Η γνωριμία μου με τον Αλέξη Σολομό

Η γνωριμία μου με τον Αλέξη Σολομό

Μοιράσου το!

ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

  • ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ

Ήταν Γενάρης του 1963, όταν ο πατέρας μου, ιδρυτικό στέλεχος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, μαζί με τον Θεοτοκά και τον Καραντινό, με πήρε μαζί του, να παρακολουθήσω τη γενική δοκιμή του έργου του Αλέξη Πάρνη Το νησί της Αφροδίτης, που ανέβαινε στο Κρατικό, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών, που ανήκαν στο δυναμικό του Θεάτρου και που σήμερα, οι περισσότεροι απ’ αυτούς, έχουν φύγει απ’ τη ζωή: Κυρία Κυβέλη, Θάλεια Καλλιγά, Αλέκα Παΐζη, Ηλίας Σταματίου, Αλέκος Πέτσος, Θάνος Τζενεράλης, Γιώργος Δαμασιώτης, Αθηνόδωρος Προύσαλης, Κατερίνα Βασιλάκου, Βασίλης Γκόπης, Κώστας Ναός, Ηλίας Γαλανόπουλος. Και αργότερα στην επανάληψη: Δημήτρης Βεάκης, Νέλσων Μωραϊτόπουλος, Δημήτρης Βάγιας.

Από την πρώτη και την δεύτερη, εκείνη, διανομή, μόνο ο αγαπημένος μου φίλος και συνεργάτης Δημήτρης Βάγιας, που σ’ αυτήν την παράσταση, αντικατέστησε τον Γιώργο Δαμασιώτη, που πέθανε από ανακοπή πάνω στη σκηνή στη γενική δοκιμή του Επιθεωρητή του Γκόγκολ, είναι στη ζωή.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, που ο Σολομός σκηνοθετούσε στο Κρατικό. Είχε προηγηθεί Το Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας, του Γρηγορίου Ξενόπουλου (1962) και πάλι με πρωταγωνίστρια την Κυρία Κυβέλη και ακολούθησαν οι σκηνοθεσίες των έργων: Ματωμένος γάμος, του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, (1963), Φονικό στην εκκλησιά, του Τ. Σ. Έλιοτ, στη μετάφραση του Σεφέρη (1967) και Ο Κόμης Έντερλαντ, του Μαξ Φρις, με πρωταγωνίστρια την Βαλάκου (1973).

Ο Καραντινός, ως Γενικός Διευθυντής της Κρατικής Σκηνής της Θεσσαλονίκης, καλούσε καταξιωμένους αλλά και νέους σκηνοθέτες – γιατί το θέατρο είναι μια αλυσίδα – όπως ο Πέλος Κατσέλης, ο Κανέλλος Αποστόλου, ο Αλέξης Σολομός, ο Μιχάλης Μπούχλης, ο Μήτσος Λυγίζος, ο Σταύρος Ντουφεξής, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Μίνως Βολανάκης, η Χριστίνα Τσίγκου, αλλά κι ο καραγκιοζοπαίχτης Ευγένιος Σπαθάρης, για να στήσουν γερά θεμέλια για το μέλλον του Κρατικού Θεάτρου.

Το Νησί της Αφροδίτης το είχα διαβάσει στο περιοδικό του Κώστα Νίτσου Θέατρο και από τους ‘‘αστερίσκους’’ του είχα όλες τις πληροφορίες για τον Πάρνη και το έργο του, που θριάμβευε στην Σοβιετική Ένωση και πολλές άλλες χώρες. Έτσι, περίμενα, με μεγάλη ανυπομονησία, την παράσταση του Κρατικού.

Στη γενική δοκιμή, λοιπόν, εκείνης της πανελλήνιας πρώτης παράσταση του Νησιού της Αφροδίτης πρωτογνώρισα, 12 χρονών παιδί, τον Αλέξη Σολομό.

Καθόταν στην πλατεία του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, όπου θα ανέβαινε η παράσταση και ψύχραιμος ρύθμιζε τις τελευταίες τεχνικές λεπτομέρειες με τους συνεργάτες του, λίγο πριν αρχίσει η τελευταία, δοκιμή. Στην αίθουσα ελάχιστοι. Δίπλα στον Σολομό καθόταν ο Καραντινός, που μόλις είδε τον πατέρα μου κι εμένα να πλησιάζουμε, ανέλαβε να με συστήσει στον Σολομό με τον γνωστό ‘‘Καραντινικό’’ του τρόπο. Τον καταθέτω: ‘‘Αλέξη, αυτός είναι ο Ιορδανίδης ο νεότερος, έχε το νου σου, γιατί θέλει να γίνει σκηνοθέτης και θα σου κάνει παρατηρήσεις, αν βρει κάτι, που δεν έκανες καλά. Όποτε έρχεται σε δική μου γενική δοκιμή, δεν μ’ αφήνει σε χλωρό κλαρί. Δεν έρχεται για καλό στην πρόβα, να ξέρεις…’’

Κι ο Σολομός, εισπράττοντας το χιούμορ του Καραντινού, απαντούσε με τον, επίσης, γνωστό ‘‘Σολομικό’’ τρόπο: ‘‘Αδύνατο, εδώ δεν θα βρει να κάνει καμια παρατήρηση’’. Αλλά, ο Καραντινός επέμενε: ‘‘Μην το λες… Από παιδί κι από τρελό…Πόσο μάλλον από τρελόπαιδο! Περίμενε, αν δεν με πιστεύεις, το τέλος της πρόβας και θα δεις…’’

Ο πατέρας μου κάθισε μαζί τους κι εγώ, που είχα πάρει τον ρόλο μου πολύ στα σοβαρά, έτρεξα στο γραφείο της Διεύθυνσης Σκηνής και πήρα χαρτί και στυλό, για να κρατήσω σημειώσεις και να κάνω τις σκηνοθετικές μου…. παρατηρήσεις στον Σολομό! Ανέβηκα κι έκατσα σ’ ένα κεντρικό θεωρείο και με το που χτύπησε τρίτο κουδούνι κι έσβησαν τα φώτα, μεταμορφώθηκα σε…Άλκη Θρύλο!

Όταν τελείωσε η πρόβα, γυρόφερνα τον Σολομό, για να με δει και να του παραδώσω το αποτέλεσμα της…‘‘δουλειάς’’ μου. Κάποια στιγμή εκείνος με αντιλήφθηκε και μου είπε: ‘‘Λοιπόν, νεαρέ, τι έγινε;’’ Κι εγώ, ενθουσιασμένος από την πρόβα που παρακολούθησα κι αφού τον ευχαρίστησα, που με δέχτηκε στη γενική του δοκιμή, αδίστακτα του παρέδωσα το χαρτί με τις…σκηνοθετικές σημειώσεις, που με τόση επιμέλεια είχα κρατήσει. ‘‘Θα τις μελετήσω – μου είπε – με προσοχή’’ και χαμογελώντας, πρόσθεσε: ‘‘Σ’ ευχαριστώ πολύ, για τον κόπο σου’’ και τις έβαλε μαζί με τα πράγματά του. Δεν ξέρω αν τους έριξε καμια ματιά, το πιθανότερο είναι, πάντως, αν το έκανε, να διασκέδασε αφάνταστα με το περισπούδαστο ύφος του νεοφώτιστου… συναδέλφου!

Από τότε, ξανασυνάντησα τον Σολομό πολλές φορές, όταν σκηνοθετούσε και πάλι στο Κρατικό Θέατρο το Ματωμένο Γάμο και το Φονικό στην Εκκλησιά, αλλά κυρίως, το 1972, όταν εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Αθήνα, λίγο πριν φύγω για το Παρίσι για σπουδές και συνεργαζόμουνα μαζί του για την έκδοση ενός τόμου, από τις εκδόσεις Θεατρικά, αφιερωμένου στα 40 χρόνια του Εθνικού Θεάτρου. Συναντιόμασταν συχνά και δουλεύαμε για ώρες στο σπίτι του, στην οδό Φωκυλίδου, στο Κολωνάκι ή σε κάποιο γραφείο, στο Εθνικό.

Γνώση, ευγένεια, πείρα, καλλιέργεια, σεμνότητα, στοχασμός, μεθοδολογία, δημιουργικότητα, πέρα από το αναμφισβήτητο ταλέντο. Να τι εισέπραξα, όλο αυτά τα χρόνια της γνωριμίας μας και της συνεργασίας μου μαζί του. Μέγιστο μάθημα ζωής και θεάτρου.

Ο Σολομός ήταν απ’ τους ανθρώπους, που δεν σου επέβαλλαν τον σεβασμό, σου τον ενέπνεαν με την ισχυρή τους προσωπικότητα, την παιδεία, την ευγένεια και τον πολιτισμό τους. Από τα σκηνικά του δημιουργήματα, εμάς τους νεότερους, τύχη αγαθή, μας ευνόησε να μάθουμε πολλά. Διδαχτήκαμε, από πρώτο χέρι, το μέγα μάθημα της σκηνικής εφαρμογής της θεατρικής τέχνης.

Όταν, αφού είχαν περάσει τα χρόνια και σκηνοθέτης πια, ανέβαζα τη Βιρτζίνια, της Έντνα Ο’ Μπράιαν, το 2000 κι ο Σολομός μου τηλεφώνησε, πως θα ’ρθει να δει παράσταση, είχα το τρακ του πρωτάρη κι ας είχα πίσω μου καμια πενηνταριά σκηνοθεσίες.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν σκηνοθέτησα τα Οργισμένα Νιάτα, του Όσμπορν, θέλησα να του αφιερώσω, σαν ελάχιστο δείγμα τιμής και ευγνωμοσύνης, την παράσταση του έργου, που είχε πρωτοανεβάσει, εκείνος, στην Ελλάδα. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να έρθει να την δει, μου έστειλε, όμως, στις 5 του Γενάρη του 2004, ένα γράμμα, όπου ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα προβλήματα υγείας, που αντιμετώπιζε και τον ανάγκαζαν να μην έρθει.

Όταν βρισκόμασταν κουβεντιάζαμε, για θέατρο. Ο Σολομός μιλούσε μ’ έναν τρόπο μαγευτικό, που κυριολεκτικά, σ’ έκανε να κρέμεσαι από τα χείλη του, χωρίς, ποτέ – άλλωστε, τι ανάγκη το είχε; – να κάνει επίδειξη γνώσεων. Ο διάλογος μαζί του, όπως και με κάποιους άλλους, είναι ό,τι μου λείπει, σήμερα, περισσότερο.

Τελευταία φορά, αρκετά χρόνια αργότερα, τον συνάντησα στην οδό Σόλωνος, τυχαία. Χάρηκα, που τον ξανάβλεπα, αλλά τον βρήκα καταβεβλημένο. Τον ρώτησα, γιατί είχαμε καιρό να βρεθούμε: ‘‘Πως είστε;’’, για να εισπράξω την αυτοσαρκαστική και αποστομωτική απάντηση: ‘‘Σαν τον Άγιο Βασίλη ξυρισμένο! ’’

Τις προάλλες, βρήκα στο αρχείο μου ένα φάκελο, με τη συστατική επιστολή που μου είχε δώσει, για την υποτροφία μου από τη γαλλική κυβέρνηση για σπουδές θεατρολογίας, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Την φυλάω, ως ένα, από τα πιο πολύτιμα πράγματα, που μου έχουν προσφέρει.

Ο Σολομός υπέγραψε την τελευταία του παράσταση το 1992, σε ηλικία 74 χρονών κι ύστερα, σιωπηλά κι αθόρυβα αποσύρθηκε από το θέατρο, έχοντας πίσω του μια εκπληκτική θεατρική ιστορία, μισού αιώνα. Ο θάνατός του μου στοίχισε πολύ. Για μένα, δεν ήταν μόνο μια από τις κορυφαίες μορφές του θεάτρου μας κι ένας ολοκληρωμένος δημιουργός, αλλά κι ένας υπέροχος άνθρωπος.

_______________

Κεντρική φωτογραφία: Ο Αλέξης Σολομός και ο Γιάννης Ιορδανίδης στην παράσταση “Βιρτζίνια” της Έντνα Ο’Μπράιαν, το 2000


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ