Ο Παλαμάς θεατρικός συγγραφέας

Ο Παλαμάς θεατρικός συγγραφέας

Μοιράσου το!

Κάποτε μ’ αρέσει – αν και βέβαια ξέρω ότι οι σχηματοποιήσεις, έστω κι αν είναι παραστατικότατες πάντα, καθώς περιορίζουν, προδίνουν – να αποκρυσταλλώνω στη φαντασία μου τους ποιητές σε κείνη που θεωρώ την πιο χαρακτηριστική τους λειτουργία.

Τον Σολωμό τον βλέπω εκστατικό, ή σκυμμένο με πείσμα στο χαρτί, ν’ αναζητά με αγωνία την ολοένα τελειότερη έκφραση, το ασύλληπτο θαύμα· ο Χατζόπουλος περιπλανάται μέσα σε μια ομίχλη που διατηρεί ανεπαίσθητες ανταύγειες από το φως του ήλιου και των αστεριών· δονείται από τους μισοσβησμένους ήχους μιας απόκοσμης μουσικής και παρακολουθεί καράβια με απλωμένα πανιά να εξαφανίζονται στον ορίζοντα, την άνοιξη να μαραίνεται, και καλεί κοντά του μια χαμένη αδελφή· ο Γρυπάρης απορροφάται από τις κλασικές τραγικές μορφές που θέλει και κατορθώνει να διατηρήσει άμεσα στη ζωή και εγκαταλείπει γι’ αυτές τα ατελιέ των μεσαιωνικών χρυσοχόων και το σκάλισμα εκλεπτυσμένων αριστοκρατικών δεσιμάτων γύρω από πολύτιμους λίθους· ο Μαλακάσης εμφυσά τη ζωή της τέχνης στις παιδιάστικες μεσολογγίτικες αναμνήσεις του και στις κοπέλες που άλλοτε τον συγκίνησαν και που δεν γνώρισαν τη χαρά· ο Πορφύρας σ’ ένα καφενεδάκι στον Πειραιά κοιτάζει και τραγουδεί τη θάλασσα, τα πλοία, πάνω στους λόφους τα ερημοκκλήσια, και μέσα στις αυλές με τους βασιλικούς τις κοπέλες που μαραίνονται· ο Καβάφης μέσα στην κίνηση των δρόμων και των μαγαζιών μιας κακοφημισμένης αλεξανδρινής συνοικίας προσδίνει την αίγλη του ιστορικού παρελθόντος στους ωραίους έφηβους που συναντά και προσδοκά κάθε στιγμή τους βαρβάρους εγκαρτερικά, χωρίς παράπονο, γιατί ξέρει ότι το τέλος, ο σκοπός του ταξιδιού, δεν έχουν καμιά σημασία, ότι όλος ο πλούτος και η ηδονή αντλούνται καθώς πορεύεται κανένας προς την Ιθάκη· ο Καρυωτάκης πνίγει σ’ ένα σπαρακτικό γέλιο τον απέραντο λυγμό που αναβλύζει από μέσα του και σχεδιάζει για καιρό, επίμονα, υπομονετικά, τη λύση που θα τον απολυτρώσει από το εσωτερικό του δράμα και θα δικαιώσει όλο του το έργο.

Τον Παλαμά τον οραματίζομαι πάντα περιτριγυρισμένο από βιβλία γραμμένα σε διάφορες γλώσσες, με αναρίθμητα σχήματα και ποικίλο περιεχόμενο, να σκύβει πάνω σ’ αυτά, να τα ξεφυλλίζει, να τα μελετά, να τα διαβάζει, να πλουτίζει αδιάκοπα τις γνώσεις του, και ύστερα να γράφει μέσα σε μια ατμόσφαιρα που δεν τη δρόσιζε, δεν την αναζωογονούσε ποτέ ο αέρας της θάλασσας και του βουνού.

Οραματίζομαι πάντα το φως μιας μικρής λάμπας στην οδόν Ασκληπιού ν’ απλώνεται στο γύρω σκοτάδι. Σε μια εποχή όπου η λογοτεχνική ασχολία είχε έναν καθαρό ερασιτεχνικό χαρακτήρα, ο Παλαμάς συνειδητοποίησε από τους πρώτους και σοβαρότερα από όποιον άλλο, ότι η Τέχνη αξιώνει αποκλειστική αφοσίωση σ’ αυτήν, ότι εκπηγάζει βέβαια κι από την έμπνευση και τη διάθεση, αλλ’ ότι είναι προπάντων καρπός επίμονης και συστηματικής εργασίας, πολλού μόχθου. Αφιέρωσε όλη του τη ζωή μόνο στα Γράμματα· δεν επεδίωξε ποτέ καμιά αλλαγή, καμιά φυγή από τον αυστηρό κανόνα που η εσωτερική του επιταγή είχε ορίσει στον εαυτό του, δεν ήρθε ποτέ σε κατευθείαν επαφή με τα μικρά και μεγάλα γεγονότα, με τα πράγματα, με τα ζητήματα, με τα προβλήματα, που τα αντιμετώπισε πάντα μόνο μέσα απ’ το πρίσμα των βιβλίων· η εσωτερική του επιταγή αρνήθηκε στον εαυτό του κάθε άμεση μέθη από τ’ αρώματα, τους χυμούς, τις απολαύσεις της ζωής. Κλείσθηκε μέσα στις πνευματικές σφαίρες και περιορίσθηκε σ’ αυτές· απ’ αυτές και μόνο ζήτησε και άντλησε όλες τις χαρές του

Έθεσε στον εαυτό του ένα μοναδικό σκοπό και τον υπηρέτησε απόλυτα: να καλλιεργήσει τον εαυτό του όχι εγωιστικά για τον εαυτό του, αλλά για ν’ αναπτύξει και τους άλλους, διαδίδοντας τ’ αποχτήματά του, να πλάσει με όλες του τις γνώσεις και να προσφέρει τη μορφή της Ελλάδας όπως εξελίχθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους ίσαμε σήμερα. Απ’ όλο του το έργο, το πολύ διάχυτο, το πολύ ασυγκέντρωτο, το πολύ σπασμωδικό, αναπηδά ενιαίος ο πόθος του ν’ αναστήσει με τη σοφία του ολόκληρη την Ελλάδα μέσ’ απ’ όλες τις ιστορικές στιγμές και εποχές της, μέσ’ απ’ όλους τους ξεχωριστούς ανθρώπους και τα έργα που την αντιπροσώπευσαν, μέσ’ από τη Φύση της, μέσ’ από την επαφή της με το ξένο πνεύμα. Βέβαια η απόρριψη κάθε διασκέδασης, κάθε τέρψης, κάθε μη εγκεφαλικής απόλαυσης, προσδίνει στην παραγωγή του μιαν αρκετά αισθητή στεγνότητα, – ούτε η εικόνα της Ελλάδας ολοκληρώθηκε σε μια σύνθεση, προβάλλει κομματιασμένη μέσ’ από διάφορους άλλοτε λαμπρούς κι άλλοτε ασήμαντους ξερούς πίνακες, – αλλά όσο κι αν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί θυσία γιατί κανένας άνθρωπος δεν ακολουθεί ποτέ άλλο δρόμο από κείνον που του επιβάλλει το βαθύτερό του Είναι, τοποθετεί τη μορφή του Παλαμά πάνω σ’ένα ψηλό, πολύ ιδιότυπο βάθρο. Ο Παλαμάς θα επιβάλλεται πάντα σαν ένα υπόδειγμα ευσυνειδησίας, εργατικότητας και εργασίας, ολοκληρωτικής προσφοράς στο πνευματικό λειτούργημα.

Για χρόνια ολόκληρα δεν μπορούσε ν’ αναφανεί στην Ελλάδα ένα οποιοδήποτε ζήτημα ή πρόβλημα σχετικό με τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική ζωή, χωρίς να εκφρασθεί και ν’ ακουσθεί με σεβασμό η έγκυρη γνώμη του Παλαμά. Η γνώμη αυτή σπάνια έδινε μια θετική απάντηση. Ο Παλαμάς δεν είταν ο άνθρωπος του μεγάλου ναι ή του μεγάλου όχι· είταν ο άνθρωπος που βλέπει πρισματικά, που ξέρει ότι γύρω από κάθε πρόβλημα μπορούν δικαιολογημένα να υποστηριχθούν διάφορες απόψεις, πάντα όμως άνοιγε ορίζοντες και προοπτικες, κέντριζε το ενδιαφέρον. Για χρόνια ολόκληρα το φως της μικρής λάμπας στην οδό Ασκληπιού ανάδινε μια ζωηρότατη λάμψη, καθοδηγούσε…

Κοντά στον Πνευματικό Άνθρωπο στέκει ίδια επιβλητικός ο Αγωνιστής στη γλωσσική διαμάχη. Την εποχή που το γλωσσικό ζήτημα είταν ζωτικό, που από την επικράτηση της δημοτικής εξαρτιόταν όλη η πνευματική ζωή της Ελλάδας, γιατί αν δεν αποτινάζονταν τα δεσμά, γιατί αν δεν απολυτρωνότανε η έκφραση, η διανόηση, μοιραία, καθώς δεν θα είχε την ελευθερία να διατυπωθεί, θα ασφυκτιούσε και θα πνιγότανε, – ίσως βέβαια στο τέλος θα επικρατούσε, μα η Άνοιξη θα είχε πολύ αργοπορήσει, – ο Παλαμάς κατάλαβε αμέσως πως η ώρα είταν κρίσιμη, και, αν η φύση του είταν πολύ περισσότερο στοχαστική και διστακτική παρά ενεργητική και ηρωική, υπερνίκησε τον εαυτό του και δεν δίστασε ν’ ανέβει στις επάλξεις. Την δημοτική δεν την υπηρέτησε μόνο με όλο του το έργο, που πλουτίζει σημαντικότατα το λεκτικό κι εκφραστικό της θησαυρό, δεν την τραγούδησε μόνο σε άφθονα τραγούδια του, δεν την ύμνησε μόνο σε άπειρα άρθρα του, όπου κηρύχνει πάντα τον εαυτό του φανατικό κι άσπονδο εχθρό του σχολαστικισμού. Αλλά όταν χρειάσθηκε, έδωσε και μάχη και θυσιάσθηκε γι’ αυτήν. Στα Ορεστειακά διαλάλησε σθεναρά και τολμηρά το πιστεύω του, κι άμα η διπλή Αναθεωρητική Βουλή εψήφισε το γλωσσικό άρθρο στο Σύνταγμα, που κηλιδώνει ανεξάλειπτα την κατά τα άλλα φωτεινή και προοδευτική της δράση, αν και είταν υπάλληλος και είχε ανάγκη από το μισθό του για να ζήσει, αν και ήξερε ότι θα τιμωρηθεί, ενώ άλλοι πιο ανεξάρτητοι αδρανούσαν και αδιαφορούσαν, διαμαρτυρήθηκε χωρίς ενδοιασμό με όλες του τις δυνάμεις: “Ο μαλλιαρισμός, –με τ’ όνομα τούτο βάφτισε, θα πει μια μέρα η ιστορία, ένας πρόστυχος καιρός αντιποιητικότατος κάθε τι που είχε ή ήθελε να κάνει φτερά,– ο μαλλιαρισμός, το είπα και το ξαναλέω, είναι η μεγαλύτερη αρετή του. Είναι στιγμές που κάθε άνθρωπος πρέπει να δίνει το παρόν, και να στέκεται στρατιώτης”.

Ο Πνευματικός Άνθρωπος κι ο Αγωνιστής δημοτικιστής προπορεύονται, ο Ποιητής, ο Δημιουργός ακολουθεί. Ο Ποιητής Παλαμάς υπήρξε πολύ άνισος. Κάποτε είταν εμπνευσμένος, ακόμα και μεγαλοφάνταστος και οραματιστής, άλλοτε, συχνά, ο χαρακτηριστικός εγκεφαλισμός του, που τον εμπόδιζε και να διαπλάσσει, εκτός από το γλωσσικό ζήτημα, οποιαδήποτε σταθερή και μόνιμη πίστη, γιατί του αποκάλυπτε ότι το κάθε τι μπορεί να θεωρηθεί από διάφορες και ποικίλες πλευρές, που τον ωθούσε να μην αφήσει ούτε μια λεπτομέρεια της πορείας του ατραγούδιστη, κυριαρχούσε δεσποτικά και έκοβε τα φτερά στη λυρική έκφραση.

Η Τρισεύγενη, το μόνο θεατρικό του έργο, γεννήθηκε σε μιαν από τις πιο ευτυχισμένες, τις πιο εμπνευσμένες, τις πιο πλούσιες ώρες του, σε μιαν από τις εξαιρετικές ώρες όπου η φωνή του Ποιητή υπερίσχυε. Η Τρισεύγενη είναι ένα από τα αριστουργήματά του. Είναι ολόκληρη ένα παλμώδες, ένα λυρικότατο, ένα εξαίσιο ποίημα, ένας μεγαλόφτερος ύμνος στην ομορφιά. Βέβαια, αν θελήσει κανένας να την κρίνει καθαρά σαν δράμα, με τους αυστηρούς θεατρικούς κανόνες, θα της ανακαλύψει πολλά ελαττώματα, άπειρες σημαντικές ελλείψεις. Ο Παλαμάς δεν είταν κύριος του σκηνικού οργάνου, που το χρησιμοποίησε μόνο μια φορά. Η δράση είναι πολύ χαλαρή, η πλοκή καθόλου σφικτοδεμένη, γίνεται αδιάκοπα κατάχρηση του αφηγηματικού στοιχείου, –τα πρόσωπα διηγούνται και τα επεισόδια που θα έπρεπε να ξετυλιχθούν στη σκηνή και τα επεισόδια που ξετυλίχθηκαν στην προηγούμενη πράξη στη σκηνή και που έτσι τα παρακολουθεί ο θεατής δυο φορές,– κάθε τόσο εισχωρούν ατέλειωτα μάκρη, περιττές και κουραστικές επαναλήψεις, η φαντασία στην εξεύρεση των γεγονότων που θα προκαλέσουν τη σύγκρουση και θα αναπτύξουν την υπόθεση και το έργο, φανερώνεται πολύ ισχνή, οι χαρακτήρες διαγράφονται χωρίς πλαστικότητα. Όλα τα πρόσωπα είναι εντελώς σχηματοποιημένα και μονοκόμματα· μόνο ψυχολογείται κάπως η ηρωίδα, η Τρισεύγενη, που φωτίζεται υπέρμετρα, αποκλειστικά και μονόπλευρα, γύρω από την οποία πλέκεται, αρκετά μονότονα κι απλοϊκά, όλο το έργο· αλλά κι αυτής το τέλος, η αυτοκτονία, είναι ψυχολογικά αδικαιολόγητο. Η Τρισεύγενη δείχνεται από την αρχή ίσαμε την τελευταία πράξη περήφανη, αλύγιστη, δυνατή· είναι η γυναίκα που θέλει, και ξέρει να πραγματοποιεί κείνο που θέλει, που δεν υπακούει σε άλλο νόμο από τη θέλησή της, που ξέρει να νικά· μπροστά της όλοι υποκύπτουν. Κι έξαφνα, στο τέλος, μαθαίνομε από τα δευτερεύοντα πρόσωπα, χωρίς να παρακολουθήσομε καμιά εσωτερική της πάλη, ότι η γυναίκα αυτή αυτοκτόνησε γιατί ο άντρας της, που την αγαπά παράφορα και που ασφαλώς δεν θ’ αργούσε να κατακτηθεί και πάλι, σε μια έξαψη θυμού απομακρύνθηκε από κοντά της, δεν της συγχώρησε αμέσως ότι στο διάστημα της απουσίας του χόρεψε στο πανηγύρι μ’ έναν άλλο άντρα, μ’ έναν εχθρό του. Μια στιγμή, στην ανάπτυξη της υπόθεσης ο Παλαμάς άγγιξε το θέμα από το οποίο μπορούσε να είχε εκπηγάσει η ψυχολογημένη δραματική σύγκρουση· η Τρισεύγενη ζητεί από τον άντρα της να την πάρει μαζί του στο καράβι του, στα ταξίδια του· μόνο η ατμόσφαιρα του πέλαγου της ταιριάζει. Εκείνος όμως αρνιέται, τη θέλει γυναίκα του σπιτιού. Μα η αντίθεση αυτή, που προβάλλει ένα έξοχο δραματικό μοτίβο, αφέθηκε ανεκμετάλλευτη· το δράμα δένεται γύρω από το περίπου ασήμαντο επεισόδιο του χορού. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά τα σφάλματα; Τα εξουδετερώνει όλα ο έντονος παλμός που είναι διάχυτος σε όλο το έργο, η λυρική ανάταση, η πνοή της ποίησης. Η Τρισεύγενη αποκαλύπτει ότι όταν υπάρχει έμπνευση που αποκρυσταλλώνεται αισθητικά, όταν αναπηδά η αγνή και πηγαία ποίηση, οι τεχνικές ελλείψεις περνούν περίπου απαρατήρητες, γίνονται σχεδόν μηδαμηνές.

Η Τρισεύγενη αναδίνει μια διεισδυτική, μια συναρπαστική μαγεία, που επιβάλλεται ακόμα και στους αμύητους. Έχει το χαρακτηριστικό των μεγάλων έργων: κατακτά κι αυτούς τους ανίδεους. Θυμάμαι όταν παραστάθηκε στο Εθνικό Θέατρο· το πυκνό κοινό που το είχε γεμίσει δεν είταν βέβαια όλο, αλλ’ ούτε και στην πλειοψηφία του, προετοιμασμένο ν’ αδιαφορήσει για τη δράση και την πλοκή, να γοητευθεί μόνο από το Λόγο. Ωστόσο κανένας δεν δυσανασχέτησε γιατί ο μύθος είταν απίθανος, χωρίς λογικό ειρμό· όλοι μέθυσαν, συνεπάρθηκαν από την έξαρση, από την εκστατική διάθεση του έργου, όλοι διαισθάνθηκαν, ακόμα κι αν δεν κατανόησαν, ότι σκοπός της Τρισεύγενης δεν είναι να ξετυλίξει μια υπόθεση, αλλά να δώσει αφορμή στον ποιητή να εκφράσει μέσα από “χίλια στόματα”, μέσ’ από το στόμα όλων των προσώπων του, τη λατρεία του στην Ομορφιά, να συνθέσει μια υπέροχη λυρική συμφωνία.

Η Τρισεύγενη είναι ένα σύμβολο, είναι η προσωποποίηση της Ομορφιάς· όλο το έργο είναι ένα ποίημα, όπου πλέκονται αναγκαστικά και μερικά επεισόδια, τα οποία όμως δεν αποκτούν κανένα βάρος, όπου αναπτύσσεται και κυριαρχεί απόλυτα η μεγαλόφτερη κεντρική ιδέα, πως οι άνθρωποι άμα πλησιάσουν την Ομορφιά, εξυψώνονται. Κάθε φορά που θα εμφανισθεί η Τρισεύγενη, όλα τα πρόσωπα που σχηματίζουν ένα χορό, ξεπερνούν τον εαυτό τους, λησμονούν όλες τις μικρές καθημερινές τους έννοιες, τις μιζέριες και τα πάθη τους, την προσκυνούν, αισθάνονται την ακτινοβολία της να διοχετεύεται μέσα τους, αισθάνονται κοντά της αναφτερωμένοι· μόλις απομακρυνθεί, επιστρέφουν στο στενό εαυτό τους, ξεχνούν ακόμα και τη χαρά που τους έδωσε, την κακογλωσσεύουν, αναβλύζουν πάλι κι απλώνονται μέσα τους οι κακίες, οι φθόνοι, τα δηλητηριασμένα ένστικτα της καταστροφής. Μόνον ο Νίκαρος, ο τραγουδιστής, ο ποιητής, και η Ποθούλα, η ονειροπαρμένη κοπέλα, παραμένουν πάντα αγνοί κι εκστατικοί, αγαπούν και θαυμάζουν χωρίς καμιά παρέκκλιση.

Ο Παλαμάς τραγούδησε το τραγούδι της Τρισεύγενης, το τραγούδι της Ομορφιάς, μ’ εξαίσιες νότες. Το ύφος του συνήθως στον πεζό του λόγο είναι πολύ χαλαρό, στερείται αισθητά από δυναμικότητα. Όταν όμως έγραφε την Τρισεύγενη, είταν, το επαναλαμβάνω, εμποτισμένος από το μαγικό φίλτρο της ποίησης, που το διοχέτευσε σε κάθε φράση. Η κάθε φράση προβάλλει σμιλεμένη, πλαστική, και μαζί μουσικότατη. Ο Παλαμάς ακολουθεί πιστά του κανόνες της πρώτης, ορθόδοξης δημοτικής, μα τους χρησιμοποιεί με τόση τέχνη, με τόση καλαισθησία, τους εξουσιάζει τόσο, τόσο δεν αφήνει να φανεί ότι υποδουλώνεται σ’ αυτούς, ώστε η γλώσσα του δεν παρουσιάζει τίποτε το πρωτόγονο, το απλοϊκό, το τραχύ, το ενοχλητικό, συντείνει κι αυτή σημαντικά με την ηχητικότητά της, με την έξοχη μελωδικότητα κι αρμονία της, ώστε να διοχετευθεί η αισθητική χαρά, η έντονη λυρική ανάταση, που αναδύονται απ’ όλο το δραματικό ποίημα.

Η Τρισεύγενη, παρ’ όλες τις τεχνικές της ελλείψεις, είναι ένα από τα πολυτιμότερα, τα πιο ακριβά κοσμήματα της νεοελληνικής θεατρικής παραγωγής. Πιστοποιεί μέσα στο έργο του Παλαμά, μαζί με άλλα σχετικά λίγα, δυστυχώς, ποιήματα, αυτό που συχνά λησμονούμε άμα διαβάζομε τον όγκο των ρασιοναλιστικών του στίχων, ότι ο Παλαμάς υπήρξε μια από τις πιο πολύπλευρες προσωπικότητες των Ελληνικών Γραμμάτων, ότι δεν υπήρξε μόνον ο Σοφός, ο Δάσκαλος, ο Διοχετευτής ιδεών και απόψεων, ένα Υπόδειγμα ολοκληρωτικής αφοσίωσης στον προορισμό που ένιωθε μέσα του, αλλ’ ότι είχε και πνοή, ότι το μήνυμά του είναι και λυρικό… Για καιρό το τιτάνειο έμμετρο έργο του παραπλάνησε· θεωρήθηκε ότι ο Παλαμάς είναι ο Ποιητής· σήμερα δεν το πιστεύομε πια. Θ’ αναγνωρίζομε όμως πάντα ότι υπήρξε ένας ποιητής πολύ ξεχωριστός, που αντίθετα από τους άλλους που περιορίσθηκαν να παίζουν κύρια ένα όργανο, φιλοδόξησε κι επιχείρησε να είναι μαζί διευθυντής ορχήστρας κι εκτελεστής όλων των οργάνων· συχνά του ξέφυγαν παράχορδες νότες· κάποτε όμως σκορπούσε από μέσα του μια μαγευτική, μια πλούσια, μια εξαίσια μουσική…

____________________________

Από το βιβλίο Μορφές και θέματα του θεάτρου. Δίφρος 1961. Αθήνα

The following two tabs change content below.

ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ

Άλκης Θρύλος (1896-1971). Ψευδώνυμο της Ελένης Νεγρεπόντη, συζύγου του Κώστα Ουράνη. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την κριτική. Συνεργάτις του περιοδικού "Νέα Εστία", κράτησε τη στήλη της θεατρικής κριτικής από το 1927 και ως το τέλος της ζωής της, ενώ συνεργάστηκε επίσης με το "Νουμά" του Ταγκόπουλου και την "Ακρόπολη" του Βλάση Γαβριηλίδη, τον "Πυρσό", το "Βωμό", την "Ελληνική Δημιουργία", την "Αρμονία", την "Καινούργια Εποχή" και άλλα έντυπα. Διετέλεσε μέλος της επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου και σύμβουλος της Ένωσης θεατρικών και μουσικών κριτικών, ενώ ίδρυσε την Ομάδα των Δώδεκα. Το 1969 αναγορεύτηκε πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, όπου και άφησε την περιουσία της. Ασχολήθηκε με το θέατρο ως συγγραφέας του μονόπρακτου έργου "Φλοίσβος", που παραστάθηκε το 1916, εξέδωσε επίσης κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων, κυρίως ωστόσο ασχολήθηκε με το δοκίμιο και την κριτική. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ελένης Ουράνη βλ. Γεωργουσόπουλος Κώστας, "Θρύλος Άλκης", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό{, τ. 4, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Χατζηφώτης Ι.Μ., "Θρύλος Άλκης", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 7, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Latest posts by ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ (see all)


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ