Η ηδονή της τιμιότητος

Η ηδονή της τιμιότητος

Μοιράσου το!

  • ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Η πρώτη εντύπωση εκείνου που μαθαίνει πως οι ιστορικοί και οι αισθητικοί του θεάτρου κατατάσσουν τον Πιραντέλο ανάμεσα στους συγγραφείς της ρεαλιστικής σχολής, διόλου απίθανο να είναι η έκπληξη. Ρεαλιστής αυτός, που αρνείται την πραγματικότητα! Που αμφισβητεί την αντικειμενική της υπόσταση! Ο ρεαλισμός, αν έχει ένα βάθρο θεωρητικό, αυτό είναι φυσικά η αναγνώριση ακριβώς, η παραδοχή, μιας αντικειμενικής αλήθειας, που σ’ εμάς απόκειται να τη συλλάβουμε με τα οποιαδήποτε γνωστικά μας μέσα. Όμως ο Πιραντέλο προβάλλει αμέσως από την αρχή σαν ένας αδιάλλακτος υποκειμενιστής. Κι όχι σαν υποκειμενιστής του κοινού τύπου, που έχει δηλαδή καταλήξει, που διάλεξε μια κάποιαν άποψη, τη δική του, και την επιβάλλει πλαστικά, με το μέσο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Υποκειμενιστής ρευστός, αρνητής του εφικτού να υπάρξει ποτέ, υποκειμενική έστω, αλήθεια.

Έτσι, πάνω σ’ έναν άμμο κινούμενο, είναι χτισμένο ολόκληρο του έργου τού Πιραντέλο. Μια τέτοια αδιάκοπη αναδίπλωση της προσωπικότητος, που εγγίζει τα όρια του ιλίγγου, φυσικό να εγκυμονεί την αυτόματη ειρωνεία. Όταν δεν ξέρεις ποτέ “τι” είναι η αλήθεια και τι βαθμό σοβαρότητος έχει, όταν δεν ξέρεις ποιος είσαι συ ο ίδιος που την αναζητάς, τότε δεν μπορείς και να τής αποδίνεις τη βαρύτητα του μοναδικού. Η έρευνα –ή καλύτερα το κυνηγητό– μιας κάποιας βεβαιότητος, αναγκαίας ωστόσο στον άνθρωπο για να προσανατολιστεί μέσα στον κόσμο και να υπάρξει, καταντά σκιαμαχία. Και το δράμα το στηριγμένο στο κυνηγητό αυτό, θα ήταν φάρσα, μορφασμός, ή ματαιοπονία στεγνή, αν δεν παρενέβαινε ένα άλλο στοιχείο, που το θερμαίνει απροσδόκητα, τού αποτυπώνει την έκφραση τού σπασμού: Η αγωνία του ανθρώπου, του πλάσματος αυτού που ωστόσο διψάει, ιδρώνει αίμα, για κάποια βεβαιότητα.

Το δράμα ενός κόσμου που αναζητεί με πάθος τον εαυτό του και πιάνει μόνον ίσκιους, είναι το δράμα του πιραντελικού ανθρώπου. Ρεαλιστικό γίνεται αυτό το δράμα αν παραδεχτούμε πως ένα τέτοιο θέμα, σαν κατάσταση, εκφράζει αντιπροσωπευτικά τη ζωή. Αλλά και μεταφυσικό γίνεται αμέσως, φτάνει να θεωρήσουμε το ερώτημα, την αγωνία του, χρέος θεμελιακό, επιδίωξη υπέρτατη του ανθρώπου. Τότε ο αυστηρός, ιδιόρρυθμος υποκειμενισμός του, καταργείται. Έχουμε μιαν έκφραση σύνθετη: μεταφυσική στην αφετηρία της ρεαλιστική στη διατύπωσή της. Ο εγκεφαλισμός εξάλλου που τη χρωματίζει έντονα, της προμηθεύει κι έναν τρίτο φθόγγο, αυτόν ακόμα πιο χτυπητά χρονολογημένον: είναι αντίλαλος της δικής μας εποχής. Και το δραματικό αυτό έργο, στο σύνολό του, προβάλλει τότε αδιαμφισβήτητα, χαρακτηριστικά σύγχρονο. Είναι η νευρική κραυγή ενός κόσμου σε παροξυσμό, που αναλύει με πάθος ό,τι βρίσκεται πέρα από τη δικαιοδοσία τού πάθους· και που αν, πάλι, καταργήσει το πάθος για ν’ αναβλέψει, θα είναι απλούστατα το ίδιο σα ν’ αυτοκαταργηθεί…

***

Εύγλωττο για την κοσμοθεωρητική στάση τού Πιραντέλο είναι το έργο του “Η ηδονή της τιμιότητος” (1917). Ο ίδιος ο τίτλος μοιάζει να συνοψίζει ολόκληρο το θέμα. Θα βρεθούμε μπροστά στην περίπτωση ενός ανθρώπου, κοινωνικού παρία,ηθικά ναυαγισμένου, που ξαφνικά καλείται ν’ αναδεχτεί έναν αχάριστο ρόλο: να συγκαλύψει κάποιο κοινωνικό σκάνδαλο. Ο μαρκήσιος Φάμπιο Κόλλι, μεσόκοπος και παντρεμένος, είχε βρει παρηγοριά για τη συζυγική του κακοδαιμονία, σε μια νεαρή γυναίκα, την Αγάθα Ρέννι. Ο σύνδεσμος αυτός που, κατά τα κοινωνικά έθιμα βρίσκεται στο περιθώριο όχι μόνο του νόμου αλλά και των τύπων, πρόκειται να έχει σε λίγο καρπό. Μεγάλη περιπλοκή. Ο εραστής, η μητέρα της κοπέλας, η ίδια η ενδιαφερομένη, είναι ανάστατοι. Ένας φίλος επιστρατεύεται, κι αυτός, ανατρέχοντας στις προσωπικές του αναμνήσεις, βρίσκει πως το καταλληλότερο πρόσωπο για να σώσει τα προσχήματα, να άρει στους ώμους το την αμαρτία και να την επενδύσει με το πλάσμα της νομιμότητος, είναι κάποιος παλιός του συμμαθητής που πήρε αργότερα τον κακό δρόμο: ο Άγγελος Μπαλντοβίνο. Το κακόφημο αυτό πρόσωπο, μπαίνει στη σκηνή, κι από εδώ είναι που αρχίζει ουσιαστικά το έργο.

Όλοι περίμεναν, ύστερα από την προετοιμασία που μας έγινε, να παρουσιαστεί ένα ναυάγιο, ένα εξουθένωμα, κάποιο από τα σιχαμερά εκείνα όντα που ζουν βουτηγμένα στην υγρασία και στη σκιά, με την πόρωση για κύριο εφόδιό τους. Και προβάλλει κάτι πολύ διαφορετικό: Ένας άνθρωπος τσακισμένος μεν, αλλά που, με τις πρώτες λέξεις, κυριαρχεί πάνω στους άλλους, παίρνει στα χέρια του την πρωτοβουλία. Δεν πρόκειται εδώ για φτηνό θεατρικό απρόοπτο. Πρόκειται για μιαν επανατοποθέτηση του θέματος, σε νέα τώρα βάση. Ο Μπαλντοβίνο έχει οξύνοια σπάνια, έχει προσωπικότητα, έχει πείρα των ανθρώπων, και κατέχει καλά τα κύρια θέματα της ζωής. Ούτε η σοφία του βασίζεται σε μια κοινή, πρακτική πείρα. Είναι το καταστάλαγμα ενός ανθρώπου που σκέφτηκε, διδάχτηκε, βρήκε το μέσο να κάνει μέσα του θεμελιακές ανακατατάξεις αξιών· με μια λέξη: ωρίμασε. Η λεπτή διαλεκτική του στη μεγάλη σκηνή με τον Φάμπιο Κόλλι, στην α΄ πράξη, φοδράρεται από μιαν ειρωνεία έμμεση και άμεση: ειρωνεία τού συγγραφέα για τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, αλλά και ειρωνεία τού ίδιου του Μπαλντοβίνο για κείνους που τον καλούν να παίξει τον εξευτελιστικό τούτο ρόλο. Θα μεταστρέψει την κατάσταση σε βάρος εκείνων που θέλησαν να τον εκμισθώσουν, κι έτσι του πρόσθεσαν μιαν ακόμα ταπείνωση: Τον εκάλεσαν να παίξει το ρόλο ενός τίμιου ανθρώπου, και τούτο επειδή ακριβώς τον πιστεύουν ανέντιμο. Αλλά το παιχνίδι δεν είναι τόσο εύκολο, κρύβει παγίδες. Ένας άνθρωπος ανέντιμος, για να παραστήσει τον έντιμο μ’ επιτυχία, με πειστικότητα, ανάγκη να τη “ζήσει” την τιμιότητα, όχι να την υποκριθεί μονάχα. Κι από τη στιγμή που θ’ αρχίσει να τη ζει, αυτομάτως θ’ αποκτήσει αξιώσεις όχι μόνον από τον εαυτό του, αλλά κι από τους άλλους, τους γύρω του. Αυτή είναι η άποψη του Μπαλντοβίνο, Δεν μπορεί να είναι κανείς τίμιος και μαζί ν’ ανέχεται άτιμες καταστάσεις. Αποτέλεσμα: Ο Μπαλντοβίνο θ’ αξιώσει από τους συνενόχους του σεβασμό των κανόνων της τιμής. Αν αυτοί δεν τους τηρήσουν –και πώς να τους τηρήσουν, αφού τον εκάλεσαν ακριβώς για να μπορούν πίσω από τη ράχη του ν’ ασχημονούν ανενόχλητοι– τότε ο άτιμος δεν θα είναι αυτός, θα είναι εκείνοι. “Πρέπει να με σεβαστείτε “, να ο βαρύς λόγος του εξευτελισμένου. Η στάση του αυτή, η ατράνταχτα λογική, δημιουργεί αυτόχρημα ένα αδιέξοδο. Η παγίδα που έκλεισε, πιάνει αυτούς που την είχανε στήσει.

Αυτή όμως είναι η διαλεκτική μόνον άποψη του ζητήματος. Ο Πιραντέλο δεν θα ήταν δραματογράφο με ανθρώπινο περιεχόμενο αν δεν έβλεπε άλλην. Ο Μπαλντοβίνο του έχει και κάποιο βαθύτερο κίνητρο, όταν μπλέκει στη συμπαιγνία. Δεν είναι η διεφθαρμένη του φύση ουσιαστικά που τον σπρώχνει ν’ αναδεχτεί τον αχάριστο ρόλο. Το λέει ο ίδιος στον Φάμπιο Κάλλι: “Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι χαρά νιώθω γι’ αυτή την εκδίκηση εναντίον της κοινωνίας… Πιστέψτε με, γι’ αυτόν και μόνο το λόγο δέχτηκα την πρότασή σας”. Πρόκειται λοιπόν για έναν ταπεινωμένο που βρίσκει την ευκαιρία ν’ αποζημιωθεί· όμως η μνησικακία του, αν ξεκινάει έτσι, σαν εκδικητική μέθη, δεν έχει και την ηθική δυσμορφία τού σατανισμού. Είναι περισσότερο ένας αμαρτωλός ο Μπαλντοβίνο παρά ένας διεφθαρμένος. Έχει ίσως κι ο ίδιος υπερτιμήσει την ψυχραιμία του, την απάθειά του. Γι’ αυτό και, αφού πρώτα πιάσει τους άλλους στην παγίδα, θα κινδυνέψει ύστερα να πιαστεί κι αυτός. Το ρόλο του θα τον αγαπήσει τόσο που να τον πιστέψει. Μέθυσε με το ίδιο του παιχνίδι· μέσα του η καρδιά δεν έχει νεκρωθεί…

Ο μηχανισμός της τιμιότητος έχει στηθεί, λειτουργεί με αδυσώπητη αναγκαιότητα, παρασύρει στα γρανάζια του όλα τα πρόσωπα του έργου. Ακόμα και τον ίδιο τον Μπαλντοβίνο, που έχει φανεί στην αρχή να τον δεσπόζει. Αυτός, υπερέχει μόνο κατά το ότι συνειδητοποιεί τον μοιραίο κλοιό που δημιουργήθηκε. Θα εξαναγκάσει, στο τέλος, τους άλλους να δειχτούν άτιμοι, ενώ αυτός θα έχει αναδειχτεί ο τίμιος, ο ευγενικός, ο μεγαλόψυχος. Και ο πιο ειλικρινά συγκινημένος του έργου. Τα λόγια του, στο φινάλε κιόλας της πρώτης πράξεως, μας το είχαν αφήσει να το διαισθανθούμε· τα έξοχα εκείνα λόγια… Στην τρίτη πράξη, στη σκηνή του με την Αγάθα, ο άλλοτε ναυαγισμένος αυτός άνθρωπος, θα πει: “Είσαστε κ’ οι τρεις σας η εικόνα τη κακόμοιρης της ανθρωπότητας, που πονάει μέσα στη χαρά και χαίρεται στον πόνο της ζωής… Κ’ ήρθα και σας μίλησα με την αποπνιχτική γλώσσα μιας πλαστής κι αφύσικης τιμιότητος, που είχατε το κουράγιο να την αρνηθείτε”. Να λοιπόν το όπλο της τιμιότητος, το συντριπτικό επιχείρημα των ανεπίληπτων ανθρώπων, που έχει γίνει δίκοπο μαχαίρι. Ο Μπαλντοβίνο το βρήκε έτοιμο από άλλους κι αυτός μόνο που το τρόχισε. Η ανθρωπιά την κουρέλιασε την εντιμότητα, γιατί η δεύτερη είναι θεώρημα, ενώ η πρώτη πράξη ζωής.

 

Ο Πιραντέλο έδωσε όχι μόνο στο Θέατρο του 20ού αιώνα, αλλά και στη σκέψη μας γενικότερα, έναν ορισμένο προσανατολισμό που δεν μπορούμε πια να τον αγνοήσουμε. Παρασυρόμαστε συχνά να σκεφτούμε καθώς εκείνος, και τότε λέμε: πιραντελική άποψη, πιραντελική νοοτροπία, πιραντελικό θέμα. Αυτό σημαίνει πως το πέρασμά του ήταν αποφασιστικό, ο προσωπικός τόνος τού έργου του αναμφισβήτητος. Πρόκειται για αρετές όχι κοινές, ακόμα κι ανάμεσα σε συγγραφείς ιστορικής σημασίας.

_________

  • Το κείμενο αντλήθηκε από το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου
  • Κεντρική φωτογραφία: Μιράντα (Κυρία Μανταλένα), Πέτρος Φυσσούν (Άντζελο Μπαλντοβίνο), Άρης Μαλλιαγρός (Μαυρίκιος Σέττι), Νίκος Τζόγιας (Μαρκήσιος Φάμπιο Κόλλι). Η ηδονή της τιμιότητος (1962) Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Μετάφραση Μάριος Πλωρίτης, σκηνοθεσία Κωστής Μιχαηλίδης, εποπτεία σκηνοθεσίας Μιχάλης Μπούχλης, σκηνογραφίες Κλ. Κλώνης, ενδυμασίες Αντώνης Φωκάς.


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ