Κατίνα Παξινού ή το πάθος της τελειότητας

Κατίνα Παξινού ή το πάθος της τελειότητας

Μοιράσου το!

  • ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΙΝΗΣ

Πόσο νιώθουμε φτωχοί όταν φεύγει από κοντά μας ένας καλλιτέχνης σαν την Κατίνα Παξινού! Είναι σα να μας αφαίρεσαν ένα μέρος πολύτιμο από την ατομική μας περιουσία. Γιατί ο καθένας μας την ένιωθε αποκλειστικά δική του, σα να μην υπήρχε παρά μόνο γι’ αυτόν, σα να μην έπλαθε τους ρόλους της παρά μόνο για τη δική του χαρά και ικανοποίηση. Κάθε μεγάλος καλλιτέχνης δημιουργεί αυτή την παραίσθηση – κι αυτό είναι ίσως το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλείου. Ένα είδος ορφάνιας μάς βαραίνει τώρα την καρδιά. Όσο ισχυρή κι αν είναι η μνήμη, ποτέ δε θα μπορέσει ν’ αντικαταστήσει αυτό το βίωμα που μας χάρισε μια κατεξοχήν πρωτότυπη ύπαρξη.

Ο ηθοποιός κινδυνεύει πάντοτε να επαναλάβει τον εαυτό του, να τυποποιήσει τους ρόλους του. Ένα μικρό παραστράτημα, κ’ είναι χαμένος. Πόσα ταλέντα κατάληξαν στη μετριότητα, μόνο και μόνο γιατί παραγνώρισαν αυτή την αλήθεια κ’ εγκαταλείφθηκαν στην ευκολία! Η Κατίνα Παξινού μπορούσε ν’ αλλάζει ψυχή, όπως αλλάζει κανείς κοστούμι. Μόνο η λέξη αλχημεία μπορεί να εκφράσει αυτή την ικανότητα να βυθίζεται μέσα στο μυστήριο των κόσμων που κάθε ηρωίδα της αντιπροσωπεύει. Όταν κανείς μπορεί να χρησιμοποιεί τον εαυτό του σαν ένα τέτοιο μέσον απόρρητης έκφρασης, ώστε ν’ απλώνει τις ιδιοκτησίες του στους πιο απρόσιτους χώρους, τότε πια αυτός δεν είναι άνθρωπος, μετέχει της θεότητας. Θυμάμαι, πρώτη φορά είδα την Κατίνα Παξινού στο “Φυντανάκι” του Παντελή Χορν. Ο ρόλος της δεν ήταν ούτε από τους πρώτους του έργου, ούτε από τους πιο συμπαθείς. Δεν ήξερα τίποτε ακόμη γι’ αυτήν, ούτε για την τέχνη της. Αλλά μόλις βγήκε στο μικρό της μπαλκόνι, σ’ έναν χώρο όπου δύσκολα μπορούσε να κάμει ένα βήμα, την ένιωσα να γεμίζει αμέσως όλη τη σκηνή. Εκείνη τη στιγμή, πέρα από τον συναισθηματικό τρόπο με τον οποίο έβλεπα τότε το θέατρο, έπαιρνα συνείδηση πως δουλειά του ηθοποιού είναι να πολλαπλασιάσει το μεταμορφωμένο εγώ του, να συμπυκνώσει σ’ ένα ορισμένο σημείο την προσωπικότητά του, για να δώσει στο ρόλο του διάρκεια και μέγεθος. Για έναν μεγάλο ηθοποιό, σημασία δεν έχει αν ο ρόλος καλύπτει μεγαλύτερη ή μικρότερη επιφάνεια μέσα στο έργο. Τού φτάνει και μια σύντομη παρουσία για να επιβάλει την προσωπικότητά του. Γιατί δεν θα πιάσει το ρόλο στην εξωτερική του δομή, αλλά στα στοιχεία εκείνα που μυστικά την προετοιμάζουν. Κάθε άξιος ρόλος έχει ρίζες σε βάθος. Αν ο καλλιτέχνης δεν ψάξει, δεν τις ενσωματώσει στο εγώ του, μπορεί ίσως να πλάσει το ρόλο, αλλά δεν θα του εμφυσήσει ζωή.

Θυμάμαι προπάντων την Κατίνα Παξινού στους “Βρικόλακες” του Ίψεν. Η κυρία Άλβιγκ ήταν ολόσωμη μπροστά μου, όχι απλώς όπως θα την είχε επιθυμήσει ο συγγραφέας, αλλά όπως η ίδια η καλλιτέχνις την συνέλαβε, χωρίς να απιστήσει ούτε στον εαυτό της ούτε στον συγγραφέα. Έψαχνα να βρω μια παρατονία σ’ αυτό το υπερτέλειο παίξιμο, μια μικρή στιγμή που η καρδιά μου θα ψιθύριζε “όχι”, όπως μας συμβαίνει τόσο συχνά. Αλλά παντού συναντούσα συχνά αυτή τη θέληση της τελειότητας, που μας αφήνει αποσβολωμένους. Εκοίταζα τα χέρια της με απληστία, – ποτέ ανθρώπινα χέρια δεν υπήρξαν σε τέτοιο βαθμό η έκφραση μιας ψυχής. Σκεφτόμουν, ποιες αρμονίες τάχα κυκλοφορούσαν μέσα της, ποιες πηγές ανάβρυζαν από κρύπτες ανύποπτες, για; να καταλήγουν σ’ αυτά τα χέρια, τα άσπρα σαν χαρτί κάτω από το προδοτικό φως της ράμπας; Δεν ήταν ένα μοναχικό όργανο, ήταν μια ολόκληρη ορχήστρα, που έπαιζε ύστερα από χίλιες δοκιμές! Εδώ δεν υπήρχε ούτε ο ελάχιστος αυτοσχεδιασμός. Η Κατίνα Παξινού πρέπει να σιχαινόταν αυτή τη λέξη, αυτόν τον τρόπο του παίζειν. Θα παραδεχόταν ασφαλώς ότι μεγάλοι καλλιτέχνες κατάφερναν θαύματα, αυτοσχεδιάζοντας. Ποιος δε θυμάται τον Βασίλη Αργυρόπουλο, αληθινό μάγο της σκηνής, που κατάφερνε ανάμεσα στα άθλια μπουλούκια του, να δίνει χάρη και δροσιά σε αθλιέστερους ρόλους; Η Κατίνα Παξινού ποτέ δε θα δεχόταν να σπαταλήσει έτσι τον εαυτό της. Είχε μέσα της ενσωματώσει τη ρήση του Γκαίτε: “Όσοι έχετε την Τέχνη, έχετε θρησκεία”. Κάθε ρόλος που αναλάμβανε, έπρεπε να είναι μια Μπετοβιανή συμφωνία. Δεν ξέρω ποιους συνθέτες προτιμούσε. Δεν αποκλείεται να ξεκουραζόταν με την υπεργήινη μουσική του Μόζαρτ, ή να κατέβαινε στα υπερούσια βάθη του Μπαχ, για να αισθανθεί πιο βαθιά τη ρήση του Γκαίτε. Αλλά η τέχνη της ανήκει στον Μπετόβεν. Είχε αυτό το πάθος τής τελειότητας που οδηγεί σ’ ένα τελευταίο σύνορο για να μην αφήνει πια χώρο σε κανέναν άλλο να συνεχίσει. Αυτός ήταν ο καλλιτεχνικός της εγωισμός, ν’ απομείνει εκεί σ’ αυτό το σύνορο μόνη, που δε δίσταζε να τον εκδηλώνει – όπως ακριβώς ο Μπετόβεν. Μόνον ένας μεγάλος καλλιτέχνης μπορεί να χρησιμοποιεί το “εγώ”, όπως το έκανε η Κατίνα Παξινού.

Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα, 1965

Κάποτε,, είναι μερικά χρόνια, πήρα το τηλέφωνο για να ιδώ τον Αλέξη Μινωτή, αλλά έλειπε κι άκουσα τη φωνή της Κατίνας. Ήταν η εποχή κάποιας κρίσης και η εκρηκτική της φύση είχε συγκεντρώσει μέσα της όλες τις τοξίνες του καλλιτέχνη που αποκόπτεται από το κοινό του. Μιλούσε, μιλούσε μόνη της, χωρίς να με αφήνει να αρθρώσω μια λέξη, για να ξεφορτωθεί ένα βάρος, που μολαταύτα γινόταν όλο και βαρύτερο. Μισή ώρα και πλέον κράτησε αυτός ο χείμαρρος, όπου το παράπονο μεταβαλλόταν σε βρισιά και εγωλογία. Η Κατίνα Παξινού ένιωθε πως ζει μόνο επάνω στο σανίδι της σκηνής. Αυτό ήταν η τροφή της, αυτό της έδινε συνείδηση του υπάρχειν. Η απληστία της ήταν χωρίς προηγούμενο. Απληστία για δημιουργία, που στο τέλος-τέλος είναι απληστία για κατάκτηση. Αυτό το κοινό, που χειροκροτεί με πάθος, έγινε πια του χεριού της και τώρα που θα βγει στο πεζοδρόμιο, θα ’χει την ψυχή του γεμάτη από το δικό της όραμα. Θα πλαγιάσει και θα την βλέπει στον ύπνο του. Και την άλλη μέρα πάλι θα μιλάει γι’ αυτήν, στο σπίτι, στο γραφείο, χωρίς να μπορεί να την ξεκολλήσει από πάνω του. Κ’ ύστερα ίσως, θα θελήσει να την ξαναϊδεί. Για λογαριασμό μου, τρεις φορές στη σειρά ξαναπήγα για να ιδώ την κυρία Άλβιγκ, γιατί ένιωθα πως δεν είχα αρκετά σπουδάσει τα χέρια της. Ήξερα ήδη ότι για έναν ηθοποιό, τα χέρια είναι το μεγάλο πρόβλημα. Ο Γιώργος Παπάς, παρ’ όλο το ταλέντο του, όταν πρωτοβγήκε στη σκηνή, αντιμετώπισε αυτό το πρόβλημα με δέος. Δεν ήξερε τι να κάμει τα χέρια του, που είχαν την τάση να κρέμονται αδρανή. Καλά που βρέθηκε η Κοτοπούλη να τον καθοδηγήσει για να ξεπεράσει το δέος που του προκαλούσε αυτή η αδυναμία. Και γω, τώρα πια, δεν θα ξαναϊδώ τα χέρια της κυρίας Άλβιγκ, και καμιά μνήμη δεν μπορεί να ισοφαρίσει αυτή την απώλεια. Δεν θα ξαναϊδώ τα χέρια της Ηλέκτρας που αγκαλιάζουν την κολώνα του Ηρώδειου, για να δίνουν μιαν ανεπανάληπτη έκφραση στη μοιραία κραυγή: “Χτύπα, αν μπορείς, διπλή μαχαιριά!” Κάθε φορά που συνέβαινε να την συναντήσω τα τελευταία χρόνια, κοίταζα τα χέρια της, τα μπράτσα της τη μορφή της, κι όλο μου φαινόταν πως άκουα την κραυγή της Ηλέκτρας, άτεγκτη, ανήλεη, για τη μάνα που είχε μισήσει. Καμιά φορά δε θα ξαναϊδώ τη Μάνα κουράγιο, να τραβάει στο τέλος, μόνη πια, το κάρο της με τις πραμάτειες, εξουθενωμένη, σβησμένη. Εκείνη η προσπάθεια που έβαζε δεν ήταν πια παίξιμο, ήταν πραγματική ζωή. Δεν ενσωμάτωσε το ρόλο στον εαυτό της, ενσωματώθηκε η ίδια στο ρόλο της. Η καλλιτεχνική δημιουργία είχε ξεπεραστεί, για να βλέπουμε την Κατίνα Παξινού ν’ αντιτάσσει στο Χάρο που την περίμενε τη θέλησή της να ζήσει. Ο Μπρεχτ είχε εδώ εξαφανιστεί κάτω από την τραγική μορφή της Κατίνας, που έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις. Κύκνειο άσμα μιας μεγάλης καλλιτέχνιδας, που τελικά νίκησε την ίδια την τέχνη με τον προσωπικό της θρίαμβο.

_______________

  • Νέα Εστία”. Αφιέρωμα στην Κατίνα Παξινού. Έτος ΜΖ΄, τόμος 93ος, τεύχος 1097, 15 Μαρτίου 1973
  • Κεντρική φωτογραφία: Παξινού και Μινωτής στην παράσταση του “Αμλετ”.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ