Ο ποιητής Αισχύλος
- ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
Ο Αισχύλος, γιος του Ευφορίωνος, γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 525 ή το 524 π.Χ. Ανήκει δηλαδή στην αδρή εκείνη γενιά των Μαραθωνομάχων και των Σαλαμινομάχων, που θεμελίωσε την αθηναϊκή ηγεμονία και, πέρα απ’ αυτήν, κάτι ευρύτερο κι απώτερο. Την ίδια χρονιά που γεννιόταν ο Αισχύλος, ένας βάρβαρος μονάρχης, ο Καμβύσης της Περσίας, εισέβαλλε με τ’ αχαλίνωτα στίφη του στην Αίγυπτο. Φαινομενική αφορμή της εισβολής είχε σταθεί μια γαμήλια προσβολή μυθικού τύπου, ουσιαστική όμως μια πρόθεση πολύ πρακτικότερη. Το μέγα ανατολικό κράτος που είχε σχηματιστεί από τη συνένωση κάτω από ένα σκήπτρο των Περσών και των Μήδων, ένιωθε, την εποχή ακριβώς εκείνη, ν ξυπνούν μέσα του οι πρώτες επεκτατικές ορμές. Για να βαδίσει προς την κοσμοκρατορία, έπρεπε πρώτα να κυριαρχήσει στη θάλασσα. Ο αιγυπτιακός στόλος ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο. Ο Καμβύσης ανέλαβε, επέτυχε, να το καταργήσει.
Να λοιπόν κάτω από ποιους οιωνούς έρχεται στον κόσμο ο Αισχύλος: Μια απειλή απροσμέτρητη ορθώνεται στην Ανατολή, μακρινό κύλισμα βροντής, μπουρίνι που ζυγώνει ζοφερό στον ορίζοντα του αιώνα. Τη βαθμιαία μεγέθυνση αυτού του κινδύνου, τη θυελλώδη επέλευσή του, τη μοιραία σύγκρουση δυο κόσμων, θα τη ζήσει ο ποιητής, θα γίνουν σκληρό φάδι της ζωής του. Η Ιστορία τον είχε τάξει μαζί με τη γενιά του εκεί, στον προμαχώνα όπου θα κριθεί το μέλλον, η μορφή του κόσμου. Αν οι Μήδοι του 5ου αιώνα που κατέκλυσαν την Ελλάδα την είχανε καταβάλει, τότε – αυτό ειπώθηκε άπειρες φορές – η μοίρα της ανθρωπότητας θα ήτανε πολύ διαφορετική. Ό,τι λέγεται ευρωπαϊκό πνεύμα, ανθρωπισμός, απλούστατα δεν θα είχε υπάρξει. Όμως οι θεοί άλλως όρισαν. Σε μια γωνιά της αττικής γης, στον κάμπο τού Μαραθώνα, όπως κι ένα χρόνο αργότερα στα τραγουδιστά νερά του Σαρωνικού που περιβρέχουν ένα μικρό νησί, τη Σαλαμίνα, μια χούφτα λαός αβοήθητος, έδωσε τη μάχη του Ανθρώπου, την κέρδισε. Στρατηγούντος του Μιλτιάδη, ναυαρχούντος του Θεμιστοκλή, ο Αισχύλος γιος του Ευφορίωνος, από την Ελευσίνα, ποιητής κι ελεύθερος πολίτης, συντροφιά με τους άντρες της φυλής του, με τς δυο του αδέρφια, πολέμησε και νίκησε. Ήταν έτσι γραμμένο! Στο πρόσωπο του ανθρώπου αυτού να συμβολίσει η μοίρα δυο μαζί ιερά: Την Ποίηση και την Ελευθερία.
***
Με την αποπομπή τού Ξέρξη από την ευρωπαϊκή ήπειρο θεμελιώνεται η ασφάλεια του ελληνικού κόσμου. Η επιβίωση του ελληνικού πνεύματος. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κίμων, για να στερεωθεί το οικοδόμημα, θα μεταβάλει τους αμυντικούς αγώνες των Ελλήνων σ’ επιθετικούς. Οι νίκες του, το φρόνημα που αναφτερώνεται, ο ορίζοντας που φαρδαίνει, ο πλούτος που συρρέει στο άστυ, οι καταβαλλόμενες εισφορές από τους συμμάχους, θα δημιουργήσουν γρήγορα τις προϋποθέσεις μια ηγεμονίας των Αθηναίων πολιτικής και πνευματικής. Η πρώτη, προσδιορίζει τη δεύτερη. Η δεύτερη, δικαιώνει, απαθανατίζει την πρώτη. Είναι ο πέμπτος αιώνας σ’ όλη του την εσωτερική αλληλουχία, την άφθαρτη λάμψη, την κοσμοϊστορική σπουδαιότητα. Και το λογοτεχνικό γεγονός που δεσπόζει μέσα στον πέμπτον αιώνα είναι η άνθιση του δραματικού είδους.
Την τραγωδία ο Αισχύλος την είχε παραλάβει από τους προκατόχους του σε κατάσταση υποτυπώδη. Ήτανε μια μορφή Τέχνης που αναδύεται ακόμα ψαχουλευτά μέσ’ από το τυπικό της διονυσιακής λατρείας, τη λυρική μέθη του διθυράμβου. Οι “Ικέτιδες”, αρχέτυπο της αισχυλικής ποιήσεως, ορόσημο με το παρελθόν, μας δείχνουνε και σήμερα τι περίπου ήτανε το είδος αυτό προτού το πάρει στα στιβαρά του χέρια ο ποιητής, αλλά και πώς άρχισε εκείνος αμέσως κιόλας, να επενεργεί πάνω του.
Στο διάστημα μιας ζωής μεστής από αγώνες, από νόημα, ο Αισχύλος οδηγεί την τραγωδία σε μιαν άλλη, αποφασιστική φάση. Την χειραφετεί σαν είδος, τής δίνει αυτοτέλεια και μέγεθος, την κάνει όχι απλώς εφάμιλλη αλλά ανώτερη από όλα τα λογοτεχνικά είδη. Ενωρίτατα είχε διαγνώσει, με το ποιητικό του δαιμόνιο, ποιο είναι το οικείο της γνώρισμα. Βαθμιαία αλλά και σταθερά, αποδεσμεύει μέσ’ από τον άμορφο λυρικό πηλό το δράμα, το τοποθετεί στο κέντρο, τού δίνει την πρωτοβουλία. Σύγκαιρα –άνθρωπος του θεάτρου προτού καλά-καλά υπάρξει θέατρο– μαντεύει τη σημασία τού θεάματος. Δεν περιορίζεται στο να διακοσμεί τα έργα του πάνω στη σκηνή.. Δημιουργεί τους αναγκαίους όρους για την οπτική αξιοποίησή τους. Βλέπει τις δραματικές καταστάσεις από την κατάλληλη γωνία, έτσι που ν’ αποκτούν αναγλυφικότητα, ενάργεια, ένταση. Η εμφάνιση του Αγαμέμνονος στη σκηνή –για να περιοριστούμε στην “Ορέστεια”– η είσοδός του πιο ύστερα στο ανάκτορο, το παρουσίασμα της Κλυταιμνήστρας μετά το φόνο, η αναγνώριση Ορέστη-Ηλέκτρας, ο μαγικός χορός των Ερινύων, άλλα πολλά, δεν είναι εικόνες τυχαίες ή απλά εμφαντικές, προορισμένες να ξιπάσουν. Εκφράζουν με αδυσώπητη εσωτερικήν αναγκαιότητα, καταστάσεις δεσπόζουσες του δράματος, τις αξιοποιούν σ’ όλες μαζί τις διαστάσεις και τις επιβάλλουν. Τέλος, πνεύμα υψηλό, ο Αισχύλος δίνει στην τραγωδία το ανάστημα του νου, την εμφορεί –ή καλύτερα εκφράζει δια μέσου της– έναν ολόκληρο κόσμο ιδεών. Οι ιδέες όμως αυτές δεν είναι ψυχρή, ακαδημαϊκή θεώρηση. Είναι εσωτερική πίστη, θρησκευτική ενατένιση, συγκίνηση ποιητική γεμάτη δραματικό πάθος απέναντι σε κάποιες αόρατες δυνάμεις που κυβερνούν τ’ ανθρώπινα. Είτε αυτό το συμμερίζεται κανείς ατομικά είτε όχι, είναι κάτι που, από την καθαρά ποιητική πλευρά, διατηρεί αμείωτη την αξία του. Ο Αισχύλος, συνείδηση κοσμογονική, είναι ποιητής θρησκευτικός με την έννοια ότι στέκεται γεμάτος δέος και περίσκεψη μπροστά στο άλυτο πρόβλημα της ανθρώπινης μοίρας και του κόσμου.
***
Το κορύφωμα της τέχνης του ο ποιητής θα το φτάσει στο τελευταίο χρονολογικά έργο του, την “Ορέστεια”. Η μοναδική αυτή που σώθηκε ώς τις μέρες μας τριλογία, διδάχτηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 458 π.Χ. Αναφέρεται στα δραματικά περιστατικά που ακολούθησαν τον Τρωικό πόλεμο και ιδιαίτερα την επιστροφή του Αγαμέμνονος στο Άργος. Ο βασιλέας των Αργείων γυρίζοντας στην πατρίδα του νικητής, ύστερα από δέκα χρόνια απουσία, δολοφονείται από την ίδια τη γυναίκα του, τη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα, ερωμένη τώρα πια του ξαδέρφου τού Αγαμέμνονος Αίγισθου. Παίρνουν έτσι έκφραση δυο γεγονότα που εκφράζουν μαζί και δυο αντίστοιχες ιδέες: Το ένα, το απώτερο, είναι ένα προγονικό αμάρτημα, η τραγική μοίρα που βαραίνει την οικογένεια των Ατρειδών. Ο Αγαμέμνων πληρώνει το έγκλημα του πατέρα του. Το δεύτερο είναι η οικεία στον Αισχύλο έννοια της “ύβρεως”. Ο Αγαμέμνων πληρώνει τα προσωπικά του σφάλματα, την υπέρμετρη έπαρσή του.
Πού βασίζεται το πρώτο; Κατά τον σχετικό θρύλο, δυο κλάδοι της ίδιας οικογένειας είχανε χωριστεί από άσβεστο μίσος, κυνηγιόνταν με την ίδια εκδικητική μανία. Ο Θυέστης αποπλάνησε τη γυναίκα τού αδερφού του Ατρέως κι αυτός πάλι για να εκδικηθεί τον ένοχο, του έσφαξε τα παιδιά του, τον έβαλε –πράξη πρωτόγονα αποτρόπαιη– να τα φάει, Σε δεύτερη γενιά, είναι τώρα ο Αγαμέμνων, γιος τού Ατρέως, που πληρώνει το έγκλημα του πατέρα του. Ο γιος τού Θυέστη Αίγισθος αποπλανά τη γυναίκα τού Αγαμέμνονος Κλυταιμνήστρα, κι εκείνη σκοτώνει τον άντρα της. Η εγκληματική αυτή μοίρα θα συνεχιστεί και σε τρίτη γενιά, στο γιο τού Αγαμέμνονος Ορέστη, που θ’ αναλάβει, κατά θεϊκή άλλωστε επιταγή, να εκδικήσει το φόνο τού πατέρα του. Η αλυσίδα των αδικημάτων είναι φυσικό να μην έχει τελειωμό, αφού το έγκλημα εγκυμονεί το έγκλημα, αν μια ανώτατη ηθική θέληση δεν εκδηλωθεί για να βάλει τέρμα, ν’ αποκαταστήσει την ισορροπία. Την αρχή τούτη που είναι κι ένα από τα εσωτερικά νοήματα του έργου θ’ αναλάβει να την εκφράσει ο ποιητής στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του. Η “Ορέστεια”, τραγική ιστορία μιας οικογενείας που δουλεύει στον βάρβαρο νόμο τού πρωτόγονου, τυφλού πάθους, γίνεται έτσι τελικά ο ύμνος στην ανώτατη ηθική τάξη που πρέπει να διέπει τ’ ανθρώπινα.
Αλλά η δραματική αξία των προσώπων που ελαύνονται από μια τυφλή μανία, από μιαν αναγκαιότητα μοιραία, ξένη προς τις ατομικές συνειδήσεις τους, θα ήτανε μηδαμινή. Ο ποιητής που νομοθέτησε την τραγωδία δεν μπορούσε να πέσει σε τέτοιο βασικό λάθος. Ο Αγαμέμνων, η Κλυταιμνήστρα, ο Ορέστης, στα χέρια του δεν είναι τ’ ασύνειδα όργανα μιας τυφλής ειμαρμένης. Είναι συνειδήσεις ελευθέρων ατόμων που, με το να ζουν μέσα σ’ ένα σύμπαν δραματικά αινιγματικό, δεν παύουνε να είναι κι υπόλογα για τις πράξεις τους, ν’ αποκομίζουν τους καρπούς των, όπως ο καθένας. Το πνεύμα της τραγωδίας στάθηκε πάντοτε τέτοιο: Επικίνδυνη ισορροπία ατομικών θελήσεων που, συγκρουόμενες, αντιμετωπίζουν με αγωνιώδη απορία το αίνιγμα της ζωής.
Ο Αγαμέμνων, γυρίζοντας από τον πόλεμο στο πρώτο μέρος της τριλογίας, φέρνει μαζί του όλα τ’ αλλοτινά του σφάλματα και σα να μη φτάνουν αυτά, θα διαπράξει κι άλλα, νέα. Τυφλωμένος από φιλοδοξία, αδιαμαρτύρητα, είχε θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια. Στην άλωση της Τροίας ξεπέρασε με σκληρότητα κάθε μέτρο, ελεηλάτησε την πόλη, γκρέμισε τα ιερά της, έσφαξε κι έκαψε. Θα τ’ ομολογήσει ο ίδιο μόλις μπει στη σκηνή. Βοηθώντας τώρα ασύνειδα το σκοτεινό έργο που ετοιμάζεται εναντίον του μέσα στ’ ανάκτορο, προσβάλλει την Κλυταιμνήστρα φέρνοντας μαζί του τη σκλάβα που διάλεξε για το κρεβάτι του, την κόρη τού Πριάμου, Κασσάνδρα. Η βασίλισσα, για να κολακέψει δολερά τον εγωισμό του, ίσως-ίσως και για να τον παρασύρει σε μια νέα πρόκληση απέναντι στους θεούς, που θα επιβαρύνει περισσότερο τη θέση του, στρώνει πορφυρά χαλιά να πατήσει εκείνος καθώς θα μπαίνει στ’ ανάκτορά του, χαλιά που ήτανε συνήθειο να στρώνονται μονάχα μονάχα για να περνάει το είδωλο ενός θεού. Διστάζει για μια στιγμή ο Αγαμέμνων, αναμετράει την “ύβρη”, ύστερα πείθεται. Κι έτσι τη στιγμή που μπαίνει στο ανάκτορο των Ατρειδών είναι πια φορτωμένος μ’ όλα μαζί τ’ αμαρτήματα που θα καθορίσουν το μαύρο ριζικό του.
Από την πλευρά της η Κλυταιμνήστρα διαφέρει βέβαια πολύ από μια κοινή φόνισσα. Όσο κι αν έχει την ενιαία, αλύγιστη στάση των αισχυλικών χαρακτήρων, τα ελατήρια που την κινούν δεν είναι καθόλου απλά. Την ξέρουμε σύζυγο προδοτική, παραδομένην μ’ ένοχη ηδυπάθεια στον Αίγισθο. Είναι ωστόσο και κάτι άλλο ακόμα, κάτι πιο πολύ: μάνα που τής έσφαξαν το παιδί της. Η ίδια τουλάχιστον, όταν ύστερα από το φόνο προβάλλει για να διηγηθεί τα περιστατικά του στο Χορό μ’ άγρια χαρά, αυτό το προηγούμενο επικαλείται. Η φοβερή πράξη της έτσι, χωρίς φυσικά και να την απαλλάσσει από το νόημα της ατομικής ευθύνης, παίρνει τη σημασία, το μέγεθος μιας ανώτερης αποστολής. Η Κλυταιμνήστρα όργανο της Δικαιοσύνης αποκτά ανάστημα και τραγική αξιοπρέπεια ασυνήθιστη, εμπνέει τρόμο σχεδόν μεταφυσικό.
Δεν είναι καθόλου απλό το έργο τού Ορέστη που θα επιφορτιστεί με τη σκληρή μοίρα να την τιμωρήσει μια μέρα. Ήρωας κατεξοχήν τραγικός, ο ύστατος αυτός αρσενικός γόνος των Ατρειδών θα γνωρίσει τη ζωή σαν μια φρικτή ανάγκη: πρέπει να εκδικήσει τον πατέρα του παίρνοντας πίσω το χυμένο αίμα από τη γυναίκα που έδωσε σ’ αυτόν τον ίδιο τη ζωή. Η βέβηλος απέναντι στη μνήμη τού πατέρα του, ή μητροκτόνος. Είν’ αλήθεια πως ο γιος τού Αγαμέμνονος δεν αντιμετωπίζει το γεγονός αυτό σαν ένα δίλημμα. Η εσωτερική αυτή διάσπαση της ψυχής είναι έργο άλλων αιώνων, που θ’ ακολουθήσουν. Οδηγημένος από θεϊκή εντολή, την προσταγή που τού έδωσε ο Απόλλων να γίνει εκδικητής, άκαμπτος στη θέλησή του, σα γνήσιος αισχυλικός ήρωας, έρχεται στο Άργος αποφασισμένος. Έχει συνείδηση της φοβερής του μοίρας, μα δε διστάζει. Χτυπάει. Μόνο που η πράξη του αυτή, έστω και υπαγορευμένη από μια βαθύτερη ανάγκη, είναι πολύ βαριά, για να μπορεί να μείνει ατιμώρητη. Διατάραξε το φυσικό νόμο, την ηθική τάξη. Οι Ερινύες, κινημένες από το αίμα της Κλυταιμνήστρας που ζητάει κι αυτό αντιπληρωμή, αναδύονται από το σκοτεινό άντρο τους, δένονται στα βήματα του μητροκτόνου, τον κυνηγάνε αδυσώπητες. Με σαλεμένα φρένα ο Ορέστης θα προσφύγει στο θεό που τον έστειλε, θα τού προσπέσει ζητώντας τη λύτρωση από το μαρτύριο. Ποια θα είναι η κατάληξή του; Την ερρύθμισε ο ποιητής σύμφωνα με την εσωτερική του θρησκευτική στάση και τους όρους τού καιρού του. Απέναντι ωστόσο στους τελευταίους τούτους στάθηκε καινοτόμος. Καθορίζοντας, αντίθετα με την παράδοση, ότι οι Ερινύες κυνηγούν όχι τον κάθε φονιά, παρά μονάχα εκείνον που σκοτώνει συγγενείς του εξ αίματος, τις κάνει έτσι αντιπροσώπους τού οικογενειακού δικαίου. Τις αντιτάσσει στον Απόλλωνα, τον εκπρόσωπο εδώ ενός άλλου νόμου: Πως κάθε έγκλημα πρέπει να τιμωρείται από τον πλησιέστερο συγγενή τού θύματος. Αρχαίο δίκαιο της οικογένειας και νεότερο δίκαιο της πολιτείας τα βάζει ο Αισχύλος ν’ αναμετρηθούν στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του, τις “Ευμενίδες”. Οι θεότητες του πρώτου θα υποστηρίξουν την κατηγορία κατά του Ορέστη. Ο θεός τού δευτέρου θ’ αναλάβει την υπεράσπιση. Το δικαστήριο ωστόσο που θα δικάσει την υπόθεση δεν είναι ένα δικαστήριο από θεούς, αλλ’ από ανθρώπους. Ο ποιητής, επεκτείνοντας την κεντρική του ιδέα στο συγκεκριμένο πολιτικό επίπεδο, αναθέτει την αποστολή τούτη στο ανώτατο αθηναϊκό δικαστήριο, τον Άρειο Πάγο. Ήταν ένας θεσμός πανάρχαιος, προπύργιο των αριστοκρατικών αρχών, που είχε ιδεί τη δικαιοδοσία του να περιορίζεται σημαντικά από το κόμμα που επικρατούσε τώρα. Πραγματικά, την πολιτική του Κίμωνος την είχε διαδεχθεί η πολιτική τού Περικλέους, η αριστοκρατία υποχωρούσε στην δημοκρατία. Το 461, τρία χρόνια πριν από τη διδασκαλία της “Ορέστειας”, ένας από τους ηγέτες της δημοκρατικής μερίδας, ο Εφιάλτης, είχε δολοφονηθεί χωρίς και ν’ ανακαλυφθούν οι δολοφόνοι του. Αυτό έγινε αφορμή να περιοριστούν ακόμη περισσότερο τα δικαιώματα του Άρειου Πάγου. Με το τέλος των “Ευμενίδων” του ο Αισχύλος κάνει μιαν έμμεση έκκληση στους Αθηναίους να διατηρήσουν σ’ όλη του την αρχαία λάμψη ένα θεσμό που είναι προορισμένος να σώζει την πολιτεία από τα εξαπολυμένα πάθη κι από το χάος της αναρχίας. Η έννομη τάξη του πέμπτου αιώνος αποτελούσε μια κατάκτηση πολύ επίπονη του ανθρώπου απέναντι στην αρχέγονη βαρβαρότητα για να μπορεί εύκολα να θυσιαστεί.
***
Το κάλλος τού έργου και το ποιητικό ύψος του το κατατάσσουν στην κορυφή του κλασικού, όπως και του, κάθε εποχής, θεάτρου. Η “Ορέστεια” είναι γεμάτη εξαίσιες στιγμές δραματικής ομορφιάς. Πλάι στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών άλλες μορφές στέκονται, όχι λιγότερο ωραίες, όπως η μοναδική εκείνη στο παγκόσμιο θέατρο Κασσάνδρα, γυναίκα και σύμβολο μαζί της πολιτείας που εξολοθρεύτηκε, η περήφανα πονεμένη Ηλέκτρα. Με την “Ορέστεια” το ανθρώπινο πνεύμα πήρε τη μεγάλη ποιητική πτήση του. Οι μεταγενέστεροι από τον Αισχύλο δραματικοί ποιητές θα έχουνε να επεξεργαστούν το νέο λογοτεχνικό είδος, να το πλουτίσουν σ’ αποχρώσεις, να του ποικίλουν την τεχνική. Κανένα τους δε θα μπορέσει να φτάσει ψηλότερα ή καν εκεί που ανέβηκε με το ρωμαλέο το αυγινό φτεροκόπημα ο πατέρας της τραγωδίας.
- Κεντρική φωτογραφία: Δημήτρης Ροντήρης (Συντελεστής-Σκηνοθέτης), Μαρίκα Κοτοπούλη (Κλυταιμνήστρα). Στιγμιότυπο από τις πρόβες. Ορέστεια: Αγαμέμνων (1949), Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 07/09/1949 – 14/10/1949 Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
- Το κείμενο αντλήθηκε από το έντυπο πρόγραμμα.
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024