Ο ακήρυχτος πόλεμος των καλλιτεχνών με τους κριτικούς
Εξι ξένοι δημοσιογράφοι του «Guardian» και δύο έλληνες κριτικοί κινηματογράφου γράφουν για τις χειρότερες στιγμές της καριέρας τους
- Εφη Φαλίδα
Ο Μάρκο Γκέκε, διευθυντής της κορυφαίας γερμανικής ομάδας μπαλέτου της Κρατικής Οπερας του Ανόβερου, έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα από τη θέση του και ερευνάται από την αστυνομία, καθώς ήρθε αντιμέτωπος με τη Βίμπκε Χούστερ, κριτικό μπαλέτου της «Frankfurter Allgemeine Zeitung» (FAZ) λερώνοντας το πρόσωπό της με περιττώματα του σκύλου του στην πρεμιέρα της νέας του παράστασης.
Ο Γκέκε τής επιτέθηκε με αυτόν τον τρόπο αφού εκείνη χαρακτήρισε μια από τις παραγωγές του «βαρετή» και «ασύνδετη». Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που ένας καλλιτέχνης επιτίθεται σε έναν κριτικό.
Οι δημοσιογράφοι του «Guardian» μοιράζονται τις χειρότερες στιγμές τους:
- Hannah J Davies: Οταν μπήκα στη δημοσιογραφία, δεν περίμενα ότι τα γραπτά μου θα προκαλούσαν ποτέ κάτι που να πλησιάζει την αντιπαράθεση. Δεν κάλυπτα τον πόλεμο ή την πολιτική ή κάτι σκληρό. Ως επί το πλείστον έπεφτε πάνω μου μπίρα σε χώρους συναυλιών ή παρακολουθούσα τις καινούργιες τηλεοπτικές νεανικές σειρές.
Σίγουρα δεν περίμενα ότι μια ταπεινή τηλεοπτική κριτική θα προκαλούσε ένα από τα πρώτα μου δημοσιογραφικά σκάνδαλα.
Το να χαρακτηριστώ «μ…ί» και «σ…τό» από τον δημιουργό μιας από τις μεγαλύτερες δραματικές σειρές του BBC δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο. Αλλά μου επιβεβαίωσε ότι η δουλειά μου ήταν να γράφω για τους αναγνώστες μου και για κανέναν άλλον.
- Phil Daoust: Το 2005, όταν ήμουν ο κριτικός κωμωδίας του «Guardian», έδωσα σε έναν ανερχόμενο κωμικό, τον Tim Minchin, κριτική ενός αστεριού για την παράστασή του στο Fringe του Εδιμβούργου, απορρίπτοντάς τον ως «έναν τυποποιημένο standup με ανόητη φωνή και μερικά καλά τραγούδια» και προτείνοντας να τον τιμωρήσουν με πίσσα και πούπουλα εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο η παράστασή του ξεπέρασε τα όρια. Εκείνος απάντησε με το «The Song for Phil Daoust», περιγράφοντάς με ως «γ…η σ…φατσα» που «θα έπρεπε να παραιτηθεί και να βρει μια δουλειά στην οποία θα ήταν καλύτερος». Το μόνο κομμάτι που με ενόχλησε ήταν η ατάκα «Ελπίζω να πεθάνει ένα από τα μέλη της οικογένειάς σου», επειδή απευθυνόταν σε έναν αθώο τρίτο. Κατά τα άλλα… τον έβρισα στην πλατφόρμα στην οποία είχα πρόσβαση, και έκανε το ίδιο και σε μένα. Πάντως μπήκε στον κόπο να γράψει σωστά το όνομά μου, πράγμα που ήταν ωραίο.
- Adrian Searle: Μια κουράδα σε μια σακούλα εστάλη στην πόρτα μου. Ανώνυμα τηλεφωνήματα που μου λένε ότι είμαι χάλια στη δουλειά μου. Με έχουν απειλήσει με γροθιές και με έχουν μεταχειριστεί σαν να μην υπήρχα. Ολα αυτά τα χρόνια έχω κράξει αρκετά αλλά τις περισσότερες φορές τα περνούσα με χαμόγελο. Ομως όσοι θέλουν μόνο τον θαυμασμό και θεωρούν τους κριτικούς παράσιτα, δεν μπορούν να διαχωρίσουν την τέχνη από τον εαυτό τους. Και αδυνατούν να δουν ότι από τη στιγμή που ένα έργο βγαίνει στον κόσμο διατίθεται προς ερμηνεία, προξενεί αντιδράσεις, επαινείται, παρωδείται ή αγνοείται. Που είναι η χειρότερη μοίρα απ’ όλες.
- Dave Simpson: Εχω φάει μπουνιά στο πρόσωπο για μια πρόταση σε ένα κείμενό μου. Ενας άλλος εξοργισμένος καλλιτέχνης έβγαλε την κασέτα και την έσπασε από το δημοσιογραφικό κασετόφωνο. Αλλά η χειρότερη αντίδραση σε μια κριτική μου ήταν από το συγκρότημα Slowdive στα 90s. Ο μουσικός Τύπος ήταν πεδίο μάχης εκείνα τα χρόνια, οπότε το να γράψω στο
- «Melody Maker» ότι προτώ να πνιγώ σε κουάκερ παρά να ξανακούσω το άλμπουμ τους «Souvlaki» ήταν κάτι το συνηθισμένο. Είκοσι χρόνια αργότερα, η αναμορφωμένη μπάντα εξακολουθούσε να χτυπάει την άποψή μου σε άλλες συνεντεύξεις που έδιναν. Ακόμα και τώρα λαμβάνω περιστασιακά χτυπήματα στο Twitter. Παρ’ όλα αυτά, με νέα σύνθεση έπαιξαν στο O2 Forum του Λονδίνου. Οπότε δεν μπορεί να έκανα ζημιά στην καριέρα τους.
- Michael Billington: Ο Ντέιβιντ Στόρεϊ με χτύπησε στο κεφάλι το 1976, αφού είχα χαρακτηρίσει «βρωμερό» το έργο του «Mother’s Day». Αλλά αυτό με πείραξε λιγότερο από τις συνεχείς λεκτικές επιθέσεις του Τζόναθαν Μίλερ στα τέλη της καριέρας του. Κάποτε μου έστειλε μια πρωτοχρονιάτικη κάρτα με την οποία με προέτρεπε να σταματήσω τις «βρώμικες γουρουνίσιες μου γρατζουνιές» και είπε σε μια συνέντευξή του ότι ιδανικά οι σκηνοθέτες θα έπρεπε να αξιολογούνται από τους συναδέλφους τους και όχι από «ανύπαρκτες προσωπικότητες όπως ο Μάικλ Μπίλινγκτον». Καλύτερα ένα χτύπημα του Στόρεϊ παρά η γκρίνια του Μίλερ.
- Lyndsey Winship: Από την εμπειρία μου, οι άνθρωποι του χορού είναι γενικά υπέροχοι. Τουλάχιστον στο πρόσωπό μου. Μόνο μία φορά ένας σημαντικός χορογράφος με αντιμετώπισε για μια κριτική, και αυτό έγινε μέσω ενός κατεβατού ιδιωτικών μηνυμάτων στο Twitter. Νομίζω ότι μία μόνο φράση μου είχε χτυπήσει κάποια ευαίσθητη χορδή του. Αλλωστε δεν ήταν μια τρομερή κριτική, του είχα βάλει τρία αστέρια. Μεταξύ άλλων λιγότερο λογικών πραγμάτων, μου είπε πόσο απογοητευτικό ήταν το γεγονός ότι εγώ μπορούσα να πω δημόσια τη γνώμη μου, ενώ εκείνος δεν μπορούσε να απαντήσει δημόσια χωρίς να φανεί πικρόχολος. Το καταλαβαίνω. Τώρα, διατηρώντας το αληθινά αγγλικό στυλ μας, συμπεριφερόμαστε ευγενικά σαν να μη συνέβη τίποτα μεταξύ μας.
==========================================================
«Από τη δυσανεξία ως το άκρατο μίσος»
γράφει ο Γιάννης Ζουμπουλάκης
Σε κάποιο σημείο της αυτοβιογραφίας του, ο κορυφαίος σουηδός σκηνοθέτης Ινγκμαρ Μπέργκμαν αναφέρεται σε ένα περιστατικό με έναν κριτικό κινηματογράφου που είχε αναφερθεί με σκληρά, ίσως άσχημα λόγια σε κάποιο έργο του. Οταν τον είδε από μακριά, γράφει ο Μπέργκμαν, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να πάει να τον χτυπήσει. Ομως τελικά δεν το έκανε. Γιατί βέβαια ήταν ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν.
Το μίσος της πλειοψηφίας των καλλιτεχνών απέναντι στους κριτικούς, όσο και αν δεν θα γίνει ποτέ παραδεκτό από τους πρώτους, είναι δεδομένο. Iσχύει ακόμα και στις περιπτώσεις θετικών κριτικών. Αλλά πιάνει κυριολεκτικά ταβάνι όταν οι κριτικοί δηλώνουν ότι δεν τους αρέσει (ή έχουν ενστάσεις με) το έργο των σκηνοθετών.
Πολλοί καλλιτέχνες είναι τόσο σίγουροι για το αριστούργημά τους που θεωρούν ότι η κριτική οφείλει να το αντιμετωπίσει θετικά, επομένως μπορεί να φανταστεί κανείς πώς νιώθουν όταν βλέπουν να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Ακραίες αντιδράσεις
Στα χρόνια μου ως κριτικός κινηματογράφου δεν έχω δεχτεί άμεσα bullying από κανέναν καλλιτέχνη. Εχω όμως στενοχωρηθεί από την αντίδραση σκηνοθετών από τους οποίους δεν το περίμενα. Οταν για παράδειγμα άκουγα τον Θόδωρο Αγγελόπουλο να απορρίπτει απαξιωτικά την κριτική κινηματογράφου από την οποία είχε περάσει ο ίδιος πριν γίνει δημιουργός.
Τα παράπονα, φυσικά, είναι μέσα στο παιχνίδι και από δαύτα έχω δεχτεί αρκετά. Στο παιχνίδι είναι και τα τηλεφωνήματα που ζητούν την απόλυσή σου, όπως και οι μηνύσεις· έχω γευτεί και από τα δύο. Αν και άλλοι περισσότερο από εμένα.
Οι θετικές όπως και οι αρνητικές κινηματογραφικές κριτικές του αείμνηστου Βασίλη Ραφαηλίδη ασκούσαν τόσο μεγάλη επιρροή στη δεκαετία του 1970, που οι εταιρείες κινηματογραφικής εκμετάλλευσης είχαν κόψει τις καταχωρίσεις στο «Βήμα» όπου τότε έγραφε.
Αδικαιολόγητα πράγματα βεβαίως αλλά τουλάχιστον πιο πολιτισμένα από το να πιάνεις τον εαυτό σου στριμωγμένο σε μια γωνία από τρεις σκηνοθέτες που σε έχουν πλησιάσει απειλητικά, σαν μπράβοι, επειδή τα έχουν μαζί σου (κάτι που επίσης έχω ακούσει ότι έχει συμβεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).
Δεν ξέρω, ίσως κάποιοι καλλιτέχνες να θεωρούν πράξη τέχνης την ταχυδρομική αποστολή σε κριτικό της τέχνης ενός πολύ όμορφα αμπαλαρισμένου πακέτου το οποίο περιέχει κόπρανα. Και αυτό έχω μάθει ότι κάποτε συνέβη.
Ποιος φταίει;
Από την άλλη, ας μπούμε και στα παπούτσια των καλλιτεχνών, ας πιπιλίσουμε λίγο την καραμέλα τους· σπίτια υποθηκευμένα για να γυριστεί η ταινία με χιλιάδες εμπόδια, χρέη, έξοδα κ.ο.κ. Σύμφωνοι, κατανοητό, θλιβερό. Αλλά μισό λεπτό. Αν η ταινία δεν βλέπεται, τι θα πρέπει να γίνει; Ας εκτεθεί μόνο ένας – αυτός που την έφτιαξε επειδή το αποφάσισε ο ίδιος χωρίς να του το επιβάλλει κανένας. Ο άλλος που γράφει για αυτήν δεν φταίει. Φταίει;
==========================================================
Η νύχτα των σπασμένων μπουκαλιών
γράφει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου
Η πόλη να φοράει τα καλά της με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, ο καιρός ο γνωστός, γλυκός και ζεστός, γεμάτος υγρασία, του Σεπτεμβρίου της Θεσσαλονίκης. Πουκάμισα πεταγμένα, μπλουτζίν, ιδρώτας και υψηλή κινητικότητα. Οι δρόμοι γύρω από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών πήχτρα, ο κόσμος σεργιανάει, ο κόσμος μιλάει, ο κόσμος δηλώνει ότι υπάρχει. Ζει και αναπνέει, έχει άποψη, φωνή, πιστεύει πως έχει το δικαίωμα να κρίνει και να κατακρίνει τα πάντα.
Πριν καν προλάβω να γράψω
Στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, αργά, μετά τα μεσάνυχτα, τα φώτα σβήνουν. Μόλις έχει τελειώσει η προβολή του «Νοκ άουτ» του Παύλου Τάσιου. Νευρώδης και συμπαθής ταινία που της προέκυψε ένα ατυχές, γεμάτο συμβιβασμό και αμηχανία τέλος. Ο εξώστης αποδοκιμάζει εντονότατα.
Ο σκηνοθέτης, που έχει ήδη καταναλώσει πολύ ποτό, αντεπιτίθεται. Μεταξύ των άλλων φωνάζει: «Για όλα φταίει ο Δερμεντζόγλου, αυτός σας επηρεάζει».
Είναι στο θεωρείο, είμαι σε άλλο θεωρείο, τον ακούω, βγαίνω στα γρήγορα και με κομψή ταχύτητα κατεβαίνω τις σκάλες. Με κάποια απόσταση με ακολουθεί με απειλές. Είμαι πια έξω. Εχω ξεπεράσει και το ΝΤΟΡΕ. Αυτός είναι και πάλι πίσω μου, με κυνηγάει αγριεμένος αλλά αυτή τη φορά έχει σπάσει ένα μπουκάλι μπίρας ως επιθετικό όπλο. Το ότι δεν με έφτασε ποτέ οφείλεται στον ανθρώπινο φραγμό που δημιούργησε το πλήθος. Το κωμικό σε όλη αυτή την ιστορία είναι πως δεν είχα γράψει ακόμα το παραμικρό για την ταινία.
Μια υγρή βραδιά του Σεπτέμβρη
Ζεστά, υγρά καλοκαιρινά βράδια γεμάτα πλήθος στη Θεσσαλονίκη. Φορτωμένα όμως με πολύ ποτό, αγριάδα, ναρκισσισμό, έπαρση και επιθετικότητα. Τόσο μάταια, τόσο κατά βάθος κωμικά, τόσο κενά, τόσο ιδρωμένα.
Σκηνοθεσία μιας κοινωνικής κινητικότητας, νοηματοδότηση της «κοσμικότητας» γύρω από το σινεμά, πληθωρικό διάλειμμα σε μέρες ανεργίας, απραξίας, παραγοντισμού. Μια κοινωνία αποχαυνωμένη και ναρκωμένη στην ευμάρειά της αδυνατούσε να παραγάγει έργο και επιγόνους, δημιουργούσε όμως ήρωες και αντιήρωες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024