Κατίνα Παξινού: Η φωνή της τραγωδίας

Κατίνα Παξινού: Η φωνή της τραγωδίας

Μοιράσου το!

  • Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η Κατίνα Παξινού έφυγε από τον κόσμο τούτο σέρνοντας το κάρο του Μπρεχτ. Είχε φτάσει στο κατώφλι, στην έξοδο, και ξανάβρισκε μια από τις κορυφαίες στιγμές της, από τις μεγάλες και ανεπανάληπτες στιγμές του θεάτρου – τότε που το θέατρο ολόκληρο ενοποιείται, η διάκριση ανάμεσα στο θεατή και τον υποκριτή καταργείται κι ανασαίνουν όλοι την ίδια ανάσα και μεταμορφώνονται σε αδιαίρετη παρουσία, αγκιστρωμένοι με τα ίδια νύχια ο ένας στη σάρκα, στην ψυχή και στο πνεύμα του άλλου. Αυτή είναι η τρομερή μαγγανεία της τέχνης, όταν κερδίζει τον εαυτό της με άκρα πληρότητα. Σε μια συνηθισμένη παράσταση ο θεατής απομένει μικρολόγος κριτής. Και λιγόψυχος. Το συζητεί το έργο. Συζητεί την υπόκριση, τη σκηνοθεσία, τη σκηνογραφία, τη μουσική επένδυση, όταν υπάρχει. Ανιχνεύει με ηδονή τα μειονεχτήματα, επισημαίνει με μισόλογα κάποτε τις αρετές. Έτσι ικανοποιεί την αυταρέσκειά του. Ίσαμε που θ’ ανακαλύψει πως τον έχει αφοπλίσει η τελειότητα. Από κει και πέρα δεν υπάρχει παρά μόνο η σιωπή. Τη θυμούμαι αυτή τη σιωπή με κατάνυξη· την αυλαία που πέφτει, τον ωκεανό της επευφημίας κ’ έπειτα τι άλλο; τη σιωπή! Όταν έπεφτε η αυλαία της “Μάνας κουράγιο”, δεν μπορούσα να μαντέψω πως εκείνο το μεγάλο παραπέτασμα χώριζε τη ζωή από το θάνατο. Τόση δύναμη, τόση αλυγισιά, τόση αντοχή, τόσος πόνος, τόσο πάθος, τόση εγκαρτέρηση, η αποθέωση – κ’ ύστερα η απέραντη ερημιά! Αυτή την ερημιά ένιωσα, βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, μόλις πληροφορήθηκα πως υπήρξε η8 Παξινού, πως πια δεν υπάρχει. Ήταν άρρωστη, μήνες, καταδικασμένη, το ήξερα. Κι ωστόσο, η είδηση με ξάφνιασε, δεν μπορούσα να το πιστέψω πως δεν θ’ άκουγα πια τη φωνή που είχε μαγέψει τ’ αυτιά μου, όταν θρηνούσε το θρήνο της Εκάβης και τον έκανε σπαραχτικό μανιάτικο μοιρολόγι, όταν γινόταν η φωνή της μοίρας, η φωνή των Ευμενίδων, των θεοτήτων της ανταπόδοσης στην “Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας” του Ντίρενματ, όταν έδινε την τραγική ουσία μιας διαβρωτικής καθημερινότητας στην “Ήρα και το παγώνι” του Ο’Κέιζυ, όταν μονολογούσε κοιτάζοντας τα μιαιφόνα χέρια της λαίδης Μάκβεθ.

Η Κατίνα Παξινού δεν πρόδωσε μήτε μια στιγμή την υψηλότατη αποστολή που έταξε στον εαυτό της. Σιμά σ’ ένα μεγάλο καλλιτέχνη και άνθρωπο σοφό του θεάτρου, τον Αλέξη Μινωτή, δεν απαρνήθηκε και στις δυσκολότερες στιγμές του καλλιτεχνικού της βίου τους θεούς της. Έτσι η παρουσία της δεν υπήρξε μόνο μια πραγμάτωση υψηλού ποιού, αλλά και μια διδασκαλία καλλιτεχνικού ήθους. Υπήρξε πολύ δύσκολη στην εκλογή των ρόλων που θα έπαιζε. Ακριβώς γιατί δεν επρόκειτο να τους παίξει, επρόκειτο να τους ζήσει. Και τους ζούσε με τέτοια αρτιότητα, ώστε ακόμη και ο ξένος θεατής, που δεν ήξερε τα ελληνικά, να συμμετέχει ολόψυχα στην παράσταση.

Παίρνω, με την ευκαιρία τούτη, από τη λαμπρή πρόσφατη “Εμπειρική θεατρική παιδεία” του Αλέξη Μινωτή τη μαρτυρία τού Joseph Everingham: “Ήταν το τρίτο ανέβασμα της ‘Μάνας κουράγιο’ που είδα ώς τώρα – τα δυο προηγούμενα ήταν στην Αμερική: μ’ ένα πανεπιστημιακό θίασο το ένα και το άλλο, πριν τρία-τέσσερα χρόνια, στη Νέα Υόρκη με την Αν Μπάνκροφτ στον κεντρικό ρόλο. Βιάζομαι να σας πω ότι η ερμηνεία της Κατίνας Παξινού είναι συντριπτικά ανώτερη απ’ εκείνην της Μπάνκροφτ και βεβαίως απ’ εκείνην του πανεπιστημιακού θιάσου”. Και: “Δεν ξέρω ελληνικά, αλλ’ αυτό δεν μ’ εμπόδισε να παρακολουθήσω χωρίς καμιά σχεδόν δυσκολία την προχθεσινή παράσταση της ‘Μάνας κουράγιο’, όχι μόνο γιατί γνωρίζω καλά το έργο, αλλά κυρίως γιατί το παίξιμο της Κατίνας Παξινού δεν σου αφήνει κενά και απορίες. Ακόμα και στις μικρές στιγμές του ρόλου η Παξινού είναι η μεγάλη ηθοποιός. Οι χειρονομίες της, οι κινήσεις της, ο τραχύς τόνος της φωνής της, τα μειδιάματά της, οι κραυγές της, το βλέμμα της, οι σιωπές της, κάθε τι που λέει, κάθε τι που κάνει πάνω στη σκηνή, όλα έχουν τη σφραγίδα της μεγάλης δημιουργίας, της μεγαλοφυΐας. Με κατέπληξε η άνεσή της στο ανεβοκατέβασμα των φωνητικών τόνων, στο αστραπιαίο πέρασμά της από ένα σωρό ψυχολογικές καταστάσεις”.

Σε μια εποχή που ευνοεί τον πάταγο κ’ επωάζει μ’ εξαιρετική στοργή τις πρόωρες και χωρίς βέβαιο μέλλον φιλοδοξίες είναι παρήγορο να νιώθει κανείς πως δε λείπουν τ’ αναμφισβήτητα μεγέθη, οι προικισμένοι άνθρωποι, οι αφοσιωμένοι στον προορισμό που έχουν αναγνωρίσει στον εαυτό τους, οι αδιάλλαχτοι, οι ασυμβίβαστοι, οι ανίκανοι, τέλος, να κάμουν υποχωρήσεις. Τέτοια ανυποχώρητη ήταν η Κατίνα Παξινού. Και για τούτο η θλίψη που ακολούθησε το άγγελμα του θανάτου της υπήρξε ομόθυμη και οικουμενική. Έπαιξε και στο ξένο θέατρο με τα ελληνικά της και με τα τέλεια αγγλικά της. Έπαιξε και στον κινηματογράφο. Η Πιλάρ του Χεμινγουέι στάθηκε μνημειακή πραγματοποίησή της.

Έζησα παράπλευρα στην Κατίνα Παξινού και στον Αλέξη Μινωτή κάπου έντεκα χρόνια, σε μια αξιομνημόνευτη εποχή της ιστορίας του “Εθνικού” μας “Θεάτρου”. Ήταν δύσκολος άνθρωπος. Ίσια-ίσια γιατί κατείχε το μέγεθος και τη συνείδηση του μεγέθους. Δεν άφηνε τον εαυτό της να παρασυρθεί προς τις χαμοτοπιές, που έχουν εκμηδενίσει και κάθε μέρα εκμηδενίζουν τόσες ιδιοφυΐες, προθέσεις και δυνατότητες. Και μεταμορφώνουν τον υποκριτή σε βολικό υπηρέτη της ανεξέλικτης θεατρικής αγωγής του μεγάλου κοινού. Ήθελε να το χειραγωγήσει, να το ανυψώσει το μεγάλο κοινό και να το ανεβάσει στην περιωπή της, όχι να κατέβει μαζί του, για να γίνει ευάρεστη στους πολλούς. Αγνοούσε το θέατρο της εύκολης ψυχαγωγίας. Ο χώρος της ήταν η μεγάλη ποίηση, ο βαθύς στοχασμός, το αποκορυφωμένο πάθος, η δραματική σύγκρουση, δηλαδή ο άνθρωπος στη ζωή και στην ιστορία, στις μεγάλες στιγμές του. Την θυμούμαι την ώρα τούτη, στην “Άννα Κρίστι” και στο “Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα” του Ο’Νηλ ή στους αξεπέραστους “Βρικόλακες” του Ίψεν, κυρία Άλβιγκ με Οσβάλδο τον Αλέξη Μινωτή. Οι “μοντερνισμοί” του θεάτρου την άφηναν ασυγκίνητη, όταν δεν εκπροσωπούσαν βέβαια κατορθώματα. Ενώ ο Λόρκα τη μάγευε: ο λυρισμός του, η λιτότητα της μορφής, η άμεση σύνδεσή του με το λαό, η ανθρωπιά του. Ο “Ματωμένος γάμος” και το “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” είναι αληθινοί θρίαμβοί της. Δεν ξέρω αν θα καταδεχόταν ή, απλούστερα, αν θα δεχόταν ποτέ να παίξει Αραμπάλ ή Ζενέ – και μνημονεύω από τους αξιολογότερους. Έβρισκε το πραγματικό της ανάστημα στην κλασική τραγωδία και στον Σαίξπηρ. Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ είναι τα “ιερά τέρατα”, οι φυσικές δυνάμεις που κατεβαίνουν από άγνωστους κόσμους σε τούτη τη γη. Υπήρξε και η Κατίνα Παξινού ένα “ιερό τέρας”. Το θέατρο της Επιδαύρου θ’ αντηχεί πάντα τους σπαραγμούς των μεγάλων η8ρωίδων και η σκηνή του “Εθνικού Θεάτρου” θ’ απομένει ορφανή από την ιδιοτυπία και τη μοναδικότητά της.

Μπορούμε να λέμε πως ένας μεγάλος ηθοποιός είναι ικανός να ενσαρκώνει με την ίδια τελειότητα και τους μικρούς και τους μεγάλους ρόλους. Αλλά δεν είναι πλασμένος για τα άδεια σχήματα, για τους ασήμαντους ρόλους. Για τούτο αναζητεί τον εαυτό του στην αναμφισβήτητη ποίηση και στην υψηλή δραματική τέχνη. Η Κατίνα Παξινού ανήκει στην πινακοθήκη των τραγωδών τού διαιωνίου θεάτρου. Και η τραγωδία δεν είναι μόνο μια καταβύθιση στο υπέδαφος της ανθρώπινης υπόστασης, είναι και μια μνημειακή αρχιτεκτονική. Ανήκει στο ατελεύτητο “εσαεί” και όχι στο εφήμερο “παραχρήμα”. Ο Φρόιντ βρήκε τους αυθεντικότερους τύπους των ανακαλύψεών του στους ήρωες της τραγωδίας. Αυτό σημαίνει πως οι ήρωες της τραγωδίας βιογραφούν και προσωπογραφούν τον αληθινότερο άνθρωπο. Και ο αληθινότερος άνθρωπος δεν εκφράζει το παροδικό και το επιπόλαιο αλλά το τραγικό νόημα του “υπάρχειν”.

Θέλω να πω ακόμη σε τούτη την αναγκαστικά σύντομη και γεμάτη χάσματα σκιαγραφία, πόσο η φυσική αξιοπρέπεια της Παξινού έδινε άνεση στη δραματική παρουσία της. Πουθενά δε χρειάστηκε ν’ αλλάξει, για να κινηθεί στο χώρο και στον τόνο που απαιτούσε το έργο. Ηγεμόνευε τη σκηνή. Όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, από την πρώτη στιγμή, έδειχνε πως δεν θα προσπαθούσε ν’ ανηφορίσει στο ύψος του έργου· και συχνά κοντανασαίνοντας. Γιατί το ύψος βρισκόταν μέσα της, η συνείδησή της ήταν συνείδηση ύψους. Αυτό το είχαν προσέξει ιδιαίτερα οι ξένοι κατά τις παραστάσεις τής ελληνικής τραγωδίας από το Εθνικό Θέατρο” στους ξένους τόπους. Το πολυσυζητημένο θέμα τού εκσυγχρονισμού τού αρχαίου τραγικού λόγου έπαυε να υπάρχει, μόλις ο ελληνικός θίασος έμπαινε στη σκηνή. Ο χορός, για να φέρω ένα παράδειγμα, στον “Οιδίποδα τύραννο”, και μάλιστα η είσοδος του χορού ξάφνιασε το καλλιεργημένο κοινό του Παρισιού· και ο Αλέξης Μινωτής, που επρωτοστάτησε τότε, θα θυμάται το δέος, το θαυμασμό και τη συγκίνηση των θεατών. Μπορεί ανάμεσά τους πολλοί να είχαν διαφορετικές αντιλήψεις για την αναβίωση η αρχαίας τραγωδίας· έχουν γίνει, άλλωστε, και γίνονται κάθε μέρα, τόσοι πειραματισμοί, ώστε κανείς δεν ξέρει ποιον πρέπει να υιοθετήσει και ποιον όχι. Αυτό ίσαμε τη στιγμή που θα εμφανιστεί η ελληνική ερμηνεία – αναφέρομαι τώρα σε γενικότερα πλαίσια. Τότε θα νιώσουν όλοι μονομιάς πως βρίσκονται αντίκρυ σε κάτι απόλυτα αυθεντικό. Η Παξινού υπηρέτησε μ’ ευσυνειδησία και γνησιότητα αυτήν την αυθεντικότητα. Μπροστά της κάθε αμφισβήτηση ερμηνείας σιγούσε. Είχε τη δυνατότητα να παρασύρει. Με τη φωνή, με τη στάση, με την κίνηση, με την έκφραση του προσώπου, με την ψυχή, με την όλη αγρύπνια της, την εγρήγορση που έπλαθε από την κάθε λεπτομέρεια ένα σύμπαν μαγείας. Τώρα έχει σωπάσει. Η φωνή της έχει σβήσει. Η παρουσία της γίνεται μνήμη. Η μνήμη γίνεται ιστορία. Η ιστορία θα γίνει θρύλος αργότερα. Η μνήμη είναι για μας. Η ιστορία για τους απόγονους. Ο θρύλος για τους επίγονους. Ίσως ανάμεσα σ’ όλα τα πεπρωμένα το πεπρωμένο του ηθοποιού να είναι το πικρότερο. Μας δίνεται τόσο ολόκληρος όσο ζει, ώστε δεν απομένει, λάφυρο του θανάτου, παρά η αστραφτερή ματαιότητά του.

  • Νέα Εστία”. Αφιέρωμα στην Κατίνα Παξινού. Έτος ΜΖ΄, τόμος 93ος, τεύχος 1097, 15 Μαρτίου 1973


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ