Σαίξπηρ “Βασιλιάς Ληρ”
- ΠΕΛΟΣ ΚΑΤΣΕΛΗΣ
Μετά το 1601, ο Σαίξπηρ όπως ξέρουμε παύει πια να γελά και κατέχεται από μια ηθική κρίση βαθύτατη.
Την έκφραση της κρίσης αυτής και τη θαυμαστή της υπερνίκηση μάς την έδωσε ο Σαίξπηρ στην αθάνατη τετραλογία τού τραγικού είδους: “Άμλετ”, “Μάκβεθ”, “Οθέλλος”, “Βασιλιάς Ληρ”. Μέσα στα έργα αυτά ασχολείται ο Σαίξπηρ με διάφορα και ποικίλα ανθρώπινα πάθη, και πασχίζει να συλλάβει το τραγικό νόημα της φύσης και της ζωής των ανθρώπων. Η κοσμοθεωρία του γύρω από τη γέννηση της τραγωδίας συγκεφαλαιώνεται στην πολύ απλή διαπίστωση ότι: το αμάρτημα, το ελάττωμα, “το τριματάκι το πιο αδύνατο – όπως λέει ο ίδιος – μιας ύλης είναι σε θέση να χαλάσει, να φθείρει και το πιο ευγενικό υλικό μιας ανθρώπινης ζύμης”. Και ο μεγάλος ποιητής ξεκινώντας να ερευνήσει αυτή την αρχή του Κακού, την πηγή της τραγωδίας των ανθρώπων, τους νόμους που την κυβερνούν, φθάνει στην αντιμετώπιση ενός φρικτού παραλογισμού και μιας καθολικής αντινομίας: Οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στη ζωή τούτη όχι μόνον για ό,τι είναι κακό και απάνθρωπο μέσα τους, αλλά ακόμα και για ό,τι είναι λαμπρό, τέλειο και θαυμαστό. Τον παραλογισμό αυτό – που κλονίζει την πίστη στο ηθικό νόημα της ζωής – μάχεται ο Σαίξπηρ να τον εξακριβώσει, να τον ερευνήσει, σ’ όλες του τις μεγάλες τραγωδίες. Και η πικρή γεύση της διαπίστωσης του παραλογισμού αυτού κατασταλάζει τώρα στην δριμύτατη τραγωδία του “Βασιλιά Ληρ”, σ’ όλη του την τρομερή έκταση και σ όλη την αποτρόπαιη πληρότητά του. Ο Άγγελος του έργου αυτού, η αγαθή ψυχή της Κορδέλιας, η ηρωίδα της θυσίας, ήρεμη τώρα θα την βεβαιώσει στο τέλος τού έργου, όταν την σέρνουν δεμένη προς τον θάνατο:
– “Δεν είμαστε οι πρώτοι που κι αν έχουμε τους πιο καλούς σκοπούς τραβάμε τα χειρότερα”.
Αλλά γενικά μπορούμε να πούμε, ότι από την διαπίστωση του φρικτού αυτού παραλογισμού μορφώνεται ο τραγικός πυρήνας τής όλης τετραλογίας που μελετήσαμε. Η γνωριμιά τού παραλογισμού αυτού μέσα στη σειρά των έργων αυτών εκδηλώνεται σε διάφορα στάδια εξέλιξης, που δημιουργούν τις διάφορες φάσεις της μεταμόρφωσης που πήρε το πνεύμα του Σαίξπηρ ατενίζοντας το μέγα μυστήριο του ανθρώπινου βίου. Έτσι στην πρώτη ακαθόριστη γνωριμιά της φρικτής αυτής αντινομίας θα εκδηλωθεί ο εκθαμβισμός του Βρούτου, στον “Ιούλιον Καίσαρα”, συνέχεια η μελαγχολία και ο φιλοσοφικός σκεπτικισμός στον “Άμλετ”, μετά η λύσσα και η παραφορά του “Μάκβεθ”, και τέλος η απαισιοδοξία στον “Οθέλλο”, που θα κατασταλάξει στην απελπισία για το νόημα της ζωής και της ύπαρξης στον “Βασιλιά Ληρ” στην πιο παθητική και στην πιο τρομερή τραγωδία. Δεν είναι η ίδια η φωνή του Σαίξπηρ και το σπαρακτικό καταστάλαγμα της κρίσης του, όταν μέσα στη μπόρα, ο σακατεμένος από τα χρόνια και τη συμφορά Γεροβασιλιάς Ληρ κάνει την τρομερή εκείνη επίκλησή του:
“Φύσηξε αγέρα, σκάσ’ τ’ ασκιά σου! Λύσσα! Φύσα!
Νεροποντές και καταρράχτες σεις χυθείτε
ως που να πνίξετε πυργιά κι ανεμοδείχτες.
Και συ που σύμπαντα ταράζεις κεραυνέ,
χτύπα της γης τον στρογγυλό όγκο, κάντον πλάκα!
Της φύσης σύντριψε τις μήτρες, λιώσε μονομιάς
όλους τους σπόρους που γεννούν αχάριστους ανθρώπους”i
Αλλά όσο κι ο Σαίξπηρ μαζί με τον βιβλικό του ήρωα θα ξεφωνίσει, πρόσθετα και κείνη την απελπιστική κραυγή:
– “Όχι, όχι, όχι πια ζωή”.
Όσο κι η ήττα και η καταστροφή των αγαθοποιών δυνάμεων επισφραγίζει τα τέλη κάθε μεγάλης του τραγωδίας, πάντα όμως μέσα από την ήττα αναδύεται μια φωτεινή έφεση προς την ηρωική αποδοχή τής ζωής, που αναμέλπει το ωσαννά για την πολύμορφη και μυστηριώδη απεραντοσύνη της.
Αυτός είναι ο λυτρωτικός άνεμος που πνέει μέσα από τα έργα του μεγάλου ποιητή. Και ο ηρωικός μαχητής Σαίξπηρ αποδύεται στον μέγα αγώνα.. Μέσα από την αναταραγμένη κοινωνία όπου ζούσε, στην εποχή εκείνη όπου όλες οι καθιερωμένες αρχές κλονίζονταν, κατορθώνει το ωκεάνιο πνεύμα του, να υψωθεί πέρα από τους σπασμούς, τις κρίσεις και τις αντιθέσεις και να συλλάβει το δράμα μιας ζωής – όχι σαν μια ουτοπία, αλλά σαν λαχταριστή πραγματικότητα – που μορφώνεται και καταξιώνεται μέσα από την πάλη. Η πάλη αυτή – μέσα στα έργα του – γίνεται φοβερή, αποτρόπαιη και παραβιάζει τα ακρότατα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Οι άνθρωποι αλληλοσπαράζονται, οι αξίες διασαλεύονται, η φύση η ίδια αναστατώνεται στην τάξη και στην ισορροπία της. Και ο Σαίξπηρ σαν δραματικός ποιητής που ήταν, θέλοντας παραστατικά να εικονίσει όλην αυτήν την αναταραχή, άλλοτε την περιορίζει μέσα στα πλαίσια μιας οικογένειας, άλλοτε την εκτείνει σε ευρύτερους κύκλους, που αναφέρονται σε διαταραχές που θίγουν την τάξη μιας πολιτείας αλλά πάντοτε φορέα, δράστη και θύμα μαζί αυτής της διαταραχής εμφανίζει έναν ή δυο ήρωες, που χαλκεύουν μόνοι τους, μέσα από το πάθος, τον άξονα της οδύνης τους. Όλοι αυτοί οι ήρωες, μέσα από τα ανυπόφερτα δεινά τους, ερμηνεύουν με τη δράση τους το τραγικό νόημα της ζωής, που συνέλαβε ο Σαίξπηρ ατενίζοντας την ηρωική και αναταραγμένη κοινωνία της Ελισαβετιανής περιόδου που είχε εκδηλώσει πια μιαν έκδηλη διασάλευση στην καθιερωμένη από τα παλιά τάξη της, στις πατροπαράδοτες ηθικές αρχές, με την εξόρμηση των νέων δυνάμεων, που έρχονται βίαια και παράφορα να διεκδικήσουν αναγνώριση και κυριάρχηση. Οι νέες αυτές δυνάμεις, που μόρφωναν μια νέα πολιτική και φιλοσοφική αντίληψη ζωής, συγκρούονταν θανάσιμα με τις ορθόδοξες, πατριαρχικές αντιλήψεις της ζωής, που ίσχυαν από τον Μεσαίωνα. Ό,τι νομίζονταν Καλό, έπαιρνε τώρα την όψη του Κακού και το Κακό φωτιζόταν και καταυγάζονταν μ’ ένα φως μεγαλείου, που άστραφτε σαν υψηλό χρέος, σαν υπέρτατο αγαθό! Έτσι μέσα σ’ αυτή την χαοτική αναταραχή, μέσα σ’ όλον αυτόν τον αναβρασμό, υψώνεται ο μεγάλος ποιητής, μ’ όλη του την αμεροληψία, για να γνωρίσει τις αντίμαχες δυνάμεις, να ξεχωρίσει αξίες, να τις καταγράψει και τελικά να τρυγήσει το νόημα της τόσο τραγικής τους αμάχης.
Την εικόνα της όλης αυτής διαταραχής θα μας τη δώσει ο Σαίξπηρ πιο εύγλωττα και πιο εκτεταμένα στην πελώρια τοιχογραφία του τής τραγωδίας τού Βασιλιά Ληρ. Εδώ τα πάντα έχουν ανατραπεί, οι αντιθέσεις προκάλεσαν φοβερές κρίσεις μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Από την αρχή του έργου θα μας εκτεθούν. Να πώς τις εκθέτει ένας ήρωας του έργου του, ο Κόντες του Γλόστερ:
“Η αγάπη κρυώνει, η φιλία ξεπέφτει, τ’ αδέλφια χωρίζονται. Στις πολιτείες ταραχές, στα χωριά διχόνοιες. Στα παλάτια προδοσία και οι δεσμοί σπάζουν ανάμεσα γονιό και παιδί. Αυτός ο κακούργος ο δικός μου είναι κι αυτός μέσα στα προμηνύματα και να ο γιος ενάντια στον πατέρα. Ο βασιλιάς παραστρατίζει από το φυσικό δρόμο και να ο πατέρας ενάντια στο παιδί. Ό,τι καλό είχαμε να ιδούμε στον καιρό μας το είδαμε. Ραδιουργία, ψευτιά, προδοσία και όλες οι καταστροφικές αταξίες μάς ακολουθούν ανησυχητικά προς τον τάφο”.
Και ο νόθος γιος του, ο Εδμόνδος, ο κακούργος του έργου απηχώντας κοροϊδευτικά τούτες τις αναφορές, προλέγει την όλη πορεία του έργου:
– “Σε βεβαιώνω, όλα όσα γράφει, γίνονται δυστυχώς, το ένα μετά το άλλο, όπως αφύσικα πράγματα ανάμεσα παιδί και γονιό, θάνατοι, χωρισμοί από παλιές φιλίες, διχόνοιες στο κράτος, φοβέρες και κατάρες κατά του βασιλιά και των αρχόντων, δυσπιστίες παράλογες, εξορίες φίλων, διάλυση ταγμάτων, χαλάσματα γάμων και δεν ξέρω τι άλλο”.
Όλα αυτά τα ολέθρια κακά, όλες αυτές οι ανατροπές, οι σπασμοί, οι τερατωδίες μέσα στις οικογένειες και στο δημόσιο βίο, θα μας εικονισθούν με τον πιο βίαιο και έντονο τρόπο, μέσα στην τραγωδία του Βασιλιά Ληρ, το μέγα αυτό και αποκαλυπτικό επίτευγμα του Σαίξπηρ. Σφίγγεται η καρδιά του ανθρώπου παρακολουθώντας τα όσα αναφέρονται και τα όσα διενεργούνται μέσα στην τεράστια αυτή σύλληψη, που δεν έχει πια σχέση με τα συνηθισμένα δραματικά έργα. Η Σκηνή δεν είναι σε θέση, μέσα στα στενά της πλαίσια, να χωρέσει και παραστατικά να εικονίσει όλον αυτόν τον χαοτικό αναβρασμό. Εδώ, σε τούτο το τεράστιο αλώνι τού θανάτου, του χαμού και της αποκάλυψης τής σκοτεινιάς, δεν θα προβληθούν αγώνες και πάθη μόνον ανθρώπων, αλλά ένας αλληλοσπαραγμός, ένας σεισμός, ένας καταποντισμός ολόκληρης της πλάσης. Άνθρωποι, ζώ;α, τέρατα της φύσης, στοιχειά μάχονται και δένονται σε αξεδιάλυτες συσχετίσεις και αναφορές και προβάλλουν μιαν αλληγορία ασύλληπτης επινόησης. Τρομάζει η ψυχή του ανθρώπου ατενίζοντας τούτο το μυστήριο, τούτη την αποκάλυψη! Τι να θέλει άραγε να μάς αποκαλύψει ο ποιητής; Στο ερώτημα δε θα δοθεί παρά μια απάντηση ασαφής, ακαθόριστη. Και ο ίδιος αυτός ο Σαίξπηρ καθώς αφέθηκε να συλληφθεί στο δίχτυ της φαντασίας του, απογυμνωμένος κι ελεύθερος τώρα από κάθε συμβατικότητα, θέτει πολλές φορές ερωτήματα: Τι να σημαίνουν άραγε όλες αυτές οι συμφορές; Όλες αυτές οι αφύσικες τερατωδίες;
Ο ίδιος ο βασιλιάς Ληρ, που χάρισε στις δυο του άσπλαχνες θυγατέρες όλο του το βιός, για να του μείνει η τρέλα, κι αποκλήρωσε τη μικρή του ενάρετη θυγατέρα για να στερέψει για πάντα η καρδιά του, βάζει αδιάκοπα ερωτήματα, ιδιαίτερα στις σκηνές όπου ο νους του παραδέρνει σαν τη μπόρα. Κι ερωτά:
– “Ποιο είναι το αίτιο του κεραυνού;”
ή ακόμα:
– Ποια είναι η φυσική αιτία που κάνει αυτές τις σκληρές καρδιές;”
Κι άλλοτε ζητά να τ’ απαντήσουν σ’ ένα ερώτημα που τελικά δεν τ’ αποτυπώνει:
– “Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι ιδιαιτέρως;”
Όπως για τον Ληρ παρόμοια και για τον Σαίξπηρ ένα επίμονο ερωτηματικό τον απασχολεί για την αρχή και την πηγή όλης αυτής της συμφοράς: Ποια είναι η έσχατη δύναμη που προκαλεί όλη αυτή την αμάχη και την ερημιά; Και οι χαρακτήρες του έργου θα μας δίνουν κάθε τόσο διάφορες απαντήσεις αλληλοσυγκρουόμενες.
“Είναι η πρώτη φορά – παρατηρεί ο Μπράντλεϊ – που στο έργο τού Σαίξπηρ παρουσιάζονται τέτοιες αναφορές σε πεποιθήσεις και αισθήματα θρήσκα ή άθρησκα… Οι χαρακτηριστικές αυτές διαφορές των απόψεων των διαφόρων προσώπων για τη Μοίρα τού ανθρώπου, για τη Φύση, τους Θεούς, μας αποκαλύπτουν πόσο το ερώτημα: “Τι κυβερνά τη ζωή, τον κόσμο;” απασχολεί το πνεύμα τους. Άλλωστε, σύμφωνα με το νόημα που έδιναν στις έννοιες αυτές καθόριζαν την πορεία της συμπεριφοράς τους.
Έτσι ο Κεντ, ο αφοσιωμένος πιστός αξιωματούχος του Ληρ, θα μας πει:
– “Τ’ αστέρια, τ’ αστέρια απάνω κυβερνούν το φτιάσιμό μας”.
Κι ο Εδμόνδος – ο επαναστάτης, ο υλιστής, κι ο φορέας των νέων νοημάτων που προκαλούν την αναταραχή στην ορθόδοξη και πατροπαράδοτη τάξη των πραγμάτων – αναφωνεί:
– Ω φύση, εσύ είσαι θεά μου. Και στο νόημά σου είναι ταγμένα τα έργα μου”.
Και σε λίγο θα κοροϊδέψει τις αντιλήψεις του πατέρα του με κοφτερό ορθολογισμό:
– “Αυτή είναι η τρέλα που δέρνει τον κόσμο. Όταν δεν πάμε καλά με την τύχη μας – συχνά από βαρυστομαχιά που την προκαλούμε εμείς οι ίδιοι – για τους πόνους μας κάνουμε υπεύθυνο τον ήλιο, τη σελήνη και τ’ αστέρια, σα να είμαστε κακούργοι, από ανώτερη ανάγκη, τρελοί από ουράνια βία, κατεργαρέοι, κλέφτες και προδότες, από αστρική επιρροή, μπεκρήδες, κάλπηδες και πόρνοι από αναγκαστική υποταγή στην επίδραση των πλανητών και ό,τι κακία έχουμε μέσα μας την έχουμε από θεϊκιά εντολή! Θαυμάσιος τρόπος για να ξεφεύγει ο κύριος πορνοβοσκός και να φορτώνει τα τραγίσια του φυσικά σ’ ένα αστέρι”. Και παρακάτω ο ίδιος ο Γλόστερ θα μας πει την περίφημη εκείνη φράση που θα σταθεί ο γνώμονας του έργου:
– “Σαν τις μύγες τα τρελόπαιδα έχουν κι εμάς οι θεοί: μας σκοτώνουν για το γούστο τους”.
Κι ο αγαθός γιος του Έδγαρ:
– “Σκέψου πως οι άγιοι θεοί, που απ’ τις ανθρώπινες αδυναμίες δοξάζονται, σε φύλαξαν”.
Εδώ μας λέει ο Μπράντλεϊ έχουμε διατυπωμένες σε λίγες λέξεις τέσσαρες διαφορετικές θεωρίες για τη φύση της ανώτερης δύναμης που κυβερνά τον κόσμο. Αλλά εξόν απ’ αυτό και στους χαρακτήρες τού έργου που έχουν πίστη στους θεούς, που αγαπούν το καλό και μισούν το κακό, το θέμα της θριαμβεύουσας αδικίας γύρω τους θα τους οδηγήσει σε αντιφατικές εκδηλώσεις. Άλλοτε εκδηλώνουν μια δυσπιστία για τη δικαιοσύνη των θεών κι άλλοτε την έμμονη προσκόλλησή τους στη σκέψη της θείας δίκης, της θείας ανταπόδοσης. Έτσι ο Ληρ σε μια στιγμή ατενίζει προς τη θύελλα που ξέσπασε λυσσαλέα πάνω στο αδύναμο κεφάλι του, σαν τον αποσταλμένο των ουρανών.
– “Τώρα οι θεοί που κάνουν τέτοιο φοβερό τράνταγμα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ας βρουν όποιους τους φταίνε. Τρέμε, δόλιε εσύ, που μέσα σου κρύβεις εγκλήματα αμαστίγωτα απ’ το νόμο. Κρύψου εσύ χέρι ματωμένο, εσύ που πάτησες τον όρκο σου και συ που κάνεις τον ενάρετο κ’ είσαι αιμομίχτης. Κομματιάσου απ’ τους σπασμούς κακούργε εσύ, που σκεπαστά και δόλια έβαλες να πάρουν ζωή από άνθρωπο. Χρέη κατάκλειστα χωμένα, σπάστε τους κρυψώνες σας και κράχτε στους φοβερούς αυτούς κλητήρες, έλεος…”
Και σ’ άλλη στιγμή, αυτός ο αυταρχικός δυνάστης, που ως πριν λίγο δεν είχε ποτέ προσέξει μέσα στην καλοπέρασή του το διπλανό του, την αθλιότητα των φτωχών υποτελών του, τώρα που παθαίνει, νοεί και βλέπει, συμμερίζεται την μοίρα τους κι υψώνεται να κατηγορήσει τους θεούς για την αδικία τους:
– “Καημένα γυμνά πλάσματα, όπου κι αν βρισκόσαστε και τρώτε τσάταλο απ’ την άσπλαχνη αυτή μπόρα, πώς τ’ άσκεπα κεφάλια, τ’ άσαρκα πλευρά σας, τα τζάτζαλά σας, που έχουν τρύπες και παράθυρα, σας προφυλάνε από καιρούς σαν τούτον; Ω, σ’ αυτά είχα δώσει πολύ λίγη προσοχή!… Πιέ, μεγαλείο, το γιατρικό. Κι εσύ γυμνώσου κ’ έβγα να νιώσεις ό,τι νιώθουν οι κακόμοιροι, για να τινάζεις το περίσσεμα σ’ αυτούς που και το θεό πιο δίκιο να τον δείχνεις”.
Λίγο πριν, αυτός ο ίδιος, ο δυνατός και πανάρχαιος, σαν τον ουρανό, μονάρχης τον προσκαλούσε σαν όμοιος προς όμοιον, να τον βοηθήσει ενάντια στην απονιά των παιδιών του:
– “Ω, Ουρανέ, αν αγαπάς τους γέρους, αν το πράο σου κράτος θέλει το σέβας, αν συ ο ίδιος είσαι γέρος, πάρτο δικό σου το ζήτημα , στείλε εδώ κάτω κι υπερασπίσου με”.
Την ίδια ανθρωπιά τού Ληρ, θα αποκαλύψει σε λίγο και ο όμοιος του Γλόστερ. Ο φιλήδονος αυτός γέρος, που τυφλωμένος τώρα βλέπει με τα μάτια της ψυχής, λέει τα σωτήρια εκείνα λόγια:
– “Θεοί, μοιράζετε έτσι πάντα! Κάντε αυτόν που ζει στα πλούτη μέσα και στις ηδονές, που κάνει σκλάβους του τους νόμους σας, που θέλει να μην ιδεί γιατί δε νιώθει, ευτύς να νιώσει τις δυνάμεις σας. Έτσι σ’ όλους το περίσσιο να ισομοιράζεται και να ’χει το αρκετό κάθε άνθρωπος…”
Αυτός ο ίδιος ο Γλόστερ, σαν θ’ αναλογισθεί τη σκληρότητα των θυγατέρων του, θ’ αναφωνήσει: “Όμως θα ιδώ το φτερωτό ξεδικιωμό να τα προφτάξει τέτοια τέκνα”.
Και ο νόμιμος γιος του Έδγαρ όταν θ’ ανταμώσει το νόθο αδελφό του ύστερα από μια θανάσιμη πάλη, θα του πει:
– “Οι θεοί είναι δίκαιοι κι απ’ τα γλυκά μας κρίματα φτάνουνε τα όργανα που μας παιδεύουν”.
Παρόμοια ο αγαθός Κόντες της Άλμπανης όταν μαθαίνει το θάνατο του αιμοβόρου συγγράμβου του, του Κόντες της Κορνουάλης, λέει:
– “Αυτό’ναι απόδειξη πως είσαστε από πάνω μας κριτές, που όλα τα εγκλήματα εδώ κάτω τα ξεδικιώνετε”.
Αλλά αυτές οι αναφορές προς τη δικαιοσύνη των θεών, η προκατάληψη των αγαθών χαρακτήρων του έργου για την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης που κυβερνά στον κόσμο και που αργά ή γρήγορα θα εκδηλωθεί, όσο κι αν απαντιώνται αδιάκοπα στο μισό δεύτερο μέρος του έργου μένουν απλώς αναφορές, ευσεβής πόθος, χωρίς ανταπόκριση με τα γεγονότα που διαδραματίζονται μέσα στο έργο.
Και θα παρασταθούμε μάρτυρες της αντίφασης που εκδηλώνεται ανάμεσα στα όσα γίνονται με τα όσα προσδοκούν οι χαρακτήρες. Έτσι, στην τραγωδία, δε θα εκδηλωθεί φανερά η δικαιοσύνη των θεών. Το τέλος του έργου δε θα το στέψει η νίκη των αγαθών πλασμάτων. Εκείνο που θα μας αποκαλυφθεί θα είναι πως και τα αγαθά πλάσματα και τα όργανα της συμφοράς τους παρόμοια θα καταστραφούν.
Η Κορδέλια – αυτή η θεία ύπαρξη, η κορυφή του θαύματος – αυτή που με την ύπαρξή της θα μπορούσε:
– “Την πλάση να γλιτώσει από τη βαριά κατάρα, που οι άλλες δυο αδελφάδες της τη ρίξανε” κι αυτή στο τέλος οδεύει προς το θάνατο με την κρεμάλα!…
Σκληρό και αβάσταγο τέλος. Ανυπόφερτο. Και οι κριτικοί του Σαίξπηρ συζητούν ή ελέγχουν τη λύση αυτή. Πολλοί τη βρίσκουν αδικαιολόγητη. Δεν την υπαγορεύει – είπαν – καμιά αναγκαιότητα δραματική. Δεν είναι λύση “αναπόδραστη”, όπως πρέπει να είναι κάθε καταστροφή σε μια μεγάλη τραγωδία. Άλλοι πάλι κριτικοί, προσπαθούν να τη δικαιολογήσουν ή απεριόριστα την αποδέχονται σαν εξυπηρετική των απώτερων φιλοσοφικών προθέσεων του Σαίξπηρ, που στο έργο αυτό τόσο τον κυριαρχούσαν, ώστε θεληματικά αδιαφόρησε για τις στενές, αυστηρές επιταγές της δραματικής τεχνοτροπίας. Για τους κριτικούς αυτούς ο “Ληρ” είναι ένα έργο που μπορεί να παρομοιασθεί με τη “Θεία Κωμωδία” του Ντάντε, με μια τοιχογραφία του Μιχαήλ Άγγελου, με μια συμφωνία του Μπετόβεν, όχι όμως και με τα γνωστά πρότυπα του τραγικού είδους. Έτσι απεφάνθησαν ότι ο “Ληρ” είναι ένα από τα μεγαλύτερα ποιήματα του κόσμου, όχι όμως και το καλύτερο δραματικό έργο του Σαίξπηρ. Σαν δραματικό έργο έχει, παρ’ όλες τις θαυμαστές ομορφιές του, πολλά ψεγάδια. Απιθανότητες στην πλοκή, έλλειψη επαρκών και πειστικών ελατηρίων για πολλές από τις διενεργούμενες πράξεις, αντιφάσεις και ασυνέπειες σε αρκετές εκδηλώσεις των χαρακτήρων, διπλή και περιπεπλεγμένη πλοκή, μια κύρια και μια δευτερεύουσα, που, όσο κι αν συνυφαίνονται με τη γνωστή δεξιοτεχνία τού Σαίξπηρ, διασπούν όμως την ενότητα και την αμεσότητα που πρέπει να έχει μια εντελής δραματική σύνθεση.
Αλλά εξόν απ’ αυτά τα μειονεκτήματα η τραγωδία – κατά την κρίση μερικών κριτικών – απιστεί κυρίως στη βασική και πρωτεύουσα αρχή μιας γνήσιας τραγωδίας: ότι το τέλος δεν το στεφανώνει η νίκη και η καταστροφή δεν είναι αναγκαία και αναπόδραστη. Για τους λόγους αυτούς ο “Βασιλιάς Ληρ” θεωρήθηκε η πιο καταθλιπτική και απογοητευτική τραγωδία τού Σαίξπηρ. Το έργο όπου δεν ξανοίγει καμία διέξοδο προς την ελπίδα, προς τη συνδιαλλαγή του τραγικού μυστηρίου με τη δικαιοσύνη των ουρανών. Έτσι, δεν είναι άμοιρο σημασίας το γεγονός ότι η τραγωδία, επί 150 χρόνια σχεδόν, δεν παραστάθηκε στην Αγγλία με το γνήσιο κείμενό της, αλλά στη διασκευή που επεχείρησε στα 1680 ο Nahum Tate. Στη διασκευή αυτή δόθηκε ένα ευτυχές τέλος. Η Κορδέλια εμφανίζεται θριαμβεύουσα σαν άγγελος εκδικητής και ο αγαθός Έδγαρ παίρνει τη θέση του βασιλιά της Αγγλίας, σαν εραστής της Κορδέλιας. Την ανίερη αυτή επέμβαση του Tate στο Σαιξπηρικό κείμενο την επεκρότησαν κριτικοί σαν τον Σάμουελ Τζόνσον, και την εμφάνισαν από σκηνής οι κορυφαίοι ηθοποιοί Γκάρικ, Κεμπλ, Κην. Ο τελευταίος, στα 1823, αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο σαιξπηρικό κείμενο παρακινούμενος από τους έξοχους κριτικούς Χάζλιτ και Λαμπ. Ο τελευταίος, αφού εκθέσει τους λόγους, γιατί δεν πρέπει να παίζεται η τραγωδία αυτή – όπου από σκηνής χάνει το μεγαλείο της και την βαθύτερη αλήθεια της – καταλήγει στις ακόλουθες κρίσεις:
“Η σκηνή είναι πολύ σκληρή και απαιτητική. Πρέπει να εμφανίζει σκηνές ερωτικές και ένα τέλος… ευτυχές! Δεν αρκεί ότι η Κορδέλια είναι μια ενάρετη κόρη. Πρέπει ακόμα να δειχθεί και σαν ερωμένη!… Ευτυχές τέλος θέλει ο Tate για την τραγωδία! Ως εάν ο δρόμος του μαρτυρίου που πέρασε ο Ληρ – το ξεγύμνωμα απ’ όλα του τα αισθήματα – να μην είναι αρκετός λόγος για να θεωρηθεί η μόνη ευτυχισμένη λύση γι’ αυτόν το ότι ξεφεύγει από τούτη την απαίσια του κόσμου σκηνή. Αν ήταν να ζήσει και να είναι ευτυχής στο τέλος, αν μπορούσε να κρατηθεί περισσότερο και να υπομένει αυτό το σκληρό του κόσμου βασανιστήριο, προς τι τότε όλα όσα συνέβησαν, όλη εκείνη η δοκιμασία που μας εστοίχισε τόσο πόνο και τόσον οίκτο; Ως εάν η παιδιάστικη ευχαρίστηση να ξαναπάρει την αλουργίδα θα τον εμπόδιζε να κακομεταχειρισθεί και πάλι την εξουσία που είχε – ως εάν στα ογδόντα χρόνια του τώρα και στην πείρα που απόκτησε τού απόμεινε τίποτε άλλο, παρά να πεθάνει!…”
Αλλά όσο κι αν αποκαταστήθηκε πια σ’ όλον τον κόσμο, το γνήσιο κείμενο του Σαίξπηρ, πρέπει να παραδεχθούμε ότι η τραγωδία αυτή είναι το πιο σπάνια από σκηνής εμφανιζόμενο έργο τού Σαίξπηρ. Σπάνια ένα θέατρο τολμά ν’ αντιμετωπίσει τις τεράστιες δυσκολίες του. Και αληθινά, πού να βρεθεί ηθοποιός ικανός για να παραστήσει πειστικά αυτόν τον νέο Προμηθέα, τον μυθολογικό Ληρ, που απ’ αρχής ώς το τέλος του έργου είναι δεμένος σ’ ένα πύρινο τροχό μαρτυρίου και που όπως τα δάκρυά του έτσι και τα λόγια του καίνε σαν μολύβι λιωμένο; Και δεν είναι μόνον αυτό. Το έργο όχι μόνον δεν παίζεται συχνά από σκηνής, αλλά ούτε και διαβάζεται, όσο οι άλλες τραγωδίες του Σαίξπηρ. Έτσι μένει απομονωμένο, λες και οι άνθρωποι τρομάζουν να λύσουν το φοβερό αίνιγμά του, που η λύση του μοιραία θα μας φέρει στο ξεγύμνωμά μας από κάθε πλάνη, κάθε ματαιότητα, κάθε ψευδαίσθηση. Και γυμνοί όταν δειχθούμε, τι θα μοιάζουμε; Θα διαφέρουμε σε τίποτα από τον Καψο-Τόμη, τον θεληματικά τρελό, που αντικρίζοντάς τον ο Ληρ, μέσα στην παραφορά των στοιχείων του ουρανού, θα πει τα τρομερά εκείνα λόγια:
– “Αυτό ’ναι όλο κι όλο ο άνθρωπος; Παρατήρησέ τον καλά! Δε χρωστάς ούτε μετάξι σε σκουλήκι, ούτε γούνα σε θεριό, ούτε μαλλί σε πρόβατο, ούτε μυρωδικό σε μοσχοπόντικο – Χα!! Εδώ οι τρεις μας είμαστε με τις σοφιστείες φτιασμένοι! – Εσύ είσαι το πράγμα το γνήσιο, όπως είναι. Ο αστόλιστος άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα τέτοιο κακόμοιρο, γυμνό, διχαλωτό ζώο σαν και σένα!…”.
Πώς ο νους του ανθρώπου ν’ ανθέξει σε τούτη την παιδεία;
Πώς να παραδεχθεί ότι:
– “Αυτή η μεγάλη πλάση έτσι θα κατατρίβεται ως το τίποτα!…”
Και πως το “τίποτα” αυτό είναι η μόνη σωτηρία! Μήπως φθάνοντας στο “τίποτα” υπάρχει πιθανότης ν’ αναβλέψουμε, όπως ο Ληρ και ο Γλόστερ, οι δυο μαρτυρικοί τυφλοί τού έργου, που αφού έγιναν “τίποτα” ξαναβρήκαν το φως τους, τη χαμένη αγάπη των δυο λατρευτών τους παιδιών, που τόσο αδίκησαν; Αλλά στη μεγάλη τούτη αλληγορία, που όρθωσε το γιγαντιαίο πνεύμα τού Σαίξπηρ μέσα στις αλλεπάλληλες παραβολές του, με τα διπλά και πολλαπλά νοήματα, ποιος θα μπορέσει να πει ποτέ ότι εξάντλησε μέρος από το απύθμενο βάθος της άμετρης σοφίας του; Ποιος θα έχει τον ηρωισμό να πάρει το δρόμο τού μαρτυρίου, όπως τον πήρε ο Νέρων – καθώς αναφέρει κάπου το έργο – ο Ψαράς που θέλοντας να φτάσει στα απύθμενα βάθη της Αλκυόνιας Λίμνης, βρήκε το χαμό;
iΤα αποσπάσματα που χρησιμοποιούμε είναι από τη μετάφραση του Βασίλη Ρώτα.
__________
“Φιλολογική Πρωτοχρονιά”. Ετήσια λογοτεχνική και καλλιτεχνική έκδοση. Χρόνος 18ος, 1961
Κεντρική φωτογραφία: Πράξη 5η Σκηνή 3 από τον Βασιλιά Ληρ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, 19ος αιώνας. Ο Ληρ θρηνεί για το θάνατο της κόρης του Κορντέλια. Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά το 1605. Άγνωστος καλλιτέχνης. Heritage Images / Getty Images
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024