Εύα Μανιδάκη: Η Επίδαυρος μπορεί να σε εξαφανίσει

Εύα Μανιδάκη: Η Επίδαυρος μπορεί να σε εξαφανίσει

Μοιράσου το!

– Ποιο ήταν το αρχιτεκτονικό σας ντεμπούτο και ποιο το θεατρικό;

– Η πρώτη προσωπική αρχιτεκτονική δουλειά μου, γιατί έχω εργαστεί και ως υπάλληλος σε αρχιτεκτονικό γραφείο, ήταν ο σχεδιασμός προσθήκης σε μονοκατοικία του 1950 στο Ηράκλειο Κρήτης. Επρεπε να αξιοποιήσω ένα μέρος του οικοπέδου που δεν είχε οικοδομηθεί. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, όμως θυμάμαι με τρυφερότητα αυτό το έργο, γιατί στο Παρίσι, όπου σπούδασα, έμενα σε διαμέρισμα μόλις 14 τετραγωνικών και από τότε αισθάνομαι πολύ οικεία όταν έχω να κάνω με μικρούς χώρους. Στο θέατρο ξεκίνησα το 2008: έφτιαξα σκηνικά και κοστούμια για το έργο του Νίκι Σίλβερ «Χοντροί άνδρες με φούστες», που παρουσιάστηκε στον Τεχνοχώρο σε σκηνοθεσία Ράνιας Οικονομίδου, με μια ομάδα μαθητών της από τη δραματική σχολή του Εμπρός, από την οποία είχα κι εγώ αποφοιτήσει. Είχα κάνει κάτι ευέλικτο και πολυμορφικό με αφρολέξ –δεν υπήρχαν πολλά χρήματα–, ήταν ο ορισμός της Arte Povera. Και αυτό με γλύκα το σκέφτομαι. Αλλωστε και τη Ράνια, και τους ηθοποιούς τους αισθανόμουν ήδη σαν οικογένεια.

– Από τη μία η αρχιτεκτονική και από την άλλη το θέατρο. Ανέκαθεν συμβάδιζαν στη ζωή σας;

– Η αρχιτεκτονική προηγήθηκε. Το θέατρο το αγαπούσα από παιδί, όμως ποτέ δεν είχα σκεφτεί να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτό. Αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή σε μια πάρα πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Χρειαζόμουν ανάσα ζωής, χωρίς καμιά υπερβολή σάς το λέω, και αυτό ήταν για μένα το θέατρο: ζωοποιός δύναμη.

– Αρχιτέκτονας γιατί αποφασίσατε να γίνετε;

Κάθε φορά που είναι να συναντήσω ένα κείμενο ή ένα κτίριο, ξέρω πως μια ιστορία μεγάλης αγάπης θα ξεκινήσει.

– Ο πατέρας μου, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών και μου λείπει πολύ, ήταν μηχανικός σε τεχνική εταιρεία, η οποία πραγματοποιούσε έργα οδοποιίας και άρδευσης κι έτσι αλλάζαμε συχνά τόπο κατοικίας: από την Αμαλιάδα (έργα για το φράγμα Πηνειού), τα Ιωάννινα και τη Ναύπακτο (κατασκευή φράγματος Μόρνου) μέχρι τη Νιγηρία! Η παιδική μου ηλικία υπήρξε συνδεδεμένη με τα εργοτάξια, αυτά ήταν η παιδική χαρά για μένα, στο χώμα ένιωθα ευτυχισμένη. Στο σπίτι, τα παιχνίδια μας είχαν να κάνουν με κατασκευές. Και για την αδελφή μου, και για μένα, η αρχιτεκτονική ήταν μάλλον μονόδρομος, λοιπόν. Και δεν το αισθανθήκαμε ως πίεση. Ηρθε αυθόρμητα.

– Η αρχιτεκτονική ζει και μετά από εμάς. Το θέατρο είναι η τέχνη του εφήμερου. Πώς ισορροπούν αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις σε εσάς;

– Ακριβώς αυτή την αντίφαση βρίσκω συναρπαστική, με εξιτάρει, μου ανεβάζει την αδρεναλίνη, με εμπνέει! Κάθε φορά που είναι να συναντήσω ένα κείμενο ή ένα κτίριο, ξέρω πως μια ιστορία μεγάλης αγάπης θα ξεκινήσει.

– Από τους σκηνοθέτες με τους οποίους έχετε συνεργαστεί τι έχετε κρατήσει;

– Θυμάμαι πάντα τον Λευτέρη Βογιατζή. Τον κουβαλάω στο μυαλό μου και στην καρδιά μου. Οι δουλειές μας ήταν πολύ σκοτεινές και πολύ φωτεινές ταυτόχρονα, κάναμε βαθιά σκαψίματα μαζί. Αντιστοίχως, με την Κατερίνα Ευαγγελάτου, τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, σχεδόν μόνιμους συνεργάτες μου εδώ και χρόνια, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής: όχι τόσο στον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετούν αλλά στην επικοινωνία, στην εμπιστοσύνη, στο πώς χτίζουμε μια σχέση πάνω στο θεατρικό έργο, σε μια συγγένεια αισθητική. Και αυτό είναι πολύτιμο σε κάθε συνύπαρξη – όχι μόνο στο θέατρο και στην αρχιτεκτονική.

– Υπήρξαν παραστάσεις που σας παίδεψαν;

– Ολες! Τίποτα δεν γίνεται εύκολα. Για να αναφερθώ στις πιο πρόσφατες, για το «Don’t look back» του Γιάννη Χουβαρδά που παρουσιάστηκε τον Μάιο στο πλαίσιο του «2023 Ελευσίς, πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης» δούλευα σκληρά έναν ολόκληρο χρόνο. Ο «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη, που ανέβηκε σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου στην Επίδαυρο τον Ιούλιο, ήταν επίσης δύσκολο εγχείρημα. Για όλες τις παραστάσεις χάνω τον ύπνο μου. Είναι τόση η αγωνία μου κάθε φορά, που «κλέβει» ένα μερίδιο της χαράς: δεν τις απολαμβάνω όσο ίσως θα έπρεπε.

Εύα Μανιδάκη: Η Επίδαυρος μπορεί να σε εξαφανίσει-1
«Η αρχιτεκτονική προηγήθηκε. Αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή σε μια πάρα πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Χρειαζόμουν ανάσα ζωής, χωρίς καμιά υπερβολή σάς το λέω, και αυτό ήταν για μένα το θέατρο: ζωοποιός δύναμη», λέει η Εύα Μανιδάκη.

Ναρκισσισμός, ο μεγαλύτερος εχθρός του αρχιτέκτονα

– Εκτιμάει πάντα το κοινό ένα καλό σκηνικό;

– Δεν το σκέφτομαι έτσι. Σημασία έχει να εισπράττει ο θεατής το σκηνογραφικό και το ενδυματολογικό κομμάτι ως αναπόσπαστο συστατικό της παράστασης. Αν πει «τι ωραίο σκηνικό!», πιθανότατα είναι αποτυχημένη η παράσταση. Αρα έχω αποτύχει κι εγώ.

– Τις διαμαρτυρίες για την μπασκέτα που είδαμε στην Επίδαυρο, στη διασκευή των «Σφηκών» του Αριστοφάνη από τη Λένα Κιτσοπούλου, τις θεωρείτε δικαιολογημένες;

– Η Επίδαυρος είναι ναρκοπέδιο. Από τη μία, λόγω της μυθολογίας της· για μένα είναι το απόλυτο θέατρο. Από την άλλη, ειδικά για τον σκηνογράφο, ο πήχυς της δυσκολίας είναι ιδιαίτερα ψηλός. Κάθε θεατής, ανάλογα με τη θέση του, βλέπει διαφορετικά το σκηνικό, οπότε αυτό που θα φτιαχτεί πρέπει να έχει και εύρος θέασης, και «άνοιγμα» προς τη φύση, τα πεύκα, τον ουρανό. Δεν μπορεί η σκηνογραφία να αγνοεί το τοπίο. Οι παλιοί ηθοποιοί είχαν προσδώσει στην Επίδαυρο μια δύναμη μεταφυσική. Εχει κάτι μαγικό, έλεγαν. Αν δεν είσαι καλός σε εξαφανίζει. Το πιστεύω ακράδαντα, ισχύει για τους πάντες.

– Αλήθεια, τα σκηνικά των παραστάσεών σας τι γίνονται μετά;

– Διαλύονται και ανακυκλώνονται. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως το δέντρο, αναφορά στη «Θυσία» του Ταρκόφσκι, που υπάρχει στον «Ιππόλυτο». Κλαδάκι κλαδάκι το έφτιαξε ένας γλύπτης του Εθνικού Θεάτρου, οπότε θα το κρατήσουν με την προοπτική να αξιοποιηθεί κάπου αλλού. Να που μερικές φορές το εφήμερο νικιέται… Υπάρχουν και κάποια μικροαντικείμενα που παίρνω εγώ από τα σκηνικά μου και τα ξαναχρησιμοποιώ – ένα καδράκι, ένα διακοσμητικό, οτιδήποτε. Είναι τα γούρια μου για επόμενες δουλειές μου.

– Ποιες είναι οι αρετές του καλού αρχιτέκτονα;

– Οπως στο θέατρο έχουμε το κείμενο και βάσει αυτού πρέπει να προχωράμε, έτσι και στην αρχιτεκτονική οφείλουμε να σκύβουμε με ευθύνη πάνω από το οικόπεδο, να βλέπουμε τις ανάγκες του σε σχέση με τον τόπο, το φως και τον αέρα. Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα είναι θέμα δουλειάς.

– Και το μεγαλύτερο κουσούρι;

– Ο ναρκισσισμός, να σκέφτεται μόνο πώς θα αποδείξει πόσο σπουδαίος είναι ο ίδιος.

– Aν ένας ξένος σάς ζητούσε να του δείξετε μια καλή και μια κακή εκδοχή της ελληνικής αρχιτεκτονικής, τι θα επιλέγατε;

– Τις φρικτές «αναμονές» (για μελλοντική προσθήκη ορόφου) σε οικοδομές κυρίως της δεκαετίας του ’70, που υπάρχουν ακόμη σε όλη την Ελλάδα. Και σπίτια με την υπογραφή αρχιτεκτόνων όπως ο Κωνσταντινίδης και ο Πικιώνης, με έντονο το στοιχείο της ελληνικότητας αλλά και ευρωπαϊκές επιρροές με σοφία ενταγμένες στον σχεδιασμό τους. Με κάνουν να αναφωνώ: Θεέ μου, τι αριστουργήματα είναι αυτά!

Οι «φάροι» μου

«Ενας από τους ανθρώπους που με έχουν σημαδέψει –και καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξή μου– ήταν ο Πολ Βιριλιό, δάσκαλός μου στην Εcole Speciale d’ Architecture του Παρισιού, ένας πραγματικός φιλόσοφος της αρχιτεκτονικής. Επίσης, θαυμάζω απεριόριστα το έργο του Αρη Κωνσταντινίδη. Ηταν φωτεινή περίπτωση. Αν ζούσε στο εξωτερικό θα είχε γίνει σούπερ σταρ. Είδε και αφουγκράστηκε την Ελλάδα –το κλίμα, τα υλικά, τα χρώματά της– με τρόπο μοναδικό. Ταυτόχρονα, ως κοσμοπολίτης που ήταν, ενσωμάτωσε στην ελληνική αρχιτεκτονική πολύτιμα ευρωπαϊκά στοιχεία. Αντίστοιχη ήταν η συμβολή και του Τάκη Ζενέτου. Αυτοί οι δύο αρχιτέκτονες είναι οι “φάροι” μου. Μαζί με τον Ιάπωνα Ταντάο Αντο. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω, ως φοιτήτρια, μια διάλεξή του στη Γαλλία. Με μάγεψε! Ταξίδεψα στην Ιαπωνία με τα κτίριά του σημειωμένα σ’ ένα χάρτη για να μπορέσω να τα μελετήσω από κοντά».

Η συνάντηση

Στο κλιματιζόμενο πατάρι του Zampano (από τον ήρωα του Φελίνι στο «La Strada»), στου Ψυρρή, φάγαμε από μια δροσερή σαλάτα με αλμύρα, ντοματίνια, κολοκυθάκι και κατίκι. Κουβεντιάσαμε για την αποκατάσταση της οικίας του Κωνσταντίνου Καβάφη στην Αλεξάνδρεια – έργο που έχει αναλάβει το Flux-office. «Κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί συγκινούμαι. Οι μυρωδιές, οι ήχοι, η υγρασία, το φως, όλα όσα υπάρχουν έντονα στην ποίησή του τα νιώθεις», είπε η Εύα Μανιδάκη. Μιλήσαμε και για τις γάτες της, τη Νάρα και τη Γιοκιχί. «Η μέρα μου αρχίζει και τελειώνει με αυτά τα υπέροχα ζώα, που με γαληνεύουν. Παίρνουν από πάνω μου την κούραση και το άγχος».

Εύα Μανιδάκη: Η Επίδαυρος μπορεί να σε εξαφανίσει-2
Τασούλα Επτακοίλη

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ