Η Αντιγόνη και η Αθηναϊκή Δημοκρατία

Η Αντιγόνη και η Αθηναϊκή Δημοκρατία

Μοιράσου το!

Ο μυθολογικός κύκλος των Λαβδακιδών με τις πολυάριθμες παραλλαγές του αποτέλεσε εκλεκτό σπόρο για τη γόνιμη καλλιτεχνική φαντασία των τραγικών ποιητών, οι οποίοι με τη σειρά τους προσέδωσαν μεγαλύτερο στοχαστικό βάθος στις παραδεδομένες ιστορίες για την πολύπαθη γενιά του Κάδμου· συνεπώς, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τρεις από τις εφτά σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή περιστρέφονται γύρω από εμβληματικά πρόσωπα της θηβαϊκής βασιλικής οικογένειας. Στον Οιδίποδα Τύραννο παρακολουθούμε τη συγκλονιστική πτώση του γιου του Λαΐου, η οποία σηματοδοτεί μια ολοσχερή όσο και ανήκουστη ανατροπή των ανθρώπινων πραγμάτων, παρουσιάζοντας στο τέλος τον εύστροφο λύτη του αινίγματος της φοβερής Σφίγγας όχι απλώς πατέρα, αλλά συνάμα και ομομήτριο αδελφό των δύσμοιρων τέκνων του. Παρά το γεγονός ότι ο Οιδίπους διέπραξε τα τρομακτικά εγκλήματα της πατροκτονίας και της αιμομιξίας εν αγνοία του, η δυναμική της θεϊκής ανταπόδοσης θα εξουδετερωθεί μόνον όταν, τυφλός και ανήμπορος πια, ο τραγικός εστεμμένος της Θήβας περιβληθεί με τη συμπάθεια των μεγαλόψυχων Αθηναίων στην ευλογημένη γη του αττικού Κολωνού· η μακρόχρονη όσο και επώδυνη πορεία του προς την απάμβλυνση του μιάσματος εκτυλίσσεται με τρόπο μοναδικό στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, όπου το ψυχικό άλγος του Οιδίποδα ανακουφίζεται από τα φιλάνθρωπα αισθήματα της Αντιγόνης. Εν αντιθέσει προς την αναλγησία του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, η παρηγορητική όσο και γενναιόψυχη στάση της Αντιγόνης προς το γέροντα πατέρα της παραπέμπει στο προγενέστερο φερώνυμο δράμα του Σοφοκλή, στο οποίο τα έμφυτα συναισθήματα της στοργής και της ευσπλαχνίας προς τα μέλη του πατρικού οίκου οδηγούν την αγέρωχη παρθένα σε φρικιαστικό θάνατο.

Η σοφόκλεια εκδοχή του μύθου των Λαβδακιδών, σύμφωνα με την οποία η Αντιγόνη με ευγενική εγκαρτέρηση και αταλάντευτη αποφασιστικότητα παρακάμπτει τα αυστηρά, αλλά εκ πρώτης όψεως δίκαια επιτάγματα του νόμιμου εκπροσώπου της θηβαϊκής πολιτείας, επιλέγοντας με τον τρόπο αυτόν το δρόμο του μαρτυρίου, δεν έπαυσε να θεωρείται εξαιρετικά αμφιλεγόμενη από την πλειονότητα των σύγχρονων μελετητών. Πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί ότι αποκλειστικά και μόνο στην Αντιγόνη του Σοφοκλή η αναπότρεπτη ρήξη μεταξύ της ομώνυμης ηρωίδας και του Κρέοντα φτάνει σε τέτοιο σημείο σφοδρότητα, για να αποκαλυφθεί προφανώς εναργέστερα και εποπτικότερα το nullo fine διευρυνόμενο χάσμα, που χωρίζει τα δυο συγκρουόμενα μέρη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες, ο Ευριπίδης στη δική του Αντιγόνη φέρεται να προσέδωσε ιδιαίτερο τόνο στην απροσδόκητα ευτυχή κατάληξη της ρομαντικής σχέσης της Αντιγόνης με τον ίδιο το γιο του Κρέοντα, τον Αίμονα· ειδικότερα, μολονότι στην ευριπίδεια τραγωδία η Αντιγόνη συλλαμβάνεται για την παραβίαση του βασιλικού διατάγματος, ο έρωτας του Αίμονα για την παράτολμη κόρη ασκεί καταλυτική επίδραση στην εξέλιξη της δράσης, με αποτέλεσμα οι δυο νέοι να έρχονται σε γάμου κοινωνία στο τέλος του έργου.

Η πρωτοφανής δριμύτητα της αντιπαράθεσης μεταξύ της Αντιγόνης και του Κρέοντα στο σοφόκλειο δράμα – αντιπαραβαλλόμενη ιδίως με τις ευάριθμες αναφορές στο πρόσωπο της Αντιγόνης στα Κύκλια Έπη και το σχετικά δευτερεύουσας σημασίας ρόλο που επιτελεί η ίδια σε ομόλογα δράματα του σωζόμενου τραγικού corpus – οδήγησε ορισμένους ερευνητές να υποθέσουν ότι, εάν μπορούσε κανείς να καταλήξει σε κάποια συγκεφαλαιωτική απόφανση όσον αφορά τη συγκεκριμένη “ιδιοσυγκρασιακή προσέγγιση” του θηβαϊκού μύθου, αυτή θα έπρεπε τουλάχιστον να αναγνωρίσει τη δεινή ευγλωττία του Κρέοντα και να ελέγξει την Αντιγόνη για την πεισμονή και την αλαζονεία της. Χαρακτηριστική εκπρόσωπο μιας τέτοιας τάσης της σύγχρονης φιλολογικής κριτικής αποτελεί η έγκριτη καθηγήτρια Κριστιάνε Σουρβίνου-Ίνγουντ (Christiane Sourvinou-Inwood), που, ενώ προβάλλει πολυάριθμα πειστικά επιχειρήματα σχετικά με την ακραιφνώς ιστορική διάσταση της σοφόκλειας τραγωδίας (πάντοτε στην προσπάθειά της να προσπελάσει ορισμένες ομολογουμένως δυσνόητες πτυχές της θεατρικής δράσης), επιμένει να θεωρεί ότι το “αντιεξουσιαστικό παράδειγμα” της Αντιγόνης δεν θα έβρισκε την αναμενόμενη απήχηση ανάμεσα στους Αθηναίους θεατές εκείνης της εποχής. Όπως υποστηρίζει η διακεκριμένη φιλόλογος στις εμπερίστατες μελέτες της αναφορικά με τη σοφόκλεια Αντιγόνη, οι ποικίλες ερμηνευτικές απόπειρες σχετικά με την prima facie αμφίρροπη σύγκρουση της κόρης του Οιδίποδα με τον αυθεντικό ταγό των Καδμείων πολιτών δεν λαμβάνουν καθόλου υπ’ όψιν τους το ιστορικό περικείμενο του έργου και τις ιδιαίτερες κοινωνικές παραμέτρους της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. Με άλλα λόγια, ενώ οι αντίδρομες δυνάμεις, που αδυσώπητα αλληλογρονθοκοπούνται έως ότου το δράμα απολήξει στο θλιβερό του τέλος, δημιουργούν με τη σφοδρότητά τους την πλανερή εντύπωση στους σύγχρονους μελετητές ότι η Αντιγόνη ανυποχώρητη υπεραμύνεται αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του ανθρώπινου γένους, μια πιθανή θεώρηση της δραματικής διαδικασίας μέσα από τα μάτια του αρχαίου θεατή με τη συνεπικουρία ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων θα αποκάλυπτε μια ολωσδιόλου διαφορετική εικόνα: η αδιάλλακτη στάση της Αντιγόνης θα μεταλλασσόταν σε μυωπική ισχυρογνωμοσύνη και η αγέρωχη γυναικεία φύση της θα μεθερμηνευόταν ως επικίνδυνη και αυτόχρημα “μαιναδική” παραφορά, ικανή να επιφέρει ανήκεστο βλάβη στα καθιερωμένα θέσμια μιας ευνομούμενης πόλης, όπως εν προκειμένω της δημοκρατικής Αθήνας.

Βεβαίως, οι περισπούδαστες εργασίες της Σουρβίνου-Ινγουντ έδωσαν το έναυσμα για περαιτέρω προβληματισμό σχετικά με τη δήθεν πεισματική και αστόχαστη περιφρόνηση της βασιλικής προκήρυξης από την πλευρά της Αντιγόνης εν όψει άλλων, αυτή τη φορά άγραφων και απαρασάλευτων θεϊκών νόμων. Ιδιαίτερα, η διακεκριμένη Αμερικανίδα φιλόλογος Ελεν Π. Φόλεϊ (Helene P. Foley)βασιζόμενη εν πολλοίς στις ρηξικέλευθες διαπιστώσεις των Λ.Τζ. Μπένετ (L.J. Bennett) και Ου.Μπ. Ταϊρέλ (W.B. Tyrrell) για το έντονα δημοκρατικό υπόστρωμα της εν λόγω σοφόκλειας τραγωδίας– επιχείρησε επίμονα να ανασκευάσει με εξαιρετικά πειστική ευγλωττία τη θεωρία που προαναφέρθηκε. Η ενδιαφέρουσα συζήτηση, που επακολούθησε στο πλαίσιο της ευπρεπούς όντως φιλολογικής αντιπαράθεσης, καθώς επίσης η εν είδει αφοριστικού επιλόγου πρόσφατη δημοσίευση της διεξοδικής μονογραφίας σχετικά με την Αντιγόνη του Σοφοκλή από τους Λ.Τζ. Μπένετ και Ου.Μπ. Ταϊρέλ υπό το χαρακτηριστικό τίτλο Recapturing Sophocles’ Antigone (Lanham, MD 1998), έριξε άπλετο φως σε δυσερμήνευτες πτυχές του συγκεκριμένου δράματος και κατέδειξε για άλλη μια φορά ότι η αταλάντευτη αφοσίωση της Αντιγόνης στους ιερούς και απαραβίαστους νόμους των θεών συνεχίζει να έχει τη θέση της στην ανώτατη βαθμίδα της ηθικής κλίμακας. Μάλιστα, με τη βοήθεια των μεθοδολογικών εργαλείων της δομιστικής ανθρωπολογίας και της θεωρίας της πρόσληψης οι επικριτές των πορισμάτων της Σουρβίνου-Ινγουντ ισχυρίζονται ότι το σοφόκλειο έργο αυτό καθαυτό αποσκοπούσε στην πολιτική κατάφαση του αθηναϊκού κοινού, επειδή μέσα από τη συνταρακτική συμπλοκή των συναισθημάτων, των παθών και του ήθους των δρώντων προσώπων προβάλλει η ζωογόνος ακτινοβολία του βαθύτατα ηθικού και εν ταυτώ δημοκρατικού μεγαλείου της ψυχής της Αντιγόνης· ενώ ο υπερφίαλος Κρέων απαγορεύει επί ποινή θανάτου τον ενταφιασμό του Πολυνείκη –τυραννική στάση που απάδει προς τα δημοκρατικά φρονήματα των Αθηναίων θεατών και αντίκειται σε κάθε έννοια δικαίου– η οιστρηλατημένη αδιαλλαξία της Αντιγόνης, που συμπαρασύρει στον όλεθρο σύμπαντα το βασιλικό οίκο, καθιστά περισσότερο ανάγλυφη τη φενάκη, στην οποία είναι βουτηγμένη κάθε τυραννική εξουσία.

Σύμφωνα με τη νέα οπτική, αναμφίλεκτο είναι ότι το αλαζονικό πρόσταγμα και οι μεγαλόστομες κοινοτοπίες του Κρέοντα θα έπρεπε αυτοστιγμεί να ήχησαν απάνθρωπες και αντιδημοκρατικές στους Αθηναίους θεατές της εποχής εκείνης, οι οποίοι είχαν επί δεκαετίες γαλουχηθεί με τα δημοκρατικά κηρύγματα των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους, ιδίως αυτών που κατά περίπτωση επιλέγονταν με βάση τη ρητορική δεινότητα, το ηθικό κύρος και την πολιτική ακτινοβολία τους για να εκφωνήσουν τους επιτάφιους λόγους στον Κεραμεικό. Ως γνωστόν, ένας από τους θεματικούς άξονες κάθε επιτάφιου λόγου ήταν η εκτενής προβολή του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος, το οποίο συν τοις άλλοις είχε να επιδείξει αξιομνημόνευτες συγκυρίες απαράμιλλης ευψυχίας και θαυμαστής αυταπάρνησης, όπως στην περίπτωση της απόδοσης των σορών των Αργείων εισβολέων, οι οποίοι είχαν πέσει μπροστά στις πύλες της Θήβας στη διάρκεια της μοιραίας εκστρατείας του Πολυνείκη εναντίον της γενέθλιας πόλης του.

Ενδεικτικά πρέπει να επισημανθεί ότι διαπρεπείς ρήτορες του αναστήματος του Λυσία (Επιτάφιος 7-10) και του Ισοκράτη (Πανηγυρικός 58, Παναθηναϊκός 168-171) με αίσθημα υπερηφάνειας αναδιηγήθηκαν ή έστω σκιαγράφησαν για τις κατοπινές γενιές των Αθηναίων τις ανιδιοτελείς προσπάθειες των ευκλεών προγόνων τους για το δίκαιο ενταφιασμό των Αργείων νεκρών – ανάλογες απόπειρες, αυτή τη φορά δραματοποίησης των σχετικών μυθικών γεγονότων, αποτελούν επίσης οι τραγωδίες Ελευσίνιοι του Αισχύλου και Ικέτιδες του Ευριπίδη, οι οποίες με τη σειρά τους δοξολογούν τη μεγαλοψυχία των Αθηναίων. Ο Λυσίας, μέτοικος ο ίδιος σε μια σπαρασσόμενη από πολιτικές διχοστασίες και έριδες Αθήνα, σε μια εκτεταμένη παρενθήκη στον επιτάφιο λόγο, που συνέθεσε προς τιμήν των Αθηναίων πεσόντων στον Κορινθιακό πόλεμο (395-386 π.Χ.), υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη τήρησης των καθιερωμένων εθίμων ταφής των νεκρών μετά το τέλος των εχθροπραξιών, παραθέτοντας ανάμεσα στα άλλα τα ακόλουθα επιχειρήματα: “Όταν ο Άδραστος και ο Πολυνείκης εκστράτευσαν εναντίον της Θήβας και ηττήθηκαν σε μάχη, ενώ οι Καδμείοι απαγόρευαν τον ενταφιασμό των νεκρών, οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι, εάν αυτοί είχαν διαπράξει κάποια αδικία, πλήρωσαν το ύψιστο τίμημα με το θάνατό τους και ότι ακόμη με τον τρόπο αυτόν δεν αποδίδονται οι πρέπουσες τιμές στους θεούς του Κάτω Κόσμου, καθώς επίσης έτσι επιδεικνύεται ασέβεια προς τους Ολύμπιους θεούς με το να μιαίνονται τα ιερά [ενν. από τη σήψη των πτωμάτων]” (Επιτάφιος 7).

Επομένως, εν όψει της ευδιάκριτης ιδεολογικής συνάφειας του σοφόκλειου δράματος με προαιώνιους θεσμούς της αθηναϊκής πολιτείας, η αλαζονική και συνάμα ανάλγητη στάση του Κρέοντα τον τοποθετεί ήδη από τον Πρόλογο του έργου στους αντίποδες των Αθηναίων θεατών, οι οποίοι ήταν αναπόφευκτο να νιώσουν έντονη απέχθεια για έναν τέτοιου είδους στυγνό εξουσιαστή με αδόνητη καρδιά. Ωστόσο, πέρα από την πρόδηλα αντιδημοκρατική νοοτροπία του νέου άρχοντα της Θήβας, οι σύγχρονοι μελετητές εντόπισαν και άλλα στοιχεία στο χαρακτήρα του Κρέοντα, που αντιβαίνουν στο αθηναϊκό πρότυπο του δημοκρατικού ηγέτη, ο οποίος είναι πάντοτε έτοιμος να διδαχθεί από τα λάθη του και να επιδείξει διαλλακτική διάθεση και μεγαλόψυχα αισθήματα, ιδιαίτερα απέναντι στις απαιτήσεις της λαϊκής βούλησης. Υπό αυτή την προοπτική η Αντιγόνη δεν έχει ανάγκη από καμιά συνηγορία για τη φαινομενική υπεροψία της, επειδή έχει να αντιπαλέψει με ένα βάναυσο τύραννο, ο οποίος με αστόχαστη σκαιότητα και τυφλή πεισμονή επιμένει να διαπράττει συνεχώς σφάλματα επί σφαλμάτων, θέτοντας έτσι ασυνείδητα ή ενίοτε ακόμη και συνειδητά σε θανάσιμο κίνδυνο την ίδια την πόλη του.

Αυτή η ολέθρια αδυναμία της προσωπικότητας του Κρέοντα καθίσταται περισσότερο παρά ποτέ έκδηλη στη συγκλονιστική αντιπαράθεσή του με το γιο του Αίμονα, ο οποίος εις μάτην προσπαθεί να τον μεταπείσει, αναφερόμενος σκόπιμα στη θέληση της κοινής γνώμης και στις μύχιες πεποιθήσεις των Θηβαίων πολιτών· ωστόσο, ο Κρέων παραμένει αμετακίνητος στις θέσεις του, απαιτώντας αυταρχικά τυφλή υποταγή από τους συμπολίτες του, ακόμη και όταν η γνώμη του είναι ολωσδιόλου σφαλερή: “Όποιον όμως η πόλη άρχοντα βγάλει, σ’ αυτόν πρέπει να υπακούνε όλοι / και στα μικρά και στα δίκαια και στα αντίθετά τους” (666-667). Εύλογο είναι ότι τέτοιες απόψεις, που αντίκεινται σε κάθε έννοια λογικής και δικαίου, ήταν αναμενόμενο να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση του αθηναϊκού κοινού· δεν είναι μάλιστα συμπτωματικό ότι, σύμφωνα με αρχαίες πηγές, ο Σοφοκλής εξελέγη στρατηγός στην Αθήνα (440 π.Χ.) μετά τη θριαμβική επιτυχία της Αντιγόνης στα Μεγάλα Διονύσια. Ανεξαρτήτως της όποιας αξιοπιστίας των παραπάνω βιογραφικών στοιχείων, δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι ο Σοφοκλής “ευδοκίμησε” στη διδασκαλία του εν λόγω έργου, διότι τα υψηλόπνοα ιδανικά, που με τόσο πάθος υπερασπίζεται η αγέρωχη Αντιγόνη, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά τα ίδια τα ιδανικά της δημοκρατικής πολιτείας· μάλιστα, στο πλαίσιο της δημοκρατικής απόχρωσης της τραγωδίας αξιοσημείωτος είναι ο καθολικός λόγος του Αίμονα: “Καμιά πόλη δεν υπάρχει που ν’ ανήκει σ’ έναν άνθρωπο” (737).

Επομένως, εάν δεχθούμε ότι με τα πολιτικά κριτήρια της εποχής εκείνης το σοφόκλειο δράμα συστοιχεί με κομβικά σημεία της αθηναϊκής δημοκρατικής ιδεολογίας, σύμφωνα με τα οποία η υπεροψία, η αφροσύνη και η δυσβουλία του Κρέοντα δεν συμβάλλουν μόνο στην προσωπική του εξουθένωση, αλλά κυρίως αποτελούν θανάσιμη απειλή για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας, τότε μπορούμε να εξηγήσουμε ακόμη και τον παροξυσμό του φιλάδελφου συναισθήματος από την πλευρά της Αντιγόνης, όταν με στεντόρεια φωνή διακηρύσσει τους λόγους που την παρώθησαν να μην αφήσει το νεκρό Πολυνείκη βορά στα σκυλιά και στα όρνια, ενώ ανάλογη στάση θα αποκλειόταν εκ μέρους της για χάρη πιθανού συζύγου ή τέκνων: “Άντρα θα είχα άλλον, αν πέθαινε αυτός,/ και παιδί θ’ αποχτούσα απ’ άλλον άντρα αν έχανα αυτό,/ τώρα όμως που η μητέρα και ο πατέρας μου έχουν κατεβεί στον Άδη,/ κανένας αδελφός δεν μπορεί ποτέ πια να γεννηθεί” (909-912). Μολονότι το κατά πολλούς ερμηνευτές αναντίρρητα “σοφιστικό” επιχείρημα της Αντιγόνης ενέβαλε τους φιλολόγους σε υποψία για τη γνησιότητα του συγκεκριμένου αποσπάσματος, η αμείλικτα λογική θεμελίωση των πράξεών της απηχεί απαρέγκλιτες αρχές της αθηναϊκής πολιτείας, η οποία σε καιρό πολέμου απαιτεί την υπέρτατη θυσία από τους άρρενες πολίτες για την προάσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους. Επιλέγοντας τον “άζυγο βίο”, η Αντιγόνη κυριολεκτικά αποδεικνύεται “αντι-γονη”, δηλαδή θυσιάζει εν προκειμένω τη μέλλουσα οικογένειά της (“την γονήν”) στο βωμό υπέρτατων ηθικών αξιών, οι οποίες ωστόσο αποτελούν τις ακλόνητες κρηπίδες του δημοκρατικού πολιτεύματος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • L.J. Bennett και W.B. Tyrrell, “Sophocles’ Antigone and Funeral Oratory”, AJP 111 (1990), σελ. 441-456.
  • H.P. Foley, “Tragedy and Democratic Ideology: The Case of Sophocles’ Antigone”, στο B. Goff (επιμ.), History, Tragedy, Theory: Dialogues on Athenian Drama, Austin 1995, σελ. 131-150.
  • H.P. Foley, “Sacrificial Virgins: Antigone as Moral Agent”, στο H.P. Foley, Female Acts in Greek Tragedy, Πρίνστον και Οξφόρδη 2001, σελ. 172-200.
  • M. Griffith, Sophoclew, Antigone, Κέμπριτζ 1999.
  • N. Loraux, The Invention of Athens: The Funeral Oration in the Classical City, μτφρ. A. Sheridan, Κέμπριτζ Μασ. 1986.
  • A. Markantonatos, Tragic Narrative. A Narratological Study of Sophocles’ Oedipus at Colonus, Βερολίνο-Νέα Υόρκη 2002, του ιδίου, Sophocles: Oedipus at Colonus [Duckworth Companions tyo Greek and Roman Tragedy], Λονδίνο 2004, κεφ. 4.
  • Γ. Μαρκαντωνάτος, Σοφοκλέους Αντιγόνη, Κριτική και Ερμηνευτική Έκδοση, Αθήνα 1995.
  • C.W. Oudemans και A.P.M.H. Lardinois, Tragic Ambiquity: Anthropology, Philosophy and Sophcles’ Antigone, Λέιντεν 1987.
  • Α. Παναγόπουλος, Θουκυδίδης: Αιχμάλωτοι, Όμηροι, Εξόριστοι, Φυγάδες και Πρόσφυγες στον πελοποννησιακό Πόλεμο, Αθήνα 2002.
  • C. Sourvinou-Inwood, “Assumptions and the Creation of Meaning: Reading Sophocles’ Antigone”, JHS 109 (1989α), σελ. 134-148, της ιδίας, “The Fourth Stasimon of Sophocles’ Antigone”, BICS 36 (1989β), σελ. 141-165, της ιδίας, “Sophocles’ Antigone as a “Bad Woman”, στο F. Dieteren και E. Kloek (επιμ.), Writing Women into History, Άμστερνταμ 1990, σελ. 11-38, της ιδίας, “Sophocles’ Antigone 904-20: A Reading”, A.I.O.N. IX-X (1987-1988), σελ. 19-35.
  • W.B. Tyrrell και L.J. Bennett, Recapturing Sophocles’ Antigone, Λάνχαμ, MD 1998.
  • Μ. Χριστόπουλος, Μιμήσεις Πράξεων. Αφήγηση και Δομή στις Τραγωδίες των Κλασχικών Χρόνων, Αθήνα 2002, σελ. 54-57.

_____________________________

  • Κεντρική φωτογραφία: Fulchran Jan Harriet, Οιδίπους επί Κολωνώ (1796)
  • Πρώτη δημοσίευση: ΙΣΤΟΡΙΚΑ / Ελευθεροτυπία, 30 Σεπτεμβρίου 200

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ