέατρο της εποχής μας. Οι σκηνοθέτες, κυρίως, πρέπει να καταλάβουν ότι το χρέος τους είναι να μπούνε στο βάθος ενός έργου κι όχι να του δίνουν την προέκταση της δικής τους προσωπικότητας. Φυσικά οι σκηνοθέτες είναι φιλόδοξοι και δεν κρατιούνται ούτε μπρος στον Σαίξπηρ για ν’ αποδείξουν τι θα ’καναν αυτοί στη… θέση του! Αλλά όσο δεν παίρνουν την ευθύνη να γράψουν οι ίδιοι θεατρικά έργα, θα πρέπει να συγχωρήσουν τους συγγραφείς αν τους δίνουν “στενά” όρια δράσης με τα έργα τους. Γενικά όλοι οι παράγοντες του θεάτρου πρέπει να το πάρουν απόφαση, πως ο αδιαμφισβήτητος κύριος της Σκηνής, που έχουνε το χρέος να τον ερμηνεύσουν, είναι ο Ποιητής, όχι για την ίδια του την αυτόνομη προσωπικότητα, αλλά γιατί έρχεται στη σκηνή σαν φορέας της λαϊκής ψυχής. Και δεν το βρίσκω πως είναι καθόλου υποτιμητικό, γι’ ανθρώπους με συνείδηση του προορισμού τους, να περιορίζουν τη δράση τους στα όρια που τους επιβάλλει η ομαδική προσπάθεια ενός αρμονικού συνόλου.

Κώστας Οικονομίδης

Ας αρχίσουμε με ένα λατινικό ρητό: “Spiritus flat ubi vult”. Εφόσον λοιπόν “το πνεύμα όπου θέλει πνει”, δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος περί του “πώς πρέπει το θέατρο να καθοδηγήσει, ακολουθήσει κι εκφράσει την εποχή μας”. Ο θεατρικός συγγραφεύς, επηρεασμένος φυσικά από το πνεύμα της εποχής του, ακολουθεί το δρόμο του, σύμφωνα με την έμπνευσή του. Μοιραίως κατά ένα τρόπο εκφράζει την εποχή του. Αν όμως θα μπορέσει και να την καθοδηγήσει, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ζήτημα επιδράσεως επί των μαζών ή, πιθανότερα, επί της πνευματικής élite, συνεπώς ζήτημα μεγαλοφυΐας, ή σχεδόν μεγαλοφυΐας. Ποιος όμως μπορεί να υποδείξει στην μεγαλοφυΐα τον δρόμο της ή να μαντέψει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει για να φθάσει στον σκοπό της; Κι ο σκοπός της βέβαια δεν μπορεί να είναι άλλος, εκτός από τη δημιουργία, άσχετα για κάθε άλλη επιδίωξη, έξω απ’ τον κύκλο της τέχνης.

Όσο για την κρίση “που στέκει εμπόδιο στην ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου”, ορθόν είναι να παρατηρηθεί ότι η κρίση αυτή είναι φαινόμενο καθολικό, μια απ’ τις βασικές συνέπειες της κοσμογονικής εποχής μας, που φαινομενικά παρουσιάζει εκδηλώσεις πνευματικής ακαταστασίας, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται περί αναζητήσεως νέων οριζόντων με νέα μέσα αναρρώσεως. Στον μικρό τόπο μας, όπως είναι φυσικό, ξεψυχισμένα φθάνουν τα κυκλικά κύματα των αναταραχών που αναστατώνουν το παγκόσμιο θεατρικό τέλμα. Πάντως είναι αρκετά ισχυρά, ώστε να δημιουργούν κρίση και στο θέατρό μας, την οποία δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να καταπολεμήσει αποτελεσματικά μια συνεργασία των κυρίων και βοηθητικών θεατρικών παραγόντων, αφού τα αίτια της κρίσεως βρίσκονται έξω από την ακτίνα της δράσεώς τους.

Μιχάλης Ροδάς

Στα ερωτήματά σου για το θέατρο, τα τόσο σοβαρά, θ’ απαντήσω με λίγα λόγια. Το νεοελληνικό θέατρο το μαστίζει σήμερα ο “πειραματισμός” και ο “εργοδοτισμός”. Ιδανικά δεν υπάρχουν, με την ευρύτερη σημασία, για την ανύψωση του θεάτρου μας. Περνάει μια κρίσιμη περίοδο και καθένας μας το νιώθει, όσοι πραγματικά αγαπάνε και ενδιαφέρονται για την πρόοδο του θεάτρου, ότι είναι “σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα”, κατά τον στίχο του ποιητή.

Το ελεύθερο θέατρο το παραδέρνει η προχειρολογία, τελευταία δε και η… σαρκολογία, και αναφέρω ως χτυπητό παράδειγμα το “Ερωτικό Γαϊτανάκι”. Από το επίσημο δεν εκπορεύεται πλέον η καλλιτεχνική δύναμη παρά συμπτωματικά από μερικές παραστάσεις.

Και από το Κράτος λείπει η ηγετική φλόγα που έπρεπε να καθοδηγεί και ν’ ανυψώνει. Έτσι σκορπισμένες οι καλλιτεχνικές δυνάμεις ικανοποιούν προσωπικές φιλοδοξίες, αριβιστικές επιδιώξεις, ταμειακούς υπολογισμούς, όχι όμως και αυτό το μεγάλο ιδανικό της τέχνης.

Για να βγούμε από το “τέλμα”, έχουμε ανάγκη ενός Χρηστομάνου, της πρώτης όμως περιόδου της “Νέας Σκηνής”. Με τα ιδανικά του και με τον ενθουσιασμό των νέων. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε, να προκαλέσουμε μια ειρηνική καλλιτεχνική επανάσταση. Το σημερινό “τέλμα” αποτελεί στίγμα για την εποχή μας. Α κοιτάξουμε ολοκάθαρα προς τα εμπρός και ας βαδίσουμε με θάρρος. Ας αντικρίσουμε την αλήθεια άφοβα, όσο πικρή κι αν είναι. Και μόνο το γεγονός ότι πέρασε τόσος καιρός από την απελευθέρωση χωρίς ν’ ακουστεί η φωνή της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας – εδώ στον τόπο που γεννήθηκε – είναι αρκετό για να φανερώσει το κατάντημα του νεότερου θεάτρου μας, όπως και την ανάγκη για την αναζήτη8ση και την θεραπεία των πληγών του. Για την θεραπεία αυτή χρειάζεται η “συνεργασία” εκείνων που δεν δουλεύουν σε συμφέροντα και δεν πολιτεύονται στα παρασκήνια. Και αφού η “Νέα Εστία” είχε την πρωτοβουλία για μια γενική θεατρική συζήτηση, ας την συνεχίσει με μια συγκέντρωση εκείνων που μπορούν να σταθούν άφοβα μπροστά στην αλήθεια για να διακηρύξουν τις γνώμες των. Έτσι μπορεί και την πολιτεία να καθοδηγήσουν και τον θεατρόφιλο κόσμο να διαφωτίσουν.

__________________

Δημοσιεύτηκε στη “Νέα Εστία”, έτος Κ΄, τόμος 39ος, τεύχος 450, 1 Απριλίου 1946

Κεντρική φωτογραφία: Μπροστά: Αλέκος Δεληγιάννης (Δούκας της Άλμπανης), Αλέξης Μινωτής (Ληρ), Γρηγόρης Βαφιάς (Δούκας της Κορνουάλης), Γιάννης Αποστολίδης (Κόντες του Κεντ), Τζένη Καρέζη (Κορδέλια). Πίσω: Γιάννης Μαυρογένης (Αυλικός). Τρίτος: Στέλιος Παπαδάκης (Αξιωματικός). Τέταρτος: Δημήτρης Χόπτηρης (Αυλικός). Έκτος: Βασίλης Παπανίκας (Αυλικός). Ένατος: Λάμπρος Κωστόπουλος (Αυλικός). Βασιλεύς Ληρ (1957). Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας, σκηνοθεσία: Αλέξης Μινωτής. Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 28/03/1957 – 22/04/1957.

 


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΕΡΕΥΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ