Παν. Μουλλάς: Εφτά σημειώματα στη μνήμη του Καρόλου Κουν

Παν. Μουλλάς: Εφτά σημειώματα στη μνήμη του Καρόλου Κουν

Μοιράσου το!

  • Παν. Μουλλάς

1

Δεν είμαι άνθρωπος του θεάτρου· απλώς, θαυμαστής του. Όμως τα πράγματα ήρθαν έτσι: δυο φορές στη διάρκεια μιας εικοσαετίας, το 1964 και το 1983, μου έτυχε να συνεργαστώ με τον Κάρολο Κουν, όταν μου ζήτησε να μεταφράσω για το “Θέατρο Τέχνης” τους Πέρσες και τον Προμηθέα Δεσμώτη.

Δυο συγκλονιστικές εμπειρίες· ιδίως η πρώτη. Ό,τι κι αν γίνει στο μέλλον (ποιος ξέρει, γίνονται πολλά), αυτά τα τραντάγματα θα μου μείνουν. Και οι πολύωρες συζητήσεις μας.  Και οι αξέχαστες πρόβες των Περσών. Και το θερμό καλοκαίρι του 1965 στο Ηρώδειο. Και η παρουσία του Γιάννη ταρούχη, μια σύζευξη ιδιοφυίας και χιούμορ. Και όσοι έφυγαν έκτοτε, είδωλα καμόντων: ο Δημήτρης Χατζημάρκος, ο Γιάννης Χρήστου, ο Κάρολος Κουν, για να σταθώ μόνο σε νέους καισε “γ΄ροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς”.

Να τους θυμόμαστε. Δικαιοσύνη.

2

Όσο τον σκέφτομαι, τόαο και βεβαιώνομαι περισσότερο (κι αυτό δεν είναι τωρινή μου πεποίθηση αλλά ιδέα της πρώτης στιγμής) πως ο Κουν στάθηκε τελικά μια ύπαρξη φαντασιακή. Ένα είδος σύνθεσης που ακυρώνει αντιθέσεις του τύπου άνθρωπος/έργο ή βιογραφία/εργογραφία. Μια ταυτότητα που βασίζεται σε μια ταύτιση. Κάτι ανάλογο με ό,τι φανερώνει το ημερολόγιο του Κάφκα.

Θα το πω διαφορετικά: ο Κουν δεν υπάρχει χωρίς το θέατρο, έξω από το θέατρο, ανεξάρτητα από το θέατρο. Αλλά τι συμβαίνει σε μια τέτοια άρρηκτη χεση; Ποιο είναι το υποκείμενο και ποιο το αντικείμενό της; Άραγε ο Κουν παράγει το θέατρο; Ή μήπως παράγεται απ’ αυτό; Τρέχα γύρευε. Το αβγό του Κολόμβου. Στο κάτω-κάτω κάθε γνήσιο δημιουργικό έργο περιέχει την ίδια ταυτολογία: το χέρι που έγινε για να γράφει στο χαρτί και το χαρτί που είναι ο λόγος υπάρξως του χεριού.

3

Μια μέρα, θυμάμαι, την εποχή των Περσών, διαβάζοντας τη μετάφρασή μου και σταματώντας σε μια φράση που άρχιζε με τη λέξη καταγής, μου είπε τα ακόλουθα λόγια περίπου: “Αυτό το καταγής στην αρχή είναι λογοτεχνία. Θέατρο γίνεται στο τέλος της φράσης. Το θέατρο δεν είναι λογοτεχνία, ομορφιά του λόγου. Είναι λόγος που προορίζεται να ειπωθεί από ένα πρόσωπο. Λόγος σωματικός”. Κι άλλοτε πάλι, το τέλος μιας συζήτησης: “Κατά βάθος το θέατρο τείνει (μολονότι είναι ακατόρθωτο) στην ακύρωση του κειμένου. Αν ο ηθοποιός μπορεί να εκφράσει με το σώμα του όσα λέει το κείμενο, τότε τι χρειάζεται ολόγος;”

Αυτά και πολλά άλλα. Γράφω από μνήμης, ό,τι θυμάμαι αόριστα, μετά από πολλά χρόνια. Πάντως δεν ήταν αυτές οι λέξεις του (μιλούσε άλλου είδους γλώσσα). Διάβολε, μα πού είχα το νου μου; Τόσες ώρες μαζί του, τόσες κουβέντες αποκαλυπτικές, και να μη σκεφτώ να τις καταγράψω όσο ήταν ακόμα νωπές! Για λίγα πράγματα στη ζωή μου έχω μετανιώσει τόσο.

4

Ο Κουν και το αρχαίο θέατρο. Πολλές συζητήσεις, ερμηνείες και γνωματεύσεις ειδικών. Να πω την άποψή μου: Πιστεύω λοιπόν ότι, πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε “είδος” της αρχαιότητας (κωμωδία, τραγωδία κ.λπ.), ο Κουν είναι συνεπαρμένος, για διαφορετικούς λόγους, από δυο συγγρσφείς κυρίως: από τον Αριτοφάνη και τον Αισχύλο. Τον πρώτο τον προσεγγίζει με τη βιωμένη του ανατολίτικη αίσθηση του λαϊκού χωρατού. Τον δεύτερο τον συνδέει με την εμπειρία του σύγχρονου θεάτρου.

(Καλοκαίρι του 1983, στις πρόβες του Προμηθέα Δεσμώτη. Ο Κουν σχολιάζει στον Γιώργο Λαζάνη και στη Ρένη Πιττακή τον διάλογο του Προμηθέα με την Ιώ. Έξαφνα ανεβάζει τον τόνο: “Εδώ είναι Beckett”).

5

Δεν βρίκει αμέσως. Ψάχνει αδιάκοπα, όπως ο συγγραφέας που διορθώνει και ξαναδιορθώνει τις φράσεις του. Κυρίως δεν έχει προκατασκευασμένες ιδέες, προχωράει ψαχουλεύοντας και είναι πάνοτε έτοιμος να γκρεμίσει ό,τι έκτισε, να ξαναδοκιμάσει από την αρχή. Η Μάγια Λυμπεροπούλου μας έδωσε μια θαυμάσια σχετική μαρτυρία στο περιοδικό Η λέξη (αριθ. 62, Φλεβάρης – Μάρτης ’87). Μακάρι οι άλλοι να καταθέσουν, όσοι ξέρουν και μπορούν για να μη θριαμβεύσει κι εδώ, όπως παντού, η ανεκδοτολογία.

Δεν υπάρχει λοιπόν παράσταση που να είναι ολοκληρωμένη για πάντα: όταν χρειαστεί, ο Κουν θα κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις και αλλαγές. Εξάλλου είναι παντοτε έτοιμος: η παράσταση συνεχίζεται μέσα του, ακόμα κι όταν έχει λήξει η θητεία της στη σκηνή. Δεν είναι ζήτημα τελειομανίας. Είναι ζήτημα οργανικής αυτοτέλειας (και ανάπτυξης) του έργου. Τόσο που να νομίζεις πως το έργο, τεράστιο σαρκοβόρο φυτό, άλλοτε απειλεί να κατασπαράξει τον δημιουργό του και άλλοτε τον τυλίγει προστατευτικά με τα φύλλα του. Εξού και τα σερεότυπα συμπτώματα: ηδονή, ασφάλεια, αγώνας, αγωνία ή ένα είδος τρόμου μέσα στο βλέμμα. Πού οδηγεί ο τρόμος; Και πού η ελπίδα; Ίσως όλο και παραπέρα· σ’ έννα κάποιο διαρκώς ανανεωμένο “άλλοθι”. Μια φορά που έλεγα στον Κουν ότι, στο κάτω-κάτω, αυτός έκανε το χρέος του, αφού μας έφερε στην ελλάδα το σύγχρονο ξένο θέατρο, μου απάντησε πως καταβάθος άλλος ήταν ο κύριος στόχος του: να προαγάγει το ελληνικό θέατρο, με άλλα λόγια το ελληνικό θεατρικό έργο.

Το πέτυχε κι αυτό. Ακόμα και στον θάνατό του τον συνόδευε συμβολικά ο ήχος ενός ελληνικού όπλου.

6

Κοντά του καταλαβαίνεις τι θα πει δάσκαλος, καταλαβαίνεις πως ένας σημαντικός δάσκαλος δεν καθορίζεται μόνο από την ποιότητα της διδασκαλίας του, πως είναι κυρίως ένα ηλεκτροφόρο κορμί, μια στάση ζωής, κάτι σαν δίχτυ που απλώνεται και τυλίγει το αντικειμενό του, τους μαθητές του, τα πάντα, για να γίνει κύκλωμα επικοινωνίας, δεσμός και σχέση ερωτική. Ένας σημαντικός δάσκαλος παράγει τους μαθητές του και συνάμα παράγεται απ’ αυτούς. Καταβάθος δημιουργεί δημιουργούς. Αυτοϋπονομεύεται: ετοιμάζει όσους θα τον ληστέψουν πνευματικά ή θα τον προδώσουν. Δεν έχει ιδιοκτησία ούτε αίσθημα ιδιοκτησίας: ανήκει στους πάντες και του ανήκουν τα πάντα. Δεν μεταδίνει το άγχος του: μεταδίνει τρόπους αναίρεσης του άγχους. Σε τελευταία ανάλυση, είναι ένα ερέθισμα της φαντασίας:  αλίμονο αν ήταν μόνο πραγματικό ον.

Ο Κουν, λοιπόν, ένας σημαντικός δάσκαλος. Κι όχι μόνο ανθρώπων του θεάτρου. Αν χρειαζόταν ν’ αναφέρω τους δασκάλους μου, θα τον ανάφερνα ανάμεσα στους πρώτους.

7

Μικρή προσευχή για τον Κάρολο Κουν: Θδέ μου, τώρα που τέλειωσε πια ο αγώνας του, το άγχος του και τα πολλά τσιγάρα, άφησέ τον ν’ αναπαυθεί εν ειρήνη, άφησέ τον να συνεχίσει ανενόχλητος τους διαλογισμούς του, βιβλική μορφή, ανάεσα στα πρόσωπα των έργων  που σκηνοθέτησε, μέσα στη σιωπή, μέσα στο όνειρο, αν είναι δυνατό και μέσα στο υπόγειο της οδού Σταδίου ή στην οδό Φρυνίχου, κοντά στα “παιδιά” του, χωρίς δημοσιογράφους, θορυβοποιούς, εκπροσώπους των λογής-λογής εξουσιών και πολιτικάντηδες γύρω του, προπάντων χωρίς κοσμικότητες, δεκάρικους επετειακούς λόγους και ρητορείες. Στο κάτω-κάτω δεν του ταιριάζουν κάτι τέτοια, αυτός δεν είναι κανένας βραβευμένος μικροαστός, ούτε γεννήθηκε για εορτές και πανηγύρεις, γεννήθηκε μόνο για ένα μακρινό μοναχικό ταξίδι: για τη μεγάλη περιπέτεια της ιστορίας.

_______________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: Εντευκτήριο. Τρίμηνο καλλιτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 3, Ιούνιος 1988.
The following two tabs change content below.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΛΛΑΣ

Ο Παναγιώτης Μουλλάς (1935-2010) γεννήθηκε στο Κιλκίς. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών στην Αθήνα (1961-1966) και έζησε για πολλά χρόνια στο Παρίσι (1966-1977), όπου δίδαξε νεοελληνικά στο Παν/μιο της Nanterre και στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης. Το 1977 εξελέγη καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., και έκτοτε έζησε και δίδαξε στη Θεσσαλονίκη. “Έφυγε” από τη ζωή το Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010, σε ηλικία 75 ετών, καταλοίποντας πίσω του πλούσιο φιλολογικό έργο. Έργα του, μεταξύ άλλων, είναι: – Λουκιανού, “Εταιρικοί και νεκρικοί διάλογοι” (προλεγόμενα, μετάφραση, σημειώσεις), Γαλαξίας 1967. – Γκ. Φλωμπέρ, “Η αισθηματική αγωγή” (χρονολόγιο, προλεγόμενα, βιβλιογραφία, μετάφραση, σημειώσεις), Γαλαξίας 1971· Οδυσσέας 1981. – “Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος” (εισαγωγή, κείμενα, κρίσεις), Ερμής 1974· 1981. – Γ. Μ. Βιζυηνός, “Νεοελληνικά διηγήματα” (εισαγωγή, κείμενα, κρίσεις), Ερμής 1980· Εστία, 1994. – “Για τη μεταπολεμική μας πεζογραφία: κριτικές καταθέσεις”, Στιγμή 1989. – “Ρήξεις και συνέχειες: μελέτες για τον 19ο αιώνα”, Σοκόλη-Κουλεδάκη 1994. – “Η δέκατη μούσα: μελέτες για την κριτική”, Σοκόλη-Κουλεδάκη 2001. – Γερ. Βώκος, “Ο κύριος πρόεδρος” (εισαγωγή, επιμέλεια), Σοκόλη-Κουλεδάκη 2004. – “Ο χώρος του εφήμερου: στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα”, Σοκόλη-Κουλεδάκη 2007, κ.ά.

Latest posts by ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΛΛΑΣ (see all)


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ