Αντον Τσέχοφ: “Οι τρεις αδελφές” | πρώτη πράξη
Στις Τρεις αδελφές του Άντον Τσέχοφ, γράφει ο Άγγελος Τερζάκης (στο πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου όταν ανέβηκε εκεί το έργο το 1951), κάτω από τα απλά, τα καθημερινά λόγια, άνθρωποι ζωντανοί αναπνέουν, στενάζουν, αναζητούν ψηλαφητά μιαν επαφή μεταξύ τους, κάποια λύτρωση. Συχνά, ενώ φαίνονται να κουβεντιάζουν, μονολογούν, και τότε έχουμε την παράδοξη εκείνην αίσθηση του στεγανού που απομονώνει τους ανθρώπους και που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της θεατρικής τέχνης του Τσέχοφ. Το δράμα του τύπου αυτού δεν εχει συγκρούσεις και βιαιότητες. Αντιθέσεις μονάχα υπάρχουν, διακυμάνσεις, ανάλαφροι τόνοι, πινελιές. Όλα τυλίγονται σε μια χλιαρή, δεσμευτικά υποβλητική, ατμόσφαιρα. Κ’ είναι καθώς κάποιες μουσικές νότες, παιγμένες χαμηλόφωνα, με σουρντίνα, που φτάνουν ίσια στην καρδιά.. Για να χαρεί κανείς ολοκληρωτικά ένα έργο του Τσέχοφ θα έπρεπε να κάνει ό,τι και με κάποια κομμάτια σοβαρής μουσικής: Να τ’ ακούσει και πάλι, και πάλι, να προχωρήσει με μια βαθμιαία κατάδυση στο βάθος, να κατέβει από στρώμα σε στρώμα ίσαμε την περιοχή του αυστηρά ενδόμυχου, που είναι η περιοχή του καθαρά κι ανομολόγητα ψυχικού. “Για να εισδύσει κανείς στο έργο του Τσέχοφ, γράφει ο Στανισλάφσκι, χρειάζεται ένα είδος ανασκαφής”. Όμως από τον ιστό αυτό της αράχνης, που πλέκει με άπειρη ευαισθησία ο ποιητής, τι μαγεία παράδοξη αναδίνεται, τι γοητεία που σαγηνεύει! Έχετε την εντύπωση, στις Τρεις αδελφές λογουχάρη, πως ακούσατε μια μελωδία τραγουδημένη με κλειστό στόμα, μουρμουριστή.
Άννυ Πασπάτη (Μάσα), Αμαλία Γκιζά (Όλγα), Πένυ Παπουτσή (Ειρήνα). Τρεις αδελφές (1982). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Στο σπίτι των Προζόροφ. Ένα μεγάλο σαλόνι με κολόνες. Στο βάθος, ανάμεσα από τις κολόνες, φαίνεται μια άλλη μεγάλη σάλα. Μεσημέρι. Μέρα ηλιόλουστη. Στη μέσα κάμαρα ετοιμάζουν το τραπέζι για το γεύμα.
Η ΟΛΓΑ, με μπλε σκούρα στολή καθηγήτριας του γυμνασίου, διορθώνει τετράδια των εκθέσεων. Πότε στέκεται και πότε κάνει βόλτες απάνω-κάτω. Η ΜΑΣΑ, με μαύρο φόρεμα και το καπέλο στα γόνατά της, κάθεται και διαβάζει ένα βιβλίο. Η ΕΙΡΗΝΑ, με άσπρο φόρεμα, στέκει παρέκει βυθισμένη σε σκέψεις.
ΟΛΓΑ: – Ο πατέρας πέθανε πριν ένα χρόνο, ακριβώς σαν σήμερα – στις 5 του Μάη – την ημέρα της γιορτής σου, Ειρήνα. Έκανε κρύο πολύ τότε, έριχνε χιόνι. Εγώ ένιωθα πως δε θα μπορούσα να το βαστάξω… Κι εσύ είχες λιποθυμήσει κι ήσουνα χλωμή σαν πεθαμένη. Όμως να, πέρασε ένας χρόνος, και το ξαναθυμόμαστε πια χωρίς πόνο. Εσύ φόρεσες τ’ άσπρα σου και το προσωπάκι σου λάμπει. (Το ρολόι χτυπάει δώδεκα). Και τότε χτυπούσε το ρολόι. (Παύση.) Θυμάμαι όταν σηκώσανε τον πατέρα, έπαιζε μουσική, και στο νεκροταφείο πέφτανε κανονιές. Ήτανε στρατηγός και διοικητής Ταξιαρχίας. Κι όμως δεν ήρθε πολύς κόσμος στην κηδεία. Έβρεχε πολύ. Μια βαριά βροχή και χιόνι.
ΕΙΡΗΝΑ: Τι τα ξαναθυμόμαστε!…
(Ο ΒΑΡΩΝΟΣ ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ, ο ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ κι ο ΣΑΛΙΟΝΙΥ παρουσιάζονται μέσα στη σάλα, κοντά στο τραπέζι)
ΟΛΓΑ: – Σήμερα κάνει ζέστη. Μπορούμε να ’χουμε τα παράθυρα ανοιχτά. Κι όμως, οι σημύδες ακόμα δε βγάλανε φύλλα. Ο πατέρας είχε αναλάβει εδώ τη διοίκηση της Ταξιαρχίας, πριν έντεκα χρόνια, και ήρθαμε δω τότε όλοι μαζί απ’ τη Μόσχα. Θυμάμαι καλά, τέτοια εποχή στη Μόσχα, στις αρχές του Μάη, όλα ήταν ανθισμένα. Έκανε ζέστη και όλα ήταν λουσμένα στου ήλιου το φως. Πέρασαν έντεκα χρόνια από τότε, κι όμως τα θυμάμαι αυτά σαν να φύγαμε χθες!… Ω! Θεέ μου! Σαν ξύπνησα σήμερα το πρωί κι είδα τις αχτίνες του ήλιου, κι είδα την άνοιξη, ένιωσα τέτοια συγκίνηση, τέτοια χαρά! Και μέσα μου γεννήθηκε ένας πόθος – ένας μεγάλος πόθος – να ξαναγυρίσω στο σπίτι μας!
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Πάλι ο πειρασμός!
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Κουταμάρες βέβαια.
(Η Μάσα διαβάζοντας αφηρημένη το βιβλίο σιγοσφυρίζει ένα τραγούδι.)
ΟΛΓΑ: Μη σφυρίζεις Μάσα! Πως μπορείς; (Παύση). Με το να ‘μαι όλη μέρα στο σχολειό κι ύστερα να δίνω μαθήματα ώς αργά το βράδυ, έχω έναν αιώνιο πονοκέφαλο κι οι σκέψεις μου είναι τόσο σκοτεινές σα να ‘χω γεράσει. Κι αλήθεια, σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια που δουλεύω στο γυμνάσιο, κάθε μέρα που περνά νιώθω τις δυνάμεις μου και τη νιότη μου να σβήνουν. Και μονάχα ένας πόθος μεγαλώνει μέσα μου ολοένα και περισσότερο…
ΕΙΡΗΝΑ: Να γυρίσουμε πίσω στη Μόσχα! Να πουλήσουμε το σπίτι, να δώσουμ’ ένα τέλος σ’ όλα εδώ πέρα και δρόμο για τη Μόσχα.
ΟΛΓΑ: Ναι! Στη Μόσχα κι όσο πιο γρήγορα μπορούμε!…
(Ο ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ κι ο ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ γελούν).
ΕΙΡΗΝΑ: Ο Αντρέι σίγουρα μια μέρα θα γίνει καθηγητής, κι εκείνος δεν θα μείνει εδώ με κανέναν τρόπο… Η μόνη δυσκολία είναι η καημένη η Μάσα.
ΟΛΓΑ: Η Μάσα θα ’ρχεται κάθε χρόνο και θα περνά το καλοκαίρι της στη Μόσχα.
(Η ΜΑΣΑ σιγοσφυρίζει ένα σκοπό.)
ΕΙΡΗΝΑ: Πρώτα ο θεός, όλα θα πάνε καλά! (Κοιτάζει έξω από το παράθυρο). Τι ωραία μέρα σήμερα!… Δεν ξέρω γιατί είμαι τόσο χαρούμενη! Το πρωί θυμήθηκα πως ήταν η γιορτή μου κι ένιωσα μια τέτοια χαρά… Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, τότε που ζούσε ακόμα η μαμά, κι έκανα τόσες σκέψεις, τόσες ωραίες σκέψεις!…
ΟΛΓΑ: Αλήθεια, σήμερα λάμπεις! Φαίνεσαι πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Κι η Μάσα είναι όμορφη. Ο Αντρέι μας θα ‘ταν κι αυτός χαριτωμένος, μα πάχυνε πολύ κι αυτό δεν του πάει. Εγώ πάλι γερνάω – ολοένα αδυνατίζω. Ίσως γιατί νευριάζω με τα κορίτσια στο σχολειό. Σήμερα όμως, τώρα, είμαι ελεύθερη, είμαι στο σπίτι μου, το κεφάλι μου δεν πονάει και νιώθω σαν να ‘μαι πιο νέα από χτες! Είμαι μονάχα είκοσι οχτώ χρονών… Όλα πάνε καλά, όλα δόξα τω Θεώ – κι όμως, θαρρώ πως αν ήμουν παντρεμένη και καθόμουν όλη μέρα σπίτι, θα ‘ταν ακόμα καλύτερα. (Παύση). Ναι, θ’ αγαπούσα τον άντρα μου.
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: (Στον ΣΑΛΟΝΙΥ). Λέτε τόσες κουταμάρες. Βαριέται κανείς να σας ακούει. (Μπαίνοντας στην τραπεζαρία). Ξέχασα να σας το πω. Σήμερα θα σας κάνει επίσκεψη ο Βερσίνιν, ο νέος Διοικητής της πυροβολαρχίας μας. (Κάθεται στο πιάνο).
ΟΛΓΑ: Ωραία, με πολλύ ευχαρίστηση…
ΕΙΡΗΝΑ; Είναι γέρος;
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Όχι, όχι και τόσο. Σαράντα – σαρανταπέντε το πολύ. (Παίζει σιγανά πιάνο). Φαίνεται σοβαρός άνθρωπος. Δεν είναι κουτός, είναι βέβαιο. Μόνο που λέει πολλά.
ΕΙΡΗΝΑ: Είναι ενδιαφέρων;
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Ναι, αρκετά. Μόνο πως έχει γυναίκα, πεθερά και δυο κοριτσάκια. Η γυναίκα του είναι από δεύτερο γάμο. Κάνει επισκέψεις και λέει παντού πως έχει γυναίκα και δυο κοριτσάκια. Θα σας το πει κι εσάς, χωρίς άλλο. Η γυναίκα του μοιάζει σα μισότρελη, με μακριά κοτσίδα, σαν του μικρού κοριτσιού, λέει πάντα μεγάλα λόγια, κάνει φιλοσοφικούς συλλογισμούς και κάθε τόσο αποπειράται ν’ αυτοκτονήσει για να τρομάζει τον άντρα της. Εγώ μια τέτοια γυναίκα θα την άφηνα από καιρό, αυτός όμως την υποφέρει και μοναχά παραπονιέται.
ΣΑΛΙΟΝΙΥ (μπαίνοντας στο σαλόνι με τον ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ): Με το ‘να χέρι σηκώνω μονάχα μισό καντάρι, με τα δυο χέρια σηκώνω ενάμισυ καντάρι ή ένα καντάρι και τρία τέταρτα. Απ’ αυτό λοιπόν συμπεραίνω ότι δυο άνθρωποι δεν είναι μόνο δυο φορές δυνατότεροι από έναν, αλλά τρεις φορές και ακόμα περισσότερο…
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (διαβάζοντας την εφημερίδα καθώς έρχεται): “Δια την πτώσιν των τριχών…δυο γραμμάρια ναφθαλίνης εντός φιάληςς οινοπνεύματος! Αναμειγνύετε καλώς!… Εντριβαί καθημερινώς”!… (Το γράφει στο σημειωματάριό του). Στάσου να το γράψουμε… Α, μπα, όχι, δε μου χρειάζεται… (Σχίζει το χαρτί). Δεν έχει σημασία!
ΕΙΡΗΝΑ: Ιβάν Ρωμάνιτς, χρυσέ μου Ιβάν Ρωμάνιτς!
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Τι ‘ναι μικρούλα μου, τι ‘ναι χαρά μου!
ΕΙΡΗΝΑ: Πέστε μου, γιατί είμαι σήμερα τόσο ευτυχισμένη; Σαν να πετάω, κι από πάνω μου απλώνεται ο απέραντος γαλάζιος ουρανός και κάτι μεγάλα άσπρα πουλιά που πετάνε! Γιατί αυτό; Γιατί;
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (της φιλάει τα δυο της χέρια τρυφερά): Άσπρο μου περιστεράκι!…
ΕΙΡΗΝΑ: Όταν ξύπνησα σήμερα το πρωί, σηκώθηκα και πλύθηκα και ξαφνικά μου φάνηκε σαν να ’βλεπα τον κόσμο τόο καθαρά, σαν να ’ξερα πώς πρέπει κανένας να ζει. Χρυσέ μου Ιβάν Ρωμάνιτς, τα ξέρω όλα! Ο άνθρωπος, όποιος και να ’ναι, πρέπει να δουλεύει, να ιδρώνει. Μέσα σ’ αυτό βρίσκεται το νόημα, ο σκοπός της ζωής του, η ευτυχία του, η χαρά του! Τι ευχαρίστηση να ‘ναι κανένας εργάτης, να σηκώνεται τα χαράματα και να σπάζει πέτρες στο δρόμο, ή ένας βοσκός ή ένας δάσκαλος που διδάσκει τα παιδιά ή ένας μηχανοδηγός! Ω, θεέ μου, τι είναι ο άνθρωπος! Καλύτερα να ’ναι κανείς μια γελάδα, ένα ταπεινό άλογο και να δουλεύει, παρά μια γυναίκα νέα, που ξυπνά στις δώδεκα το μεσημέρι, πίνει τον καφέ στο κρεβάτι της και χάνει δυο ώρες στο ντύσιμό της. Ω, τι τρομερό που είναι! Σαν ένας, που όταν κάνει ζέστη ποθεί το νερό, έτσι κι εγώ ποθώ να δουλέψω! Κι αν δε σηκωθώ αύριο πρωί-πρωί να πιάσω δουλειά, να μη με ξαναπείς φίλη σου Ιβαν Ρωμάνιτς!
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (τρυφερά): Δε θα σε ξαναπώ, δε θα σε ξαναπώ!…
ΟΛΓΑ: Ο πατέρας μας έμαθε να ξυπνάμε στις εφτά το πρωί. Τώρα η Ειρήνα ξυπνάει στις εφτά, αλλά κάθεται στο κρεβάτι της τουλάχιστο ως τις εννιά κι όλο σκέφτεται… Φαίνεται τόσο σοβαρή!…(Γελά.)
ΕΙΡΗΝΑ: Συνήθισες να με περνάς για κοριτσάκι, γι’ αυτό σου φαίνεται παράξενο όταν με βλέπεις σοβαρή. Είμαι είκοσι χρονών!…
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Ο Πόθος για εργασία!… Ω, θεέ μου, πόσο καλά το καταλαβαίνω αυτό!… Δεν δούλεψα ποτέ στη ζωή μου. Γεννήθηκα στην παγερή, την αργόσχολη Πετρούπολη, σε μια οικογένεια που δεν ήξερε τι θα πει δουλειά, δεν σκοτίζονταν για τίποτα. Θυμάμαι, όταν γύριζα στο σπίτι από το στρατό, ένας λακές μου ‘βγαζε τις μπότες κι εγώ νευρίαζα εκείνη τη στιγμή, ενώ η μητέρα μου με κοίταζε με λατρεία κι απορούσε όταν οι άλλοι δεν έκαναν το ίδιο. Με προφυλάγανε από κάθε δουλειά. Αμφιβάλλω όμως αν έχουν καταφέρει να με προφυλάξουν ολοκληρωτικά – αμφιβάλλω! Η ώρα έφτασε! Μια χιονοστιφάδα κυλά κι έρχεται κατά πάνω μας, μια δυνατή ανεμομπόρα πλησιάζει… είναι κιόλας κοντά μας κι όπου να ‘ναι θα σαρώσει την τεμπελιά, την αδιαφορία, την αποστροφή προς την εργασία και τη σαπίλα από την κοινωνία μας. Εγώ θα δουλέψω! Και σε καμιά εικοσιπενταριά-τριάντα χρόνα, όλοι θα πρέπει να δουλεύουν – όλοι!
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Εγώ δε θα δουλέψω.
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Εσείς δε λογαριάζεστε.
ΣΑΛΙΟΝΙΥ: Σε εικοσιπέντε χρόνια εσύ δε θα υπάρχεις, δόξα τω θεώ. Σε δυο-τρία χρόνια ή εσύ θα τινάξεις τα πέταλα, αγγελούδι μου, ή εγώ θα χάσω την υπομονή μου και θα σου φυτέψω καμιά σφαίρα στο κεφάλι. (Βγάζει ένα μπουκαλάκι με άρωμα από την τσέπη του και ραντίζει το στήθος και τα χέρια του).
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (γελά): Κι εγώ, μα την αλήθεια, δεν έκανα ποτές μου τίποτα. Δεν έχω κάνει την παραμικρή δουλειά από τότε που τέλειωσα το Πανεπιστήμιο. Δε διάβασα μήτε ένα βιβλίο – διαβάζω μοναχά εφημρίδες… (Τραβά μια άλλη εφημερίδα από την τσέπη του). Ορίστε!… Ξέρω παραδείγματος χάριν από τις εφημερίδες, πως υπήρξε κάποιος διάσημος Ντομπρολιούμποβ. Αλλά τι έγραψε, αυτό δεν το ξέρω… Μόνο ο Θεός το ξέρει… (Ακούγεται ένας χτύπος κάτω από το πάτωμα). Ορίστε… με φωνάζουν από κάτω. Κάποιος θα ήρθε στο σπίτι μου. Θα γυρίσω αμέσως… Μια στιγμούλα… (Βγαίνει βιαστικός χαϊδεύοντας το γένι του).
ΕΙΡΗΝΑ: Κάτι σοφίστηκε πάλι!
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Ναι, βγήκε με πολύ επίσημο ύφος… Σίγουρα θα σας φέρει σε λίγο κανένα δώρο.
ΕΙΡΗΝΑ: Τι ενοχλητικός που είναι!
ΟΛΓΑ: Ναι, είναι τρομερό. Κάθε φορά κάνει και μια κουταμάρα.
ΜΑΣΑ: Πλάι στην ακροποταμιά, πράσινη βελανιδιά… Πάνω στη βελανιδιά, αλυσίδα κρεμαστή… κι η αλυσίδα είναι χρυσή… (Σηκώνεται μουρμουρίζοντας σιγά).
ΟΛΓΑ: Σήμερα δεν είσαι πολύ χαρούμενη Μάσα. (Η ΜΑΣΑ μουρμουρίζοντας βάζει το καπέλο της.) Πού θα πας;
ΜΑΣΑ: Σπίτι.
ΕΙΡΗΝΑ: Τι παράξενο!
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Έχετε γιορτή στο σπίτι κι εσείς φεύγετε;
ΜΑΣΑ: Δεν πειράζει… Θα ’ρθω το βράδυ. Αντίο χρυσή μου. (Φιλάει την Ειρήνα.) Ακόμα μια φορά σου εύχομαι χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα. Τον καιρό που ζούσε ο μακαρίτης ο πατέρας, είχαμε πάντα στις γιορτές τριάντα-σαράντα αξιωματικούς. Γινότανε φασαρία… Φωνές… Σήμερα είμαστε μονάχα εμείς κι εμείς, κι είναι τόση ησυχία σαν να ’μαστε στην έρημο… Φεύγω… Δεν έχω κέφι σήμερα, είμαι στις κακές μου. Μη σε πειράζουν αυτά που λέω… (Γελά μεσ’ απ’ τα δάκρυά της.) Θα τα πούμε άλλη φορά… Για την ώρα αντίο χρυσή μου.. Φεύγω…
ΕΙΡΗΝΑ (δυσαρεστημένη): Αχ, τι κουραστική που είσαι!…
ΟΛΓΑ (δακρυσμένη): Εγώ σε καταλαβαίνω, Μάσα.
ΣΟΛΙΟΝΙΥ: Όταν ένας άντρας φιλοσοφεί, ακούς τέλος πάντων μια φιλοσοφία. Αλλά όταν μια γυναίκα ή δυο γυναίκες φιλοσοφούνε, φέξε μου και γλίστρησα.
ΜΑΣΑ: Τι θες να πεις μ’ αυτό, τρομερέ άνθρωπε;
ΣΟΛΙΟΝΙΥ: Τίποτα. “Κιχ δεν πρόκανε να πει γιατί η αρκούδα του ‘χε πια ριχτεί”! (Παύση).
ΜΑΣΑ (στην ΟΛΓΑ θυμωμένη): Πάψε να κλαψουρίζεις!
(Μπαίνουν η ΑΝΦΙΣΑ και ο ΦΕΡΑΠΟΝΤ, φέρνοντας μια τούρτα)
ΑΝΦΙΣΑ: Από δω, καλέ μου άνθρωπε. Πέρασε, τα παπούτσια σου είναι καθαρά. (Στην ΕΙΡΗΝΑ). Από τη Νομαρχία, από τον Μιχαήλ Ιβάνιτς Προτοποπόφ… Μια τούρτα.
ΕΙΡΗΝΑ: Ευχαριστώ. Να τον ευχαριστήσεις. (Παίρνει την τούρτα).
ΦΕΡΑΠΟΝΤ: Τι;..
ΕΙΡΗΝΑ (πιο δυνατά): Να τον ευχαριστήσεις από μέρους μου!
ΟΛΓΑ: Χρυσή μου νταντά, δος του λίγη τούρτα. Φεράποντ, πήγαινε μαζί της, θα σου δώσει τούρτα.
ΦΕΡΑΠΟΝΤ: Ε;…
ΑΝΦΙΣΑ: Έλα μαζί μου, Φεράποντ Σπυρίδωνιτς, χρυσή μου ψυχή, έλα μαζί μου (βγαίνει με τον Φεράποντ)
ΜΑΣΑ: Δεν τον χωνεύω αυτόν τον Προτοποπόφ, αυτόν τον Μιχαήλ Ιβάνιτς ή Ποτάπιτς. Δεν θα ‘πρεπε να τον καλέσετε.
ΕΙΡΗΝΑ: Μα δεν τον προσκάλεσα.
ΜΑΣΑ: Πολύ καλά έκανες.
(Μπαίνει ο ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ , τον ακολουθεί η ορντινάτσα του κρατώντας ένα ασημένιο σαμοβάρι. Ένας ψίθυρος έκπληξης και δυσαρέσκειας.)
ΟΛΓΑ (σκεπάζει με τα χέρια της το πρόσωπό της): Ένα σαμοβάρι! Μη χειρότερα!… (πηγαίνει μέσα στην τραπεζαρία).
ΕΙΡΗΝΑ: Καλέ μου Ιβάν Ρωμάνιτς, τι είν’ αυτά;
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (γελά): Σας προειδοποίησα!
ΜΑΣΑ: Ιβάν Ρωμάνιτς, μα δεν ντρεπόσαστε;
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Αγαπημένες μου, καλές μου, είσαστε η μόνη μου χαρά, ό,τι πολυτιμότερο έχω στον κόσμο. Σε λίγο θα γίνω εξήντα χρονών. Είμαι πια γέρος, ολομόναχος στον κόσμο, ένας άχρηστος γεροντάκος… Δεν υπάρχει τίποτα καλό μέσα μου, εκτός απ’ αυτή την αγάπη μου για σας. Κι αν δεν ήσασταν εσείς, θα ‘χα πεθάνει εδώ και χρόνια. (Στην Ειρήνα). Αγαπημένο μου, μικρό μου κοριτσάκι, σε ξέρω από τότε που ήσουνα μωρουδάκι… Σε βαστούσα στα χέρια μου… Αγαπούσα την καλή σου μητερούλα…
ΕΙΡΗΝΑ: Μα γιατί τέτοια πολυέξοδα δώρα!
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (θυμωμένος και δακρυσμένος): Πολυέξοδα δώρα!… Ε, δεν είμαστε καλά!… (Στον στρατιώτη). Πήγαινέ το εκεί μέσα το σαμοβάρι… (Περιγελαστικά). Ακούς εκεί! Πολυέξοδα δώρα!
(Ο στρατιώτης πάει το σαμοβάρι στην τραπεζαρία).
ΑΝΦΙΣΑ (διασχίζοντας τη σκηνή): Αγαπημένες μου, ήρθε κάποιος συνταγματάρχης, ξένος… Παιδιά μου, έβγαλεκιόλας τον μαντύα του κι έρχεται μέσα. Ειρήνουσκα, αγαπούλα μου, να τον δεχτείς και να του φερθείς ευγενικά. (Καθώς βγαίνει). Κι είναι κιόλας ώρα του φαγητού… δόξα σοι ο θεός…
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Θα είναι ο Βερσίνιν!
(Μπαίνει ο Βερσίνιν)
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ; Ο συνταγματάρχης Βερσίνιν!
ΒΕΡΣΙΝΙΝ (Στην ΜΑΣΑ και ΕΙΡΗΝΑ): Έχω την τιμή να παρουσιαστώ: Βερσίνιν! Χαίρομαι, χαίρομαι πάρα πολύ που επιτέλους βρίσκομαι σπίτι σας. Πόσο μεγαλώσατε! Άι! άι! άι!…
ΕΙΡΗΝΑ: Σας παρακαλώ καθίστε. Χαιρόμαστε πολύ για τη γνωριμία σας.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ (με ζωηρότητα): Πόσο χαίρομαι, πόσο χαίρομαι!… Μα είαστε θαρρώ, τρεις αδελφές! Θυμάμαι τρία κοριτσάκια, δε θυμάμαι τα πρόσωπά σας, αλλά ο πατέρας σας, ο συνταγματάρχης Προζόροφ, είχε τρία μικρά κοριτσάκια, το θυμάμαι πολύ καλά και τις έχω δει άλλωστε με τα ίδια μου τα μάτια. Πώς περνά ο καιρός! Πω, πω, πόσο γρήγορα περνά!
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Ο Αλέξαντρος Ιγνάτιεβιτς, έρχεται από τη Μόσχα.
ΕΙΡΗΝΑ: Από τη Μόσχα; Έρχεστε από τη Μόσχα;
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Ναι. Ο πατέρας σας υπηρετούσε εκεί, διοικητής του πυροβολικού. Εγώ ήμουν αξιωματικός στο ίδιο σύνταγμα. (Στην ΜΑΣΑ). Το πρόσωπό σας μου φαίνεται τώρα πως το θυμάμαι.
ΜΑΣΑ: Εγώ δε σας θυμάμαι.
ΕΙΡΗΝΑ: Όλγα, Όλγα! (Φωνάζει προς την τραπεζαρία). Όλγα, έλα… (Η ΟΛΓΑ έρχεται μέσα από τη σάλα). Από δω ο συνταγματάρχης Βερσίνιν. Είναι από τη Μόσχα.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Α, να λοιπόν, εσείς πρέπει να είστε η Όλγα Σεργκέγεβνα, η μεγαλύτερη… Κι εσείς η Μάσα… Κι εσείς η Ειρήνη, η μικρότερη…
ΟΛΓΑ: Έρχεστε από τη Μόσχα;
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Ναι. Εκπαιδεύτηκα στη Μόσχα. Άρχισα την υπηρεσία μου εκεί. Υπηρέτησα εκεί κάμποσα χρόνια και τώρα τελευταία μου ανέθεσαν τη διοίκηση της Πυροβολαρχίας εδώ, και… καθώς βλέπετε, ήρθα. Θυμάμαι καλά τον πατέρα σας. Αν κλείσω τώρα τα μάτια μου, μπορώ να τον δω σα να ‘ναι ζωντανός. Στη Μόσχα ερχόμουν ταχτικά στο σπίτι σας.
ΟΛΓΑ: Θαρρούσα πως τους θυμάμαι όλους και τώρα μονομιάς…
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Λέγομαι Αλέξανδρος Ιγνάτιεβιτς
ΕΙΡΗΝΑ: Αλέξανδρος Ιγνάτιεβιτς, κι έρχεστε από τη Μόσχα, ε;… Τι έκπληξη!
ΟΛΓΑ: Ξέρετε, εμείς ετοιμαζόμαστε τώρα να πάμε εκεί.
ΕΙΡΗΝ: Ελπίζουμε να ‘μαστε εκεί κατά το φθινόπωρο. Είναι η πατρίδα μας. Εκεί γεννηθήκαμε… Στην Στάραγια Μπασμάναγια. (Γελούν κι οι δυο τους ευχαριστημένοι)
ΜΑΣΑ: Φαντάσου να δούμε, χωρίς να το περιμένουμε, έναν συντοπίτη μας… (Ζωηρά). Α, ναι! Τώρα θυμάμαι!… Θυμάσαι, Όλγα, που μιλούσανε συχνά για κάποιον ερωτοχτυπημένο ταγματάρχη; Είσαστε εκείνο τον καιρό ανθυπολοχαγός κι είχτε ερωτευθεί κάποια κοπέλα, αλλά δεν ξέρω γιατί, σας λέγανε όλοι ταγματάρχη για να σας πειράζουν.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ (γελάει): Ναι, ναι, ακριβώς!… Ο ερωτοχτυπημένος ταγματάρχης!… Αυτό είναι!…
ΜΑΣΑ: Μόνο που τότε δεν είχατε μουστάκι… Ω, πόσο γεράσατε! (Μέσα από δάκρυα). Πόσο γεράσατε…
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Ναι, όταν με λέγανε ερωτοχτυπημένο ταγματάρχη ήμουν νέος ακόμη, ήμουν ερωτευμένος. Τώρα όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
ΟΛΓΑ: Μα δεν έχετε ούτε μια άσπρη τρίχα. Φαίνεστε μεγάλος, αλλά δεν είστε γέρος.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Κι όμως βρίσκομαι στο τεσσαροκοστό τρίτο έτος της ηλικίας μου. Είναι πολύ καιρός που φύγατε από τη Μόσχα;
ΕΙΡΗΝΑ: Έντεκα χρόνια. Μα γιατί κλαις Μάσα, παράξενο κορίτσι!… (Μέσα από δάκρυα). Να , θα με πάρουνε κι εμένα τα κλάματα…
ΜΑΣΑ: Μου πέρασε. Και σε ποια οδό μένατε;
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Μα, στη Στάραγια Μπασμάναγια.
ΟΛΓΑ: Κι εμείς εκεί μέναμε!
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Έναν καιρό έμενα στην οδό Νιμεσκάγια. Από κει πήγαινα στην Κράσναγια, στη στρατώνα… Στο δρόμο υπάρχει ένα σκοτεινό-πένθιμο γιοφύρι και ττο νερό από κάτω βουίζει. Σαν περνάει κανείς μονάχος από κει πέρα τον πιάνει μελαγχολία. (Παύση). Εδώ όμως, τι πλατύ, τι μεγαλόπρεπο ποτάμι! Ένα ποτάμι θαυμάσιο!
ΟΛΓΑ: Ναι, αλλά κάνει κρύο. Κάνει κρύο εδώ και έχει και κουνούπια…
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Μα πώς αυτό; Έχετε δω ένα τόσο θαυμάσιο, υγιεινό ρούσικο κλίμα… Δάσος, ποταμό… Έχετε και σημύδες. Ωραίες, αγνές σημύδες! Τις αγαπώ περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα δέντρα! Είναι ευχάριστο να ζει κανείς εδώ. Το μόνο παράξενο είναι ότι ο σταθμός του σιδηροδρόμου απέχει περί τα είκοσι βέρτσια. Και κανείς δεν ξέρει γιατί είναι τόσο μακριά.
ΣΟΛΙΟΝΙΥ: Εγώ ξέρω. (Όλοι τον κοιτάζουν). Διότι αν ο σταθμός ήτανε κοντά – δε θα ‘τανε τόσο μακριά. Και μια και είναι μακριά, θα πει ότι δεν είναι κοντά.
(Μια αδέξια σιωπή)
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Του αρέσουν τ’ αστεία του Βασίλη Βασίλιεβιτς.
ΟΛΓΑ: Τώρα σας θυμάμαι κι εγώ! Ναι, ναι, θυμάμαι…
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Ήξερα και τη μητέρα σας.
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Ήτανε σπουδαία γυναίκα, θεός σχωρέστην.
ΕΙΡΗΝΑ: Η μητέρα είναι θαμένη στη Μόσχα.
ΟΛΓΑ: Στο Νόβο-Ντέβιτσκι…
ΜΑΣΑ: Θα το πιστέψετε, άρχισα κιόλας να ξεχνώ το πρόσωπό της. Έτσι θα πάψουν να μας θυμούνται κι εμάς… Θα μας ξεχάσουυν.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Ναι, θα μας ξεχάσουν. Αυτή είναι η μοίρα μας. Δεν γίνεται διαφορετικά. Αυτό που μας φαίνεται σήμερα σπουδαίο, σοβαρό, πολύ σημαντικό, θα ‘ρθει καιρός που θα ξεχαστεί ή θα μας φαίνεται ασήμαντο. (Παύση). Και το περίεργο είναι ότι εμείς είναι αδύνατο να ξέρουμε από τώρα, τι θα λογαριάζεται αργότερα σπουδαίο και υψηλό και τι ποταπό και γελοίο. Σάμπως οι ανακαλύψεις του Κοπέρνικου και του Κολόμβου, λόγου χάριν, δεν θεωρηθήκανε άχρηστες και γελοίες στην εποχή τους, ενώ τα ανόητα γραψίματα μερικών τσαρλατάνων τα περνούσανε για μεγάλες αλήθειες; Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με την τωρινή μας ζωή, που την θεωρούμε τόσο σπουδαία. Με τον καιρό μπορεί να φανεί παράξενη, δυσάρεστη, όχι φρόνιμη, όχι τόσο αγνή, μπορεί ακόμα και αμαρτωλή…
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Ποιος ξέρει; Ίσως η εποχή μας να θεωρηθεί σαν μια από τις μεγαλύτερες και να τη θυμούνται με σεβασμό. Σήμερα δεν υπάρχουν βασανιστήρια, δεν υπάρχουν εκτελέσεις και επιδρομές… κι όμως πόσα βάσανα τραβάει ο κόσμος!
ΣΟΛΙΟΝΙΥ (με μια ψιλή φωνή): Κουκ-κουκ-κουκ!… Του Βαρώνου μην του δώσεις κρέας και ψωμί, κι άστονε μονάχα να φιλοσοφεί!
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Βασίλη Βασίλιεβιτς, σας παρακαλώ να μ’ αφήσετε ήσυχο! (Πηγαίνει σε μια άλλη καρέκλα). Αυτό επιτέλους καταντάει ενοχλητικό!
ΣΟΛΙΟΝΙΥ (με μια ψιλή φωνή): Κουκ-κουκ-κουκ…
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ (Στον ΒΕΡΣΙΝΙΝ): Η δυστυχία που υπάρχει σήμερα – και υπάρχει πάρα πολλή – φανερώνει ωστόσο ότι η κοινωνία μας έχει φτάσει σ’ ένα ορισμένο ηθικό επίπεδο που…
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Ναι, ναι, βέβαια…
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Είπατε πριν βαρώνε, πως η εποχή μας θα θεωρηθεί μεγάλη και τρανή. Κι όμως οι άνθρωποι είναι τόσο μικροί! (Σηκώνεται). Για δέστε τι μικρός που είμαι!
(Ένα βιολί παίζει πίσω από τη σκηνή).
ΜΑΣΑ: Ο Αντρέι παίζει,ο αδελφός μας.
ΕΙΡΗΝΑ: Είναι ο σοφός της οικογένειας. Πάει για καθηγητής. Ο πατέρας ήτανε στρατιωτικός, αλλά ο γιος του θα γίνει άνθρωπος των γραμμάτων.
ΜΑΣΑ: Ήτανε η επιθυμία του πατέρα.
ΟΛΓΑ: Σήμερα τον κοροϊδεύαμε. Φαίνεται πως είναι λιγάκι ερωτευμένος.
ΕΙΡΡΗΝΑ: Με μια δεσποινίδα από δω. Θα ‘ρθει κι εκείνη σήμερα σπίτι μας χωρίς άλλο.
ΜΑΣΑ: Αχ, μα πώς ντύνεται! Τα φορέματά της δεν είναι μόνον ακαλαίσθητα ή παλιάς μόδας, είναι απλούστατα ελεεινά! Φοράει μια αλλόκοτη παρδαλή κίτρινη φούστα, με μια φράντζα απαίσια κι ένα κίτρινο μπλουζάκι. Και τα μαγουλάκια της γυαλίζουνε από το πολύ το τρίψιμο. Ο Αντρέι δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, δ μπορώ να το παραδεχτώ. Όσο να ‘ναι έχει κάποιο γούστο! Α, μπα, το κάνει έτσι γι’ αστείο. Θέλει να μα πικάρει και μας κάνει τον κουτό! Έμαθα χτες γι’ αυτήν, πως παντρεύεται τον Προκοποπόφ, τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Συμβουλίου. Θα κάνει πολύ καλά… (Στην πλαϊνή πόρτα, φωνάζει). Αντρέι, έλα μέσα μια στιγμή, χρυσέ μου…
(Μπαίνει ο ΑΝΤΡΕΪ)
ΟΛΓΑ: Από δω ο αδελφός μου Αντρέι Σεργκέγεβιτς.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Βερσίνιν.
ΑΝΤΡΕΪ: Προζόροφ. (Σκουπίζει το ιδρωμένο του πρόσωπο). Είστε ο νέος διοικητής της Πυροβολαρχίας μας;
ΟΛΓΑ: Φαντάσου, ο Αλέξανδρος Ιγνάτιεβιτς έρχεται απ’ τη Μόσχα!
ΑΝΤΡΕΪ: Αλήθεια; Τα συγχαρητήριά μου. Οι αδελφές μου δεν πρόκειται να σας αφήσουν σε ησυχία…
ΒΕΡΣΙΝΙΝ; Μα κι εγώ ενόχλησα αρκετά τις αδελφές σας τόση ώρα…
ΕΙΡΗΝΑ: Κοιτάξτε μια ωραία κορνίζα που μου χάρισε ο Αντρέι. (Δείχνει ένα κάδρο). Την έφτιαξε μόνος του.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ (κοιτάζοντας το κάδρο και μη ξέροντας τι να πει): Ναι… ναι… Είναι κάτι πολύ…
ΕΙΡΗΝΑ: Και το κάδρο πάνω από το πιάνο, ο ίδιος το ‘φτιαξε!
(Ο ΑΝΤΡΕΪ κουνάει τα χέρια του με απελπισία και πάει να φύγει).
ΟΛΓΑ: Είναι πολύ μορφωμένος, παίζει βιολί και μπορεί και σκαρώνει διάφορα πραματάκια! Είναι πολυτεχνίτης. Αντρέι, μη φεύγεις! Πάντα θέλει να το σκάει! Έλα δω!…
(Η ΜΑΣΑ και η ΕΙΡΗΝΑ τον πιάνουν απ’ τα χέρια και τον ξαναφέρνουν πίσω).
ΜΑΣΑ: Έλα, έλα!…
ΑΝΤΡΕΪ; Αφήστε με σας παρακαλώ!
ΜΑΣΑ: Τι κουτός που είσαι! Και τον Αλέξαντρο Ιγνάτιεβιτς τον φωνάζανε κάποτε ερωτοχτυπημένο ταγματάρχη, όμως εκείνος δε θύμωνε!
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Α, όχι, καθόλου!
ΜΑΣΑ: Κι εγώ θα ‘θελα να σε βγάλω εσένα ερωτοχτυπημένο βιολιστή!…
ΕΙΡΗΝΑ: Ή ερωτοχτυπημένο καθηγητή!
ΟΛΓΑ: Είναι ερωτευμένος! Ο Αντριούσα είναι ερωτευμένος!…
ΕΙΡΗΝΑ (χτυπάει τα χέρια της): Μπράβο! Μπράβο! Μπις! Ο Αντριούσα είναι ερωτευμένος!
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (έρχεται πίσω από τον ΑΝΤΡΕΪ και τον πιάνει από τη μέση): Ο πλάστης για τον έρωτα έπλασε την καρδιά μας! (Γελάει. Έπειτα κάθεται και διαβάζει την εφημερίδα που βγάζει από την τσέπη του).
ΑΝΤΡΕΪ: Ελάτε, φτάνει! Φτάνει! (Σκουπίζει το πρόσωπό του). Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα και σήμερα δεν είμαι στις καλές μου, όπως λένε. Διάβαζα ώς τις τέσσερις, ύστερα ξάπλωσα, μα πού να με πάρει ο ύπνος. Σκεφτόμουν το ένα πράμα, σκεφτόμουν το άλλο… Κι εδώ, ξέρετε, ξημερώνει πολύ νωρίς. Ο ήλιος πρωί-πρωί ξεχύθηκε στην κάμαρά μου. Θέλω, όσο θα μείνω εδώ το καλοκαίρι, να μεταφράσω ένα βιβλίο από τ’ αγγλικά…
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Ώστε ξέρετε αγγλικά;
ΑΝΤΡΕΪ: Ναι. Ο πατέρας μας, θεός σχωρέσοι την ψυχή του, μας τρέλαινε στο διάβασμα. Είναι γελοίο και κουτό, μα πρέπει να τ’ ομολογήσω, άρχισα να χοντραίνω μετά το θάνατό του. Πάχυνα τόσο πολύ μέσα σ’ ένα χρόνο, σα να ‘φυγε κάποιο βάρος από πάνω μου. Χάρις στον πατέρα μας, εγώ και οι αδελφές μου ξέρουμε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Η Ειρήνα μάλιστα ξέρει και ιταλικά!… Αλλά πόσο ακριβά τα πληρώσαμε όλ’ αυτά!
ΜΑΣΑ: Σ’ αυτή την πόλη το να ξέρει κανείς τρεις γλώσσες είναι περιττή πολυτέλεια! Κι ούτε καν πολυτέλεια – ένα περιττό εξάρτημα, σαν ένα έκτο δάκτυλο. Ξέρουμε ένα σωρό πράγματα που είναι άχρηστα.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Μα τι λέτε; (Γελάει). Ξέρετε ένα σωρό πράγματα που είναι άχρηστα; Δε νομίζω πως μπορεί να υπάρξει ένας τόπος τόσο πληκτικός και μελαγχολικός, που οι έξυπνοι και μορφωμένοι άνθρωποι να ‘ναι άχρηστοι. Ας υποθέσουμε ότι ανάμεσα στις εκατό χιλιάδες κατοίκους που ζούνε σ’ αυτή την πόλη – και που φυσικά είναι όλοι τους αγροίκοι και καθυστερημένοι – υπάρχουν μόνο τρεις άνθρωποι από το είδος το δικό σας. Δε χωρεί αμφιβολία πως εσείς, μόνοι σας, δε θα μπορέσετε να κατανικήσετε την αμόρφωτη μάζα που σας περιστοιχίζει. Λίγο-λίγο, έτσι όπως θα κυλά η ζωή σας, θα απορροφηθήτε θέλοντας και μη, θα χαθήτε μέσα σ’ αυτό το πλήθος. Η ζωή όμως θα ‘χει πάρει από σας ό,τι καλύτερο έχετε. Δε θα σβήσετε χωρίς ν’ αφήσετε πίσω σας ίχνη. Ύστερα από σας μπορεί να βγουν άλλοι έξι, ύστερα δώδεκα και πλήθος άλλοι, ωσότου τέτοιοι σαν εσάς αποτελέσουνε την πλειοψηφία. Σε διακόσια-τριακόσια χρόνια η ζωή επί της γης θα είναι αφάνταστα ωραία, μεγαλειώδης! Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια τέτοια ζωή και μ’ όλο που ακόμα δεν υπάρχει, έχει χρέος να την προαισθάνεται, να την περιμένει, να την ονειρεύεται, να προετοιμάζεται γι’ αυτήν. Γι’ αυτό πρέπει να βλέπει και να ξέρει περισσότερα από τον πατέρα του κι απ’ τον παππού του. (Γελάει). Κι εσείς παραπονιέστε πως ξέρετε ένα σωρό πράγματα που είναι άχρηστα;
ΜΑΣΑ (βγάζει το καπέλο της): Θα μείνω για το φαγητό…
ΕΙΡΗΝΑ (μ’ ένα στεναγμό): Όλ’ αυτά αλήθεια θα ‘πρεπε να τα γράψει κανείς…
(Ο ΑΝΤΡΕΪ έχει ξεγλιστρήσει χωρίς να τον καταλάβουν).
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Λέτε πως ύστερ’ από πολλά χρόνια η ζωή θα γίνει ωραία και μεγαλειώδης. Αυτό είναι σωστό. Όμως για να συμμετέχουμε σ’ αυτή, όσο μακριά κι αν είναι, πρέπει να προετοιμαζόμαστε, πρέπει να δουλεύουμε…
ΒΕΡΣΙΝΙΝ (σηκώνεται): Ναι… Ω! Τι πολλά λουλούδια που έχετε! (Κοιτάζει γύρω). Και ωραίο σπίτι! Σας ζηλεύω! Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή βολοδέρνω σε διάφορα σπιτάκια με δυο καρέκλες, ένα ντιβάνι και σόμπες που καπνίζουνε. Αυτό που μου έλειψε πάντα στη ζωή μου ήτανε ακριβώς τέτοια λουλούδια… (Τρίβει τα χέρια του). Αχ!… τι να γίνει;
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Ναι, πρέπει να δουλέψουμε! Χωρίς άλλο θα σκέφτεστε τώρα πως, πάει, συγκινήθηκε αυτός ο Γερμαναράς. Αλλά σας βεβαιώνω, στην τιμή μου, είμαι Ρώσος κι ούτε καν μπορώ να μιλήσω γερμανικά. Ο πατέρας μου ήταν ορθόδοξος… (Παύση).
ΒΕΡΣΙΝΙΝ (βηματίζει στη σκηνή): Συχνά σκέφτομαι, τι θα γινόταν αν ξανάρχιζε κανείς τη ζωή του, έχοντας πλήρη συνείδηση του τι υπήρξε. Δηλαδή, αν μια ζωή που την έζησε πια κανείς ήταν, όπως θα λέγαμε, ένα προσχέδιο, ενώ η δεύτερη ζωή θα ήταν η οριστική της μορφή. Φαντάζομαι τότε, καθένας από μας, θα προσπαθούσε πρώτ’ απ’ όλα να μην επαναλάβει τον παλιό του εαυτό, θα δημιουργούσε οπωσδήποτε μια διαφορετική κατάσταση για τη ζωή του. Θα είχε ένα σπίτι σαν κι αυτό, με πολύ φως και με πολλά-πολλά λουλούδια! Έχω μια γυναίκα και δυο κοριτσάκια. Η υγεία της γυναίκας μου είναι πολύ λεπτή, και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλ’ αν ήτανε να ξαναρχίσω τη ζωή μου δε θα παντρευόμουνα, όχι όχι!
(Μπαίνει ο ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ με στολή καθηγητού)
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ (προχωρεί στην ΕΙΡΗΝΑ): Αγαπητή μου αδελφή, θα μου επιτρέψεις να σου πω τα χρόνια πολλά για την ονομαστική σου γιορτή και με όλη μου την καρδιά να σου ευχηθώ καλήν υγεία και ό,τι άλλο μπορεί να επιθυμησει μια κοπέλα της ηλικίας σου. Και έπειτα να σου προσφέρω ως δώρο αυτό εδώ το βιβλιαράκι. (Της δίνει ένα βιβλίο). Την ιστορία του Γυμνασίου μας από πεντηκονταετίας γραμμένη από μένα. Ένα ασήμαντο μικρό βιβλιαράκι, που το ‘γραψα γιαγτί δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω, ωστόσο μπορείς να το διαβάσεις. Καλημέρα σας φίλοι μου. (Στον ΒΕΡΣΙΝΙΝ). Κουλίγκιν, καθηγητής του ενταύθα Γυμνασίου. (Στην ΕΙΡΗΝΑ). Μέσα σ’ αυτό το βιβλίο θα βρεις τον κατάλογο όλων των αποφοίτων του Γυμνασίου μας κατά τη διάρκεια της τελευταίας πεντηκονταετίας. Feci, quod potui, faciant meliora potentes! (Φιλάει τη ΜΑΣΑ).
ΕΙΡΗΝΑ: Μα… μου χαρίσατε ένα παρόμοιο βιβλίο το Πάσχα!
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ (γελάει): Αδύνατον! Τότε δόστο μου πίσω. Ή μάλλον δόστο καλύτερα στον συνταγματάρχη. Παρακαλώ δεχθείτε το, συνταγματάρχα μου. Καμιά μέρα που θα πλήττετε μπορείτε να το διαβάσετε.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Ευχαριστώ. (Ετοιμάζεται να φύγει). Χάρηκα πάρα πολύ που έκανα τη γνωριμία σας…
ΟΛΓΑ: Μα τι, φεύγετε; Α, όχι, όχι!
ΕΙΡΗΝΑ: Θα καθίσετε να φάτε μαζί μας. Σας παρακαλούμε!
ΒΕΡΣΙΝΙΝ (υποκλίνεται): Μα μου φαίνεται πως έπεσα πάνω σε γιορτή. Με συγχωρείτε, δεν το ‘ξερα και δεν σας ευχήθηκα. Χρόνια πολλά… (Προχωρεί με την ΟΛΓΑ στην τραπεζαρία).
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ: Σήμερα, κύριοι, είναι ημέρα αργίας, ημέρα αναπαύσεως. Ας αναπαυθούμε λοιπόν και ας χαρούμε, ο καθένας μας σύμφωνα με την ηλικία του και με τη θέση του. Τα χαλιά πρέπει να μαζευτούν και να φυλαχτούν ώς το χειμώνα… Περσική σκόνη ή ναφθαλίνη… Οι Ρωμσίοι ήταν υγιείς διότι ήξεραν πώς να εργάζονται και ήξεραν και πώς ν’ αναπαύονται. Είχαν το mens sana in corpore sano. Τη ζωή τους την είχαν υποτάξει μέσα σε ορισμένα καλούπια. Ο διευθυντής μας λέει ότι το σπουδαιότερο πράγμα στη ζωή είναι η φόρμα. Ό,τι χάνει τη φόρμα του, τελειώνει. Και στην κοινωνική μας ζωή το ίδιο συμβαίνει. (Βάζει τα χέρια του γύρω στη μέση της ΜΑΣΑΣ, γελώντας). Η Μάσα μου με αγαπά, η γυναικούλα μου με αγαπά… Και οι κουρτίνες πρέπει να φυλαχτούν μαζί με τα χαλιά… Σήμερα είμαι χαρούμενος, έχω θαυμάσιο κέφι!… Μάσα, σήμερα στις τέσσερις το απόγευμα θα πάμε στο σπίτι του Γυμνασιάρχη. Διοργανώνεται εκεί μια εκδρομούλα των εκπαιδευτικών μετά των οικογενειών των.
ΜΑΣΑ: Εγώ δεν θα ‘ρθω!
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ (λυπημένος): Μάσα, αγαπητή μου, γιατί;
ΜΑΣΑ: Θα τα πούμε αργότερα… (Θυμωμένη). Πολύ καλά, θα ‘ρθω. Μονάχα σε παρακαλώ, ξεφορτώσου με!… (Ξεμακραίνει).
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ: Έπειτα θα περάσουμε τη βραδιά μας στου Γυμνασιάρχη. Αυτός ο άνθρωπος, παρ’ όλη τη λεπτή κατάσταση της υγείας του, προσπαθεί πριν απ’ όλα να είναι κοινωνικός. Υπέροχη, ευγενική προσωπικότης! Ένας θαυμάσιος άνθρωπος! Χτες, μετά τη συνεδρίαση, μου λέει: “Κουράστηκα, Φιόντορ Ιλίτς, κουράστηκα”! (Κοιτάζει το ρολόι του τοίχου, έπειτα το δικό του). Το ρολόι σας πηγαίνει επτά λεπτά μπροστά. “Ναι”, μου λέει, “κουράστηκα”!
(Ήχοι βιολιού πίσω από τη σκηνή).
ΟΛΓΑ: Περάστε στο τραπέζι σας παρακαλώ, έχουμε και τούρτα!
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ: Αχ, Όλγα, αγαπητή μου Όλγα! Χθες εργαζόμουν από το πρωί ώς τις έντεκα το βράδυ. Παρακουράστηκα. Σήμερα όμως αισθάνομαι τόσο ευτυχισμένος! (Προχωρεί στο τραπέζι μέσα στη σάλα). Ω! αγαπητή μου!…
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (βάζει την εφημερίδα στην τσέπη του και χαϊδεύει το γένι του): Κι τούρτα!… Περίφημα!…
ΜΑΣΑ (στον ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ, σοβαρά): Μόνο το νου σας, σήμερα δεν θα πιείτε! Τ’ ακούτε; Σας κάνει κακό να πίνετε!
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Έλα τώρα! Αυτό ανήκει πια στο παρελθόν. Έχω δυο χρόνια να μεθύσω! (Νευρικά). Κι όμως, καλό μου κορίτσι, τι σημασία έχει;
ΜΑΣΑ: Έχει δεν έχει σημασία, να μην τολμήσετε να πιείτε! Να μην τολμήσετε! (Θυμωμένη, αλλά έτσι που να μην την ακούει ο άντρας της). Πάλι – που να πάρει ο διάολος – πάλι πρέπει να σκάσω όλο το βράδυ στου Γυμνασιάρχη!
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Εγώ στη θέση σας δε θα πήγαινα… Απλούστατα.
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Μην πας ψυχούλα μου.
ΜΑΣΑ: Ναι, μάλιστα, μην πας!… Είναι μια ζωή ελεεινή, αβάσταχτη!… (Προχωρεί στη σάλα).
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (την ακολουθεί: Ελάτε, ελάτε!…
ΣΟΛΙΟΝΙΥ (πηγαίνοντας στη σάλα): Κουκ, κουκ, κουκ…
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Φτάνει, Βασίλη Βασίλιεβιτς. Αφήστε με ήσυχο!
ΣΟΛΙΟΝΙΥ: Κουκ, κουκ, κουκ…
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ (εύθυμα): Εις υγείαν σας, Συνταγματάρχα μου! Είμαι δάσκαλος και μέλος της οικογενείας, ο σύζυγος της Μάσας… Είναι αλήθεια πολύ ευγενική, πάρα πολύ ευγενική.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Θα πιώ λίγη απ’ ατή την σκούρα βότκα… Εις υγείαν σας. (Πίνει. Στην ΟΛΓΑ). Είμαι τόσο ευτυχισμένος μαζί σας!
(Δεν απομένει κανείς στο σαλόνι εκτό από την ΕΙΡΗΝΑ και τον ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ).
ΕΙΡΗΝΑ: Η Μάσα δεν έχει σήμερα κέφι. Παντρεύτηκε στα δέκα οχτώ της χρόνια, τότε που νόμιζε πως αυτός ήταν ο εξυπνότερος απ’ όλους τους άντρες. Τώρα όμως δεν είναι το ίδιο. Είναι ο ευγενικότερος, αλλά όχι και ο εξυπνότερος.
ΟΛΓΑ (ανυπόμονα): Αντρέι, έλα επιτέλους!
ΑΝΤΡΕΪ (πίσω από τη σκηνή): Έρχομαι… (Έρχεται και πηγίνει στο τραπέζι).
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Τι σκεφτόσαστε;
ΕΙΗΝΑ: Τίποτα. Αυτός ο Σαλιόνιυ σας δεν μ’ αρέσει καθόλου. Τον φοβάμαι… Λέει τέτοιες βλακείες…
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Είναι παράξενος άνθρωπος. Εγώ τον λυπάμαι και τον αντιπαθώ, πιότερο όμως τον λυπάμαι. Μου φαίνεται πως είναι υποχονδριακός. Όταν είμαστε οι δυο μας μόνοι, είναι πολύ έξυπνος και τρυφερός. Αλλά μέσα σε κόσμο γίνεται αγροίκος, έτοιμος για καβγά. Μη φεύγετε. Αφήστε πρώτα να καθίσουν στο τραπέζι. Αφήστε με να μείνω κοντά σας. Τι σκέφτεστε; (Παύση). Είστε είκοσι χρονών, εγώ δεν είμαι ακόμα τριάντα. Πόσα χρόνια έχουμε μπροστά μας! Μια ατέλειωτη σειρά από μέρες, γεμάτες από την αγάπη μου για σας!
ΕΙΡΗΝΑ: Νικολάι Λβόβιτς, μη μου μιλάτε γι’ αγάπη.
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ (χωρίς να την ακούσει): Έχω μέσα μου τέτοια δίψα για τη ζωή, για τον αγώνα, για τη δουλειά. Κι αυτή η δίψα μέσα στην ψυχή μου, έσμιξε με την αγάπη μου για σας, Ειρήνα. Και μόνο γιατί είστε ωραία και η ζωή μου φαίνεται ωραία! Τι σκέφτεστε;
ΕΙΡΗΝΑ: Λέτε πως η ζωή είναι ωραία…Ναι, αλλά τι κι αν φαίνεται ωραία! Η ζωή για μας τις τρεις αδελφές δεν στάθηκε ώς τώρα ωραία. Μας έπνιξε, όπως τα λουλούδια πνίγονται από τ’ αγριόχορτα… Δακρύζουν τα μάτια μου και δεν κάνει… (Σκουπίζει γρήγορα τα δάκρυά της και χαμογελάει). Πρέπει να δουλέψω, πρέπει να δουλέψω! Ο λόγος που είμαστε μελαγχολικοί και βλέπουμε τη ζωή τόσο σκοτεινή, είναι γιατί δεν ξέρουμε τι θα πει δουλειά. Γεννηθήκαμε από ανθρώπους που περιφρονούσανε τη δουλειά…
(Μπαίνει η ΝΑΤΑΛΙΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ. φοράει ένα ροζ φόρεμα με πράσινη κεντητή ζώνη).
ΝΑΤΑΣΑ: Κάθισαν κιόλας στο τραπέζι… Άργησα… (Ρίχνει μια ματιά στον καθρέφτη και ταχτοποιείται). Τα μαλλιά μου δεν είναι άσχημα… (Βλέπει την ΕΙΡΗΝΑ). Ω, χρυσή μου Ειρήνα Σεργέγεβνα, χρόνια πολλά! (Της δίνει ένα ζωηρό και παρατεταμένο φιλί). Έχεις βλέπω κάμποσους καλεσμένους. Μα την αλήθεια ντρέπομαι… Καλημέρα βαρώνε!
ΟΛΓΑ (έρχεται στη σάλα): Ω, να κι η Νατάλια Ιβάνοβνα. Τι κάνεις χρυή μου! (Τη φιλάει).
ΝΑΤΑΣΑ: Χρόνια πολλά, να τη χαίρεστε! Έχετε τόσο κόσμο… Νρτρέπομαι φοβερά…
ΟΛΓΑ: Κουταμάρες, έχουμε μονάχα τους ανθρώπους μας. (Χαμηλόφωνα και με ταραχή). Έβαλες πράσινη ζώνη! Χρυσή μου, δεν έκανες καλά!
ΝΑΤΑΣΑ: Γιατί; Φέρνει γρουσουζιά;
ΟΛΓΑ: Όχι, αλλά δεν ταιριάζει με το φόρεμά σου… Χτυπάει τόσο άσκημα…
ΝΑΤΑΣΑ (κλαψιάρικα): Αλήθεια; Μα ξέρεις δεν είναι πράσινη, είναι μάλλον σκοτωμένο χρώμα. (Ακολουθεί την ΟΛΓΑ στη σάλα).
(Κάθονται όλοι για να φάνε. Δεν έχει απομείνει κανείς στο σαλόνι).
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ: Σου εύχομαι έναν καλό γαμπρό, Ειρήνα! Καιρός πια να σκεφτείς και την παντρειά!
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Νατάλια Ιβάνοβνα, ελπίζω σύντομα ν’ ακούσουμε και τους δικούς σας αρραβώνες!
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ: Η Νατάλια Ιβάνοβνα τον βρήκε κιόλας τον γαμπρό!
ΜΑΣΑ (χτυπώντας το πιάτο με το πηρούνι της): Κυρίες και κύριοι, θέλω να βγάλω λόγο!
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ: Μάσα, θα σου βάλω μηδέν για τη διαγωγή σου!
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Νόστιμο αυτό το ποτό! Από τι είναι καμωμένο;
ΣΟΛΙΟΝΙΥ: Από κατσαρίδες!
ΕΙΡΗΝΑ (με κλαψιάρικη φωνή): Πουφ! πουφ! αηδία!
ΟΛΓΑ: Στο δείπνο θα ‘χουμε γαλοπούλα ψητή και μηλόπιτα. Δόξα τω θεώ, είμαι σπίτι όλη μέρα και θα ‘μαι σπίτι και το βράδυ. Φίλοι μου, θα ‘ρθετε απόψε;
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Εμένα θα μου επιτρέψετε να ξανάρθω.
ΕΙΡΗΝΑ: Σας παρακαλώ!
ΝΑΤΑΣΑ: Εδώ ξέρετε δεν κάνουν τσιριμόνιες…
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Ο πλάστης για τον έρωτα έπλασε την καρδιά μα!… (Γελάει).
ΑΝΤΡΕΪ (θυμωμένος): Πάψτε λοιπόν! Δεν το βαρεθήκατε πια αυτό!
(Ο ΦΕΝΤΟΤΙΚ και ο ΡΟΝΤΕ μπαίνουν κρατώντας ένα μεγάλο καλάθι λουλούδια).
ΦΕΝΤΟΤΙΚ: Ω, κάθισαν κιόλας να φάνε!
ΡΟΝΤΕ (μιλάει δυνατά και ψευδίζει): Να φάνε; Α, ναι, κάθισαν κιόλας να φάνε…
ΦΕΝΤΟΤΙΚ: Στάσου μια στιγμή… (Τραβά μια φωτογραφία). Μια! Στάσου ακόμα… (Τραβά κι άλλη φωτογραφία). Δυο! και τώρα εντάξει! (Παίρνουν το καλάθι και προχωρούν στη σάλα. Τους υποδλεχονται με μεγάλη φασαρία).
ΡΟΝΤΕ (δυνατά): Χγόνια πολλά! Σας εύχομαι ό,τι ποθείτε! Ό,τι ποθείτε! Ο καιγός είναι θαυμάσιος σήμερα, ωγαιότατος! Ήμουν το πγωί εκδγομή με τα παιδιά του γυμνασίου. Τους κάνω μαθήματα γυμναστικής.
ΦΕΝΤΟΤΙΚ: Μην κινηθείτε, Ειρήνα Σεργκέγεβνα. Προσέχετε! (Της παίρνει φωτογραφία). Σήμερα είστε χαριτωμένη. (Βγάζει από την τσέπη του μια σβούρα). Αλήθεια, να και μια σβούρα! Βγάζει έναν ήχο καταπληκτικό!…
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Α, τι ωραία!
ΜΑΣΑ: Πλάι στην ακροποταμιά πράσινη βαλανιδιά. Πάνω στη βαλανιδιά, αλυσίδα κρεμαστή κι η αλυσίδα είναι χρυσή… (Παραπονιάρικα). Μα γιατί το λέω αυτό; Αυτή η φράση από το πρωί με κυνηγάει.
ΚΟΥΛΙΓΚΙΝ: Δέκα τρεις στο τραπέζι!
ΡΟΝΤΕ: Δε φαντάζομαι να δίνετε σημασία σε τέτοιες πγολήψεις! (Γέλια).
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Εγώ είμαι ένας γερο-κολασμένος. Αλλά γιατί η Ναάαλια Ιβάνοβνα κοκκίνισε; Δε φαντάζομαι να… (Δυνατά γέλια. Η ΝΑΤΑΣΑ φεύγει τρέχοντας από την τραπεζαρία κι έρχεται στο σαλόνι. Ο ΑΝΤΡΕΪ τρέχει πίσω της).
ΑΝΤΡΕΪ: Έλα, μη δίνεις σημασία!… Περίμενε μια στιγμή. Στάσου σε παρακαλώ…
ΝΑΤΑΣΑ: Ντρέπομαι. Δεν ξέρω τι λόγο έχουνε να παίζουνε μαζί μου. Το ξέρω, δεν είναι σωστό που σηκώθηκα απ’ το τραπέζι, όμως δε μπορώ πια… Δε μπορώ… (Σκεπάζει με τα χέρια της το πρόσωπό της).
ΑΝΤΡΕΪ: Αγαπημένη μου, σε παρακαλώ, σε ικετεύω, μη συγχίζεσαι. Σε βεβαιώνω πως αστειεύονται, δεν το κάνουν από κακία. Αγαπημένη μου, γλυκιά μου, είναι όλοι τους ευγενικοί, καλόκαρδοι άνθρωποι και όλοι τους μας αγαπούν κι εμένα και σένα. Έλα δω στο παράθυρο, από δω δε μας βλέπουν… (Κοιτάζει τριγύρω).
ΝΑΤΑΣΑ: Είμαι τόσο ασυνήθιστη στον καλό κόσμο…
ΑΝΤΡΕΪ: Ω, νεότης-χαριτωμένη, ωραία νεότης! Αγαπημένη μου, γλυκιά μου, μην είσαι τόσο λυπημένη! Πίστεψέ με, πίστεψέ μου… Είμαι τόσο ευτυχισμένος. Η ψυχή μου είναι γεμάτη αγάπη και χαρά. Όχι, δεν μας βλέπουν, δε μας βλέπουν. Γιατί; γιατί σ΄αγαπώ!… Πότε σε πρωτοαγάπησα δεν ξέρω… Γλυκιά μου, ακριβή μου, αγνή μου ψυχή, γίνου γυναίκα μου! Σ΄αγαπώ… Σ’ αγαπώ τόσο… όσο ποτέ μου δεν αγάπησα!… (Ένα φιλί).
(Δυο αξιωματικοί μπαίνουν και βλέποντας το ζευγάρι να φιλιέται, σταματούν κατάπληκτοι).
ΑΥΛΑΙΑ Α΄ ΠΡΑΞΗΣ
Μετάφραση: Λυκούργος Καλλέργης
Latest posts by dromena (see all)
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Τζωρτζ Μπέρναρ Σω. Εικονοκλάστης και ηθικολόγος - 29 Νοεμβρίου, 2024
- Κυκλοφορεί σε μετάφραση του Καθηγητή Βάιου Λιαπή το βιβλίο «Το Αρχαίο Θέατρο μέσα από τις Πηγές» - 14 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (3) - 11 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (2) - 10 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (1) - 10 Νοεμβρίου, 2024