Οι μεταμορφώσεις ενός θεατρικού συγγραφέα

Οι μεταμορφώσεις ενός θεατρικού συγγραφέα

Μοιράσου το!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ

 

Οι μεταμορφώσεις ενός θεατρικού συγγραφέα

 

ΑΚΟΛΟΥΘΩ το δίδαγμα του Βολταίρου: “Στους ζωντανούς πρέπει να φερόμαστε με προσεκτική ευγένεια, σεβασμό (égard), για τους νεκρούς πρέπει να λέμε την αλήθεα, αλλιώς δεν γράφεται η Ιστορία”.

Ο Μελάς υπήρξε πραγματικά το πιο λαμπερό, το πιο αστραφτερό πνεύμα της εποχής του. Τα γράμματα τα ‘μαθε στο δρόμο. Πολλοί αμφισβητούν αν είχε καν τελειώσει το γυμνάσιο. Αλλά τα ‘μαθε γερά. Διάβαζε τ’ αρχαία κείμενα σαν πεπειραμένος φιλόλογος. Έμαθε άπταιστα γαλλικά. Τα πρόφερε βέβαια αιτωλοακαρνανικά, αλλά χωρίς το παραμικρό συντακτικό λάθος. Ήταν ταχυαναγνώστης. Δυο φορές μου έτυχε να διαπιστώσω τη δαιμόνια ικανότητά του να αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο ενός βιβλίου ρίχνοντάς του μερικές ματιές. Είχε φέρει στην πρόβα (ανέβαζε τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας του Κορομηλά στο θίασο Μαρίκας – Κυβέλης) τη Γραμματική της Δημοτικής Γλώσσας του Ηλία Βουτιερίδη. Τα φύλλα ήταν άκοπα. Στη διάρκεια της πρόβας έριχνε ματιές μεσ’ απ’ τ’ άκοπα φύλλα. Σαν τέλειωσε η δοκιμή έφυγε βιαστικός να πάει στο Ελεύθερο Βήμα (έτσι λεγότανε τότε η έγκριτη εφημερίδα πριν απ’ τον πόλεμο), να γράψει το καθημερινό χρονογράφημά του με το ψευδώνυμο Φορτούνιο. Ξέχασε όμως τη Γραμματική του Βουτιερίδη σ’ ένα τραπεζάκι.  Την περιμάζεψα, την πήρα σπίτι μου, έκοψα τα φύλλα και την διάβασα, με τη σκέψη να την επιστρέψω στον Μελά, στην πρόβα της επομένης. Ποια ήταν η έκπληξή μου, όταν είδα το πρωί στην πρώτη σελίδα του Ελεύθερου Βήματος εμπεριστατωμένη και αναλυτικότατη κριτική της Γραμματικής από τον Μελά, το φαντάζεσθε! Πώς πρόλαβε, με ματιές περαστικές, μεσ’ απ’ τ’ άκοπα φύλλα, να συλλάβει όλο το περιεχόμενο ενός επιστημονικού βιβλίου, που εγώ ξενύχτησα για να προλάβω να το διαβάσω;

Πέρασε ο πόλεμος και η Κατοχή, καταραμένη εποχή εκτός απ’ το θέατρο, που άνθισε όσο ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν η μοναδική ψυχαγωγία των Ελλήνων. Οι κινηματογράφοι έπαιζαν μόνο δυο γερμανικές ή ιταλικές ταινίες και κινδύνευε ο κύριος που συνόδευε τη σύζυγό του σε μια κινηματογραφική αίθουσα, να αντιληφθεί έναν Ιταλό στρατιώτη να προσπαθεί να “βάλει χερι” στη γυναίκα του, ή έναν Γερμανό να βάλει χέρι στον ίδιο!

Κέντρα διασκεδάσεως δεν υπήρχαν. Η Κομαντατούρα είχε δημιουργήσει ορισμένα κέντρα αναψυχής για τους στατιωτικούς της, που τα ονόμασαν “Schützenhaus”, δηλαδή “Οίκημα των κυνηγών”. Για να κάνουν ακόμα πιο ευχάριστη την αναψυχή των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, επεστράτευσαν όμορφες γυναίκες, που κινδύνευαν να πεθάνουν απ’ την πείνα, ανάμεσά τους και μια έξοχη ηθοποιό της επιθεωρήσεως με την οποία ήμουνα θανάσιμα ερωτευμένος στα νιάτα μου, κι ας μην το ‘μαθε ποτέ.

Αυτά τα λεγόμενα “Schützenhaus”, επειδή κύριο σκοπό δεν είχαν το μπιλιάρδο και το σκάκι, αλλά τη σεξουαλική εκτόνωση των Γερμανών στρατιωτών, οι Αθηναίοι με το πανάρχαιο απ’ τον καιρό του Αριστοφάνη και του Κρατίνου χιούμορ τους, τα βαφτίσανε “τσούτσεν-χάους”!

Πού να πάνε οι Αθηναίοι; Στις ταβέρνες; Μα ήταν βέβαιο πως θα ‘τρωγαν γαϊδάρους αντί μοσχάρι και γάτες για λαγό. Τι έμενε; Γνήσιο, ρωμέικο, κρυπτοαντιφασιστικό, ελληνικό θέμα και ακρόαμα: Το θέατρο. Και οι Έλληνες, χάρη στη φριχτή φασιστική τυραννία, μάθανε πως υπήρχε μια τέχνη που είχαν ανακαλύψει οι πρόγονοί τους πριν από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια, το θέατρο.

Στα χρόνια αυτά της Κατοχής συνδεθήκαμε περισσότερο με τον Σπύρο Μελά. Έπαιξα και δυο έργα του, τους Αργυρούς Γάμους και τις Βουβές Αγάπες. Κάναμε πολύ παρέα. Ήτανε μανιώδης κυνηγός του φραμπαλά και του άρεσε να καυχιέται για τα ερωτικά του κλέη. Εγώ πάλι απ’ τη μεριά μου ρουφούσα τα λόγια του, ό,τι κι αν έλεγε, γιατί είχε το αισθητήριο της γλώσσας μας όσο λίγοι απ’ τους λογοτέχνες μας. Και πόσα δεν έμαθα!

“Δεν ξέρω αν ο Μπωντλέρ ήταν μεγάλος ποιητής”, λέει κάπου ο Πωλ Βαλερύ, “ξέρω όμως ότι ήταν ένας ενδιαφέρων ποιητής”. Ο Μελάς, βέβαια, δεν ήταν μεγάλος συγγραφέας, όπως θέλησε να τον παρουσιάσει η διαφήμιση μιας εκδοτικής εταιρείας πριν λίγα χρόνια. Αλλά ήταν ενδιαφέρων.

Μια άλλη φορά είχε έρθει στο καμαρίνι μου στο Ρεξ κι έμεινε σ’ όλη την παράσταση. Κρατούσε μια έκδοση Γκαλιμάρ, τη σκαμπρόζικη αλληλογραφία Λουδοβίκου Β΄ της Βαυαρίας και Ζάχερ-Μαζόχ. Πάλι άκοπο το βιβλίο, πάλι ματιές μεσ’ απ’ τ’ άκοπα φύλλα και πάλι το βιβλίο ξεχάστηκε. Το διάβασα. Τη μεθεπομένη εκπληκτική κρίση για το βιβλίο και την ηθική των δυο φημισμένων έκφυλων στην Εστία. Τι φωτεινό μυαλό! Αλλά και πόσο άθλιος χαρακτήρας!

Οι ερωτικές κατακτήσεις και η έντονη σεξουαλικότητα δεν είναι τα χαρακτηριστικά της ανδροπρέπειας. Είναι πάνω απ’ όλα η μπέσα. Ο Μελάς δεν διέθετε ίχνος αυτής της ιδιότητας. Όχι μόνον αυτό. Ανέπτυσσε ολόκληρες θεωρίες για ν’ αποδείξει πως η συνείδηση, η συνέπεια, η μπέσα -δεν ξέρω γιατί, αλλά μ’ αρέσει ιδιαίτερα αυτή η αρβανίτικη λέξη-, η πίστη γενικά στις ηθικές αρχές, είναι αδυναμίες δειλών που περιχαρακώνονται μέσα σε κενές έννοιες. Η ίδια η φύση το επιβάλλει: “Δεν βλέπεις την αρκούδα;”, μου έλεγε. “Στην Ασία είναι σκουρόμαυρη, προσαρμοσμένη στο περιβάλλον της, για να μην διακρίνεται απ’ τους εχθρούς της. Ενώ η πολική άρκτος είναι λευκή για τον ίδιο λόγο”. Δεν σας θυμίζει αυτό που είπε ο Χίτλερ: “Η συνείδηση είναι εβραϊκή εφεύρεση”;

Χιτλερική ήταν η μεγάλη γρατζουνιά που έκανε στη φήμη του -χρησιμοποιώ την έκφραση απ’ τον Μιαούλη του- με το χρονογράφημά του στην Εστία, λίγες μέρες μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα με τίτλο “Ενεργητικά”. Δηλαδή δεν πρέπει να ανεχθούμε τους κατακτητές παθητικά, σαν αποτέλεσμα πολεμικής διαμάχης, που εμείς δεν είχαμε κανένα λόγο ν’ αναμειχθούμε, αλλά οφείλουμε να τους βοηθήσουμε  και ενεργητικά, για να επιβάλουμε τη νέα τάξη των πραγμάτων στην Ευρώπη -η Ρωσία ήταν ακόμα σύμμαχη του Χίτλερ, ώστε δεν είχε την πρόφαση του αντικομμουνισμού.

Υπήρχαν μερικοί λογοτέχνες  και δημοσιογράφοι γερμανόφιλοι, ελάχιστοι προς τιμήν της Ελλάδας, σε αντίθεση με τη Γαλλία, όπου οι μισοί διανοούμενοι, αρχίζοντας από τον Σασά Γκιτρύ, ήταν γερμανόφιλοι. Ένας απ’ αυτούς ο Αρίστος Καμπάνης. Όταν τέλειωσε η εγκατάσταση των Γερμανών, τον κάλεσαν στην Γκεστάπο και τον ρώτησαν πού θέλει να τον διορίσουν και πόσα χρήματα θέλει. “Γι’ αυτή σας την προσβολή παύω να σας αγαπώ”, τους είπε. “Αντελήφθην την πλάνη μου”. Και πέθανε το ’42 από υποσιτισμό. Σας ερωτώ: Βγάζετε το καπέλο σ’ αυτόν τον γερμανόφιλο;

Ο Μελάς έκλαψε πικρά γι’ αυτήν του την επιπολαιότητα. Όταν λευτερωθήκαμε, η Ένωση Συντακτών τον δίκασε για αντιεθνική συμπεριφορά στη διάρκεια της Κατοχής, μαζί με δυο-τρεις άλλους δημοσιογράφους. Στη δίκη η συμπεριφορά του ήταν κατάπτυστη. Έκλαιγε, φιλούσε γονατιστός το χέρι του Προέδρου, γονατιστός ικέτευε τους συμβούλους να συγχωρέσουν την ανεντιμότητά του, οφειλόμενη σε πρόσκαιρη (!) επιπολαιότητα.

Σεβόμενο την αξία του στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία, το Συμβούλιο της Ενώσεως Συντακτών του επέβαλε συμβολική ποινή. Και ο Μελάς πανευτυχής, απηλλαγμένος ηθικών ανασχέσεων, απέδειξε εμπράκτως ότι η συνείδηση είναι εβραϊκή εφεύρεση ή, οπωσδήποτε, εφεύρεση ηλιθίων!

Πριν απ’ τον πόλεμο ο Κώστας Μουσούρης, άνθρωπος απολύτου εντιμότητος, πέραν της καλλιτεχνικής του αξίας και της μεγίστης προσφοράς του στο θέατρο, πρότεινε στον Μελά να δραματοποιήσει την ιστορική του νουβέλα Παπαφλέσσας. Ο Μελάς ενθουσιάστηκς, παρακάλεσε μόνο τον Μουσούρη να του υπαγορεύσει το έργο, ενώ εκείνος θα παρακολουθούσε τη νουβέλα του. Ξαφνικά ο Μουσούρης πληροφορείται ότι ο Μελάς παζαρεύει το έργο με το Βασιλικό (Εθνικό σήμερα) Θέατρο. Παίρνει το μαχαίρι της κουζίνας του και πάει στο καμαρίνι του, στην καθιερωμένη στις δέκα το πρωί έναρξη της υπαγορεύσεως. Με τις πρώτες φράσεις αποσπάει την μάχαιραν και τη βάζει στο λαιμό του Μελά, απειλώντας ότι θα τον σφάξει αν κάνει μια τέτοια τερατώδη ατιμία. Έντρομος, άσπρος σαν σοβαντισμένος τοίχος, ο συγγραφέας ομολογεί ότι βρίσκεται σε συνεννόηση με το Βασιλικό, αρχίζει να κλαίει, πέφτει στα γόνατα, το είχε συνήθεια, φιλάει τα χέρια του Μουσούρη και υπογράφει με την απειλή πάντα του μαχαιριού, επιστολή προς την Εταιρεία Συγγραφέων, στην οποία δηλώνει ότι το έργο του Παπαφλέσσας ανήκει στον Κώστα Μουσούρη. Έτσι, γλίτωσαν την καταστροφή ο αλησμόνητος Κώστας και η τότε σύζυγός του Αλίκη. Γιατί είχαν κιόλας προσλάβει με συμβόλαιο περί τους τριάντα ηθοποιούς και είχε αρχίσει η κατασκευή των κοστουμιών.

Ο καβγάς Παλαιολόγου – Μελά έμεινε ιστορικός. Μέσα απ’ τα χρονογραφήματά τους εξαπέλυαν μύδρους ο ένας κατά του άλλου επί εβδομάδες. Αλλά όσο αβρός ήταν ο γλυκύτατος Παύλος, τόσο βίαιος υπήρξε ο Μελάς.

Όταν πλησίαζαν οι μέρες που θα ‘φευγαν οι Γερμανοί, ο Νίκος Ροδόπουλος, αδελφός του Προέδρου της Βουλής και του Καραγάτση, οργάνωσε ένα μικρό δείπνο, με προσκεκλημένους τον Ακαδημαϊκό Διομήδη-Πετσάλη και τον Μελά με τις γυναίκες τους. Όλοι μένανε στην ίδια πολυκατοικία της οδού Μουρούζη. Εγώ, μπεκιάρης τότε, θα βολευόμουνα  σε δωμάτιο ξένων, γιατί μετά τις δέκα απαγορευότανε η κυκλοφορία. Πριν έρθει ο Μελάς, στήσαμε ψεύτικο καυγά για τα πολιτικά. Ο Ροδόπουλος  θα εκπροσωπούσε τον Βασιλιά, ο Διομήδης-Πετσάλης το Κέντρο, εγώ το ΕΑΜ. Μπήκε ο Μελάς τη στιγμή που ο καυγάς ήταν στο φόρτε του.

Δεν κρατιότανε να μην ανακατευθεί. Στην αρχή πήγε με το Κέντρο. Μετά είπε πως μόνο η επάνοδος του Γεωργίου θα σώσει την Ελλάδα. Ύστερα τα γύρισε και έβγαλε πύρινο λόγο υπέρ του ΕΑΜ. Και κατέληξε πως η μόνη εθνική λύση είναι: Κυβέρνηση ΕΑΜ με βασιλέα τον Γεώργιο Β΄.

  • Πρώτη δημοσίευση: Η λέξη. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 171, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2002

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ